Ειδικώτερα: α) Επί υπομνήματος εντιμοτάτου Αναστασίου Μαρίνου, σχετικά με την «Κάρτα του Πολίτου». β) Επί σχετικής Προτάσεως του εντιμοτάτου κ. Γεωργίου Βελλή δια το αυτό θέμα.
Α
Γενικά
Ως είναι εις ημάς γνωστόν από ικανού χρόνου, ένεκα αναφοράς του Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου για ηλεκτρονική διακυβέρνησι της χώρας, άρχισαν κάποιοι Κληρικοί, τους οποίους ακολουθούν και τινες λαϊκοί - για ιδικό τους λόγον ο καθένας – να ομιλούν και να δημοσιογραφούν δια την Κάρτα του Πολίτου, ηλετρονικό Φακέλλωμα των ανθρώπων κ.λ.π. Τόσον μάλιστα φανάτισαν μερικούς Αστυνομικούς, ώστε, όταν η Ελληνική Αστυνομία εξέδωκε νέα αστυνομική ταυτότητα, δεν παρέλαβαν αυτήν, διότι τάχα ήτο προπομπός της «Κάρτας του Πολίτη», κατ’ακολουθίαν δε απελύθησαν των τάξεων της Αστυνομίας.
Επίσης έγιναν από Κληρικούς - μεταξύ των οποίων και Παλαιοημερολογίτες ( ! ; ; ) δημόσιες συγκεντρώσεις Λαϊκών και Μοναχών με σημαίες, σταυρούς, πλακάτ κ.λ.π. – (Ίδετε σχετικό δημοσίευμα Συνημμένα Νο 1), οι ίδιοι κύκλοι δε διανέμουν και αποστέλλουν έντυπες Δηλώσεις με τον τίτλον: ΑΡΝΟΥΜΑΙ ΝΑ ΠΑΡΑΛΑΒΩ ΤΗΝ ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ (Συνημμένα Νο 2), ενώ ακόμη ουδέν συγκεκριμένον στοιχείον του περιεχομένου αυτής γνωρίζομεν. Έχω την εντύπωσι λοιπόν ότι έγινε και γίνεται πολύς θόρυβος δια το τίποτα. Επιστρέψαμε, νομίζω, στην εποχή του Καποδίστρια, με τον Παπουλάκο και τους οπαδούς του να φωνάζουν εναντίον του Κυβερνήτη Καποδίστρια, «γιατί έφερε στην Ελλάδα τις πατάτες από την Ιταλία και άρα θέλει να μας υποδουλώση στον Πάπα» (Ίδετε σχετικό δημοσίευμα Τοπικής Εβδομαδιαίας Εφημερίδος ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ Πύργου, της Δευτέρας 18-10-2010, σελίδα 8, με τον τίτλον: «Η Εκκλησία Ενάντια στον ...Πατατισμό! Πώς οι παπάδες εναντιώθηκαν στην καλλιέργεια της πατάτας>>. Είναι αναδημοσίευσις από το φύλλάδιο «ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΘΕΜΙΣ» του γνωστού τότε νομικού Κ.Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ-Αθήναι 1912 (Συνημμένα Νο 3).
Β
Επί της ουσίας
1. Πάντα όσα λέγονται και γράφονται δια την «Κάρτα του Πολίτη» από μεν τους θρησκευόμενους στηρίζονται σε υποθέσεις, αφού ακόμη αυτή η «Κάρτα του Πολίτη» ούτε έχει κυκλοφορηθή ούτε έχει από τους υπευθύνους αναλυθή τι θα περιέχη, από δε τους ειδικούς ηλεκτρονικούς δίδονται μεν σπουδαίες πληροφορίες, αλλ’ απλώς με αυτές περιγράφουν μόνον τις δυνατότητες και τους κινδύνους που μπορεί να έχη μια τέτοια «Κάρτα». Άρα οι μέχρι τούδε συζητήσεις και τα γραφόμενα είναι επί μη συγκεκριμένου αντικειμένου.
2. Βεβαίως εδόθη στην δημοσιότητα προς διαβούλευσι από την Κυβέρνησι το Προσχέδιο Νόμου για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, στις 27 σελίδες του οποίου, κατά την ιδική μου άποψι του μη Νομικού και μη ασχολουμένου με τα ηλεκτρονικά, δεν περιέχει κάτι το επιλήψιμο εξ επόψεως ορθοδόξου πίστεως και χριστιανικής ζωής.
3. Ποιό συγκεκριμένα και ειδικώτερα το Προσχέδιο τούτο:
Δεν νομοθετεί ούτε περιγράφει τον τύπον και το περιεχόμενο της «Κάρτας του Πολίτη». Απλώς στο άρθρον 3 με τον τίτλον «Ορισμοί» και στην προτελευταία παράγραφο της σελίδος 3, ορίζει γενικά τι είναι «Ηλεκτρονική ταυτότητα/ταυτοποίηση», σημειώνοντας, ότι αυτή είναι: «Οποιοδήποτε μέσο ή μέθοδος που χρησιμοποιεί το πρόσωπο που είναι χρήστης υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης για την δήλωση και αναγνώριση της ταυτότητάς του αναφορικά με την πρόσβαση σε μία ηλεκτρονική υπηρεσία».
Εις το άρθρον 28, παραγράφους 2 και 3 του Προσχεδίου Νόμου (σελίδα 24) με την επιγραφή «Εγγραφή σε υπηρεσίες ηλεκτρονικής διακυβέρνησης», ορίζεται ότι σ’ αυτές εγράφεται «φυσικό πρόσωπο που επιθυμεί». Το ίδιο εις το άρθρον 30, παράγραφος 1, σελίδα 26 του Προσχεδίου με τον τίτλον «Τήρηση και αποθήκευση διαπιστευτηρίων», ορίζεται: «Η τήρηση και αποθήκευση των αναγνωριστικών στην Κεντρική Διαδικτυακή Πύλη του Ελληνικού Δημοσίου δεν είναι υποχρεωτική». Άρα στο δημοσιευθέν προς διαβούλευσι Προσχέδιο αφ’ ενός μεν δεν περιγράφεται η <<Κάρτα του Πολίτη>>, αφ’ ετέρου δε γραπτώς δηλούται, ότι δεν είναι υποχρεωτική η χρήσις της Κεντρικής Διαδικτυακής Πύλης του Ελληνικού Δημοσίου και της Κάρτας.
4. Μετά από αυτά και με δεδομένον ότι:
Ο Θεός εις την Π. Διαθήκην παραγγέλλει εις τον Λαόν του: «Άρχοντα του λαού σου ου κακώς ερείς» (Έξοδος ΚΒ 28).
Ο Θεάνθρωπος απαντών εις την ερώτησι των Φαρισαίων και Ηρωδιανών, αν πρέπει να πληρώσουν τον φόρον στον Αυτοκράτορα της Ρώμης, απάντησε με το γνωστόν: «Απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθαίου ΚΒ 15-21. Ίδετε και Λουκά Κ 20-26).
Ο Απόστολος Παύλος γράφων προς τους χριστιανούς της Ρώμης τους συνιστά: «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω· ου γαρ εστιν εξουσία ει μη υπό Θεού· αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν. ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν· οι δε ανθεστηκότες εαυτοίς κρίμα λήψονται. οι γαρ άρχοντες ουκ εισί φόβος των αγαθών έργων, αλλά των κακών. θέλεις δε μη φοβείσθαι την εξουσίαν; το αγαθόν ποίει και έξεις έπαινον εξ αυτής· Θεού γαρ διάκονός εστί σοι εις το αγαθόν. εάν δε το κακόν ποιής, φοβού· ου γαρ εική την μάχαιραν φορεί· Θεού γαρ διάκονός εστιν εις οργήν, έκδικος τω το κακόν πράσσοντι. διο ανάγκη υποτάσσεσθαι ου μόνον δια την οργήν, αλλά και δια την συνείδησιν. δια τούτο γαρ και φόρους τελείτε· λειτουργοί γαρ Θεού εισιν εις αυτό τούτο προσκαρτερούντες. απόδοτε ουν πάσι τας οφειλάς, τω τον φόρον τον φόρον, τω το τέλος το τέλος, τω τον φόβον τον φόβον, τω την τιμήν την τιμήν. μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους» (Ρωμαίους ΙΓ 1-8). Αλλά και προς τον Μαθητήν του Τίτον παραγγέλει: «Υπομίμνησκε αυτούς αρχαίς και εξουσίαις υποτάσσεσθαι, πειθαρχείν, προς παν έργον αγαθόν ετοίμους είναι, μηδένα βλασφημείν, αμάχους είναι, επιεικείς, πάσαν ενδεικνυμένους πραότητα προς πάντας ανθρώπους. Ήμεν γαρ ποτε και ημείς ανόητοι, απειθείς, πλανώμενοι, δουλεύοντες επιθυμίαις και ηδοναίς ποικίλαις, εν κακία και φθόνω διάγοντες, στυγητοί, μισούντες αλλήλους» (Τίτον Γ 1-3).
Ο Απόστολος Πέτρος στην Α' Καθολική Επιστολή του συνιστά: «Υποτάγητε ουν πάση ανθρωπίνη κτίσει δια τον Κύριον, είτε βασιλεί, ως υπερέχοντι, είτε ηγεμόσιν, ως δι’ αυτού πεμπομένοις εις εκδίκησιν μεν κακοποιών, έπαινον δε αγαθοποιών· ότι ούτως εστί το θέλημα του Θεού, αγαθοποιούντας φιμούν την των αφρόνων ανθρώπων αγνωσίαν· ως ελεύθεροι και μη ως επικάλυμμα έχοντες της κακίας την ελευθερίαν, αλλ’ ως δούλοι Θεού. πάντας τιμήσατε, την αδελφότητα αγαπάτε, τον Θεόν φοβείσθε, τον βασιλέα τιμάτε» (Α Πέτρου Β 13-17).11. Βεβαίως έχομεν και το αντίθετο παράδειγμα των Αποστόλων και του Πέτρου, οι οποίοι δικαίως παρήκουσαν την εντολήν των Αρχιερέων, και είπαν προς αυτούς· «Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πράξεις Ε 27-29). Διότι εδώ πρόκειται δια πολύ διαφορετικό θέμα. Παρήκουσαν σε εντολή να μη ομολογούν και μη κηρύττουν τις αλήθειες του Αναστάντος Θεανθρώπου Κυρίου και του Ευαγγελίου του. Ήταν εντολή σαφώς αντίθετη από την εντολήν του Κυρίου, ειπόντος· <<Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν>> (Ματθαίου ΚΗ 19).
Ο δε Κανονικός Νομοθέτης επίσης έχει σχετικόν Κανόνα, εις τον οποίον μάλιστα χρησιμοποιεί τον ως άνω λόγον του Θεού της Π. Διαθήκης, ορίζων: «Ει τις υβρίσοι βασιλέα, ή άρχοντα παρά το δίκαιον, τιμωρίαν τιννύτω. Και ει μεν Κληρικός καθαιρείσθω, ει δε λαϊκός αφοριζέσθω» (ΠΔ. Αποστολικός Κανών). Χαρακτηριστική είναι και η ερμηνεία του Κανόνος τούτου από τον Άγιον Νικόδημον τον Αγιορείτην. Εξηγεί: «Ο μεν Μωσαϊκός νόμος λέγει, άρχοντα του λαού σου ουκ ερείς κακώς, ο δε κορυφαίος Πέτρος ιδία τον βασιλέα τιμάτε. Ο δε Παύλος προστάζει να υπερευχώμεθα δια τους βασιλείς και πάντας τους εν υπεροχή, καν και άπιστοι είναι. Ενταύθα δε κοινώς οι Απόστολοι λέγουσιν, ότι όποιος υβρίσει βασιλέα, ή άρχοντα παρά δίκαιον και χωρίς καμμίαν δικαίαν αιτίαν, ας τιμωρείται· Και ει μεν είναι Κληρικός ας καθαίρεται, ει δε λαϊκός, ας αφορίζεται. Ύβρεις δε κοντά εις τους Βασιλείς λογίζονται οι δριμύτεροι έλεγχοι. Εμποδίσας δε ο Κανών τον παρά το δίκαιον τον βασιλέα υβρίζοντα, αφήκε κατά το σιωπούμενον να εννοούμεν εξ αντιδιαστολής, ότι, εάν οι βασιλείς και οι άρχοντες ασεβούσιν, ή αμαρτάνουσιν, συγχωρούνται να ελέγχουν εκείνοι, εις τους οποίους ανήκει το να ελέγχουν τοιαύτα πρόσωπα.» (ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σελίς 110).
5. Συμπέρασμα:
Τήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν μας, επομένως και τον κάθε χριστιανόν, ενδιαφέρει και τότε πρέπει να μη υπακούη, αν η Πολιτεία νομοθετεί αντίθετα, στα εξής:
Όταν παραχαράσσεται η ορθόδοξη διδασκαλία και το χριστιανικόν ήθος.
Όταν αφαιρείται το δικαίωμα εκφράσεως της πίστεως ή της ελευθερίας τελέσεως της Ορθοδόξου λατρείας μας και της διδασκαλίας και προβολής αυτών.
Όταν δεσμεύεται η προσωπική ελευθερία των ανθρώπων και καταπιέζεται η θρησκευτική συνείδησις αυτών.
Πρότασίς μου
1. Επειδή η Εκκλησία μας είναι Σώμα Χριστού και «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθαίου ΙΣΤ 18),
2. Επειδή τα Μέλη της Εκκλησίας μας ζουν στη παρούσα ζωή, αγωνιζόμενοι να παραμείνουν ενωμένοι με τον Κύριον, φυλάσσοντες τις αλήθειες της πίστεως και δη την εντολήν της αγάπης προς παν άνθρωπον και την κτίσιν, πάντοτε αποβλέποντες στην αιωνιότητα,
3. Επειδή οι χριστιανοί, ζώντες εδώ με τον Σαρκωθέντα Θεάνθρωπον Κύριον, χαίρουν, παρά τις όποιες δυσκολίες της παρούσης ζωής και αναμένουν να ζήσουν αιώνια μαζί Του στην ουράνια Βασιλεία Του,
4. Επειδή Κληρικοί τινες και λαϊκοί έχουν χάσει το παραπάνω ορθόδοξο φρόνημα και έχουν γίνει κόσμος, μη πειθόμενοι τοις ηγουμένοις (Εβραίους ΙΓ 17), νομίζουν δε ότι θορυβοποιούντες και αναστατώνοντας τις ψυχές των χριστιανών μας προσφέρουν «λατρείαν τω Θεώ» (Ιωάννου ΙΣΤ 2-3), έχοντες ως επικάλυμμα της κακίας τους την ελευθερίαν (Α Πέτρου Β 16). Και
5. Επειδή είναι και κάποιοι άλλοι κατ’ όνομα χριστιανοί, οι οποίοι αντιστρατεύονται στους Νόμους της Πολιτείας, καθ’ όσον τους υπενθυμίζουν τις υποχρεώσεις τους έναντι αυτής (φοροδιαφυγή κ.λ.π.), λησμονούντες τα παραγγέλματα του Κυρίου (Ματθαίου ΚΒ 21) και τας συστάσεις του Αποστόλου Παύλου (Ρωμαίους ΙΓ 7),
ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος:
Να διακηρύξη ότι είναι υπέρ της προστασίας της ελευθερίας του προσώπου, της πίστεως και της Λατρείας των Ορθοδόξων Ελλήνων Πολιτών.
Ότι ουδέποτε θα δεχθή χρήσιν του αριθμού του θηρίου της αποκαλύψεως 666 στην Κάρτα του Πολίτη.
Να απαιτήση από την συντεταγμένη Ελληνική Πολιτεία να σεβαστή τα παραπάνω και να μη νομοθετήση αντιθέτως.
Να ανακοινώση στον Ελληνικόν Λαόν ότι ακόμη τίποτε σχετικό με την «Κάρτα του Πολίτη» δεν έχει αποφασισθή από την Πολιτεία και ότι η Ιερά Σύνοδος όχι μόνον παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το ζήτημα αλλά και το φροντίζει όπου δει και όταν η Πολιτεία οριστικοποιήση και δημοσιοποιήση τις αποφάσεις της, θα αποφασίση σχετικά. Και
Να συστήση εις τον Ορθόδοξον Ιερόν Κλήρον, τους Οσιωτάτους Μοναχούς και τας Μοναχάς των Μοναστηρίων μας και τους ευσεβείς πιστούς να είναι τηρηταί των Νόμων της Ελληνικής Πολιτείας, υπό τας άνω προϋποθέσεις και να μη παρασύρωνται από φωνάς αλλοτρίας ή να εκφράζωνται δημόσια κατά της Ελληνικής Πολιτείας, σύμφωνα και με την σύστασι του Αγίου Νικοδήμου, (ερμηνεία του ΠΔ Κανόνα των αγίων Αποστόλων), να έχουν δε εμπιστοσύνην εις τας αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.