Σύγχρονες μορφές Εἰκονομαχίας

Απόψεις - Άρθρα - Σχόλια | Δημοσίευση: 26/05/2025

Σύγχρονες μορφές Εἰκονομαχίας

 

(Κείμενο ἀπό τό ἔντυπο

«Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,

τεῦχ. 130, Ἰαν. - Μάρτ. 2025)

 

 

Ἀπό τήν ἀρχαία στή σύγχρονη Εἰκονομαχία

 

Κάθε χρόνο τήν πρώτη Κυριακή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἑορτάζουμε τή νίκη τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον ὅλων γενικά τῶν αἱρέσεων. Εἶναι ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας (τῆς ὀρθῆς πίστης), ἐναντίον κάθε μορφῆς θρησκευτικῆς πλάνης. Γι’ αὐτό ἡ Κυριακή αὐτή ὀνομάζεται «Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας». Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ ἑορτασμός της καθιερώθηκε, μέ ἀφορμή συγκεκριμένα ἱστορικά γεγονότα: τή λήξη τῆς Εἰκονομαχίας καί τήν πανηγυρική διακήρυξη τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων Εἰκόνων τό 843 μ.Χ. Τότε ἔκλεισε ὁριστικά μιά σκοτεινή περίοδος γιά τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διήρκεσε περισσότερο ἀπό ἕναν αἰῶνα (ἀπό τό 730 ὡς τό 843 μ.Χ., μέ μιά μικρή διακοπή στό ἐνδιάμεσο) καί ἀνέδειξε πλῆθος Ὁμολογητῶν τῆς πίστεως καί Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας.

Δέν εἶναι αὐθαίρετη ἡ γενίκευση τοῦ ἑορτασμοῦ αὐτοῦ σέ ἑορτασμό τῆς νίκης ἐναντίον ὅλων τῶν αἱρέσεων. Ὅλες σχεδόν οἱ αἱρέσεις, μέ ἐξαίρεση ἴσως τόν Ρωμαιοκαθολικισμό καί κάποιες ἀρχαῖες χριστιανικές ὁμολογίες, ἔχουν εἰκονοκλαστικό (δηλ. εἰκονομαχικό) περιεχόμενο. Εἶναι χαρακτηριστικό τό παράδειγμα τοῦ Προτεσταντισμοῦ μέ τίς ἑκατοντάδες «ἐκκλησίες» του (ὁμάδες, αἱρέσεις), πού ἀπορρίπτει τήν τιμή καί τή χρήση τῶν ἁγίων Εἰκόνων, ἀλλά καί τό παράδειγμα πρόσφατων αἱρετικῶν ἤ παραχριστιανικῶν ὁμάδων, ὅπως οἱ λεγόμενοι «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», οἱ Πεντηκοστιανοί καί ἄλλοι, πού τηροῦν τήν ἴδια ἀκριβῶς στάση. Εἰκονοκλαστικό εἶναι καί τό γενικότερο φρόνημα τῆς ἐποχῆς μας, ἀλλά καί τό λεγόμενο «κοσμικό φρόνημα». Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἄν καί κατακλύζεται ἀπό πλῆθος εἰκόνων καί παραστάσεων, μέσω τῶν ἠλεκτρονικῶν καί τεχνολογικῶν μέσων πού διαθέτει, ἄν καί ἔχει σχεδόν ἀντικαταστήσει τήν αἰσθητή πραγματικότητα μέ μιά ἄλλη, εἰκονική καί «ἄϋλη» πραγματικότητα, ἀπορρίπτει τίς εἰκόνες, μέ τή μορφή τουλάχιστον πού τίς ἀποδέχεται καί τίς χρησιμοποιεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ἔτσι, λοιπόν, ζοῦμε τήν ἀναβίωση τῆς ἀρχαίας Εἰκονομαχίας μέ πολλές  καί  διάφορες μορφές. Τά ἐπιχειρήματα τῶν σύγχρονων Εἰκονομάχων, ταυτίζονται σχεδόν μέ αὐτά τῶν ἀρχαίων ἤ μᾶλλον εἶναι ὑποδεέστερα καί ἁπλοϊκότερα ἐκείνων. Οἱ Εἰκόνες, ἰσχυρίζονται, ταυτίζονται μέ τά εἴδωλα ἤ τουλάχιστον μοιάζουν μέ αὐτά. Οἱ Εἰκόνες «εἰδώλων τύπον ἀναπληροῦσι καί οἱ προσκυνοῦντες αὐτάς εἰδωλολάτραι», ἀνέφερε τό πρῶτο διάταγμα ἐναντίον τῶν ἁγίων Εἰκόνων τοῦ εἰκονομάχου Αὐτοκράτορος Λέοντος Γ΄ τοῦ Ἰσαύρου (717-741) τό 730 μ.Χ. Ἡ Ἁγία Γραφή ἀπαγορεύει, δῆθεν, τή χρήση τῶν Εἰκόνων, ὁ δέ Χριστιανισμός εἶναι τό ἀντίθετο τῆς εἰδωλολατρίας. Ἔτσι, ὅσοι ἀδυνατοῦν νά διακρίνουν μεταξύ «εἰκόνας» καί «εἰδώλου», ὅσοι δέν κατανοοῦν τή διαφορά μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν πραγμάτων, ἐκλαμβάνουν ὅλες τίς ἀναφορές τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐναντίον τῶν εἰδώλων, ὡς στρεφόμενες καί ἐναντίον τῶν ἁγίων Εἰκόνων.

Αὐτά περίπου ἰσχυρίζονται οἱ σύγχρονοι Εἰκονομάχοι. Οἱ ἀρχαῖοι διέθεταν καί ἄλλα, πιό ἰσχυρά ἐπιχειρήματα, ὅπως: α) Ἡ θεία φύση εἶναι ἀόρατη καί ἀκατάληπτη, ἄρα εἶναι ἀδύνατο νά εἰκονίζεται. Δέν μποροῦμε νά εἰκονίζουμε ὅ,τι δέν ἔχουμε δεῖ, γιατί τότε ἐνεργοῦμε ἀποκλειστικά καί μόνο μέ τή φαντασία μας. β) Ὁ ἐξεικονισμός τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ τήν ἀποχωρίζει ἀπό τή θεία φύση, μέ ἀποτέλεσμα νά εἰσβάλλει στήν Ἐκκλησία μέ συγκεκαλυμμένο τρόπο ἡ αἵρεση τοῦ Νεστοριανισμοῦ. γ) Ὁ ἐξεικονισμός ἱερῶν προσώπων «ἐν κοινῇ καί ἀτίμῳ ὕλῃ», δηλ. μέ εὐτελῆ καί ἁπλά ὑλικά (ξύλα, χρώματα κ.λπ.), μειώνει τή δόξα τους ἤ τά ὑποτιμᾶ κ.ἄ.

 

Μιά σύγχρονη πρόκληση

 

Μέ τό ζήτημα τῆς Εἰκονομαχίας εἴχαμε ἀσχοληθεῖ καί σέ παλαιότερο τεῦχος τοῦ ἐντύπου μας (τεῦχ. 50, 2007). Ἐκεῖ ὁ ἐνδιαφερόμενος μπορεῖ νά δεῖ ἀναλυτικά τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τίς ἱερές Εἰκόνες καί τίς ἀπαντήσεις πρός τούς Εἰκονομάχους κάθε ἐποχῆς. Ἀναγκαστικά ἐδῶ θά ἐπαναλάβουμε κάποια στοιχεῖα. Ἀσχολούμεθα καί πάλι μέ τό θέμα, μέ ἀφορμή μιά σύγχρονη πρόκληση: τίς μέρες πού ἡ Ἐκκλησία μας ἑόρταζε τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας καί τόν θρίαμβο ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, ἡ Ἐθνική Πινακοθήκη «φιλοξενοῦσε» μία ἔκθεση μέ θέμα «Ἡ σαγήνη τοῦ ἀλλόκοτου», ἡ ὁποία μεταξύ ἄλλων περιελάμβανε πίνακες τοῦ Χριστοφόρου Κατσαδιώτη μέ παραποιημένα βάναυσα ἱερά πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας. Εἰδικότερα, περιελάμβανε «εἰκόνα» τῆς Θεοτόκου μέ τερατόμορφα καί κακόμορφα τά πρόσωπα τοῦ Κυρίου καί τῆς Παναγίας, «εἰκόνα» μέ τίτλο «Ὁ χασάπης τῆς λεωφόρου» καί μέ τήν ἐπιγραφή «Ὁ Ἅγιος Γεώργιος» μέ τερατόμορφο τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο, «εἰκόνα» τοῦ Ἁγίου Χριστοφόρου μέ ζωόμορφο καί κακόμορφο τό πρόσωπο τοῦ εἰκονιζομένου κ.ἄ.! 

Παρά τίς ἀντιδράσεις Ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας, Κληρικῶν καί Ὀρθοδόξων πιστῶν, καί παρά τήν προσβολή πού προκάλεσε στή θρησκευτική πίστη τοῦ μεγαλύτερου μέρους τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, ἡ ἔκθεση λειτούργησε κανονικά ἀπό τίς 22/1 μέχρι τίς 10/3/2025. Τότε ἀγανακτισμένος Βουλευτής τοῦ Ἑλληνικοῦ Κοινοβουλίου ἔφτασε σέ σημεῖο νά καθηλώσει βίαια τά βλάσφημα «ἔργα», προκαλώντας τους φθορές. Τό γεγονός προκάλεσε τήν προσωρινή διακοπή τῆς ἔκθεσης, γιά νά συνεχισθεῖ μέ αὐξημένα μέτρα ἀσφαλείας. Τά βλάσφημα «ἔργα» θά ἐπισκευασθοῦν, ὅπως ἀνακοινώθηκε, καί θά τοποθετηθοῦν στή θέση τους ἀπό τίς 5/5/2025 μέχρι τήν προγραμματισμένη λήξη τῆς ἔκθεσης (30/9/2025). Ὅλος σχεδόν ὁ «πνευματικός», ὁ «καλλιτεχνικός», ὁ πολιτικός καί ὁ δημοσιογραφικός κόσμος, καθώς καί τά πανίσχυρα μέσα ἐνημερώσεως, ἔσπευσαν νά στηρίξουν πλήρως τόν «καλλιτέχνη» καί τά «ἔργα» του καί νά χλευάσουν ὅσους ἀντιδροῦν, ἔνδειξη τοῦ πόσο βαθειά τό εἰκονοκλαστικό φρόνημα ἔχει ἐπηρεάσει ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας καί τοῦ πόσο ἔχει ταυτιστεῖ μέ τό λεγόμενο «κοσμικό φρόνημα».

 

Ὁ διάβολος, μετασχηματιζόμενος σέ «τέχνη»

 

Κρίνοντας τά παραπάνω μέ βάση τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, γνωρίζουμε ὅτι ὁ διάβολος, δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό ὡς Ἄγγελος φωτός. Διατηρώντας τίς ἰδιότητες τῆς ἀγγελικῆς φύσης ἀκόμη καί μετά τήν ἔκπτωσή του, ἐμφανίζεται καί ἐνεργεῖ συνήθως «ἐν μετασχηματισμῷ», δηλαδή προσλαμβάνει διάφορες μορφές καί σχήματα γιά νά ἐπιτελέσει τό ἔργο του. Σέ κάθε περίπτωση, ἐμφανίζεται μέ πανίσχυρα «λογικά» (γιά τήν ἀκρίβεια, εὐλογοφανῆ) ἐπιχειρήματα, δηλαδή χειρίζεται τήν ἀνθρώπινη λογική καί ἐπιχειρηματολογία πολύ καλύτερα ἀπ’ ὅ,τι τήν χειρίζεται ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Στήν προκειμένη περίπτωση, ὁ διάβολος μετασχηματίζεται σέ «τέχνη» καί ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ τέχνη δέν ἔχει ὅρια καί πρέπει νά ἀσκεῖται χωρίς κανέναν περιορισμό. 

Ἀκοῦμε, λοιπόν, νά προβάλλονται ἐπιχειρήματα γιά τήν «ἐλευθερία τῆς τέχνης», τήν «ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης», τήν «ἐλευθερία τοῦ λόγου», τήν «προστασία τῆς πολιτιστικῆς καί καλλιτεχνικῆς κληρονομιᾶς», τήν «ἀπαγόρευση τῆς λογοκρισίας» κ.λπ. Ὅλα αὐτά, βέβαια, ἰσχύουν καί κανείς δέν τά ἀμφισβητεῖ. Ἔχουν, μάλιστα, κατοχυρωθεῖ ἀπό τό Ἑλληνικό Σύνταγμα καί ἀπό εὐρωπαϊκές ἤ διεθνεῖς συμβάσεις. Ὡστόσο, δέν ἰσχύουν ἀπεριόριστα. Γιά νά μιλήσουμε μέ νομικούς ὅρους, ἡ «ἐλευθερία τῆς τέχνης» (ἄρθρ. 16, παρ. 1 τοῦ Συντάγματος) ἰσχύει, ὅταν δέν συγκρούεται μέ ἄλλα ἔννομα ἀγαθά, τά ὁποῖα ἐπίσης κατοχυρώνονται ἀπό τό Σύνταγμα, ὅπως α) ἡ προστασία τῆς προσωπικότητας καί τῆς τιμῆς (ἡ τέχνη δέν πρέπει νά θίγει ἤ νά προσβάλλει ὁποιοδήποτε πρόσωπο), β) ἡ θρησκευτική ἐλευθερία (ἡ τέχνη δέν μπορεῖ νά προκαλεῖ τή θρησκευτική συνείδηση τοῦ πιστοῦ ὁποιασδήποτε θρησκείας), γ) ἡ προστασία τῆς ἰδιοκτησίας (ὁ καλλιτέχνης δέν ἐπιτρέπεται π.χ. νά ζωγραφίσει τήν πρόσοψη ἑνός κτηρίου, χωρίς τή συγκατάθεση τοῦ ἰδιοκτήτη), δ) ἡ προστασία τῆς ἀνήλικης νεότητας (δέν ἐπιτρέπεται ἡ διακίνηση ἄσεμνου ἤ πορνογραφικοῦ «καλλιτεχνικοῦ» ὑλικοῦ μεταξύ ἀνηλίκων) κ.ἄ. Γιά τούς ἴδιους περίπου λόγους, τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο ἔχει κρίνει ὅτι δέν προστατεύεται ἡ καλλιτεχνική ἔκφραση, ὅταν, μέσῳ προβολῆς εἰκονοκλαστικῆς ταινίας, προσβάλλει ἐντόνως θρησκευτικά σύμβολα (Otto Preminger Institut vs Austria, 1994) ἤ ὅταν, μέσῳ ἀνάρτησης πίνακα πρωτοφανοῦς χυδαιότητας σέ δημόσια ἔκθεση, δέν σέβεται τά δημόσια ἤθη (Muller vs Switzerland, 1988). Μέ ἄλλα λόγια, ἡ τέχνη εἶναι «γλώσσα» (μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια, δηλαδή μέθοδος ἤ τρόπος ἔκφρασης) καί ὅσοι περιορισμοί ἰσχύουν διεθνῶς γιά τήν ἐλευθερία τοῦ λόγου, ἰσχύουν καί γιά τήν ἐλευθερία τῆς τέχνης.

Ὁ πειρασμός μᾶς ὑποβάλλει νά ἐπισημάνουμε καί ἕνα ἀκόμη σημεῖο. Ὅσοι σήμερα ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ ἐλευθερία τῆς καλλιτεχνικῆς ἔκφρασης εἶναι ἀπεριόριστη, γνωρίζουν προφανῶς ὅτι ὁ Χριστός «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει» (Α΄ Πέτρ. 2,23) καί ὅτι μέχρι σήμερα ἀνέχεται ὕβρεις ἤ προσβολές πρός τό Πρόσωπό Του καί μακροθυμεῖ. Γνωρίζουν, ἐπίσης, ὅτι οἱ σημερινοί μαθητές τοῦ Χριστοῦ, οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί, ἄν καί κατανοοῦν πράξεις βίας, ὅπως τοῦ προμνημονευθέντος Βουλευτῆ, δέν τίς υἱοθετοῦν, οὔτε τίς ἐπιδοκιμάζουν. Ἄς κάνουν, ὅμως, κάτι ἀντίστοιχο, ἄν τολμοῦν, γιά ἀρχηγούς ἤ «προφῆτες» ἄλλων θρησκειῶν, ὅπως τοῦ Ἰσλάμ, ὅπου δέν ἰσχύουν τά ἴδια δεδομένα!

 

Ἡ παραποίηση ἱστορικῶν δεδομένων

 

Προκλήσεις, ὅπως ἡ παραπάνω, δέν εἶναι ἡ μόνη ἀπό τίς σύγχρονες μορφές Εἰκονομαχίας. Ὑπάρχουν πολλές ἄλλες, περισσότερο ἤ λιγότερο ἐμφανεῖς. Μία ἀπό αὐτές, πιό συγκεκαλυμμένη, εἶναι ἡ παραποίηση τῶν ἱστορικῶν δεδομένων σχετικά μέ τήν ἔριδα τῆς Εἰκονομαχίας. Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς σύγχρονους ἱστορικούς παρουσιάζουν τήν Εἰκονομαχία τοῦ 8ου-9ου μ.Χ. αἰ. ὡς διαμάχη μεταξύ δύο ὅμοιων περίπου καί ἀντιμαχόμενων παρατάξεων, τῶν «εἰκονομάχων» καί τῶν «εἰκονολατρῶν», ἀπό τούς ὁποίους, τελικά, ἐπικράτησαν οἱ δεύτεροι. Ἡ παρουσίαση αὐτή εἶναι ἐντελῶς παραπλανητική καί ἐπιχειρεῖ νά δικαιώσει κατά κάποιον τρόπο τούς εἰκονομάχους. Αὐτοί ἦταν μιά μικρή ὁμάδα μεταρυθμιστῶν Αὐτοκρατόρων, πολιτικῶν καί στρατιωτικῶν, ἡ ὁποία κατέλαβε τήν ἐξουσία καί ἐπιχείρησε νά ἐπιβάλλει μέ τή βία τίς ἀντιλήψεις της περί τῶν ἱερῶν Εἰκόνων στό σῶμα τοῦ Λαοῦ καί στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, σέ συνεργασία μέ κάποιους ὁμόφρονές της Κληρικούς. Οἱ εἰκονομάχοι Αὐτοκράτορες ἐξομοιώνονται στήν προκειμένη περίπτωση μέ τό σύνολο σχεδόν τοῦ Κλήρου καί τοῦ Λαοῦ τῆς Αὐτοκρατορίας. Ὅπως εἶναι γνωστό, πρῶτος ἀντέδρασε ἐναντίον τοῦ διατάγματος τοῦ Λέοντος Γ΄ Ἰσαύρου κατά τῶν ἱερῶν Εἰκόνων ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἅγιος Γερμανός (715-730), ὁ ὁποῖος ἐκθονίστηκε, ἐξορίστηκε καί ἀπέθανε ὡς Ὁμολογητής τῆς πίστεως. Στή θέση του ἐγκαταστάθηκε διά τῆς βίας πρόσωπο τῆς ἐπιλογῆς καί τῆς ἐμπιστοσύνης τοῦ Αὐτοκράτορα. Τά γεγονότα τῆς ἐποχῆς ἔχουν πολλές ὁμοιότητες μέ ἐνέργειες τῆς σημερινῆς Πολιτείας ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ὑπῆρξε, λοιπόν, διαμάχη μεταξύ «εἰκονομάχων» καί «εἰκονολατρῶν», ἀλλά σύγκρουση μιᾶς παράταξης αἱρετικῶν μεταρυθμιστῶν μέ ὁλόκληρο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. «Εἰκονολάτρες», ὅπως θά δοῦμε, δέν ὑπῆρξαν (ὁ ὅρος εἶναι, ἐπίσης, παραπλανητικός). Ὑπῆρξαν μόνο «τιμῶντες» τίς ἱερές Εἰκόνες Ὀρθόδοξοι πιστοί. Ἄν κάποιοι ἀπό αὐτούς παρεξέκλιναν, «λατρεύοντας» τίς Εἰκόνες ἀντί νά τίς τιμοῦν, δέν σημαίνει ὅτι ἐξέφραζαν τό γενικό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ εἰκονολατρία εἶναι κατάσταση ἐξ ἴσου καταδικασμένη μέ τήν εἰκονομαχία, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια.

Ἄλλοι ἱστορικοί, μέ βάση τίς ἰδεολογικές τους προκαταλήψεις καί ἀγκυλώσεις ἤ μέ βάση τίς προσωπικές τους ἐμπαθεῖς καταστάσεις, πιστεύουν ὅτι τό ζήτημα τῶν ἱερῶν Εἰκόνων ἦταν ἁπλό πρόσχημα καί ὅτι τά πραγματικά αἴτια τῆς Εἰκονομαχίας ἦταν ἄλλα: τά οἰκονομικά συμφέροντα, κοινωνικές ἤ ταξικές συγκρούσεις, διεκδικήσεις ἐξουσίας κ.ἄ. Ἀπό μιά ἄποψη αὐτό εἶναι κατανοητό. Ἄν κάποιος ἱστορικός πιστεύει ὅτι, ὑπέρτατη ἀξία τῆς ζωῆς εἶναι τό χρῆμα, εἶναι φυσικό νά ἑρμηνεύει μέ αὐτό τό κριτήριο καί τά ἱστορικά δεδομένα. Ἄν πιστεύει ὅτι, ὑπέρτατη ἀξία εἶναι ἡ δόξα, εἶναι φυσικό νά θεωρεῖ τίς συγκρούσεις τοῦ παρελθόντος ὡς ἀπόπειρες γιά τήν κατάληψη τῆς ἐξουσίας. Ἄν εἶναι ἄθεος, ἀδυνατεῖ νά ἀποδεχθεῖ ὅτι ἕνα ζήτημα πίστεως μπορεῖ νά ἀποτελέσει αἰτία μεγάλης διαμάχης. Ὡστόσο, ὅλα αὐτά τά παραδείγματα εἶναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις τοῦ σφάλματος τοῦ ἱστορικοῦ ἀναχρονισμοῦ, κατά τό ὁποῖο ἐπιχειρεῖται νά κατανοηθεῖ καί νά ἑρμηνευθεῖ τό παρελθόν μέ δεδομένα καί καταστάσεις τοῦ παρόντος ἤ μέ δεδομένα καί καταστάσεις μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς, τά ὁποῖα δέν ἴσχυαν τότε. Τό χρῆμα μπορεῖ νά εἶναι ὑπέρτατη ἀξία π.χ. στή σημερινή ἀμερικανική κοινωνία, τῆς ὁποίας «δόγμα» εἶναι ὅτι, «μοναδικός θεός εἶναι τό δολάριο», δέν ἦταν ὅμως ὑπέρτατη ἀξία στήν ἐποχή τῆς Εἰκονομαχίας, οὔτε εἶναι σέ κάθε ἐποχή. Ὁ Θεός μπορεῖ νά μήν θεωρεῖται προτεραιότητα στή σύχρονη ἐκκοσμικευμένη κοινωνία, αὐτό ὅμως δέν ἴσχυε σέ ἄλλες ἐποχές, οὔτε ἰσχύει παντοῦ σήμερα.

 

Στοιχεῖα ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση

 

Οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787 μ.Χ.), ἀντιμετωπίζοντας στήν ἐποχή τους τό φαινόμενο - αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας, ξεκαθάρισαν μεταξύ ἄλλων δύο σημεῖα, ὡς πρός τήν προσκύνηση τῶν ἁγίων Εἰκόνων.

Τό πρῶτο εἶναι ὅτι ὑπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ «τιμῆς» (ἤ «τιμητικῆς προσκύνησης») καί «λατρείας» (ἤ «λατρευτικῆς προσκύνησης»). Ἡ «λατρεία» καί ἡ «λατρευτική προσκύνηση» ἀποδίδονται μόνο στόν Θεό. Στίς ἱερές Εἰκόνες ἀποδίδεται μόνο «τιμή», ἡ δέ προσκύνησή τους εἶναι προσκύνηση «τιμητική». «Τιμή» καί «τιμητική προσκύνηση» ἀποδίδοναι καί σέ ἄλλα ἱερά ἀντικείμενα (ὅπως ὁ Τίμιος Σταυρός), σέ ἱερά πρόσωπα (ὅπως ἡ Θεοτόκος καί οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας) ἤ ἁπλῶς σέ σεβαστά πρόσωπα (ὅπως οἱ γονεῖς μας, οἱ Ἱερεῖς κ.ἄ.). Τό γεγονός ὅτι, στίς ἱερές Εἰκόνες δέν ἀποδίδεται «λατρεία» ἤ «λατρευτική προσκύνηση», ἀλλά μόνο «τιμή», ἀποκλείει τό ἐνδεχόμενο νά σχετίζεται ἡ προσκύνησή τους μέ ὁποιαδήποτε μορφή εἰδωλολατρίας. Ἡ «λατρευτική προσκύνηση» τῶν Εἰκόνων («εἰκονολατρία») εἶναι αἵρεση, ὅπως ἡ Εἰκονομαχία. Στήν Ἁγία Γραφή συναντᾶμε πάμπολες περιπτώσεις «τιμητικῆς προσκύνησης» προσώπων καί πραγμάτων. Ἡ Ἁγία Γραφή δέν ἀντιφάσκει ὅταν ἀπαγορεύει αὐστηρά τήν εἰδωλολατρία, ἐνῶ παράλληλα μαρτυρεῖ ἤ ἀποδέχεται τήν προσκύνηση προσώπων ἤ πραγμάτων, ἀφοῦ στήν πρώτη περίπτωση πρόκειται γιά «λατρευτική προσκύνηση» ἤ «λατρεία», ἐνῶ στή δεύτερη πρόκειται γιά «τιμητική προσκύνηση» ἤ γιά ἁπλή ἀπόδοση «τιμῆς».

Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι, «ἡ τῆς Εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει». Ἡ τιμή, πού ἀποδίδουμε στήν Εἰκόνα, μεταβαίνει στό εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Τά εἰκονιζόμενα πρόσωπα εἶναι ἐκεῖνα πού τιμοῦμε μέσῳ τῶν Εἰκόνων τους. Ἡ ἱερότητα τῶν Εἰκόνων ἔγκειται στό γεγονός ὅτι εἶναι τά μέσα ἤ τά ὄργανα, ἀπό τά ὁποῖα ἡ δική μας τιμή μεταδίδεται στά εἰκονιζόμενα πρόσωπα καί ἡ Θεία Χάρη μεταδίδεται σέ ἐμᾶς ἀπό ἐκεῖνα. Τά μέσα αὐτά ἔχουν προσωρινό καί συμβολικό χαρακτῆρα: Κάποτε (στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν) θά καταργηθοῦν καί θά κοινωνοῦμε μέ τά εἰκονιζόμενα πρόσωπα «πρόσωπον πρός πρόσωπον», χωρίς τή παρεμβολή Εἰκόνων ἤ συμβόλων ἤ ἐνδιαμέσων.

Ὡστόσο, ἄν ἡ τιμή τῆς Εἰκόνος «ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει», τότε καί ἡ ἀτίμωση τῆς Εἰκόνος «ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει», καί ἡ ὑποτίμηση τῆς Εἰκόνος «ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει», καί ἡ προσβολή τῆς Εἰκόνος «ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει», καί ὁ χλευασμός τῆς Εἰκόνος «ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει», καί ἡ βλασφημία τῆς Εἰκόνος «ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει»! Εἶναι φανερό, ὅτι ὅσοι πολεμοῦν τίς ἱερές Εἰκόνες, παλαιότεροι καί σύγχρονοι Εἰκονομάχοι, ἔχουν στόχο τά ἴδια τά εἰκονιζόμενα πρόσωπα. Γιά ὅσους πιστεύουμε στόν Χριστό, αὐτό ἀποτελεῖ ἀκραία μορφή βλασφημίας. Ὅσοι, ἀντίθετα, δέν πιστεύουν (ἄθεοι, ἀντίχριστοι, ἑτερόδοξοι κ.ἄ.), ὀφείλουν, στό πλαίσιο τῆς νομιμότητας καί τοῦ ἀλληλοσεβασμοῦ, νά μήν προκαλοῦν τή θρησκευτική συνείδηση τῶν συνανθρώπων τους, ὅπως ἀκριβῶς οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί σέβονται τήν πίστη καί τά σύμβολα κάθε θρησκείας, χωρίς βέβαια νά τά θεωροῦν οἱ ἴδιοι ἱερά.

Ἄν κάποιες μορφές τέχνης προβάλλουν τή βλασφημία καί τήν αἵρεση (Εἰκονομαχία), προκαλώντας τή θρησκευτική συνείδηση τοῦ πλήθους τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, ἡ Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία, πού εἶναι ἐπίσης μορφή τέχνης, κάνει τό ἀκριβῶς ἀντίθετο. Ὁ Σεβ. Μητροπολιτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος ἀναφέρει σέ σχετικό ἄρθρο του: «Κατά τόν περίφημο ἁγιογράφο Φώτη Κόντογλου, ἡ εἰκονογραφία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι “πάντιμη τέχνη”, εἶναι “ἱερά καί λειτουργική”, καί ἔχει “σκοπόν πνευματικόν ... νά μορφωθῇ μέσα εἰς τάς ψυχάς τῶν πιστῶν ὁ μυστικός Παράδεισος, ὁ εὐωδιάζων μέ πνευματικήν εὐωδίαν”. Ἡ τέχνη τῶν ἱερῶν Εἰκόνων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία “λέγεται Ἁγιογραφία, ὡς ζωγραφοῦσα ἅγια πρόσωπα καί ἁγίας ὑποθέσεις. Ὁ δέ ἁγιογράφος δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνας τεχνίτης, ὅπου κάμνει μίαν ἀναπαραστατικήν ζωγραφικήν ἐπάνω εἰς κάποια θέματα θρησκευτικά, ἀλλά ἔχει πνευματικόν ἀξίωμα καί πνευματικήν διακονίαν, τήν ὁποίαν ἐπιτελεῖ εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ὡς ἱερεύς καί ἱεροκῆρυξ”. “Ἡ λειτουργική Εἰκών ἔχει θεολογικήν ἔννοιαν”. Δέν εἶναι μιά ζωγραφιά γιά νά εὐχαριστῇ τούς ὀφθαλμούς, οὔτε ἁπλῶς νά μᾶς θυμίζῃ ἅγια πρόσωπα, “ἀλλά εἶναι κατά τέτοιον τρόπον ζωγραφισμένη, ὥστε νά μᾶς ὑψώνῃ ἀπό τόν φθαρτόν κόσμον τοῦτον, καί νά μᾶς κάμνῃ νά ὀσφρανθῶμεν ἐκεῖνον τόν καινόν ἀέρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ”» (https://www.pemptousia.gr/2025/03/nafpaktou-ierotheos-i-sagini-tou-allokotou-kai-oi-agioi/)

Ἄν κάποιες μορφές τέχνης μᾶς ὁδηγοῦν στόν κόσμο τοῦ σκοτεινοῦ καί τοῦ ἀλλόκοτου, ἡ Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία μᾶς εἰσάγει στόν κόσμο τοῦ Φωτός καί τῆς Δόξης τοῦ Χριστοῦ! Ἀλλά τό σκότος, ὅπως συμβαίνει πάντοτε, μισεῖ τό Φῶς!

 

Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας

 

Αρχείο Ειδήσεων
<Ιούνιος 2025>
ΔεΤρΤεΠεΠαΣάΚυ
2627282930311
2345678
9101112131415
16171819202122
23242526272829
30123456

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Κάντε click ΕΔΩ για να επικοινωνήσετε μαζί μας.