Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως ζούμε σε μια εποχή νεοειδωλολατρείας, όπως ορθά την χαρακτήρισε ο Ορθόδοξος Αμερικανός καθηγητής Βιοηθικής Ένγκερχαρντ Τρίστραμ. Δεν πιστεύουμε στα αρχαία είδωλα, όμως λατρεύουμε τα νέα: τη βία, το σεξ, τον ωφελιμισμό, τον υλισμό, με μια λέξη την ηδονή στις ποικίλες μορφές της. Σήμερα δεν καλούμεθα στο μαρτύριο, όπως συνέβαινε στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, αυτό ακόμη δεν συμβαίνει στις λεγόμενες χριστιανικές χώρες, αλλά σε αυτές της Ανατολής – ισλαμικές και ινδουιστικές - 100.000 είναι οι μάρτυρες για τον Χριστό κάθε χρόνο. Όμως υφιστάμεθα την επιβολή μιας πεζής, μιας επίπεδης ζωής χωρίς ανάταση και χωρίς Ανάσταση.
Είναι μια ζωή που μας επιβλήθηκε από τη Δύση. Σημειώνω πως ο ποιητής και διανοητής Γιώργος Σαραντάρης όταν μιλάει για τη Δύση εννοεί το κοσμικό φρόνημα, που έχει θεμελιωθεί πάνω στη λογική και στην ηδονή. Γράφει σχετικά:
«Η Δύση καλλιεργεί τη θνητή ζωή του ατόμου, την καλλωπίζει σύμφωνα μ’εκείνο το κριτήριο του έρωτα, που είναι το μόνο κριτήριο, που ειλικρινά επιτρέπει στο άτομο η προοπτική του θανάτου. Γιατί η Δύση λησμονεί το θάνατο, αλλά ο θάνατος είναι η κύρια υποστασιακή προοπτική της. Ό,τι για το Χριστιανό είναι ο Θεός, για τη Δύση είναι ο θάνατος...». (Το κείμενο εγράφη στις 3 Ιουλίου του 1938 και περιλαμβάνεται στον 2ο Τόμο των Έργων το, που περιλαμβάνει τα Κατάλοιπά του από το 1932 έως το 1940. Το δίτομο έργο είναι έκδοση της Βικελαίας Βιβλιοθήκης – Ηράκλειο, 2006, σελ. 464).
Εδώ αβίαστα γεννάται το ερώτημα: Πώς μπορεί να επιβιώσουμε στον καταιγισμό του πρακτικού υλισμού που μας επιβάλλεται; Πρώτα να εγκολπωθούμε αυτό που είχε συνειδητοποιήσει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, όπως και τόσοι άλλοι κληρικοί και λαϊκοί. Γράφει στα «Collectanea» του:
« Χωρίς την πίστη μου και χωρίς τη γλώσσα μου – τα δυο αυτά υπερατομικά κρατήματα ή κερκέλια (Σημ. Σημαίνει συνδετικούς κρίκους) – πέφτω …πέφτω… πέφτω… στο κενό… στην άβυσσο την πνευματική, την άπατη (αν τέτοιο πράμα υπάρχει πουθενά)». Και τα δύο αυτά σημαντικά για τη ζωή του Έθνους μας στοιχεία από καιρό και συν τω χρόνω υποβαθμίζονται.
Εμείς στην υποβάθμιση αυτή αντιστεκόμαστε πνευματικά, ο καθένας με τις δυνάμεις που διαθέτει και από τη θέση όπου βρίσκεται. Σκοπός μας να επιβιώσουν και τα δύο και να μεταλαμπαδευθούν στην επόμενη από μας γενιά. Ο Σεφέρης είχε εκφράσει στον Λορεντζάτο το φόβο του, ότι η γενιά τους θα ήταν η τελευταία που θα μιλούσε τα ελληνικά…Δόξα τω Θεώ εμείς τα μιλάμε. Πρόβλημα όμως υπάρχει και με την Πίστη και με τη Γλώσσα.
Ως προς την Πίστη μας, λυπούμαι που το λέγω, αλλά από την ποιμαίνουσα Εκκλησία υπάρχει, πλην φωτινών εξαιρέσεων, μια σιωπή στα κακώς κείμενα, και μια αδράνεια στο ξήλωμα των παραδοσιακών ζωογόνων Αξιών μας.
Ως προς τη γλώσσα οι νεοέλληνες ξεχνούν τον πλούτο της γλώσσας μας περιορίζουν με την πάροδο του χρόνου το λεξιλόγιό τους, και αγνοούν σιγά-σιγά όχι μόνο τους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά και κλασσικά έργα ελλήνων συγγραφέων, ακόμη και τον Παπαδιαμάντη. Το πρόβλημα εντείνεται αφενός μεν με τη νοοτροπία του Υπουργείου Παιδείας και πολλών διδασκόντων, αφετέρου δε με τη συνήθεια που επικρατεί, δυστυχώς με την ανοχή των γονέων, στους μαθητές και τις μαθήτριες, να βρίσκονται υπό την επήρρεια των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της τηλεόρασης. Τα αγαθά αυτά της τεχνολογίας είναι όπως το μαχαίρι. Απαιτούν σωστή χρήση, αλλιώς κάνουν κακό στις νεανικές ευαίσθητες ψυχές.
Δεύτερον. Για να επιβιώσουν οι Αξίες στις οποίες πιστεύουμε, οφείλουμε να αποτελούμε παράδειγμα στα παιδιά μας, στα εγγόνια μας, στο περιβάλλον μας. Όχι μόνο λόγια, κυρίως έργα. Πάλι ο Λορεντζάτος γράφει:
« Το μέγιστο που μπορείς να γίνεις μια μέρα για τον τόπο σου- μια καλή πυξίδα». Μακάρι όλοι και όλες να αποτελούμε μια έστω μικρή, -σημασία δεν έχει το μέγεθος, αλλά ο προσανατολισμός-, πυξίδα στη ζωή του οικογενειακού και κοινωνικού μας περιβάλλοντος.
Και το τρίτο, αλλά ίσως το σημαντικότερο για την επιβίωση του Έθνους μας, είναι να προσευχόμαστε, πολύ θερμά και με ειλικρίνεια.
Διερχόμαστε, ως Έλληνες, μια σοβαρή κρίση που είναι άγνωστο πού θα μας οδηγήσει. Τις ευθύνες γι’ αυτήν τις ρίχνουμε κυρίως στους ξένους. Όμως αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι πως ο τρόπος της ζωής μας και πιο συγκεκριμένα ο πρακτικός υλισμός που κυριαρχεί μέσα μας είναι αυτός που έχει αλλοιώσει τις ψυχές μας και μας έχει οδηγήσει στη σημερινή κρίση. Ο αείμνηστος εξαίρετος φιλοσοφών φιλόλογος και σπουδαίος πνευματικός άνθρωπος Βασίλειος Τατάκης, στα 1938 έγραψε για τις οικονομικές κρίσεις, που διέρχεται περιοδικά η ανθρωπότητα:
«Η κρίση δεν είναι οικονομική. Θρονιάζει μέσα μας». Αν ζούσε η γιαγιά μου και η μητέρα μου, πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, θα χαμογελούσαν πικρά, είμαι βέβαιος, για αυτό που λέμε εμείς σήμερα κρίση. Πέρασαν μια καταστροφή, μια γενοκτονία, ένα ξεριζωμό. Χάσανε τα πάντα: πατρίδα, βιός, αγαπημένα πρόσωπα και μέρη. Άλλο να ακούμε για ξεριζωμό, και τελείως άλλο να μας συμβαίνει... Στη συνέχεια πέρασαν την κατοχή όπου, όπως περιέγραψε και η Αρβελέρ, οι άνθρωποι πολλές φορές περνούσαν πάνω από πτώματα συνανθρώπων τους που είχαν πεθάνει από ασιτία. Μακάρι να μην ξαναδεί το Έθνος μας τέτοιες δοκιμασίες...
Πρέπει να ομολογήσουμε πως η ζωή μας έχει δυσκολέψει και των παιδιών και εγγόνων μας θάναι δυσκολότερη. Και δεν μιλάω μόνο από οικονομικής πλευράς, που συνήθως πάει το μυαλό μας. Μιλάω από πνευματικής, ηθικής και κοινωνικής πλευράς. Η γενιά μας φταίει για την κατάσταση που διαμορφώνεται στα παιδιά και στα εγγόνια μας. Εμείς από την πλευρά μας, το επαναλαμβάνω, συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε για να σώσουμε τις ψυχές μας και να περισώσουμε ό, τι μπορούμε. Γι΄αυτό χρειάζεται η εκτενής προσευχή μας και η εκζήτηση της βοηθείας και του ελέους από τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Θα αναφέρω πάλι μια σκέψη του Λορεντζάτου:
«Αγαπάω το Χριστό γιατί είναι ο μόνος που μου δείχνει την αθλιότητά μου. Ιδιαίτερα την ώρα της προσευχής λογαριάζω τη φοβερή απόσταση και συντρίβομαι αποκαμωμένος στρατοκόπος – γυρεύω ένα χάνι στο δρόμο να κάνω ένα λουτρό, να αλλάξω ρούχα και να ξεκουραστώ, να ξεκουραστώ. Μπροστά στη συχώρεση του Χριστού η προσπάθειά μου τίποτα. Όμως προσπαθώ, προσπαθώ». Όλα μπορεί να μας τα συχωρέσει ο Θεός», έλεγε ο Πικιώνης, «πως δεν προσπαθήσαμε δεν θα μας το συχωρέσει ποτέ».
Ναι, εμείς προσπαθούμε και διδάσκουμε τους νεότερους ότι και αυτοί οφείλουν να προσπαθούν και πως πρέπει να απαρνηθούν κάθε μορφής ηδονή, όλα όσα αναφέρει ο Απόστολος Παύλος στους Γαλάτες ως «έργα της σαρκός». Γιατί, όπως γράφει ο Σαραντάρης, « Η πράξη η αντίθετη της ηδονής είναι εκείνο που οι περισσότεροι ονομάζουμε <πνευματική ζωή>, είναι η πορεία προς την ύπαρξη». Είναι εκείνο που τονίζει ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς στο βιβλίο του «Άνθρωπος και Θεάνθρωπος», ότι ο αμαρτωλός άνθρωπος αν και ζει και κινείται είναι χωρίς ύπαρξη, χωρίς ζωή.
Εμείς προσπαθούμε αλλά, θα ρωτήσει κάποιος, στη σημερινή κρίση υπάρχει ελπίδα, ή «αέρα δέρομε»; Ασφαλώς και υπάρχει ελπίδα. Οι κρίσεις, -καλύτερα να τις λέμε δοκιμασίες-, σε όλα τα επίπεδα, προσωπικό, οικογενειακό, κοινωνικό, εθνικό, είναι ευκαιρία για να αποκτήσουμε αυτοσυνειδησία των πραγματικών μας διαστάσεων και για να φιλοσοφήσουμε στη ζωή με την προοπτική της αιωνιότητας. Μέσα σε αυτό το καύμα της κρίσης ας είμαστε γεμάτοι Αγάπη, Πίστη, Ελπίδα, υπομονή, θέληση, ενέργεια.
Ο Ελληνισμός έχει περάσει πολλές και δεινές δοκιμασίες και έχει επιζήσει. Και τώρα αυτό θα συμβεί. Πρέπει να είμαστε βέβαιοι. Ακόμη και μέσα σ’ αυτό τον υλιστικό ορυμαγδό πάντα θα υπάρχει η μικρά ζύμη που όλο το φύραμα θα ζυμώνει.. Και μη μας λήψει η Αισιοδοξία....ας είμαστε αυτό που περιγράφει ο Απόστολος Παύλος στους Κορινθίους: «Ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες» Β΄Κορ. στ΄10).
Συμπερασματικά η ελπίδα να μη μας αφήνει! να μην το βάζουμε κάτω! ΤΩΡΑ μας χρειάζονται τα παιδιά μας, οι συνάνθρωποί μας, ΤΩΡΑ μας χρειάζεται η Πατρίδα μας.
Mην ξεχνάμε ποτέ πως όταν ο Ηλίας ήταν απελπισμένος στη σπηλιά του πιστεύοντας ότι το παν είχε χαθεί στο Ισραήλ, φωνή Κυρίου τον ενημέρωσε πως επτά χιλιάδες άνδρες, δεν είχαν κάμψει γόνυ ούτε είχαν προσκυνήσει τον Βάαλ.(Βασ. Γ΄ ιθ΄18). Κι εμείς δεν είμαστε λίγοι και ο Θεός είναι βοηθός μας.-
*Χαιρετισμός εις συνεστίαση της Ενώσεως Γυναικών Επιστημόνων. Κυριακή 8 Φεβρουαρίου