Του Αρχιμ. Ιουστίνου Κεφαλούρου
Ιεροκήρυκος (Ι.Μ. Ελευθερουπόλεως)
Η Ορθόδοξη Χριστιανική Αγωγή αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί βασική μέριμνα της Εκκλησίας. Σκοπός της Χριστιανικής Αγωγής είναι να δημιουργήσει εκείνο το πλαίσιο μέσα στο οποίο το παιδί θα αρχίσει να αντιλαμβάνεται την ύπαρξη του μεταφυσικού. Δεν είναι πάντοτε δεδομένο και αυτονόητο πως οι έννοιες του Θείου και του μεταφυσικού βρίσκουν χώρο για να καλλιεργηθούν, ιδιαίτερα στην εποχή μας η οποία έχει υλιστικό και τεχνοκρατικό προσανατολισμό. Σίγουρα όμως μετά από την απομυθοποίηση όλων εκείνων των πολιτικών και φιλοσοφικών ρευμάτων κυρίως της Δύσης, που επαγγέλονταν την παντοδυναμία του ανθρώπινου πνεύματος, χωρίς την ανάγκη της υπαρξιακής αναζήτησης του Θείου, οι συνθήκες έχουν αλλάξει ριζικά ακόμη και σε περιβάλλοντα αθεϊστικά όπου επιστροφή του Θεού υπήρξε θριαμβευτική.
Η Χριστιανική αγωγή πραγματοποιείται από τρεις θεσμικούς φορείς : α) το Σχολείο, β) την Οικογένεια, γ) την Εκκλησία. Οι τρεις αυτοί θεσμοί εξαρτώνται μεταξύ τους ως προς την επιτυχή χριστιανική και όχι μόνο αγωγή των παιδιών. Όταν το Σχολείο, η Οικογένεια και η Εκκλησία εναρμονίζουν τις προσπάθειες τους , τότε είναι μαθηματικά αποδεδειγμένη η επιτυχία της προσπάθειας για τη σωστή χριστιανική αγωγή των νέων. Ο κάθε φορέας έχει τα δικά του χαρακτηριστικά , τα οποία όμως συγκλίνουν στις παρακάτω επιμέρους ενότητες:
1. Η αίσθηση της πραγματικότητας του Θεού.
Μιλάμε για το πιο δύσκολο κομμάτι της εργασίας του παιδαγωγού, του γονιού, του ποιμένα. Να περάσει στο παιδί την αίσθηση της πραγματικότητας του Θεού, δηλ. να βοηθήσει το παιδί να γνωρίσει το Θεό, κάτι που βεβαίως είναι εντελώς διαφορετικό από το να αποκτήσει γνώσεις για το Θεό. Κάποτε ένας μαθητής μου είπε : «Δεν είναι πως δεν πιστεύω στο Θεό, αλλά μου φαίνεται εξωπραγματικός». Επίσης δεν είναι λίγες οι φορές που μέσα από το μυστήριο της εξομολογήσεως αποκαλύπτεται από πολλούς αδερφούς μας η αδυναμία της προσέγγισης της παρουσίας του Θεού στην καθημερινή τους πραγματικότητα.
2. Χριστιανική αγωγή σημαίνει ανάπτυξη.
Δεν είναι δυνατό ένα παιδί να διαπαιδαγωγείται χριστιανικά χωρίς να αναπτύσσεται, δηλ. να αλλάζει. Αναπτύσσεται κανείς από κάτι που είναι σε κάτι που δεν ήταν πριν, κι όμως το πρόσωπο παραμένει το ίδιο. Η ανάπτυξη είναι μια διαδικασία που συμβαίνει μέσα στο ίδιο το άτομο: αναπτύσσεται ως προς την κατανόηση, την αντοχή, την εξυπνάδα, το συναίσθημα. Όπου δεν υπάρχει ανάπτυξη, υπάρχει στασιμότητα. Όλη η τέχνη της εκπαίδευσης θα μπορούσε να ορισθεί σαν «παρακίνηση για ανάπτυξη».
3. Ο «φόβος του Θεού», ένα ιερό μυστήριο.
Η διδασκαλία της πίστης πρέπει να είναι λογική, «λογική λατρεία» όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος στους Ρωμαίους (Ρωμ. 12,1). Όμως η πίστη μας εκτείνεται και πέρα από το άκαμπτο πλαίσιο της λογικής. Η αίσθηση του μυστηρίου του Θεού, ο φόβος του Θεού αποτελεί ένα ουσιώδες μέρος της πίστης μας. Αλλά γεννάται το ερώτημα για το πώς μπορούμε να διδάξουμε στα παιδιά μας για να «καταλάβουν» και ταυτόχρονα να τα διδάσκουμε να «στέκονται» μπροστά σε κάτι που είναι πέρα από τη δική μας αλλά και από τη δική τους κατανόηση;
Το έργο αυτό γίνεται ακόμη πιο δύσκολο, μια και πρέπει να παραδεχτούμε ότι τα παιδιά μας είναι μεγάλοι ρεαλιστές, γεμάτα από χαρούμενη περιέργεια. Κάθε προσπάθεια να μεταδώσουμε αίσθημα δέους ή μυστηρίου μέσα από λεκτικούς τύπους, απλώς δεν τα αγγίζει και ίσως να μοιάζει με έναν μάλλον υποκριτικό ευσεβιστικό τύπο. Εξ΄ άλλου ας μην ξεχνάμε ότι η λέξη «φόβος του Θεού» σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό από πολλά είδη φόβων. Τα παιδιά είναι εκτεθειμένα σε πολλούς φόβους, όπως για παράδειγμα φοβούνται το σκοτάδι, τις δυνατές φωνές κ.ά. Επομένως το να ταυτισθεί ο «φόβος του Θεού» με το φόβο των τρομακτικών πραγμάτων, δεν βοηθάει στο να γνωρίσουν τα παιδιά το Θεό.
Το δικό μας έργο είναι να βοηθήσουμε τα παιδιά να αναγνωρίζουν τις ενέργειες του Θεού μέσα στο χώρο της δικής τους ζωής, στο χώρο της δικής τους γνώσης για τα φυσικά γεγονότα και μέσα στο πλαίσιο των λογικών τους δυνατοτήτων. Με το δικό τους ρυθμό, με το δικό τους τρόπο και με τη βοήθεια του Θεού θα αποκτήσουν την αίσθηση της ιερότητας, την αίσθηση του δέους μπροστά στο Μυστήριο του Θεού.
4. Ενότητα ζωής.
Ένα πολύ σημαντικό θέμα στην χριστιανική αγωγή είναι κι αυτό της ενότητος, ή της επικοινωνίας με τον κόσμο. Η χριστιανική πίστη δεν μπορεί να κρατάει μια απομονωμένη θέση στη ζωή μας. Δεν μπορούμε να είμαστε εν μέρει χριστιανοί, ούτε κατά περιόδους, ή σε κάποιους χώρους μόνο.
Στην πλουραλιστική κοινωνία μας το νόημα της Εκκλησίας συχνά υποβιβάζεται στο νόημα ενός απομονωμένου αυτό-περιφραγμένου σώματος, που δεν έχει καμιά σχέση με τα ενδιαφέροντα του κόσμου. Βεβαίως κατά μια έννοια, οι χριστιανοί «δεν είναι του κόσμου τούτου», αλλά αυτό σημαίνει μόνο ότι δεν αποδέχονται την κοσμική ιεράρχηση των αξιών. Η Χριστιανική Εκκλησία θα πρέπει να είναι μια εικόνα αγάπης και ενδιαφέροντος για τον κόσμο κι έτσι δεν μπορεί να σταθεί απομονωμένη και αδιάφορη. Πώς αυτό μπορούμε να το διδάξουμε στα παιδιά μας κάτω από τις συνηθισμένες συνθήκες της ενοριακής μας ζωής; Μπορούμε ανυπόκριτα να διδάξουμε κάτι, που τόσο λίγο πραγματοποιείται στη ζωή; Κι όμως υπάρχουν τρόποι απλοί για να το κάνουμε. Μπορούμε να αρπάξουμε κάθε πρακτική ευκαιρία για να συνδέσουμε τα παιδιά μας με τον κόσμο, όπως συμμετοχή στη φροντίδα για τις ανάγκες των άλλων, ενδιαφέρον για το ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας, ώστε με τον τρόπο αυτό να οδηγήσουμε τα παιδιά σε μια βαθύτερη κατανόηση του ενδιαφέροντος της Εκκλησίας «υπέρ του Σύμπαντος κόσμου».
Η ευθύνη όλων μας για την ορθή χριστιανική αγωγή των παιδιών είναι μεγάλη. Κρατάμε στα χέρια μας το πιο σημαντικό και συνάμα ελπιδοφόρο κομμάτι της κοινωνίας μας. Τα μάτια ενός παιδιού, το χαμόγελο, η σκανδαλιά, τα δάκρια, η αγκαλιά του είναι όλα εκείνα τα οποία θα μας δώσουν την έμπνευση, μαζί με τη χάρη του Θεού, ώστε το έργο μας ως παιδαγωγών, γονέων και ποιμένων να έχει το καλύτερο αποτέλεσμα.