Προχειρόλογο χαρακτηρίζει δημοσίευμα της εφημερίδας "η Εφημερίδα των Συντακτών" η Ιερά Σύνοδος σε επιστολή της και σχολιάζει πως το δημοσίευμα επιχειρεί "να προκαλέσει συναισθήματα εχθρότητας και αγανακτήσεως στον αναγνώστη εναντίον της Ορθόδοξης Εκκλησίας".
Για όλα αυτά αφορμή ήταν το θέμα για τον διαχειριστικό έλεγχο του Κράτους στα οικονομικά στοιχεία της Εκκλησίας για το οποίο θέμα η Εκκλησία δίνει πάντως τις απαραίτητες απαντήσεις.
Ολόκληρη η επιστολή έχει ως εξής:
Προς τον Αξιότιμον κ. Νικόλαον Βουλέλην Διευθυντήν της Εφημερίδος «Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ»
Πρωτ. 4937
Αριθμ. Διεκπ. 2246
Αθήνησι 26 Νοεμβρίου 2013
Αξιότιμε κ. Διευθυντά,
Περιήλθε σε γνώση μας το δημοσίευμα της Δημοσιογράφου κ. Άντας Ψαρρά στην Εφημερίδα σας με τίτλο «Άβατο στα ταμεία της Εκκλησίας» (25.11.2013, σελ. 5), στο οποίο αναφέρονται χονδροειδείς και ειρωνικές αναφορές της συντάκτριας για την εν Ελλάδι Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, ακόμα και για τον Θεό. Καθιστούν δε προφανείς τόσο τις ιδεολογικές δεσμεύσεις και αφετηρίες της, όσο και την έλλειψη ψυχραιμίας και γνώσης απέναντι στο αντικείμενο της έρευνάς της (π.χ. δεν έχει καν αντιληφθεί ότι η νομοθεσία για την «Εκκλησία της Ελλάδος» δεν αφορά στις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους, οι οποίες δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία της και έχουν δικό τους νομοθετικό καθεστώς) και, επιπλέον, την στόχευσή της, δηλαδή την πρόθεση να προκαλέσει συναισθήματα εχθρότητας και αγανακτήσεως στον αναγνώστη εναντίον της Ορθόδοξης Εκκλησίας και θα αρκούσαν καθ’ εαυτές να καταστήσουν περιττή και την οιαδήποτε ενασχόληση κατά σοβαρό τρόπο με το δημοσίευμα.
Επιθυμούμε ωστόσο να προβούμε στις παρακάτω παρατηρήσεις, κυρίως προς πρόληψη της αναπαραγωγής τέτοιων προχειρόλογων δημοσιευμάτων :
α. Η τροπολογία απλώς επαναλαμβάνει, με νεώτερη διάταξη, αυτό που ήδη έλεγε ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος από το 1977 (άρθρο 46 παρ. 4 Νόμου 590/1977, Φ.Ε.Κ. τ.Α´ 146/1977), ότι δηλαδή το Ελληνικό Δημόσιο μέσα από τους υπάρχοντες μηχανισμούς ελέγχου του, δικαιούται να διενεργεί διαχειριστικούς – δημοσιονομικούς ελέγχους στα οικονομικά στοιχεία όλων των νομικών προσώπων της Εκκλησίας μετά από κοινή υπουργική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η τροπολογία επαναλαμβάνει την ίδια ρύθμιση του Νόμου 590/1977, επειδή προκλήθηκε ερμηνευτική αμφιβολία εάν αυτή συνέχιζε ή όχι να ισχύει, μετά τους νεώτερους Νόμους για τους ελέγχους των οικονομικών στοιχείων των δημοσίων φορέων, που δεν περιείχαν ειδική πρόβλεψη για τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα. Ακριβώς αντίθετα λοιπόν, ο διαχειριστικός έλεγχος του Κράτους στα οικονομικά στοιχεία της Εκκλησίας επιβεβαιώνεται και με νεώτερη διάταξη Νόμου. Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η Εκκλησία ποτέ δεν αρνήθηκε οποιονδήποτε οικονομικό έλεγχο, αντιθέτως μάλιστα τον επιδιώκει για να διασφαλίζεται η καθαρότητα και η νομιμότητα των ενεργειών Της.
β. Η τροπολογία αφορά στους διαχειριστικούς – δημοσιονομικούς ελέγχους και όχι στους φορολογικούς ελέγχους από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ., Ελεγκτικά Κέντρα και το Σ.Δ.Ο.Ε., για τους οποίους ποτέ δεν χρειαζόταν άδεια Υπουργού, ούτε και τώρα κάτι τέτοιο προβλέπεται.
γ. Διευκρινίζουμε επίσης, για τον σχηματισμό πλήρους εικόνας, ότι με βάση το ισχύον νομοθετικό καθεστώς η Εκκλησία της Ελλάδος υπόκειται σε έλεγχο :
i.από τις φορολογικές αρχές, όπως όλοι οι φορολογούμενοι Έλληνες,
ii.από το Ελεγκτικό Συνέδριο (νόμοι 1591/1986, 1892/1990, 1943/1991), όπως ισχύει για όλα τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου,
iii.από τους Επιθεωρητές του Υπουργείου Οικονομικών, όπως ισχύει για όλα τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (άρθρο 46 παρ. 4 Νόμου 590/1977),
iv.από την Διεύθυνση Δημοσιονομικού Ελέγχου της Εκκλησίας της Ελλάδος (αποτελεί ελεγκτική υπηρεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος).
δ. Η τροπολογία προβλέπει για τους κληρικούς των άλλων ορθοδόξων Εκκλησιών της Ελληνικής επικράτειας, δηλαδή την ημιαυτοκέφαλη Εκκλησία της Κρήτης και τις υπαγόμενες στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Ιερές Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, ότι για την βαθμολογική και μισθολογική τους αξιολόγηση ισχύουν οι Κανονισμοί των Εκκλησιών τους και η απόδοσή τους στα ιερατικά τους καθήκοντα θα αξιολογείται από τα υπηρεσιακά συμβούλια των Μητροπόλεών τους, όπως αντίστοιχα και οι δημόσιοι υπάλληλοι αξιολογούνται από τα δικά τους υπηρεσιακά όργανα.
Αυτή η πρόβλεψη υπήρχε ήδη από το 2011 στον Νόμο 4024/2011 (άρθρο 7 παρ. 5) για όλους τους κληρικούς της Εκκλησίας της Ελλάδος και των παραπάνω ορθοδόξων Εκκλησιών (Κρήτης – Δωδεκανήσου), καθώς και για ιατρούς, διπλωμάτες, δικαστικούς υπαλλήλους κ.λπ. Επαναλαμβάνεται και τώρα για τους κληρικούς της Κρήτης και της Δωδεκανήσου, επειδή ο νομοθέτης είχε θεσπίσει το 2011 μία προθεσμία, ώστε να εκδοθεί σχετικό εκτελεστικό Προεδρικό Διάταγμα, το οποίο και εκδόθηκε εμπρόθεσμα μόνο για την Εκκλησία της Ελλάδος, και όχι για τις παραπάνω δύο Εκκλησίες.
Μάλλον αυτονόητη είναι η ρύθμιση ότι η οικεία Ιερά Μητρόπολη θα αξιολογεί την απόδοση των κληρικών της στα ιερατικά τους καθήκοντα –εκτός εάν το δημοσίευμα υπονοεί ότι θα πρέπει η Ελληνική Πολιτεία να αρχίσει να αναμειγνύεται στα εσωτερικά ζητήματα των εκκλησιαστικών οργανισμών και στην αξιολόγηση των κληρικών τους.
ε. Εν πάση περιπτώσει, η αμέσως παραπάνω πρόβλεψη δεν αφορά πάντως στις «διαθεσιμότητες και κινητικότητες» των δημοσίων υπαλλήλων. Οι διατάξεις για τις αναγκαστικές μετατάξεις και μεταφορές υπαλλήλων σε φορείς του δημοσίου τομέα δεν έχουν καμία σχέση με την βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη. Ο θεσμός της διαθεσιμότητας και κινητικότητας εξ αρχής θεσπίσθηκε για τους πολιτικούς δημοσίους υπαλλήλους και υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. (Νόμοι 4024/2011, 4093/2012) και ποτέ δεν αφορούσε στους κληρικούς, ώστε να προβλεφθεί, δήθεν τώρα, κάποια εξαίρεση.
Με την βεβαιότητα ότι θα δημοσιεύσετε την ανωτέρω απάντησή μας στην έγκριτη Εφημερίδα σας διατελούμε,
Εντολή και Εξουσιοδοτήσει της Ιεράς Συνόδου
Ο Αρχιγραμματεύς
† Ο Διαυλείας Γαβριήλ