Οι Άγιοι προστάτες των νεόνυμφων

Απόψεις - Άρθρα - Σχόλια | Δημοσίευση: 04/05/2025

Άγιοι Μάρτυρες Τιμόθεος και Μαύρα, οι προστάτες των νεονύμφων και το συγκινητικό τους τέλος
 

π. Γεωργίου Χριστοδούλου

Η γνωστή σε όλους Θηβαΐδα της Αιγύπτου, η γενέτειρα του μοναχισμού(Μέγας Αντώνιος), του αναχωρητισμού(Αγ. Παύλος ο Θηβαίος) γέννησε και χιλιάδες μάρτυρες. Με έδρα την Αντινόη ή Άνσενα ή με τη σημερινή της επίσημη ονομασία «πόλη του Αγίου Ιωάννου του Κολοβού», φιλοξένησε τον Ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό μαζί με την Υπεραγία Θεοτόκο και τον Άγιο Ιωσήφ και έγινε τόπος αγιασμού για όλους τους χριστιανούς κατοίκους της που σήμερα επισκέπτονται προσκυνητές από όλον τον κόσμο.

Στα χρόνια των μεγάλων διωγμών, ο τότε αδυσώπητος ηγεμόνας της Θηβαΐδος και νυν Άγιος της Εκκλησίας μας Αρριανός, ήταν γνωστός για τον αιμοδιψή χαρακτήρα του αλλά και για τα είδη και τους τρόπους μαρτυρίου που χρησιμοποιούσε. Ήταν ιδιαίτερα χαρισματικός στο να κάμπτει τους χριστιανούς χρησιμοποιώντας ψυχολογικά τεχνάσματα. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία και ο Διοκλητιανός (284-305), ο και μεγαλύτερος διώκτης των χριστιανών, έστελνε όλες τις δύσκολες περιπτώσεις των άκαμπτων χριστιανών σε εκείνον.

Μεταξύ των εκατοντάδων χιλιάδων μαρτύρων επί Αρριανού του ηγεμόνος της Θηβαΐδος(όπως είπαμε μετέπειτα μάρτυρος), ιδιαίτερο ενδιαφέρον δείχνει η ιστορία του νεόνυμφου ζευγαριού Τιμοθέου και Μαύρας.

Ο Άγιος Τιμόθεος γεννήθηκε σε ένα χωριό της Θηβαΐδος που λεγόταν Περάπα από γονείς ευσεβείς και ενάρετους, που από μικρό παιδί γαλουχήθηκε με τα νάματα της πίστεως στον αληθινό Θεό. Όταν ήλθε σε κατάλληλη ηλικία, πήρε για σύζυγό του την Μαύρα. Ο Επίσκοπος της Θηβαΐδος, βλέποντας τη θαυμαστή ζωή του Αγίου, τον διάλεξε και τον τίμησε με το μεγάλο αξίωμα της ιερωσύνης(άλλες πηγές αναφέρουν ότι ήταν διάκονος και άλλες αναγνώστης-αν αναλογιστεί κανείς ότι ήταν μόλις τρεις εβδομάδες παντρεμένος).

Ο Άγιος Τιμόθεος αναφέρουν ιστορικές πηγές ότι αγαπούσε τόσο πολύ τα εκκλησιαστικά βιβλία που είχε αναλάβει ως διακονία να τα διασώζει ως κόρη οφθαλμού αλλά και να τα αντιγράφει, προστατεύοντάς τα με αυτόν τον τρόπο από τους ειδωλολάτρες που τα έκαιγαν στην πυρά.

Δεν πέρασαν 20 μέρες από την ημέρα που τελέστηκε ο γάμος των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας και ο ηγεμόνας της Θηβαΐδος Αρριανός πληροφορήθηκε και συνέλαβε τον Άγιο όταν έμαθε για τη δράση του και πρόσταξε να τον φέρουν στο παλάτι και μαζί να φέρουν και όλα τα ιερά βιβλία με σκοπό να τα κάψει. Ο Άγιος Τιμόθεος αρνήθηκε να του τα δώσει και ο Αρριανός προσπάθησε να τον δελεάσει και να τον εκφοβίσει. «Και πώς δεν έχετε διαβάσει το νόμο των αυτοκρατόρων, που διατάζει να εκτελεστούν εκείνοι που δεν προσφέρουν θυσίες στους θεούς;» Ο Τιμόθεος απάντησε: «Όσοι έχουν το πνεύμα του Χριστού δεν ακολουθούν ούτε μια λέξη αυτών των νόμων. Αλλά διαβάζοντας προσεκτικά τις λέξεις στα ιερά βιβλία, τηρούν το Νόμο. Ο Αρριανός απάντησε: «Δώστε τότε τα βιβλία σας και σε μένα, έτσι ώστε να αντιληφθώ τη δύναμή τους». Ο Τιμόθεος απάντησε: «Ποιος θα πρόδιδε τα δικά του παιδιά σε ληστές για να σφαγιαστούν; Όταν μελετώ αυτά τα βιβλία, χαίρομαι περισσότερο κι απ’το να ήταν δικά μου παιδιά». Ο Αρριανός τότε του είπε: «Να προσέχετε, σε περίπτωση που το πείσμα σας σάς κάνει κακό. Αλλά αν προσφέρεις μια θυσία στους θεούς, όλα θα συγχωρεθούν. Ο Τιμόθεος απάντησε: «Δεδομένου ότι είμαι Χριστιανός, δεν τιμώ κανέναν άλλο θεό, αλλά μόνο τον αληθινό Θεό». Τότε θυμωμένος ο Αρριανός διατάζει να ξεκινήσουν τα φρικτά του βασανιστήρια. Πρώτα, του τρυπούν με πυρακτωμένα σίδερα τα αυτιά με συνέπεια να πεταχτούν τα μάτια του έξω. Μετά τον δέσανε στον φριχτό τροχό, που τα αιχμηρά μαχαίρια που είχε ξέσκιζαν τις σάρκες του μάρτυρα. Του έβαλαν και ένα πανί στο στόμα για να μην δοξολογεί τον Θεό. Αλλά ο Τιμόθεος παρέμενε καρτερικός σε όλα αυτά και δεν αρνιόταν την πίστη του. Ώσπου, με θαυμαστή επέμβαση ο τροχός σταμάτησε, ελευθερώθηκε ο Τιμόθεος από τα δεσμά του και μπροστά στα μάτια όλων, όλες οι πληγές του θεραπεύτηκαν.

Μπροστά σε αυτό το θέαμα πολλοί από αυτούς που παρακολουθούσαν τα φριχτά μαρτύριά του πίστεψαν στον Θεό και ζητούσαν να γίνουν αμέσως χριστιανοί. Αλλά ο ηγεμόνας Αρριανός όχι μόνο δεν μεταμελήθηκε, αλλά διέταξε να δέσουν μια μεγάλη πέτρα στο λαιμό του μάρτυρα και να τον τριγυρίζουν σε όλη την πόλη και κατόπιν να τον κρεμάσουν από ένα δέντρο. Βλέποντας ότι ο άγιος τα υπέμενε όλα με καρτερία,  τον έκλεισε στη φυλακή. Τότε τον ενημέρωσαν πως ο Τιμόθεος ήταν νιόπαντρος. Αμέσως, κινούμενος με πονηριά  έβαλε στόχο να προσεγγίσει και να μεταπείσει την σύζυγό του Μαύρα, κολακεύοντας την και παροτρύνοντας την να λατρεύσει τα είδωλα. Εκείνη πείστηκε. Μα γιατί να μείνω χήρα σκέφτηκε, κάποιος τρόπος θα υπάρχει να ξεγελαστεί ο τύραννος και να κρατήσουμε και την πίστη μας σκεπτόμενη με την ανθρώπινη λογική. Πήγε λοιπόν στον σύζυγό της ντυμένη με ωραία ρούχα και πλούσια αρώματα όπως τη συμβούλεψε και ο ηγεμόνας. Μόλις τον αντίκρυσε λύγισε, έκλαψε, λυπήσου τα νιάτα μας του είπε, είμαστε νιόπαντροι, θα κάνουμε και παιδιά. Ο Άγιος Τιμόθεος μόλις την είδε της είπε: «Τι είναι αυτή η δυσωδία που μου έφερες»; Εννοώντας τον πειρασμό και την άρνηση του Χριστού. Δεν φοβάσαι μη στερηθείς την αιώνια ζωή; Ο Άγιος της μίλησε με αγάπη κι εκείνη τον άκουσε. Ο ηγεμόνας ακούγοντας την ομολογία της άναψε από θυμό κι αμέσως διέταξε να κόψουν τα πλούσια μαλλιά της και όλα της τα δάκτυλα.

Και η Αγία Μαύρα, αντί να κλαίει και να σφαδάζει από τους πόνους, προσευχόταν στο Χριστό και Τον ευχαριστούσε για τα μαρτύρια που την αξίωσε να περάσει για χάρη Του. Βλέποντας την ανδρεία της ψυχή, ο τύραννος πρόσταξε να γεμίσουν ένα μεγάλο καζάνι με βραστό νερό και να ρίξουν γυμνή την Αγία σ’ αυτό για να καεί. Ο Θεός όμως, ο οποίος διέσωσε και τους τρεις παίδες από την κάμινο την καιομένη στη Βαβυλώνα, δρόσισε το νερό κι έτσι η Αγία παρέμεινε αβλαβής. Ο Αρριανός, πιστεύοντας ότι οι δήμιοι δεν έβρασαν το νερό όπως τους είχε πει διέταξε την Αγία Μαύρα να του ρίξει νερό στα χέρια από το καζάνι που βρισκόταν η ίδια, αλλά τα χέρια του ζεματίστηκαν και ξεφλούδισε το δέρμα. Εκείνος ούρλιαζε από τους πόνους και τα εγκαύματα. Τυφλωμένος από θυμό, αφού την έβγαλε από το καζάνι, διέταξε να γεμίσουν το στόμα της με αναμμένο κάρβουνο και να κάψουν το σώμα της πυρακτωμένους πυρσούς. Όλα αυτά μπροστά στον Άγιο σύζυγό της.

Ο κόσμος που παρακολουθούσε τα φρικτά βασανιστήρια, θαύμαζε την αόρατη εκείνη δύναμη που έδινε κουράγιο και υπομονή στην Αγία. Καταλαβαίνοντας ο ηγεμόνας ότι είχε γελοιοποιηθεί αρκετά πια, διέταξε τους δημίους να κατασκευάσουν δύο σταυρούς, έναν για τον Τιμόθεο κι έναν για την Μαύρα και να τους στήσουν στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης. Οι δύο νέοι, όταν άκουσαν ότι θα θανατωθούν διά του σταυρού, χάρηκαν κι ευχαριστούσαν τον Θεό διότι τους αξίωσε να μαρτυρήσουν με τον ίδιο τρόπο που έχυσε το Τίμιο Αίμα Του ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός.

Πήραν τότε οι δήμιοι τους Αγίους και τους οδήγησαν στον τόπο της καταδίκης. Έμειναν πάνω στο σταυρό εννέα μέρες. Και οι δύο εμψύχωναν ο ένας τον άλλον, προσεύχονταν και χαίρονταν, έχοντας τον νου τους στραμμένο στον Ουρανό.

Τόσο ο σύζυγος όσο και η σύζυγος καθησύχαζαν ο ένας τον άλλον για να αντέξουν με ενθαρρυντικά λόγια. Κάποια στιγμή, ακόμη και τούτη τη στιγμή η αγία Μαύρα λέγεται ότι μπήκε σε πειρασμό και αμέσως απευθύνθηκε στον σύζυγό της: «Προσευχήσου άρχοντά  μου διότι ο διάβολος με εξαντλεί με βρώμικα λόγια και εμφανίσεις». Στις δακρύβρεχτες προσευχές του Τιμοθέου για να μην λυγίσει η σύζυγός του, η κακή δύναμη του εχθρού διαλύθηκε. Οι άγιοι άγγελοι τότε  έδειχναν στη Μαύρα η οποία φαινόταν να βρίσκεται σε κατάσταση έκστασης, τη χαρά που επρόκειτο να λάβει στους Ουρανούς. Οι άγγελοι αποκάλυψαν στην Μαύρα ότι ο σύζυγός της θα απολάμβανε μεγαλύτερη δόξα καθώς εκείνος ήταν και η αιτία να λάβει το στεφάνι του μαρτυρίου η ίδια: «Αυτή είναι η δόξα του συζύγου σου, γιατί έγινε ο οδηγός σου για την σωτηρία», της είπαν. Η αγία Μαύρα αφηγήθηκε όλα όσα είδε στον άντρα της. Πολλοί άνθρωποι ήταν παρόντες, συμπεριλαμβανομένης της μητέρας της μαζί με τον πατέρα του αγίου Τιμοθέου, ο οποίος ήταν Ιερέας. Όταν ο Τιμόθεος και η Μαύρα δεν μπορούσαν πλέον να μιλήσουν, συνέχιζαν να προσεύχονται με το νου τους και μετακινώντας με όση δύναμη τους είχε απομείνει τα χείλη τους. Έτσι, παρέδωσαν την ψυχή τους στον αγαπημένο τους Κύριο Ιησού Χριστό στις 3 Μαϊου του έτους 286 μ.Χ. Κάποιοι χριστιανοί έδωσαν χρήματα στους στρατιώτες και πήραν τα σώματα των μαρτύρων, τα οποία έθαψαν με τιμές και ευλάβεια. Τα λείψανα τους τελούν άπειρα θαύματα σε όσους τους τιμούν και, τους επικαλούνται μέχρι σήμερα. Ιδιαίτερα βοηθούν στις δυσκολίες των νεόνυμφων ζευγαριών και γενικότερα των συζύγων.