Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος είναι μια ασύγκριτη μορφή, που και πολλά σημαντικά έχει πράξει σ' αυτή τη ζωή, που καθόλου στρωμένη με ροδοπέταλα δεν ήταν, και πολλά ουσιώδη μπορεί να πει.
Αυτό διαπιστώνει κανείς στο διάλογο, που είχε, εφ' όλης της ύλης, κάτι σαν δημόσια "εξομολόγηση", με τους Ιταλούς καθηγητές Roberto Morozzo Della Rocca (ιστορικός για θέματα Ανατολικής Ευρώπης) και Don Tummaso Opocher (ιερέας, ασχολούμενος με τη συνάντηση Καθολικισμού και Ανατολής).
Η συζήτηση αυτή του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, που, όπως πάντα ανοίγει την καρδιά του με πολύ ειλικρίνεια και αυθεντικότητα, κυκλοφόρησε σε βιβλίο με τίτλο: "Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος-Διάκονος Χριστού σε χώρες πολλές", αρχικά στα Ιταλικά από τη Ρωμαιοκαθολική Αδελφότητα του Αγίου Αιγιδίου, στην οποία ανήκουν οι δύο καθηγητές, με πρόλογο του διακεκριμένου και σοφού καθηγητή Andrea Riccardi. Στενός φίλος του κ. Αναστασίου επί δεκαετίες με πολλή σιγουριά και αυτοπεποίθηση τον χαρακτηρίζει "μεγάλη προσωπικότητα της σύγχρονης Εκκλησίας, παρ' όλη την απλότητα της ζωής του", κάτι, που το διαπιστώνουν εύκολα, όσοι τον γνωρίζουν, αλλά και αναγνωρίζουν, μέσα από τα πεπραγμένα του, και όσοι δεν τον γνωρίζουν προσωπικά.
Σχετικά πρόσφατα το βιβλίο αυτό μεταφράστηκε (Σμαρώ Χρηστίδου και Δήμητρα Κούκουρα οι μεταφράστριες) και στα ελληνικά από τις εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας.
Αυτή η έκδοση, είναι ενδιαφέρουσα από πολλές απόψεις και κυρίως γιατί αποκαλύπτεται ότι η διαδρομή, που ακολούθησε στη ζωή του ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος ήταν σταυρική, που, όμως, οδήγησε σε αναστάσιμα βιώματα και κυρίως σε αναστάσιμες πρακτικές.
Σ' αυτή τη συνομιλία αφηγείται αρχικά τα πρώτα τριάντα χρόνια της ζωής του. Θυμάται με νοσταλγία τα δύσκολα και φτωχικά παιδικά χρόνια, που κοντά στον Χριστό είχαν ένα θαυμάσιο πνευματικό πλούτο μέσα στις στερήσεις. Μια μέρα της σκοτεινής περιόδου της Κατοχής ήταν μόνος στην ταράτσα του σπιτιού του στην Κυψέλη και προσευχόμενος είπε: "Ω, Κύριέ μου, αν υπάρχεις πραγματικά, δώσε μου ένα σημάδι γι' αυτό. Βοήθησέ με να πιστέψω...".
Στη συνέχεια ξετυλίγει τις αναμνήσεις του από τη δράση του, που ξεκινά το 1963, λαϊκός ακόμη θεολόγος, στην εξωτερική ιεραποστολή στην Αφρική, ενώ το 1964 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και το 1969 Επίσκοπος Ανδρούσης, ενώ λίγο αργότερα, το 1972 τοποθετήθηκε Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Ελλάδος, όπου εφάρμοσε πρωτοπόρες ιδέες και πρακτικές, και ανακηρύχθηκε καθηγητής στην ιστορία Θρησκευμάτων του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η αυτογνωσία του και η συνειδητοποίηση της ευθύνης μεγάλης. Ψιθύρισε στον εαυτό του: "Μείνε πάντα μαθητής και διάκονος". Στην Ιεραποστολή, αλλά και παντού και πάντοτε, καταπολέμησε τον πνευματικό καρκίνο του εγωκεντρισμού. "Αισθάνθηκα να είμαι κοντά στους ανθρώπους, οι οποίοι υποφέρουν", λέει.
Ένα ξεχωριστό κομμάτι για τη ζωή του είναι η Αλβανία, όπου η καρδιά του ματώνει, αλλά και αναγεννάται συνάμα. Αφού υπογραμμίζει ότι ήταν απρόσμενη για τον ίδιο η εκλογή του ως Πατριαρχικού Εξάρχου σε πρώτη φάση και Αρχιεπισκόπου Τιράνων στη συνέχεια, εξηγεί τις προσπάθειές του, που ούτε εύκολες ήταν, αλλά και εμπόδια συναντούσαν και συναντούν ακόμη για την ανασυγκρότηση της Εκκλησίας της Αλβανίας, που το αθεϊστικό καθεστώς είχε κατατραυματίσει, επιδιώκοντας να την εξοντώσει. Επωδός του ήταν και είναι: "Όταν μας πετούν πέτρες , εμείς τις χρησιμοποιούμε για να χτίζουμε".
Από τις ερωτήσεις τους φαίνεται πως οι συνομιλητές του καθηλώνονται συναισθηματικά από τη φωτεινότητα και την ακτινοβολία αυτής της προσωπικότητας. Και όλο θέλουν να μαθαίνουν γι' αυτόν. Το έργο του, που το απαριθμεί, πολυδιάστατο και πολύπλευρο, και για να το πραγματώνει χρειάζεται να γίνεται, όπως ο ίδιος επισημαίνει, ένας διεθνής "ζητιάνος" της αγάπης. Το κράτος δεν βοηθά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι δεν έχει επιστρέψει στην Εκκλησία την περιουσία της, που δημεύτηκε κατά τη διάρκεια του διωγμού.
Αναφερόμενος σε γενικότερα θέματα εκφράζει την άποψή του για την οικουμενική κίνηση και την αναγκαιότητα "να έχουμε έναν "διάλογο ζωής", συζητώντας θέματα για κοινή αντιμετώπιση, όπως κοινωνική δικαιοσύνη, παγκόσμια ειρήνη, περιβαλλοντικά προβλήματα, προκλήσεις της τεχνολογίας, φτώχεια, τρομοκρατία και ούτω καθεξής. Με αυτό τον "διάλογο ζωής" μπορούμε να επιτύχουμε μια ειρηνική συνύπαρξη, όπως τη βιώνουμε στην Αλβανία". Πιστεύει ότι το σύνδρομο του φόβου στις διανθρώπινες και στις διαθρησκευτικές σχέσεις, μπορεί να εξουδετερωθεί με την πίστη στον Θεό της αγάπης και με την εφαρμογή της αγάπης στη ζωή".
Αποδοκιμάζει τον εθνικισμό στην Εκκλησία, καθώς "όταν αισθάνεσαι τον πλησίον μόνο μέσα στα εθνικά όρια, σημαίνει ότι αρνείσαι και χάνεις την παγκοσμιότητα και καθολικότητα της Εκκλησίας". Για την ένωση Ρωμαιοκαθολικισμού και Ορθοδοξίας αποσαφήνισε ότι "δεν θα έρθει πατώντας ένα κουμπί, με δηλώσεις και ευχές. Απαιτείται χρόνος και προσευχή, ταπείνωση, αφοσίωση στην αλήθεια, , προσπάθειες, υπομονή. Και το τελευταίο βήμα προς την ενότητα θα είναι δώρο Θεού και όχι δικό μας επίτευγμα".
Ο επίλογός του στα ερωτήματα, που του έβαλαν οι συνομιλητές του, δεν θα μπορούσε να είναι άλλος, από τα ανεξίτηλα αποτυπώματα της ίδιας της ψυχής του, που δεν είναι άλλα από την προσευχή, την ταπείνωση και την προσφορά: "Η προσωπική μου ζωή είναι απλά σαν ένα καντηλάκι μπροστά στην εικόνα του Χριστού, που φέγγει λιγοστά την αγάπη, τη στοργή και την ελπίδα Του, μέχρι να σωθεί το λάδι... Αναλογιζόμενος τη ζωή μου λέω ότι είναι ένας απλός "ψίθυρος" αγάπης".
Μέσα και από αυτή τη συνομιλία φαίνονται ξεκάθαρα οι ευλογημένες παρ-ενέργειες των ενεργειών και των λειτουργιών του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου. Η ανθρώπινη, η ιεραποστολική και η ποιμαντική διάσταση της δράσης του, οδηγούν στο να συνειδητοποιήσουν και να κατανοήσουν ο πιστός και ο άπιστος, ο θερμός και ο χλιαρός, ο μετέχων ενεργά ή παθητικά στη ζωή της Εκκλησίας ότι ανήκουν στον καινούργιο κόσμο του Θεού, στον μεταμορφωμένο κόσμο.
Ο Αναστάσιος κατάφερε κάτι σπουδαίο, που εξηγεί όλα τα υπόλοιπα και κυρίως την αντοχή του στο ιεραποστολικό μέτωπο. Μέσω της Εκκλησίας οικοδομήθηκε και οικοδομεί. Αντιλήφθηκε από την πρώτη στιγμή της ιεροσύνης του ότι έχει την ευθύνη να εποικοδομεί και να δίνει ποικιλότροπα τη μαρτυρία του για τις αλήθειες της πίστης, διαμορφώνοντας και ακολουθώντας έναν δρόμο συναισθήσεως της χριστιανικής αποστολής.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας , υιοθετώντας έναν ψυχικό εμπολιτισμό, αξιοποίησε όλες τις δυνατότητες, υλικές και πνευματικές, για την ωφέλεια των ανθρώπων και ούτε για μια στιγμή δεν σταματά να καλεί για τη σωτηρία, αποδεικνύοντας διαρκώς ότι η Εκκλησία ποτέ δεν παύει να είναι και για τον κόσμο αυτό, για τη θεραπεία του, υπάρχοντας, ζώντας μέσα σ' αυτόν. Σε βαθιά ενότητα και αντίδοση ιδιωμάτων, κατά το πρότυπο του Χριστού, κινείται σε τακτική γραμμή συμπολιτισμού, βάσει της χριστιανικής αρχής της πρόσληψης και όχι της άρνησης του άλλου.
Η αμφίδρομη πορεία του από τη θεωρία στην πράξη και από την πράξη στη θεωρία, υποδηλώνει και αποτελεί δημιουργική στάση ζωής και διακονίας, αναδεικνύει την αρχιτεκτονική της ψυχής του, αλλά και μια αλήθεια βαθύτερη από τις πειραματικές αλήθειες. Μια ζώσα αλήθεια, στιγμιαία, απόλυτη και αιώνια ταυτόχρονα.
Έτσι ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, ξεπερνώντας τα αγκάθια, που αναφύονται μπροστά του, χαράσσει μια αλλαγή οπτικής και συνιστά ένα νέο παράδειγμα. Μεταβαίνει, διατηρώντας παράλληλα την έννοια του ποιμένα, στην έννοια του πορθμέα, του "περάτη", του προσώπου και της προσωπικότητας, δηλαδή, που διευκολύνει τα περάσματα, τη διαπόρθμευση από τα μικρά στα μεγάλα, από τα ασήμαντα στα σπουδαία, από τα σκοτεινά στα φωτεινά...
Του π. Ηλία Μάκου
Πηγή: https://www.himara.gr/