Τα τελευταία γεγονότα που μονοπωλούν τις «ειδήσεις» σχετικά με κάποιον ρασοφόρο που αυτοτιτλοφορείται «Αρχιεπίσκοπος» του παλαιού ημερολογίου, ανέδειξαν για ακόμη μία φορά την επιτακτική ανάγκη ενός ξεκαθαρίσματος στο χώρο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Και λέγοντας Εκκλησία της Ελλάδος, δεν εννοούμε μόνο την Εκκλησία του νέου ημερολογίου, η οποία αποτελεί την επίσημη Εκκλησία ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, αλλά και την Εκκλησία του παλαιού ημερολογίου -εκείνη που αποτελείται από μια οργανωμένη Σύνοδο, με κληρικούς και ιεράρχες που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν μέσα στην παράδοση του παλαιού.
Όλοι οι υπόλοιποι που χρησιμοποιούν καταχρηστικά τον τίτλο του Γ.Ο.Χ. (Γνήσιος Ορθόδοξος Χριστιανός), συνήθως είναι πρώην κληρικοί που χειροτονήθηκαν στο νέο ημερολόγιο, καθαιρέθηκαν από την Εκκλησία για κανονικά παραπτώματα και στη συνέχεια βρήκαν «στέγη» σε μια αφηρημένη έννοια μιας «εκκλησίας» που απλώς εορτάζει τις ακίνητες εορτές δεκατρείς ημέρες αργότερα.
Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται σήμερα το ζήτημα του παλαιού ημερολογίου στην Ελλάδα. Ένα θέμα που ξεκίνησε πριν από εκατό χρόνια, αλλά παραμένει ανοιχτή πληγή στο Σώμα της Εκκλησίας.
Διότι, όταν το 1924 αποφασίστηκε η αλλαγή του ημερολογίου, υπήρχε μία Εκκλησία -η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Εκατό χρόνια μετά, η Εκκλησία παραμένει η ίδια, αδιαίρετη και ενιαία· ωστόσο, γύρω της έχουν ξεφυτρώσει δεκάδες ομάδες που αυτοαποκαλούνται «Γ.Ο.Χ.», χωρίς οι περισσότερες να διαθέτουν νόμιμη ή κανονική υπόσταση και χωρίς ενιαία εκκλησιολογία. Κάθε ομάδα λειτουργεί αυτόνομα, χωρίς να αναγνωρίζει τις άλλες, ενώ υποτίθεται πως όλες τις «ενώνει» το παλαιό ημερολόγιο.
Η διαδικασία «αναγνώρισης» τέτοιων σχηματισμών είναι απλή: μια δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει έναν σύλλογο, πίσω από τον οποίο κρύβεται μια «εκκλησία». Αυτή μπορεί να τελεί μυστήρια που αναγνωρίζει το ληξιαρχείο ως νόμιμα, αλλά πνευματικά ενδέχεται να είναι άκυρα, αφού ίσως τελούνται από καθηρημένους πρώην κληρικούς.
Ουσιαστικά, η Εκκλησία του παλαιού ημερολογίου δεν μπορεί να προστατεύσει τον εαυτό της, και έτσι το χάσμα συνεχίζεται. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι αδυνατεί να ξεκαθαρίσει τα του οίκου της. Κατά την ταπεινή μου άποψη, αυτό οφείλεται στο ότι, παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες επικοινωνίας με την επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος, οι αδιαμφισβήτητες αγκυλώσεις και από τις δύο πλευρές δεν επέτρεψαν να υπάρξει ο αναγκαίος διάλογος που θα οδηγούσε σε ένα ουσιαστικό ξεκαθάρισμα. Ένα ξεκαθάρισμα που θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία μιας κοινής πορείας στους δύσκολους αυτούς καιρούς -ώστε η Εκκλησία να μπορεί να μιλά με μία φωνή σε όλους όσοι επιθυμούν να Την ακούσουν.
Το ίδιο το παλαιό ημερολόγιο οφείλει να αναλάβει πρωτοβουλίες για να γίνει αυτό το ξεκαθάρισμα. Και για να συμβεί αυτό, χρειάζεται διάλογος αγάπης μεταξύ του παλαιού και του νέου ημερολογίου.
Πώς μπορεί να επιτευχθεί; Πρωτίστως με προσευχή και έπειτα με καλή διάθεση για επικοινωνία. Στο παλαιό ημερολόγιο υπάρχουν νέοι, μορφωμένοι αρχιερείς -τουλάχιστον στην πλέον γνωστή, οργανωμένη και πολυπληθή παράταξη- που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν μέσα σε αυτήν την παράδοση, αλλά σέβονται την Εκκλησία της Ελλάδος χωρίς να απεμπολούν τους αγώνες και τις θέσεις τους.
Ίσως, λοιπόν, τώρα να είναι η χρυσή ευκαιρία για ένα αληθινό ξεκαθάρισμα. Όχι με όρους δικαστικών αποφάσεων ή διοικητικών πράξεων, αλλά με όρους εκκλησιαστικής συνειδήσεως και αδελφικής αγάπης.
Αντί να προσθέτουμε νέες πληγές στο Σώμα του Χριστού, ας επιδιώξουμε τη θεραπεία του μέσα από ειλικρίνεια, προσευχή και ταπείνωση.
Η ενότητα δεν θα προκύψει από επιβολή, αλλά από μετάνοια και διάλογο εν Χριστώ.
Και τότε, πράγματι, η Εκκλησία -η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική- θα μπορεί να φωτίζει ξανά με καθαρό φως, χωρίς σκιές και χωρίς ψευδεπίγραφες «εκκλησίες» να συσκοτίζουν την αλήθεια Της.