«“Η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών” της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος είναι ιδεολογικό εργαστήριο του συγκρητισμού της “Νέας Εποχής”». Αυτό καταγγέλει σε επιστολή της η Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Άνω Γατζέας Βόλου. Η Μονή είναι μετόχι της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. Είναι χτισμένη πάνω σε λόφο, σε επιβλητική θέση και με πανοραμική θέα, δίπλα στο χωριό Άνω Γατζέα. Το μικρό Καθολικό είναι αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα και πανηγυρίζει την Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος. Ηγούμενος είναι ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Χατζηνικολάου και η αδελφότητα αριθμεί 5 μοναχούς.
Το πλήρες κείμενο της επιστολής έχει ως εξής:
Η «ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ» ΤΗΣ Ι.Μ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ
ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ «ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ»
«Βλέπετε μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ού κατά Χριστόν... » (Κολ. β΄ 8)
ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΤΙΘΕΤΟΙ ΜΕ ΤΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ «ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ»
Εφέτος συμπληρώθηκαν δέκα έτη από την ίδρυση της «Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών», που διατηρεί υπό την σκέπη της η Ι.Μ. Δημητριάδος. Πολλοί εκ των πιστών της αγιοτόκου ημών τοπικής Εκκλησίας, απλά γνωρίζουν την ύπαρξή της, άλλοι ίσως την αγνοούν, όμως είναι βέβαιο πως λίγοι γνωρίζουν επακριβώς τις δραστηριότητές της και τι σκοπούς εξυπηρετεί, ιδιαίτερα στον χώρο της θεολογίας και ευρύτερα στον εκκλησιαστικό. Για παράδειγμα, λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν πως στο συγκεκριμένο «θεολογικό εργαστήρι» προσέρχονται τακτικά εκπρόσωποι αιρετικών «εκκλησιών», κατά κανόνα της Δύσεως, όπου καταθέτουν ισότιμα τις δικές τους θεολογικές θέσεις, εξυφαίνοντας έτσι παρέα με τους Ορθοδόξους οικοδεσπότες, ένα συγκρητιστικό κατασκεύασμα, που εσκεμμένα και σε βάθος χρόνου αποδομεί τις έννοιες «αίρεση» και «πλάνη», και οδηγεί στη θρησκευτική πολυ-πολιτισμικότητα, στοιχείο δομικό της Νέας Εποχής του Αντιχρίστου.
Έχει τονιστεί κατ' επανάληψιν και διαχρονικά τόσο από τους Αγίους Πατέρες, όσο και από τους χαρισματούχους γεροντάδες του καιρού μας, πως δεν είμεθα αρνητικοί στους διαλόγους μετά των ετεροδόξων, αρκεί να τηρούνται κάποιες βασικές προϋποθέσεις. Και ποιες είναι αυτές οι προϋποθέσεις; Εν πρώτοις, πως οι Ορθόδοξοι δεν κάνουμε ποτέ διάλογο «επί ίσοις όροις» με τους ετερόδοξους συνανθρώπους μας, σα να επρόκειται για πολιτική ή φιλοσοφική συζήτηση, αλλά πρόσκληση σε μαθητεία, κατά την ρητή προσταγή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ΄ «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...» (Ματθ. κη΄ 19).
Οφείλουμε λοιπόν οι κατέχοντες την σωτηριώδη Αλήθεια του Χριστού να την μοιραζόμαστε με τους πεπλανημένους μας αδελφούς, εις τρόπον ώστε να τους «τραβήξουμε» στο Φώς, και όχι αυτή την Αλήθεια να την αναμιγνύουμε με το Ψεύδος του Διαβόλου –κατά τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό- που εκπροσωπούν οι αιρετικοί, οι εμμένοντες στην πλάνη και στο πνευματικό Σκότος. Επιπλέον, έχουμε χρέος να αποκαλύπτουμε στον εκάστοτε ετερόδοξο ή ετερόθρησκο συνομιλητή, την «αρρωστημένη» κατάσταση στην οποία βρίσκεται, όπως ακριβώς ο ιατρός ανακοινώνει στον ασθενή από τι πάσχει, και κατόπιν του υποδεικνύει τη θεραπεία που πρέπει να ακολουθήσει.
Όμως δυστυχώς η πρακτική της «Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών» είναι πολύ διαφορετική. Μέσα από την τέλεση πανάκριβων και πολυτελών συμποσίων και συνεδρίων, όχι μόνο δεν γίνεται μετάδοση της «ορθόδοξης μαρτυρίας» στους ετερόδοξους και ετερόθρησκους επισκέπτες της, όπως ψευδώς διαδίδουν τα στελέχη της «Α.Θ.Σ.», εις τρόπον ώστε να καθησυχάσουν το απληροφόρητο στην πλειοψηφία του ποίμνιο της αγιοτόκου ημών τοπικής Εκκλησίας, αλλά αντιθέτως η ορθόδοξη πλευρά όλο και υποχωρεί σε σημαντικά θεολογικά και δογματικά ζητήματα, με τραγική συνέπεια την εκ των ένδον φθορά και άμβλυνση του ορθόδοξου κριτηρίου και κυρίως της ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας. Όλα τούτα δεν γίνονται ευδιάκριτα υπό των πιστών, απλούστατα διότι τις τελευταίες κυρίως δεκαετίες το ορθόδοξο πλήρωμα σταμάτησε με ευθύνη των ποιμένων να ακούει λόγο κατηχήσεως, κήρυγμα δογματικό και θεολογικό, κάτι που διευκολύνει αφάνταστα παράτολμα εγχειρήματα και θεολογικούς ακροβατισμούς, σαν κι αυτούς που επιχειρεί ανενόχλητη η «Ακαδημία».
Ποιες είναι όμως οι συνέπειες όλων αυτών των ενεργειών; Κατά βάσιν η αποστασία από την ορθή Πίστη και τον ορθόδοξο τρόπο ζωής που μας παρέδωσαν οι Θεοφόροι Άγιοι Πατέρες, αυτοί που αντέγραψαν τη ζωή του Χριστού πάνω στη γη. Όπως αναφέρεται άλλωστε και στον «Μικρό Ευεργετινό», «έλλειψη κατήχησης, αρχή αποστασίας». Γνωρίζουμε όμως οι ευσεβείς Ορθόδοξοι Χριστιανοί, πως η αποστασία των εσχάτων χρόνων θα είναι και το «σήμα κινδύνου», πως ο Αντίχριστος πλησιάζει΄ ο Απόστολος Παύλος μας πρετοιμάζει λέγοντάς μας πως ο Αντίχριστος δεν θα έλθει, «εάν μή έλθει η αποστασία πρώτον» (Β΄ Θεσ. β΄ 3). Η «Α.Θ.Σ.» λοιπόν, από τη συνείδηση όλων των αγρυπνούντων, σύγχρονων αγίων ποιμένων έχει κριθεί, και όχι άδικα, ως ένα θρησκευτικό «think tank» (=δεξαμενή σκέψης), που παίζει το δικό της ιδαίτερο ρόλο σ' αυτή την παγκόσμια και εξεσελισσόμενη αποστασία, εις τρόπον ώστε να εξαλειφθούν σιγά-σιγά στα μάτια της ανίδεης κοινής γνώμης οι διαφορές μεταξύ των θρησκειών, και να οδηγηθούμε στην πολυπόθητη για τους παγκοσμιοποιητές, «Πανθρησκεία», η οποία σύμφωνα και με τον άγιο του καιρού μας γέροντα Παϊσιο, είναι το χαλί που στρώνεται για να πατήσει θριαμβευτικά ο Αντίχριστος!
Η «ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ» ΕΡΙΞΕ ΤΙΣ ΜΑΣΚΕΣ ΤΗΣ «ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ»
Το παραπάνω συμπέρασμα δεν είναι αυθαίρετο και αποδείχθηκε περίτρανα, τον περασμένο Ιούνιο του 2010, όταν διοργανώθηκε στις εγκαταστάσεις του «Συνεδριακού Κέντρου Θεσσαλίας», της Ι.Μ. Δημητριάδος, τετραήμερο συνέδριο με θέμα «Νεοπατερική σύνθεση ή μεταπατερική θεολογία-το αίτημα της θεολογίας της συνάφειας στην Ορθοδοξία». Το συνέδριο αυτό προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων πανορθοδόξως, κι αυτό διότι για πρώτη φορά τέθηκε επισήμως θέμα «υπέρβασης των Αγίων Πατέρων», ως ξεπερασμένων και αναχρονιστικών για την εποχή μας, ενώ παράλληλα προτάθηκε να τεθούν στο περιθώριο αυτοί και το σύνολο της θεολογίας τους. Ειπώθηκε, μεταξύ πολλών άλλων, επί λέξει πως «τίθεται σαφώς και επειγόντως (sic) ζήτημα επανερμηνείας και συσχέτισης –των δογματικών κειμένων της πίστης- με την εκάστοτε συνάφεια (πραγματικότητα)...». Κοινώς, καλοί ήταν οι Πατέρες και τα κείμενά τους, αλλά για την εποχή τους! Είναι όμως ποτέ δυνατόν ένας πραγματικός Ορθόδοξος Χριστιανός να καταλήξει σε ένα τέτοιο βλάσφημο συμπέρασμα; Είναι δυνατόν οι Άγιοι να είναι ξεπερασμένοι στην εποχή μας, και ο τρόπος ζωής τους αλλά και η διδασκαλία τους να θεωρείται αναχρονιστική; Επιτρέπεται στη σημερινή δαιμονοκρατούμενη εποχή, που ο διάβολος «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπιή...» (Β΄ Πέτρου ε΄ 8), να εκφράζονται μέσα από θεολογικά προγράμματα μιας Ορθόδοξης Μητρόπολης, τέτοια απαράδεκτα συμπεράσματα και θέσεις; Ή μήπως έχει εξαλειφθεί η Αγιότητα ακόμη και στους δύσκολους καιρούς μας; Μη γένοιτο να ειπωθεί κάτι τέτοιο, διότι σε κάθε εποχή ο Θεός μας δίνει τους Αγίους Του, πρόσωπα που οδηγούν την Εκκλησία Του απλανώς και αλαθήτως, και που θα την οδηγούν εώς τη Συντέλεια του παρόντος Κόσμου. Η Εκκλησία, σε πείσμα όσων υποστηρίζουν το αντίθετο, είναι πάντοτε νέα και καινή, διότι η Άκτιστη Θεία Χάρις δεν παλιώνει ούτε γηράσκει, είναι η συνέχιση του πάντοτε νέου και επίκαιρου και ζωντανού έργου του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι, με τις ενέργειες του οποίου ανανεούται και ανακαινίζεται ο άνθρωπος κάθε εποχής. Επομένως, το αίτημα της ανανεώσεως ισχύει όχι για τη σώζουσα Εκκλησία, αλλά για τη σωζόμενη εποχή, η οποία αντί να ελκύσει την Εκκλησία και να την ανανεώσει, πρέπει να ελκυσθεί από την Εκκλησία και να ανανεωθεί με την πάντοτε δραστική και ανακαινίζουσα Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Διαφορετικά ελλοχεύει ο κίνδυνος της εκκοσμικεύσεως, όπως συνέβη στη Δύση και άρχισε να συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες και στην Ανατολή, από φόβο μήπως η εμμονή στην παράδοση κατηγορηθεί ως συντηρητισμός και δουλικότητα. Η συμμόρφωση όμως προς την παράδοση δεν είναι υπακοή σε εξωτερικό καταναγκασμό, αλλά ελεύθερη είσοδος και ενσωμάτωση στη ζωή του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας.
Συνεπώς, οι θεολόγοι της «Ακαδημίας», ως γνήσιοι «θεολόγοι του γραφείου», πόρρω απέχουν από την πρωτογενή και πραγματική Ορθόδοξη θεολογία «της νήψης, της άσκησης και εγκράτειας». Όπως μας έχει διδάξει ο Χριστός «ούκ έρχεται η βασιλεία του Θεού μετά παρατηρήσεως», μέσα από θεολογικά «εργαστήρια», «μικροσκόπια» και «φίλτρα», αλλά αντιθέτως «η βασιλεία του Θεού εντός υμών έστιν» (Λουκ .ιζ΄ 20-21). Δεν υπάρχουν στην ορθόδοξη παράδοση και βιωτή καλύτεροι και πληρέστεροι θεολόγοι από τους Αγίους Πατέρες, αυτούς που εφάρμοσαν το Ευαγγέλιο στην πράξη. Σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο μόνον οι «διαβεβηκότες εν θεωρία και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένοι» έχουν το προνόμιο της θείας εμπειρίας και κοινωνίας, βλέπουν δηλαδή το Θεό. Οι υπόλοιποι οφείλουν να θεολογούν σε κατώτερα στάδια, κυρίως με το να ακολουθούν τους αληθείς θεολόγους και την αποφυγή προσωπικών στοχασμών ή φιλοσοφιών. Όμως οι της «Ακαδημίας» δεν συμμερίζονται αυτή τη θέση και με πνεύμα οίησης και «επιστημονικής περηφάνειας», ζητούν να μην ελέγχονται και να μην τους ασκείται ουδεμία κριτική σε ό,τι κι αν λέγουν. Κατά τη δική τους γνώμη, οι Άγιοι μπορούν να ελέγχονται, όχι όμως και η «Ακαδημία». Ένα από τα πορίσματα μάλιστα που διατύπωσαν κατά τη διάρκεια του επίμαχου συνεδρίου της «μεταπατερικής θεολογίας», είναι πως ως θεολόγοι-επιστήμονες έχουν να αντιπαρέλθουν το λεγόμενο «πατερικό φονταμενταλισμό». Δηλαδή την εμμονή ορισμένων πιστών στην παράδοση της Ορθοδοξίας την χαρακτηρίζουν ως ...φονταμενταλισμό και φανατισμό. Κατ' αυτό τον τρόπο όμως παρατάσσουν απέναντι στους ευσεβείς Ορθοδόξους, έναν άλλο δικό τους τύπο φονταμενταλισμού, τον ακαδημαϊκό!
Έτσι λοιπόν εξηγείται πασιφανέστατα γιατί επιδιώκουν «να βγάλουν από τη μέση» τους Αγίους Πατέρες: διότι εκείνοι μένοντας αταλάντευτοι και αμετακίνητοι στις αρχές του Ευαγγελίου, διδάσκουν την αντίσταση στις αιρέσεις και την αποφυγή των σχέσεων με τους αιρετικούς. Σε αντίθεση δηλαδή με την αφεντιά τους, οι Άγιοι δεν συνεργάστηκαν με τους αιρετικούς ή με την κοσμική εξουσία και το αιρετικό πνεύμα αυτής, άρα είναι παραδείγματα προς αποφυγήν. Πολύ μεστά το διατυπώνει ένας αξιόλογος νεαρός καθηγητής θεολογίας, ο Ιωάννης Τάτσης, όταν ρητορικά και απευθυνόμενος στους δοκισήσοφους καθηγητάδες της «Α.Θ.Σ.», ερωτά: «Μήπως λησμονούν ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος εγκατέλειψε την καθηγητική έδρα της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών για να γίνει μοναχός στον Πόντο; Μήπως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος δεν άφησαν τα υψηλά αξιώματα για τη ζωή της ερήμου; Μήπως ο Χρυσόστομος δεν μετέτρεψε το πατριαρχείο σε ησυχαστικό κελλί και επέλεξε όχι μόνο την ρήξη αλλά και τον έλεγχο των ανομιών της βασίλισσας; Τόσα και τόσα παραδείγματα αποδεικνύουν ότι η Ορθοδοξία όχι μόνο δεν προσδέθηκε στο άρμα της κοσμικής εξουσίας αλλά υπήρξε πάντοτε και στην ουσία της ησυχαστική και εντός του κόσμου ασκητική».
ΕΠΙΦΑΝΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΛΗΡΙΚΟΙ ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΖΟΥΝ ΤΑ «ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ «Α.Θ.Σ.»
Στο σημείο αυτό, και πλησιάζοντας προς το τέλος αυτού του ενημερωτικού κειμένου, θα παραθέσουμε τις γνώμες φωτισμένων Ιεραρχών και Κληρικών της εποχής μας, εις τρόπον ώστε να καταστεί σαφές πως τις όποιες αντιδράσεις για την «Ακαδημία» δεν τις εκφράζει μόνο «μια ομάδα φανατικών και ζηλωτών», όπως αρέσκεται να κάνει λόγο η Μητρόπολη Δημητριάδος, αλλά αξιόλογοι και αμέμπτου ήθους εκκλησιαστικοί άνδρες, όπως μητροπολίτες, μοναχοί και ιερείς, αλλά και πολλοί καλοπροαίρετοι και αληθινά αγωνιώντες λαϊκοί. Και πρώτος εκ των Ιεραρχών που αντέδρασε δυναμικά στο συνέδριο της «μεταπατερικής θεολογίας», υπήρξε ο πάντα μαχητικός Μητροπολίτης Πειραιώς, π. Σεραφείμ, ο οποίος λίγες μόνο ημέρες μετά την τέλεση του συνεδρίου, απήντησε στους νεωτεριστές θεολόγους με σκληρή γλώσσα, αποκαλύπτοντας παράλληλα και τους δόλιους σκοπούς τους΄ ότι δηλ. «προωθείται εντός των τειχών της Εκκλησίας με την ανάπτυξη και προβολή ιδεών δήθεν θεολογικής εμβριθείας και ''επικαιροποιήσεως'' της αληθείας, που στοχεύουν στην ανατροπή, στην αρνητική μετάπλαση, στον αποσκορακισμό του αληθούς θεολογικού λόγου και στην εμπέδωση της πλάνης και στην μετατροπή του σωτηριώδους έργου της Εκκλησίας σε εγκοσμιοκρατικό σύστημα κοινωνικών αρχών που θα εγκολπώνεται όλες τις υποβολιμιαίες αντινομίες της μεταπτωτικής πραγματικότητος, μια νέα άκρως επικίνδυνη διαδικασία άρθρωσης δήθεν νέου θεολογικού λόγου».
Στην ίδια γραμμή και ο Μητροπολίτης Κυθήρων, π. Σεραφείμ, ο οποίος σε κήρυγμα πανηγύρεως από την Κόνιτσα κλείνοντας την ομιλία του αναφέρθηκε στην σύγχρονη «μεταπατερική θεολογία» λέγοντας: «στις μέρες μας υπάρχει πολλή σύγχυση. Θέλουν να θέσουν την πατερική θεολογία στο χρονοντούλαπο. Καλοί ήταν οι Πατέρες, λένε, αλλά είναι περασμένες αυτές οι εποχές». «Τέτοιες απόψεις αποτελούν νάρκη στα θεμέλια της ορθοδόξου θεολογίας, γιατί χαρακτηρίζονται από την αιρετική άποψη περί προοδευτικής αποκαλύψεως της Αληθείας, δια μέσου των αιώνων, και ότι η Εκκλησία εμβαθύνει με την πάροδο του χρόνου στην Αποκάλυψη, ενώ η ορθόδοξη διδασκαλία τονίζει εμφανώς ότι η ''πάσα'' αλήθεια» αποκαλύφθηκε εφ' άπαξ την ημέρα της Πεντηκοστής», σπεύδει να συμπληρώσει σε εξαιρετική θεολογική του εργασία ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου, π. Ιερόθεος. Επίσης ο ίδιος σε άλλο άρθρο του τονίζει ξεκάθαρα πως «η θεολογία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι η προφητική, αποστολική καί πατερική θεολογία καί γι' αυτό δέν μπορεί νά αποδοθή μέ άλλους όρους, όπως μεταπροφητική, μετααποστολική καί μεταπατερική, ούτε βέβαια καί μέ τόν όρο μεταορθόδοξη. Συνήθως, άλλα ουμανιστικά ρεύματα λαμβάνουν τέτοια ορολογία, όπως νεωτερική καί μετανεωτερική εποχή».
Επιπλέον, επιβάλλεται να αναφέρουμε το καταπληκτικό για τη θεολογική του εμβρίθεια και τεκμηρίωση «Υπόμνημα προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος», που συνέταξε ο Μητροπολίτης Γλυφάδας, π. Παύλος, με το οποίο ξεσκέπασε και ανέλυσε όλες τις πλάνες που διατυπώθηκαν στο συνέδριο. Με το υπόμνημα ζητούσε να τεθεί θέμα για την ίδια την «Ακαδημία» στη Σύνοδο και για τη ζημιά που αυτή προξενεί στο χώρο της Εκκλησίας. Ξεκάθαρος ο Σεβασμιώτατος Γλυφάδας δήλωνε πως «δέν ἀρνούμεθα τόν ἐλεύθερο λόγο στό χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, ἀλλά δέν μποροῦμε νά δεχθοῦμε ὁ ἐλεύθερος λόγος νά καταλήξει σέ προτεσταντικό λόγο». Αλλά και ο Μητροπολίτης Γόρτυνος, π. Ιερεμίας αντέδρασε και μάλιστα πρόσφατα, αρκετά δυναμικά, αφού διετράνωσε σε πύρινο κήρυγμά του πως «λέγοντας λοιπόν ὅτι σήμερα δέν ὑπάρχουν ἅγιοι Πατέρες εἶναι σάν νά λέγουμε ὅτι δεν ὑπάρχει σήμερα Ἅγιο Πνεῦμα στήν Ἐκκλησία. Και ὅποιος βέβαια πεῖ αὐτό, εἶπε πέρα γιά πέρα μία μεγάλη βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πάντοτε, χριστιανοί μου, σέ κάθε ἐποχή, θά ὑπάρχουν ἅγιοι Πατέρες, γιατί πάντοτε ὑπάρχει Ἐκκλησία μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα σ᾽ αὐτή».
Το πιο σημαντικό όμως συμπέρασμα, προκύπτει από την ανάλυση που κάνει ο διακεκριμένος ομότιμος καθηγητής του «Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας» του ΑΠΘ, πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, ο οποίος και καταδεικνύει ότι με τα συνεχή αντιπατερικά προγράμματα που εκτελούν οι της «Ακαδημίας», καθιερώνονται στη συνείδηση της Εκκλησίας ως «πατρομάχοι». Μάχονται δηλαδή ευθέως και μετωπικά τους Αγίους Πατέρες και μας θυμίζουν τους «εικονομάχους» του Βυζαντίου. Όπως αναφέρει ο π. Θεόδωρος, «αυτή η πατρομαχία είναι χειρότερη και από την εικονομαχία διότι τα ίδια τα ζώντα όργανα της Χάριτος του Θεού, τους Αγίους Πατέρες, τους βγάζεις από τη μέση. Χειρότεροι από τους εικονομάχους είναι αυτοί οι πατρομάχοι.... Και πλήττουν την Ορθόδοξη Θεολογία, διότι η Ορθόδοξη Θεολογία δεν είναι μόνο αποστολική, είναι και πατερική. ''Των Αποστόλων το κήρυγμα και των Πατέρων τα δόγματα'' η Εκκλησία φυλάττει. Η αποστολική περίοδος συνεχίζεται με τους Πατέρας. Επομένως είναι ξεθεμελίωμα της Ορθοδοξίας, αν θέσουμε στην άκρη τους Πατέρες».
Συμπερασματικά επομένως, οφείλουμε να τονίσουμε πως τα δέκα χρόνια λειτουργίας της «Α.Θ.Σ.» υπήρξαν δέκα προβληματικά χρόνια, με την εισαγωγή αρκετών καινοτόμων «θεολογικών» προγραμμάτων, που όμως δεν ανταποκρίνονται στην ορθόδοξη παράδοση και κουλτούρα. Αντιθέτως παρατηρήθηκε αρθρόα πρόσληψη του «δυτικώς θεολογείν», θριάμβευσε κυριολεκτικά το πνεύμα του «νεο-βαρλααμισμού», δηλαδή της φιλοσοφικής αοριστίας και της κενής απάτης, αφού εκτός του συνεδρίου της «μεταπατερικής θεολογίας», στο οποίο κυρίως εστιάσαμε την προσοχή μας, γιατί ήταν «η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι», γίναμε μάρτυρες προγραμμάτων π.χ. «φεμινιστικής θεολογίας» (με απώτερο στόχο την ένταξη των γυναικών ακόμη και στον κλήρο!!), «λειτουργικής ανανέωσης» (μεταφράσεις παράτυπες των λειτουργικών κειμένων, αλλά και ισοπεδωτική απλοποίηση γενικότερα της λειτουργικής ζωής), συνέδρια «πολυ-πολιτισμικότητας» και «μετανεωτερικότητας» (εναρμονισμένα πλήρως με τις νεοταξίτικες επιταγές), μέχρι και ημερίδες που είχαν ως σκοπό να πληγεί το «ομολογιακό» μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία, εις τρόπον ώστε να μετατραπεί σε θρησκειολογικό (δηλαδή να μην κατηχούνται τα ελληνόπουλα με ορθόδοξα νάματα, αλλά να διδάσκονται τις αιρέσεις του παπισμού και του προτεσταντισμού, με μπόλικο ισλάμ, βουδισμό, ινδουισμό κτλ.). Είναι χαρακτηριστικό τέλος, πως το συνέδριο της «μεταπατερικής θεολογίας» χρηματοδοτήθηκε από το «ιησουίτικο» Fordham University από τη Νέα Υόρκη, καθώς και το γερμανικό πανεπιστήμιο του Münster. Δηλαδή σε ένα συνέδριο υποτίθεται «ορθοδόξου ενδιαφέροντος», βασικοί χρηματοδότες του υπήρξαν δύο πανεπιστημιακά ιδρύματα, ένα παπικό και ένα προτεσταντικό! Κάθε εχέφρων πιστός λοιπόν, ας βγάλει τα συμπεράσματά του!
Εκ της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδας Γατζέας-Βόλου