Εισήγηση του Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος για το Μάθημα των Θρησκευτικών
ΠΡΟΣ ΤΗΝ
ΔΙΑΡΚΗ ΙΕΡΑΝ ΣΥΝΟΔΟΝ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Επί του "Υπομνήματος για το νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου" της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για την εκπόνηση του νέου Προγράμματος
Μακαριώτατε,Σεβασμιώτατοι, τα τελευταία χρόνια διεξάγεται ένας διάλογος στην ελληνική κοινωνία περί του χαρακτήρος του μαθήματος των θρησκευτικών στα Σχολεία της Χώρας.
Ο διάλογος προέκυψε ως απάντηση αφ’ενός στο αίτημα για δημιουργική ανανέωση του μαθήματος και αφ’ετέρου στις προτάσεις ή απειλές βάσει συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας νομικών και πολιτικών κύκλων περί καταργήσεως του μαθή-ματος.
Από το 2002 στο πλαίσιο προστασίας των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, διαμορφώθηκε από το Υπουργείο Παιδείας νέο καθεστώς για την χορήγηση απαλ-λαγής από το ΜτΘ σε ετεροδόξους και αλλοθρήσκους με απλή δήλωση του κηδεμόνα ή του ενήλικου μαθητή "οτι δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος, χωρίς να είναι υποχρεωτική η αναφορά του θρησκεύματος στο οποίο ανήκει".
Το 2008 τρείς Εγκύκλιοι του Υπουργείου Παιδείας και μιά ερμηνευτική διευκρίνηση του τότε Υπουργού, προσπάθησαν να εναρμονισθούν με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ανεξάρτητων Αρχών της Χώρας μας, που ήθελαν η απαλλαγή από το μάθημα να γίνεται με απλή διατύπωση του αιτήματος από τον ενδιαφερόμενο χωρίς άλλη εξήγηση.
Προξένησαν αλληλοσυγκρουόμενες και κάποτε έντονες ανακοινώσεις της ΟΛΜΕ, του Συνηγόρου του Πολίτη, της ΠΕΘ, των Θεολογικών Σχολών κ.α.
Με αφορμή αυτό το θόρυβο, άρχισαν να αποκρυσταλλώνονται και να προτείνονται κάποιες "μορφές" του ΜτΘ που, όπως ήταν αναμενόμενο, πυροδότησαν άλλες αντιπαραθέσεις και δημιούργησαν πολώσεις τόσο στην Εκπαιδευτική Κοινότητα όσο και σε Θεολογικούς κύκλους.
Οι «μορφές» του ΜτΘ που προτάθηκαν ήταν οι εξής:
Α. ΜτΘ με ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
(προτάθηκε από την ΟΛΜΕ, τον Συνήγορο του Πολίτη, κ.α)
Θέλει το ΜτΘ να είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές επειδή:
1. ανταποκρίνεται στη νέα πραγματικότητα της σχολικής τάξης (μεγάλα ποσοστά ετεροθρήσκων μαθητών, ετεροδόξων και θρησκευτικά αδιάφορων),
2. εξετάζει το θρησκευτικό φαινόμενο ως ιστορική και παρούσα πραγματικότητα,
3. διασφαλίζει τον ελεύθερο σχηματισμό οποιασδήποτε θρησκευτικής συνείδησης,
4. εγγυάται την απουσία απαλλαγών και τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του μαθήματος,
5. κατοχυρώνει τα εργασιακά δικαιώματα των θεολόγων εκπαιδευτικών.
Επισημαίνεται ότι με τον θρησκειολογικό προσανατολισμό του ΜτΘ δεν συμφωνεί κανένας θεολογικός χώρος στην Ελλάδα, σήμερα.
Β. ΜτΘ με ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
(προτάθηκε από την ΠΕΘ κ.α.)
Θέλει το ΜτΘ να παραμείνει ομολογιακού τύπου, διότι:
1. η πλειονότης των μαθητών του ελληνικού σχολείου είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί,
2. το ισχύον Ελληνικό Σύνταγμα αναφέρει την ύπαρξη "επικρατούσας θρησκείας",
3. απόφαση του ΣτΕ (3356/1995) ορίζει ότι η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών πραγματοποιείται σύμφωνα με τις αρχές της Ορθοδόξου Χριστιανικής Διδασκαλίας,
4. η Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη έχει διαμορφώσει καθοριστικά την πνευματική φυσιογνωμία της Ελλάδος,
5. σημαντικό ποσοστό γονέων επιθυμεί να λάβουν τα παιδιά τους θρησκευτική αγωγή στο σχολείο,
6. σημαντική μερίδα των αλλοδαπών μαθητών ενδιαφέρεται για την Ορθόδοξη Πίστη.
Γ. ΜτΘ με "ΑΝΟΙΧΤΟ" ή «ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ» ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
(προτάθηκε από τον Σύνδεσμο "Καιρός" κ.α)
Θέλει το ΜτΘ:
1. να είναι κοινή υποχρεωτική θρησκευτική εκπαίδευση για όλους τους μαθητές, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές επιλογές τους,
2. να δίνει έμφαση στον γνωσιοκεντρικό-παιδαγωγικό και όχι στον ομολογιακό-κατηχητικό του χαρακτήρα,
3. να εδράζεται στην ερμηνεία, στην κριτική και στον διάλογο,
4. να εγγυάται την βιωσιμότητά του στο μέλλον.
Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι,
Νομίζω ότι οφείλουμε πιά να βγούμε από τα παραπάνω ερμητικά κλεισμένα σχήματα, όπως η γνωστή ψυχοσύνθεσή μας των Ελλήνων ύψωσε ως τείχη.
Χρειάζεται·
α. αντλώντας από την εμπειρία μας ως ποιμένες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας,
β. αφουγκραζόμενοι την σημερινή κοινωνική και θρησκευτική πραγματικότητα της Πατρίδος μας, και
γ. σεβόμενοι τις ευαισθησίες της σημερινής σχολικής τάξης και της εκπαιδευτικής διαδικασίας, να σκεφτούμε τα εξής:
Η προϊούσα από ετών εκκοσμίκευση απομάκρυνε τους νέους μας από τις θρησκευτικές μας παραδόσεις, ενώ η πολυπολιτισμικότητα έφερε νέες ηθικές, κοινωνικές και πολιτισμικές προκλήσεις στη Χώρα μας. Έτσι δημιουργήθηκε η σημερινή κατά γενική ομολογία, "κρίση αξιών", στην ελληνική κοινωνία, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει όλοι να εργασθούμε υπεύθυνα.
Η σχολική τάξη αποτελεί σμικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας. Η πλειονότης των μαθητών του ελληνικού σχολείου είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, όμως σε αρκετές περιοχές της Πατρίδος μας οι αλλοδαποί μαθητές με διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις, αλλάζουν σημαντικά την σύνθεση της σχολικής τάξης. Η ποικιλόμορφα διαμορφωμένη πρόταση για απαλλαγή από το ΜτΘ κάποιων μαθητών, έβγαλε από τις τάξεις κυρίως χριστιανόπουλα που ήθελαν να «ελαφρυνθεί» το σχολικό τους Πρόγραμμα.
Χρειάζεται να «παίξουμε» με λέξεις, προκειμένου να μην «χάσουμε» το μάθημα από τα σχολεία μας.
Εὐσεβάστως προτείνω· ὡς ΔΙΣ:
1. Να μην υιοθετήσουμε αυτούσια καμμιά από τις παραπάνω ετικέτες των μορφών του ΜτΘ προκειμένου να μην εμπλακούμε σε ήδη διαμορφωμένες και πολωμένες απόψεις, αλλά να εργασθούμε για τον συγκερασμό των θετικών στοιχείων ὀλων των προτάσεων.
2. Να επισημάνουμε σε όσους επιμένουν να μεταβληθεί το ΜτΘ σε θρησκειολογία, ότι τότε θα καταστρατηγηθεί το δικαίωμα των ορθοδόξων μαθητών για Ορθόδοξη Χριστιανική μόρφωση. Οι Έλληνες γονείς θέλουν τα παιδιά τους να μάθουν την Ορθόδοξη Χριστιανική μας Πίστη και Παράδοση από το σχολείο.
Φυσικά, η Κατήχηση του λαού μας είναι κυρίως έργο δικό μας, των Επισκόπων και των Ιερέων και δεν έχουμε την πρόθεση να το εκχωρήσουμε σε εκπαιδευτικούς.
3. Να επισημάνουμε σε όσους επιμένουν να μεταβληθεί το ΜτΘ σε ομολογιακό, ότι εάν υπονοούν «Ορθόδοξη Κατήχηση», τότε ανοίγουν τις πόρτες του σχολείου σε αλλοθρήσκους και αλλοδόξους θεολόγους. Η προταθείσα εισαγωγή ενός εναλλακτι-κού μαθήματος για τους αλλοδαπούς, δεν είναι εφικτή στην εκπαιδευτική πραγμα-τικότητα της Χώρας μας, επειδή προσκρούει σε πρακτικές δυσκολίες (σχολικές αίθουσες, συγγραφή πρόσθετων εγχειριδίων, εναρμόνιση με το σχολικό Πρόγραμμα). Θα ωθήσουμε ως μοναδική λύση, την κατάργηση του ΜτΘ.
4. Να επιδιώξουμε, να είναι η Ορθόδοξη Θεολογία κέντρο του ΜτΘ χωρίς απαραίτητα η μεθοδολογία του μαθήματος να είναι «ομολογιακή». Το σχολείο δεν μπορεί να απαιτεί την διατράνωση της Πίστεως των μαθητών επειδή η Πίστη δεν αξιολογείται εκπαιδευτικά ούτε βεβαίως μπορεί να βαθμολογηθεί.
5. Να ζητήσουμε, το ΜτΘ να εμφανίζει σε όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές το πολιτισμικό μέγεθος της Ορθοδόξου βιοτής καθώς αυτή διαποτίζει την ελληνική κοινωνία και είναι «αγαθό εν κινήσει». Ο αλλόθρησκος μαθητής στη χώρα μας, όπως θα διδαχθεί για τον Πλάτωνα, για την Αθηναϊκή Συμπολιτεία και τον Παρθενώνα, έτσι οφείλει να μάθει για τον Ιησού Χριστό, για την Ορθόδοξη Εκκλησία και την τέχνη της.
Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι,
Το «μυστικό» της εύστοχης και αποδοτικής διδασκαλίας του ΜτΘ δεν είναι ούτε το σχολικό εγχειρίδιο, ούτε το Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα.
Είναι ο εκπαιδευτικός που το διδάσκει.
Είναι κι εκείνος «λογικό πρόβατο» της εκκλησιαστικής μας ποίμνης και αποτελεί ιδική μας ποιμαντική ευθύνη η προσέγγισή του και η «κατά Χριστόν» καλλιέργειά του, ώστε:
Να μην μετατρέπει το μάθημα σε "εκκοσμικευμένη ηθική" εξοβελίζοντας τον μυσταγωγικό του χαρακτήρα.
Να μην μετατρέπει το μάθημα σε "Επιτομή Θρησκευτικής Εγκυκλοπαιδείας" αφήνοντας αναπάντητες τις υπαρξιακές αναζητήσεις των μαθητών.
Να δίνει την δυνατότητα σε αλλοδαπούς ετεροθρήσκους μαθητές να γνωρίσουν αφ’ ενός την δική τους θρησκευτική πίστη και αφ’ετέρου την θρησκευτική και πολιτιστική παράδοση της Χώρας που τους δέχτηκε και τους φιλοξενεί.
Να θέτει βάσεις για εποικοδομητικό διάλογο με το «διαφορετικό» που, ούτως ή ἀλλως, συζεί με το «οικείο».
Να καλλιεργεί τον διάλογο μεταξύ διαφόρων θρησκευτικών παραδόσεων και να μελετά αντικειμενικά τις σχέσεις τους με την "εξ αποκαλύψεως" Εκκλησία του Χριστού.
Να επωάζει στην τάξη το δημοκρατικό πνεύμα και την πνευματικότητα της Παιδείας, τουλάχιστον σε επίπεδο θρησκευτικότητος.
Να αναλύει το παγκόσμιο θρησκευτικό φαινόμενο και να αναδεικνύει τον οικουμενικό και επίκαιρο λόγο της Ορθόδοξης Θεολογίας και των άλλων χριστιανικών παραδόσεων.
Να διευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντες των μαθητών μέσα από μια νέα καθολική προσέγγιση της γνώσης, η οποία εξάλλου ήδη είναι οικεία σ' αυτούς από τους σύγχρονους διαύλους ενημέρωσης.
Να προσφέρει λόγο ελπίδας και πρόταση ζωής στο σημερινό ελληνόπουλο.
Να διανθίζει το κάθε θέμα του με Πατερικά Κείμενα που θα ενισχύουν το στόχο του.
Να παρουσιάζει και να ερμηνεύει την ποικίλη εκκλησιαστική τέχνη στους μαθητές.
Μακαριώτατε Ἅγιε Πρόεδρε, Σεβασμιώτατοι Συνοδικοί, Πατέρες καὶ Ἀδελφοί,
Με τις παραπάνω απόψεις και βιωματικές εμπειρίες που διαθέτω από τον τόπο καταγωγής μου, που είναι και η Επαρχία, που με αξίωσε ο Χριστός να διακονώ, μελέτησα το «Υπόμνημα για το νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου» της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, που μας υπεβλήθη.
Οι παρατηρήσεις που καταθέτω, είναι επιγραμματικά οι εξής:
ο «Πρόγραμμα Σπουδών» για το ΜτΘ θα λειτουργήσει «πιλοτικά», όπως για όλα τα σχολικά μαθήματα, σε ορισμένο αριθμό σχολείων, προκειμένου να αξιολογηθεί, να εξαχθούν συμπεράσματα και όπου χρειάζεται να τροποποιηθεί, πριν την καθολική εφαρμογή του.
Είναι «Πρόγραμμα Σπουδών» και όχι σχολικό εγχειρίδιο.
Δεν απευθύνεται στον μαθητή αλλά στον εκπαιδευτικό, προκειμένου να τον καθοδηγήσει στον σχεδιασμό της διδασκαλίας.
Δεν είναι κατάλογος διδακτικών περιεχομένων ή διδακτικών ενοτήτων.
Θα συνοδεύεται από πολυσέλιδο «Οδηγό» ως απαραίτητο βοήθημα για την εφαρμογή του.
Η κάθε «θεματική ενότητα» δεν θα διδάσκεται σε 1 ωριαία διδασκαλία αλλά σε πολλές, με ποικιλία τεχνικών και διδακτικών μέσων.
Οι προτεινόμενες «θεματικές ενότητες» αναπτύσσονται σε 4 στήλες:
α) Προσδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα. Αυτά είναι που θα καθορίζουν την παραδοσιακή «διδακτέα ύλη» προσαρμοσμένη στις συνθήκες της τάξης.
β) Διδακτικά θέματα.
γ) Διδακτικές δραστηριότητες. Θεωρώ ότι αυτές είναι η μεγαλύτερη καινοτομία του Προγράμματος. Διδακτικές δραστηριότητες δεν είναι ολοκληρωμένες πορείες διδασκαλίας, είναι ενδεικτικές και υπάρχει ελευθερία αναπροσαρμογής ή τροποποίησής τους. Χωρίς να καταργείται η παραδοσιακή μορφή της διδασκαλίας «παράδοση-εξέταση», επιδιώκεται η διερευνητική και βιωματική εμπλοκή του μαθητή. Κυρίως προωθεί μορφές ομαδο-συνεργατικής μεθόδου.
Βέβαια, για τις δραστηριότητες αυτές, θα χρειαστούν επιμορφωτική στήριξη οι εκπαιδευτικοί.
δ) Εκπαιδευτικό υλικό.
Το Πρόγραμμα Σπουδών, όπως το περιγράφουν οι συντάκτες του και τα περιεχόμενά του, επιδιώκει να αναδείξει την Ορθόδοξη Πίστη και Παράδοση σε όλες τις πτυχές της.
Σε όλα τα μαθήματα υπάρχει αφθονία θεμάτων και διδακτικών δραστηριοτήτων που αφορούν στην Αγία Γραφή, στα πατερικά κείμενα, στην λατρεία και στην τέχνη της Εκκλησίας.
Σε κάποιες αυτόνομες ενότητες παραθέτει συμπληρωματικά, με τη μορφή διάσπαρτων στοιχείων και θρησκειολογικά θέματα.
Σε όλες τις ενότητες, ειδικά στο Γυμνάσιο, είναι εμφανής ο διάλογος με τις ανησυχίες και τις εμπειρίες των μικρών παιδιών και των εφήβων αλλά και με τα σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα.
Επειδή είναι εκπαιδευτικό εργαλείο, σ’αυτά τα ζητήματα χρησιμοποιεί γλώσσα και ορολογία επίκαιρη, που κάποτε υπερβαίνει την γνώριμη σε μας και οικεία θεολογική ορολογία.
Βεβαίως, αποκλίσεις από την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, δεν υπάρχουν.
Νομίζω ότι είναι μιά πολύ καλή πρόταση, ώστε το Μάθημα των Θρησκευτικών:
Να παραμείνει στα Ελληνικά Σχολεία.
Να διδάξει την Ορθόδοξη Πίστη ως βίωμα και ως θεωρία, ως νόημα και πρόταση ζωής.
Να εμφανίσει το Ορθόδοξο φρόνημα διαχρονικά στην ιστορική του διαδρομή ως πολιτιστικό μέγεθος.
Να παρουσιάσει το «εφικτόν» της «κατά Χριστόν» ζωής.
Να δοκιμάσει την αντοχή της Ορθὀδοξης Θεολογίας στο σήμερα.
Να αγκαλιάσει χωρίς φανατισμό τους αλλοθρήσκους συμπατριώτες μας .
Να οργανώσει την σχολική τάξη σε εργαστήρι συνεργασίας και συνθέσεως απόψεων.
Να ενταχθεί στη νέα μεθοδολογία διδασκαλίας των μαθημάτων.
Μετὰ βαθυτάτου σεβασμού
δείτε περισσότερα »
Άρθρο του Νικολάου Γεωρ. Κατσούλη
Κλασσικού Φιλολόγου
Εκρηκτικάς διαστάσεις λαμβάνει εκάστοτε η αντιπαράθεσις Εκκλησίας και Πολιτείας δια το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας. Υποστηρίζουν μερικοί ότι αδίκως η Πολιτεία επιχειρεί να στερήση την Εκκλησίαν από την περιουσίαν της, όχι μόνον διότι της ανήκει από παλαιά, αλλά και διότι έχει να επιτελέση σοβαρόν κοινωνικόν έργον και πρέπει να διαθέτη δια τούτο σημαντικούς πόρους. Άλλοι ωστόσο αντιπαρατηρούν ότι επειδή η περιουσία αυτή παραμένει αναξιοποίητη τόσα χρόνια και μερικές φορές μάλιστα εκποιείται με τρόπους όχι νομίμους, και δεδομένου επίσης ότι η Πολιτεία χορηγεί αρκετά δισεκατομμύρια στην Εκκλησίαν δια τους μισθούς των κληρικών, αποτελεί καθήκον στην Πολιτεία να παρέμβη νομοθετικώς και να παραχωρήση την περιουσίαν αυτήν σε ακτήμονες αγρότες προς αξιοποίησιν.
Η Εκκλησία προερχομένη ως λέξις από το «έκκλητος» κι αυτή με την σειράν της απ’ το ρήμα «εκκαλώ», δεν είναι τίποτα άλλο από την σύναξιν, μάζωξιν των προσκεκλημένων του θεού, των πιστών αυτού, προκειμένου να τον λατρεύσουν και να τον δοξάσουν. Είναι το ποίμνιον του θεού, όστις είναι και ο ποιμήν αυτής. Η βουλή του Κυρίου καθορίζει και τις δικές της επιθυμίες και αποφάσεις. Το σώμα των πιστών, που συγκροτείται και είναι το ποίμνιον ομοιάζει με αυτήν την Εκκλησίαν του Δήμου. Και οι δυο εκκλησίες συγκροτούνται εις σώμα με διαφορετικόν σκοπόν. Η μεν Εκκλησία του θεού, ίνα δοξολογήση τούτον και να πορευθή κατά το θέλημά Του, η δε Εκκλησία του Δήμου όπως αποφασίση δια την μελλοντικήν πορείαν αυτού. Είναι εμφανές ότι και τα δύο σώματα –η δε Εκκλησία του Δήμου ευλόγως- έχουν αποκτήσει κοσμικές, υλικές, ανθρώπινες συνθήκες, απαραίτητες δια την εύρυθμη λειτουργία των. Δηλαδή η οικονομική υπόστασις τους είναι απαραίτητη ανθρώπινη συνθήκη δια να λειτουργήσουν εύρυθμα. Έτσι όπως η Βουλή των Αντιπροσώπων του λαού, προκειμένου να συγκροτείται και να νομοθετή απερισπάστως απαιτείται να διαθέτη κάποια κονδύλια-πόρους αφ’ ού έχει έξοδα η σύγκλισίς της, έτσι και η Εκκλησία των πιστών του θεού, με βάση και την «νομοθεσία», τον «καταστατικόν» αυτής χάρτην περί αμοιβαιότητος και αλληλεγγύης των μελών της, έχει χρείαν των πόρων.
ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΝ
Κατά τις πρώτες περιόδους της ζωής της η Εκκλησία ως σώμα πιστών ενπόθεσε τις όποιες οικονομικές της –απαραίτητες τονίζεται, αν θεωρείται και η εξεύρεσις οικονομικών πηγών απαραίτητη προϋπόθεσις και για ένα κοινοβούλιον- απολαβές απ’ την εκάστοτε συνδρομή των πιστών, μελών της, αναλόγως της θελήσεως τους και της ευρωστίας τους. Όσον κι αν αυτή εγιγαντώθη κι απετέλεσεν θεσμικόν –αν μπορεί κανείς να το πή- παράγοντα κατά την Βυζαντινήν περίοδον, η συνεισφορά των πιστών της στο οικονομικόν, απετέλεσε και αποτελεί ακόμη και σήμερα τον βασικόν της παράγοντα εξοικονόμησης χρημάτων. Βέβαια δια να σχηματισθή μία περιουσία, η εισροή οικονομικών απολαβών πρέπει κάποια στιγμή να υπερβαίνη απλώς και μόνον το απαραίτητον δια την συντήρησίν της. Η επιθυμία των μελών της δια μετά τον θάνατό τους, η όποια περιουσία των να αποδίδεται σ’ αυτήν ήταν εν πολλοίς ο ένας πόλος έλξης οικονομικής, επιπλέον του δέοντος, υπεροχής. Ουδόλως κατακριτέον, αφού η εσχάτη επιθυμία εκάστου πρέπει να είναι σεβαστή, όπως είναι κι όταν είναι εν ζωή. Ας μην λησμονείται ότι μεγάλοι ευεργέτες του έθνους εδώρησαν την περιουσίαν των στο δύσμοιρον έθνος σε εποχές μαύρες προς ανακούφισιν και ανάκαμψιν του και τούτο τω όντι επωφελήθη πολύ, δίχως να καταφέρεται κανείς εναντίον τους, ως πράττοντες επαίσχυντην πράξιν, αλλά τουναντίον άπαντες τους σέβονται και τους ευγνωμονούν. Προς τι αντιστοίχως μερικοί να δυστροπούν προς εκείνους, οι οποίοι με σκοπόν, κατά την κρίσιν των, ίνα σώσουν την ψυχήν των, έπραξαν το ίδιο αποδίδοντας τα υλικά αγαθά τους εις την Εκκλησίαν; Δεύτερος δε πόλος και πηγή εσόδων της του θεού Εκκλησίας δύναται να χαρακτηρισθή η μισθοδοσία των κληρικών εκ της Πολιτείας. Τούτο εγένετο προς αντικατάστασιν του παλαιού τρόπου επιβίωσης αυτών, από τις συνεισφορές των πιστών, όταν κι ένας ιερέας περίμενε την εισφοράν του πιστού σε τρόφιμα κυρίως άρτον και λάδι, ίνα λειτουργήση τον ναόν, όπου κι εφημέρευε, αλλά και δια να ζήση αυτός και η οικογένειά του, γιγνόμενος κατά τρόπον τίνα από διάκονος, διακονιάρης δια τον επιούσιόν του. Επίσης εγένετο και ως αποδοχή εκ μέρους της Πολιτείας της προσφοράς αυτών στην ηθικήν κυρίως αρωγήν αυτών προς τον κοινωνικόν ιστόν. Δεδομένου ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί θρησκείαν αγάπης κι όχι μίσους και ως επί των πλείστων επιζητεί την ηθικήν ύψωσιν από τον σκοταδισμόν των παθών του ανθρώπου αλλά και δεδομένου ότι πολλάκις η Εκκλησία εστάθη στο πλευρόν της σε δύσκολους καιρούς εξωτερικών εχθρών, εθεώρησεν συμφέρον της να μισθοδοτήση τους λειτουργούς της, αφού συνάμα έκρινε, πως αυτοί προς δικόν της όφελος –προς εμπέδωσιν της κοινωνικής γαλήνης κιαι αρετής- εργάζονται ή και ακόμα πως δεν έπρεπε να υπάρχουν στην επικράτειά της άνθρωποι που ενώ έχουν τάξει τον εαυτόν των στην υπηρεσίαν των συνανθρώπων των, ουδεμία αναγνώρισιν έχουν κι επαιτούν τα προς τα ζήν.
ΟΦΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ Η ΥΠΑΡΞΙΣ ΔΙΑΚΟΝΩΝ
ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΗΣ
Που το κατακριτέον; Δεν είναι προς όφελος της πολιτείας να υπάρχουν λειτουργοί –ομοιάζοντες κατά πολύ στους κοινωνικούς λειτουργούς αυτής- που να εργάζονται καθ’ όλον τον βίον των ίνα κατακρίνουν τα κακώς κείμενα της Πολιτείας και των πολιτών και να διδάσκουν ηθικόν τρόπον ζωής, αλλά και να μεταλαμπαδεύουν τα μακραίωνα ήθη και έθιμα της φυλής ως άλλοι παιδαγωγοί; Και εάν η διδαχή των νέων μελών της θεωρείται καθήκον της Πολιτείας και δια τούτο προσφέρει αυτή εκπαίδευσιν, δεν πρέπει να θεωρείται καθήκον αυτής και η διδαχή των νέων μελών αυτής, της ψυχικής υγείας αυτών και η προσήλωσις αυτών εις την αρετήν; Δεδομένου ότι, ως ελέχθη, οι λειτουργοί της Εκκλησίας τηρούν απαρεγκλίτως τους ιερούς νόμους της θρησκείας ως είναι γνωστοί εις όλους. Είναι ανεπίτρεπτον αυτοί να μην υπηρετούν τον άνθρωπον αλλά την ιδικήν των ευζωίαν. Τότε αναιρούν αυτομάτως τον λόγον υπάρξεώς των. Ο Κύριος και θεός ημών έπλυνε τους πόδας των εαυτού μαθητών. Δεν είχεν θρόνους, ούτε πλούσια οχήματα δια να μετακινείται –αντιθέτως εισήλθεν στα Ιεροσόλυμα επί όνω- ούτε περιουσίαν δια να την αξιοποιήση προς ίδιον όφελος. Το κοινόν ταμείον, το οποίο διεχειρίζετο ο Ιούδας των Αποστόλων, το είχον δια να προσπορίζονται τα απαραίτητα. Όταν δε του έδειξαν το ρωμαϊκόν νόμισμα με την κεφαλήν του Καίσαρο, είπεν το περιβόητον «αποδώσατε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι». Ουδεμίαν σχέσιν έχει η του Χριστού Εκκλησία με το χρήμα και τον πλούτον. Μεταχειρίζεται το χρήμα προς όφελος των ανθρώπων.
ΤΟ ΔΕΟΝ
Οι αρχιερείς είναι συνεχιστές των Αποστόλων. Αξίωμα ύψιστον, γεμάτον όμως ταπείνωσιν και διακονίαν. Ουδείς εξ εκείνων ήτο πλούσιος. Οι περισσότεροι ήσαν ψαράδες και πέθαναν και εμαρτύρησαν πάμπτωχοι. Η Πολιτεία τιμά το έργον, την διακονίαν της Εκκλησίας. Οφείλει να μην σταματήση να θεωρή αυτήν μέρος αυτής. Να αφήση ήσυχην τούτην να πράττη το έργον της. Εάν στερή απ’ το ταμείον της –αρκεί τούτο να μην χρησιμοποιείται άλλως- αυτή τότε πράττει κακόν και στον ίδιον της τον εαυτόν. Ίσως και να μην έχει δικαίωμα να ελέγχη αυτήν. Αλλά και οι αρχιερείς και οι ιερείς να είναι αυτό που πρέπει να είναι, διάκονοι του λαού, όχι διαχειριστές της περιουσίας της Εκκλησίας του θεού. Ο ποιμήν αυτών θα κρίνη το έργον της, ο λαός, το ποίμνιον της Εκκλησίας κι ουχί η Πολιτεία, όπως κι ο λαός κρίνει την τελευταίαν, όπου πρέπει.
δείτε περισσότερα »