π. Δημήτριος Γεωργαντώνης- Ἀρχικά, οἱ Ἱερεῖς κούρευαν τό κεφάλι τους, ἀλλά ὄχι ὅπως γίνεται σήμερα. Ἄφηναν στό κεφάλι τους ἕνα γύρο ἀπό μαλλιά, πού σχημάτιζε στεφάνι. Καί τοῦτο, γιά νά θυμοῦνται τό ἀκάνθινο στεφάνι τοῦ Κυρίου.
Αὐτό ἦταν «σῆμα κατατεθέν» γιά τούς Ἱερεῖς. Γι’αὐτό, ἄν ὡς Ἱερεῖς καθαιροῦντο, καί στή συνέχεια ἔδειχναν μετάνοια, μποροῦσαν «τιμῆς ἕνεκεν»,«τῷ τοῦ κλήρου κειρέσθωσαν σχήματι». (ΚΑ΄ τῆς ΣΤ).
Μποροῦσαν, δηλαδή, νά κουρεύονται, ἀφήνοντας στό κεφάλι τους αὐτό τό σημαδιακό στεφάνι. Διαφορετικά, ἄφηναν τά μαλλιά τους σάν τούς λαϊκούς, « καθάπερ οἱ λαϊκοί, τήν κόμην ἐπιτρεφέτωσαν» (ΚΑ΄ τῆς ΣΤ).
Τό στεφάνι αὐτό, ἤ καλύτερα αὐτό τό ἄκομψο κούρεμα, σύν τῷ χρόνῳ καταργήθηκε ἀπό τούς ἐν τῷ κόσμῳ Ἱερεῖς, μέ ἀποτέλεσμα νά φέρνουν (οἱ ἐν τῷ κόσμῳ Ἱερεῖς) μακρυά μαλλιά, κοτσίδα καί γένεια.
Ἀντίστροφα, οἱ Ἱερομόναχοι στά Μοναστήρια συνέχιζαν νά φέρνουν τό στεφάνι στό κεφάλι τους. «Τοῦτο(=τόν ἀκάνθινον στέφανον) δέ μᾶλλον οἱ ἱερωμένοι μοναχοί σαφέστερα δηλοῦσιν, ἔχοντες ἐπάνω εἰς τήν κεφαλήν των ἕνα στέφανον κεκουρευμένον», μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Θεσ/νίκης γιά τήν ἐποχή του (15οςαἰ.). (Ἅπαντα, σελ. 324α).
Σύν τῷ χρόνῳ, τό στεφάνι αὐτό ἐξέλιπεν καί ἀπό τούς Ἱερομονάχους. Ἔτσι ὁλόκληρος ὁ κλῆρος, ἄγαμος καί ἔγγαμος, ἄφηνε τά μαλλιά του καί τά γένεια του. Κάτι πού στήν πατρίδα μας ἦταν «νόμος ἀπαράβατος», τουλάχιστον μέχρι τά μέσα τοῦ περασμένου αἰώνα. Ὥσπου σιγά-σιγά ἐμφανίσθηκε ἡ «μόδα» οἱ Ἱερεῖς νά μιμοῦνται τούς λαϊκούς, κουρεύοντας τά μαλλιά τους.
Αὐτό νά ξεκίνησε ἐπί Κεμάλ Ἀτατούρκ. Θέλοντας νά «πλήξει», καί νά ταπεινώσει τόν κλῆρο τῆς Κων/πόλεως, ἔβγαλε «φιρμάνι», οἱ Ἱερεῖς τοῦ Πατριαρχείου νά κόψουν τά μαλλιά τους, νά κοντύνουν τά γένεια τους, νά βγάλουν καί τά ράσα τους. «Ἤμουν μικρό παιδάκι. Θά θυμᾶμαι γιά πάντα ἐκείνη τήν σκηνή.
Τήν μάνα μου πού πῆρε τό ψαλίδι καί κλαίγοντας καί θρηνῶντας ἔκοψε τήν κοτσίδα τοῦ πατέρα! Ἔκλαιγε αὐτή, ἔκλαιγε καί ὁ πατέρας, κλαίγαμε καί ‘μεῖς τά παιδιά!» Διηγήθηκε ἕνας ὑπερήλικας φαναριώτης κληρικός, στόν Ἀρχιμανδρίτη Δοσίθεο, καθηγούμενο τῆς Ἱεράς Μονής Τατάρνης. (Ἀρχιμ. Δοσιθέου, «Θέλω νά πιῶ ὅλο τόν Βόσπορο», σελ. 53-54).
ἔκλαιγαν ὁ παπᾶς καί ἡ παπαδιά; Μπορεῖ «τά ράσα καί τά γένεια νά μήν κάνουν τόν παπᾶ» , ἀλλά γιά τόν ὀρθόδοξο ἕλληνα χριστιανό δέν νοεῖται παπᾶς, χωρίς ράσα, γένεια καί μαλλιά!
Γι’αὐτό οὔτε καί ὁ πλέον φιλελεύθερος κληρικός δέν τολμᾶ, ἐδῶ στήν πατρίδα μας, νά ἐμφανισθεῖ στήν ἐνορία του μέ παντελόνι, μέ σακκάκι, κουρεμένος καί ξυρισμένος. Ἔστω καί τυπικά θά φέρει λίγα γένεια καί μαλλιά καί ἕνα ράσο πάνω του.
Ἐπί ἀρχιερατείας Μελετίου (Μητροπολίτου Νικοπόλεως) ἐπισκέφθηκε τήν πόλη τῆς Πρέβεζας ἕνας ἐπώνυμος, πατρινός πολίτης. Μοῦ ἔλεγε: «Ἔβλεπα καί θαύμαζα τούς Ἱερεῖς πού περπατοῦσαν στήν πόλη.
Ὅλοι τους σεβάσμιοι, μέ γένεια, μέ μαλλιά, μέ καλλυμαύχι. Καί εἶπα, πώς γιά νά εἶναι τόσο καλοί οἱ Ἱερεῖς, θά πρέπει ἐδῶ νά ἔχουν καλό Δεσπότη». (Ἔτσι πάει «καλός Δεσπότης, καλοί παπάδες).
Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς ὁ ἀοίδιμος Μελέτιος, μία ἀπό τίς πρῶτες «κινήσεις», πού ἔκανε ὡς Μητροπολίτης ἦταν νά περάσει τό μήνυμα στούς Ἱερεῖς του, πώς δέν τούς συμφέρει νά κουρεύονται, γιατί πέφτουν στή συνείδηση τοῦ κόσμου.
Τούς εἶπε: «Ὁ Ἱερέας θά πρέπει μέ τό παρουσιαστικό του νά ἐμπνέει σεβασμό». Καί ἀναμφίβολα ἔτσι εἶναι.
«Σέ παραδέχομαι!», εἶπε ἕνας ἄθεος (!) ἐκπαιδευτικός σέ φίλο του παραδοσιακό Ἱερέα, καί τοῦ φίλησε τό χέρι. «Ὁ σεβασμός ἐμπνέεται. Δέν ἐπιβάλλεται…!