«Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ»
«Οὕτω λαμψάτω τό φῶς ἠμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων!»,ὁ λόγος αὐτός τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, περικλείει ὅλα ὅσα εἰπώθηκαν γύρω ἀπό τό θέμα «Ἡ Λειτουργία μετά τή Θεία Λειτουργία», στήν Ι’ Λειτουργική Συνάντηση Νέων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀδραμερίου στό Ἱερό Προσκύνημα τῆς Μεγάλης Παναγίας Χαλκιδικῆς.
Οἱ νέοι πού συμμετεῖχαν εἶχαν τή δυνατότητα νά βιώσουν τή Λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, συμμετέχοντας καθημερινά στόν Ὄρθρο, στή Θεία Λειτουργία, στόν Ἑσπερινό, στό Ἀπόδειπνο καί στούς Χαιρετισμούς. Παράλληλα ἔλαβαν μέρος στήν παρασκευή τοῦ προσφόρου, τῶν κολλύβων καί τοῦ κεριοῦ. Στίς εἰσηγήσεις ἀναπτύχθηκε σέ ἐπιμέρους θέματα τό θέμα τοῦ βιώματος τῆς Θείας Λειτουργίας καί πώς αὐτό ἐπιδρᾶ στή μαρτυρία τοῦ χριστιανοῦ μέσα στήν κοινωνία.
Οἱ νέοι εἶχαν τήν εὐκαιρία νά λειτουργηθοῦν στόν Ι.Ν. τῆς Ἁγίας Νεομάρτυρος Ἀκυλίνας στό Ζαγκλιβέρι Θεσσαλονίκης καί νά προσκυνήσουν στό ἀναστηλωμένο σπίτι της. Ἐπισκέφθηκαν τό Βῆμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στή Ν. Ἀπολλωνία καί τό Μουσεῖο Φυσικῆς Ἱστορίας στό Καλαμωτό Θεσσαλονίκης. Εἶχαν τήν ἰδιαίτερη εὐλογία νά προσκυνήσουν τά λείψανα τῆς Ἁγίας Ἀκυλίνας καί τῆς Ἁγίας Κυράννας τά ὁποία μέ θαυμαστό τρόπο ἀποκαλύφθηκαν στήν Ὄσσα τοῦ Λαγκαδᾶ. Ἀπόλαυσαν δύο περιπάτους σέ ἐξωκκλήσια τοῦ χωριοῦ τῆς Μεγάλης Παναγίας.
Στή διάρκεια τῆς συνάντησης ἔγιναν οἱ ἑξῆς εἰσηγήσεις:
1η Εἰσήγηση:«Ἐν εἰρήνη προέλθωμεν. Ἡ προέκταση τοῦ βιώματος τῆς Θ. Λειτουργίας στήν καθημερινή ζωή» ἀπό τόν π. Ἀθανάσιο Γκίκα, Καθηγητή Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
2η Εἰσήγηση: «Οἱ Λειτουργίες τοῦ Παπαδιαμάντη» ἀπό τόν κ. Παπαθανασίου Στέλιο, Ἐκπαιδευτικό.
3η Εἰσήγηση:«Τό κοινωνικό μήνυμα τῆς Θείας Λειτουργίας» ἀπό τόν π. Νικόλαο Λουδοβίκο, Καθηγητή Ἀνωτάτης Θεολογικῆς Ἀκαδημίας Θεσσαλονίκης.
4η Εἰσήγηση:«Τά πρό καί τά μετά τή Θεία Λειτουργία» ἀπό τόν π. Κωνσταντῖνο Πλευράκη, Ἱεροκήρυκα Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱερισσοῦ.
ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ
Μετά ἀπό τίς εἰσηγήσεις καί τίς συζητήσεις πού ἔγιναν γιά τά συγκεκριμένα θέματα βγῆκαν τά ἑξῆς πορίσματα:
Ὁ Χριστός δίδαξε ἔμπρακτα τή διακονία τοῦ ἀδελφοῦ πρίν παραδώσει τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας στό Μυστικό Δεῖπνο μέ τό νά πλύνει τά πόδια τῶν μαθητῶν Του. Ὁ Μυστικός Δεῖπνος καί τό πλύσιμο τῶν ποδιῶν τῶν μαθητῶν ἐγκαινιάζει τή σχέση μεταξύ λατρείας καί διακονίας. Ἐκεῖ τους προτρέπει νά εἶναι διάκονοι τῶν ἄλλων.
Αὐτό πραγματοποιήθηκε μέ συγκεκριμένο τρόπο στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων μέ τή σύνδεση «τῆς κλάσης τοῦ ἄρτου» μέ τήν διακονία τῆς ἀγάπης καί τήν κοινωνική δικαιοσύνη. Ἡ διακονία τῶν τραπεζῶν ἦταν ἐνσωματωμένο μέρος τῆς Λειτουργίας, μαζί μέ τήν προσευχή καί τό κήρυγμα.
Ὁ χριστιανός μέ τό βάπτισμά του ἐνδύεται τό Χριστό, φωτίζεται καί καλεῖται νά λάμψει μέ τά καλά ἔργα τοῦ «ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων».
Ὁ ἄρτος τῆς Εὐχαριστίας καθώς μοιράζεται μεταξύ τῶν χριστιανῶν τούς καθιστά ἱκανούς νά τόν προσφέρουν μέ τή σειρά τους στό κόσμο. Σέ κάθε Θεία Λειτουργία ὁ χριστιανός ἑνώνεται μέ τόν Χριστό καί Τόν προσφέρει σ’ ὅλο τόν κόσμο. Ἀκτινοβολεῖ τό φῶς πού παίρνει ἀπό τήν Θεία Λειτουργία καί τό μεταλαμπαδεύει στούς ἀνθρώπους μέ σκοπό τήν ἕνωση ὅλων στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐάν εἶναι φορέας τοῦ Χριστοῦ, θά φέγγει καί οἱ ἄλλοι θά τόν βλέπουν σταυρωμένο καί ἀναστημένο. Ὁ χριστιανός πού γνώρισε τό μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἀντανακλᾶ αὐτή τήν ἀγάπη στούς συνανθρώπους του.
Ὅταν ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ εἶναι μία ἀδιάκοπη Θεία Λειτουργία, μία ἀδιάκοπη εὐχαριστιακή ἀναφορά στό Θεό μέσω τῆς διακονίας τοῦ ἀδελφοῦ, τότε καί ἡ συμμετοχή του στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας θά εἶναι πιό τέλεια.
Γιά τό χριστιανό ἡ λατρεία καί ἡ διακονία τοῦ πλησίον εἶναι ἡ διπλή κίνηση τῆς ἀναπνοῆς, ὡς εἰσπνοῆς καί ἐκπνοῆς. Εἰσπνέει ζωή μέ τή Λειτουργία καί ἐκπνέει μέ τήν διακονία τοῦ ἀδελφοῦ. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει μία δυναμική ἐκπνοή στή διακονία τοῦ συνανθρώπου, χωρίς δυναμική εἰσπνοή στή Λειτουργία καί ἀντίστροφα.
Ἡ Θεία Λειτουργία προσφέρεται ὑπέρ τῆς Οἰκουμένης. Ἔτσι καταργεῖται κάθε ἀπόσταση καί πλέον ὅλη ἡ Οἰκουμένη μετέχει στή Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Σέ κάθε Θεία Λειτουργία συμμετέχουν ὅλοι οἱ χριστιανοί, εἴτε βρίσκονται στό Ναό, εἴτε διακονοῦν, εἴτε ὁδοιποροῦν, εἴτε νοσοῦν. Οἱ χριστιανοί βιώνοντας τήν ἀγάπη, τήν εἰρήνη, τήν ἑνότητα τῶν προσώπων ἐντός της Θείας Λειτουργίας, γίνονται φορεῖς καί μεταλαμπαδευτές αὐτοῦ του βιώματος στό κοινωνικό σύνολο, διαμορφώνοντας ὑγιεῖς κοινωνίες προσώπων.
Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι μέσον ἁγιασμοῦ καί μεταμόρφωσης τῆς ζωῆς καί τοῦ κόσμου, πού θέτει τήν Ἐκκλησία στό κέντρο τῆς ἱστορίας, ὡς μία καινή κτίση τῆς ὁποίας τά μέλη δημιουργοῦν ἕνα νέο τρόπο ζωῆς. Ἡ ἠθική δέν αὐτονομεῖται, ἀλλά ἀπό τή δημιουργία τοῦ νέου τρόπου ζωῆς καί τήν κοινωνία μέσα στήν Ἐκκλησία ἀπορρέει ἡ ὑποχρέωση ἑνός ἀντίστοιχου τρόπου ζωῆς στό κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κάτι διαφορετικό ἀπό τήν ἠθική, ἡ θεωρία ἀπό τήν πράξη, ἡ λατρεία ἀπό τήν κοινωνική δράση. Ἡ ἀληθινή εὐχαριστιακή κοινότητα μπορεῖ νά ἀλλάξει τόν κόσμο.
Δέν πρέπει νά ἀπομονωθεῖ ἡ Λειτουργία ἀπό τό κόσμο, ὡς μέσον του ἁγιασμοῦ τῆς ζωῆς καί τοῦ κόσμου. Δέν πρέπει νά γίνει ἡ Λειτουργία ἕνα κέντρο χωρίς περιφέρεια, μία καρδιά πού δέν αἱματώνει τή κοινωνία, μία φωτιά πού δέν καίει, δέν καθαρίζει ,δέν μεταβάλλει. Ἡ πρός Διόγνητον Ἐπιστολή μᾶς τονίζει, ὅτι ἡ λατρεία καί ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι ἕνας ξερός τύπος καί ἁπλή τελετουργία, τυπική καί ἀνούσια θρησκευτικότητα, ἀλλά ἐκδηλώνεται μέ συγκεκριμένες πράξεις καί τήν ἀγάπη πρός ὅλους τους ἀνθρώπους.
Κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὑπάρχει «τό μυστήριο τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ Χριστοῦ» στή Θεία Λειτουργία, καί τό «μυστήριο τοῦ ἀδελφοῦ» μέσα στήν κοινωνία. Καί στά δύο αὐτά θυσιαστήρια θά πρέπει νά ἐναποθέτει ὁ χριστιανός τήν προσφορά του. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος τόνισε τόν ἄρρηκτο δεσμό ἀνάμεσα στήν πίστη καί τή λατρεία, τή ζωή καί τή διακονία. Ὁ περιορισμός στήν Λειτουργία μόνο, εἶναι ἀπουσία ἀπό τήν κοινωνία, εἶναι ἄρνηση τῆς ἀποστολῆς καί τῆς μαρτυρίας της. Ἄρνηση τῆς πρόγευσης τῆς Ἐκκλησίας ὡς Βασιλείας Θεοῦ.
Ὁ χριστιανός πρέπει νά εἶναι πάντοτε ἕτοιμος νά λάβει μέρος στή Θεία Λειτουργία καί νά κοινωνήσει τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ θά πρέπει νά εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία, ἔτσι ὥστε νά βρίσκεται σέ συνεχῆ μετάνοια καί νίψη, μέ σκοπό τήν προετοιμασία γιά τήν ἑπόμενη Θεία Λειτουργία καί τήν διατήρηση τῆς δωρεᾶς πού ἔλαβε ἀπό τήν προηγούμενη. Ἔτσι ἡ συχνή συμμετοχή μας στή Θεία Κοινωνία μᾶς βοηθᾶ νά λειτουργοῦμε συνειδητά ἐντός τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου, πρίν καί μετά τή Θεία Λειτουργία. Δέν μπορεῖ κανείς νά προσφέρει συνειδητά στόν ἀδελφό ἄν δέν λειτουργεῖται ἐν μετανοία. Ἡ ἐμμονή στούς τύπους καί ἡ ἄγνοια τῆς οὐσίας τῆς πίστεώς μας ὁδηγεῖ σέ μία ἀπρόσφορη ψυχαναγκαστική θρησκοληψία. Ἄν κανείς δέν νιώσει τήν ἁμαρτωλότητά του δέν μπορεῖ νά βιώσει τή Θεία Λειτουργία καί νά διαποτιστεῖ ὁλόκληρη ἡ ζωή του ἀπ’ αὐτό τό βίωμα.
Ἡ συνειδητή συμμετοχή στή Θεία Λειτουργία ὁδηγεῖ σέ μία λειτουργική χρήση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, σέ ἕνα μετασχηματισμό τῆς ἀνθρώπινης κοινωνικότητος σέ ἀληθινή κοινωνία, τοῦ καταναλωτισμοῦ σέ μία ἀσκητική στάση ἀπέναντι στή δημιουργία, σέ μία ἀποκατάσταση τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας.
Ἡ βοήθειά μας καί ἡ ἀγάπη μας στό συνάνθρωπο εἶναι ἡ βοήθειά μας καί ἡ ἀγάπη μας στό Χριστό. Ὁ Χριστός εἶναι παρών στό πρόσωπο τῶν φτωχῶν. Ἡ ἐλεημοσύνη θά πρέπει νά ἔχει χριστοκεντρικό χαρακτήρα. Οἱ φτωχοί εἶναι θυσιαστήριο. Ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐλεημοσύνη θά πρέπει νά εἶναι προσωπική. Σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Κυρίου, θά πρέπει «νά κλαῖμε μ’ αὐτούς πού κλαῖνε καί νά χαιρόμαστε μ’ αὐτούς πού χαίρονται». «Ὅταν πάσχει ἕνα μέλος τοῦ σώματος, πονᾶ ὅλο τό σῶμα καί ὅταν δοξάζεται ἕνα μέλος τοῦ σώματος, δοξάζεται ὅλο τό σῶμα».
δείτε περισσότερα »
Ο π. Ιωάννης Αντωνόπουλος γεννήθηκε στους Καμμενιανούς Καλαβρύτων το 1915. Αφού περάτωσε μέσα από κόπους και στερήσεις, τις πρώτες σπουδές του, ως την Α΄ Τάξη Γυμνασίου στην περιοχή Καλαβρύτων, μετέβη στην Πάτρα, όπου φοίτησε στην Εμπορική Σχολή. Εκεί και θα γνωρίσει τον γέροντα π. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο, γεγονός καθοριστικό για την μετέπειτα ζωή του. Στην συνέχεια, μεταβαίνει στην Αθήνα, όπου παρουσιάζεται στον αοίδιμο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, και εργάζεται στον καθεδρικό Ι. Ναό, του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Εν τω μεταξύ, ξεσπά ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος, και υπηρετεί την πατρίδα, ως μάχιμος στρατιώτης, στο Αλβανικό μέτωπο.
Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος τον διορίζει νεωκόρο στον ιστορικό Ι. Ναό του Αγ. Βασιλείου Μετσόβου. Στην ευλογημένη αυτή ενορία διακονεί στην συνέχεια ως ιεροκήρυκας και ως κατηχητής. Στο ίδιο περιβάλλον θα γνωρίσει την μετέπειτα πρεσβυτέρα του, Ελένη Αβραάμ Τυπάλδου. Καρπός του ευλογημένου γάμου τους είναι και τα τρία τέκνα τους, στα οποία μετέδωσαν την βαθιά πίστη και το γνήσιο ορθόδοξο ήθος τους.
Το 1944 ορκίζεται πτυχιούχος της Θεολογίας και εν συνεχεία εργάζεται ως καθηγητής. Το 1948 διορίζεται στο Κολέγιο Αθηνών, στο Ψυχικό, όντας παράλληλα πνευματικός του ιδρύματος. Η πνευματική του προσφορά ζει μέχρι και σήμερα στη μνήμη των μαθητών του, οι οποίοι τον τιμούν με ποικίλες εκδηλώσεις.
Ο πόθος του, όμως, για την ιερωσύνη δεν αργεί να εκπληρωθεί από τον Θεό και το 1950, ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων Βλάχος τον χειροτονεί διάκονο και εν συνεχεία πρεσβύτερο, τοποθετώντας τον στη νεοσύστατη και δυναμική ενορία του αγίου Στυλιανού στο Γκύζη. Η ποιμαντική του μέθοδος διακρίνεται εκ πρώτης όψεως για την συστηματοποίηση και την άρτια οργάνωσή της. Αλλά το σημαντικότερο βασίζεται στην ανιδιοτελή αγάπη μεταξύ κλήρου και λαού, μια σχέση αμφίδρομη, στηριζόμενη στο πνεύμα της αλληλεγγύης και της κοινωνικής συνοχής.
Σήμερα, που ο τιμώμενος συμπληρώνει 55 χρόνια παρουσίας στον Άγιο Στυλιανό, κυριολεκτικά κοσμεί την τοπική περιοχή η ζωντανή και ενεργή προσφορά του, την οποία κάθε ενορίτης- μέλος βεβαιώνει και αναγνωρίζει στο εκκλησιαστικό πρόσωπό του. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια ποιμαντικής διακονίας πέντε κεντρικά σημεία μπορούν να συνοψίσουν το έργο του π. Ιωάννου ως εφημερίου:
-Η ολοκλήρωση της ανοικοδόμησης και περάτωσης των κτηριακών εργασιών του Ι. Ναού.
-Η ανέγερση ενός σύγχρονου Ενοριακού Πνευματικού Κέντρου με ποικίλες ποιμαντικές, φιλανθρωπικές και πολιτιστικές δραστηριότητες.
-Η δημιουργία χριστιανικής βιβλιοθήκης προς χρήση κάθε ενδιαφερομένου.
-Η συμβολή του στην ίδρυση της Χριστιανικής Φοιτητικής Ένωσης, της οποίας και αποτελεί ιδρυτικό μέλος.
-Η αξιόλογη συγγραφική του δραστηριότητα. (Στο βιβλίο «Για μια καλά οργανωμένη ενοριακή εργασία», που εξέδωσε το έτος 2002, περιγράφει το ποιμαντικό πρόγραμμα που ακολούθησε στην ενορία του, κατά την διάρκεια της πολυετούς διακονίας του.)
Για όλα τα παραπάνω η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, αποφάσισε να τιμήσει τον Αιδ. Πρωτ. Ιωάννη Αντωνόπουλο με το Χρυσό Σταυρό του Απ. Παύλου, ερχόμενη να επισφραγίσει με τη ζωή και το έργο ενός τιμίου εργάτη του αμπελώνος, ενός φάρου στη μοναδική οδό της σωτηρίας, που εκφράζεται στη μυστηριακή και πνευματική ζωή της
Εκκλησίας.
πρεσβ. Αντώνιος Μπεζαΐτης
Γραμματέας Γραφείου Νεότητος
Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών
δείτε περισσότερα »