Το κράτος δημεύει περιουσία της Εκκλησίας

Εκκλησία της Ελλάδος | Δημοσίευση: 11/09/2014

Με γνωματεύσεις  που ποτέ δεν είναι αντικειμενικές των Δασικών Επιτροπών καταπατούνται οι Νόμοι και οι Αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Κράτους και δημεύονται Εκκλησιαστικές Περιουσίες.

Τούτο επισημαίνει διαμαρτυρόμενος ο Σεβ. Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ στην πιο κάτω επιστολή του προς τον Αναπληρωτή Υπουργόν Περιβάλλοντος κ.λ.π. που δημοσιεύομε στη συνέχεια. 

Ἀρ. Πρωτ. 438                             Ἐν Τριπόλει τῇ 1ῃ Σεπτεμβρίου 2014

 

         

        

Πρός

Τόν Ἀναπληρωτήν Ὑπουργόν

Περιβάλλοντος, Ἐνεργείας καί Κλιματικῆς Ἀλλαγῆς

κ. Νικόλαον Ταγαρᾶν

Χαλκοκονδύλη 31

101 64       Ἀθήνας

 

 

 

Κύριε Ὑπουργέ,

          Ἡ Ἱερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀρτοκωστᾶς Κυνουρίας μεταξύ τῶν περιουσιακῶν της στοιχείων, ἀπό ἀμνημονεύτων χρόνων ἔχει εἰς τήν κυριότητα, νομήν καί κατοχήν της καί μίαν ἔκτασιν παραλιακῆς γῆς ἐκ πεντήκοντα στρεμμάτων εἰς τήν θέσιν «Χερρονῆσι» τοῦ Δήμου Βορείου Κυνουρίας, τό ὁποῖον μέχρι σήμερα ἐνοικιάζει ὡς βοσκότοπον καί κατ’ ἔτος πληρώνει εἰς τό Ἑλληνικόν Δημόσιον τόν ἀναλογοῦντα φόρον.

          Τήν ἰδιοκτησίαν τοῦ βοσκοτόπου τούτου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀρτοκωστᾶς Κυνουρίας ἀναγνωρίζει ὁ Ἐνετός Προβλεπτής τοῦ Μορέως Φραγκίσκος Γκριμάνη εἰς τήν καταγραφήν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας πού διενήργησε κατά τό ἔτος 1699 καί τά σχετικά ἔγγραφα τοῦ Ἀρχείου Γκριμάνη ὑπό τόν τίτλον ΑrchiviodaiServiεὑρίσκονται στά Γενικά Ἀρχεῖα τῆς Βενετίας.

          Ἐπίσης τήν ἰδιοκτησίαν αὐτήν ἀναγνωρίζει καί ὁ Πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστῆρας καί ὅλο τό τότε ὑπουργικό Συμβούλιο τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως τοῦ ἔτους 1952 πού ὑπογράφουν τήν σύμβασι παραχωρήσεως τῶν 4/5 τῆς ἀγροτικῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας εἰς τό Ἑλληνικόν Δημόσιον καί ἐκδίδεται τό  σχετικόν Βασιλικόν Διάταγμα πού δημοσιεύεται εἰς τό ὑπ’ ἀριθμ. 289/8-10-1952 τ. Α΄ Φύλλον τῆς Ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως, ὅπου στή σελίδα 2074 ἀναγράφεται ΠΙΝΑΞ  Γ΄ Ἀγρῶν καί Λειβαδίων παραμενόντων εἰς τήν κυριότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (παρ. 3 ἄρθρον 4 τῆς ἀπό 18-9-1952 Συμβάσεως) καί πιό κάτω στή σελίδα 2107 τοῦ ἰδίου Φ.Ε.Κ. καταχωρεῖται·

 

Ἱ. Μονή Ἀρτοκωστᾶς

           ...........................................................

          Β.΄ ΛΕΙΒΑΔΙΑ

          2 .          57.     Λειβάδιον εἰς θέσιν Χερρονῆσι στρέμματα 50.

Ἡ ἀνωτέρω σύμβασις ἔχει μεταγραφεῖ εἰς τό οἰκεῖον Ὑποθηκοφυλακεῖον καί τό Ἀνώτατον Δικαστήριον τῆς Χώρας, Γ΄ Πολιτικόν Τμῆμα τοῦ Ἀρείου Πάγου διά τῆς ὑπ’ ἀριθμ. 1338/2010 Ἀποφάσεώς του κατηγορηματικά ἀποφαίνεται «Τίτλους ἐκ τοῦ Νόμου γιά τά κτήματα τῶν Ἱερῶν Μονῶν ἀποτελοῦν τά διαχωριστικά Διατάγματα τῆς Μοναστηριακῆς περιουσίας, διότι αὐτά μέ τήν δημοσιευσή τους εἰς τήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως συνιστοῦν exlegeτίτλο κυριότητος ὑπέρ τῆς ἀναφερομένης εἰς αὐτά Μονῆς, μή ἐπιδεχόμενο ἀμφισβήτηση, διότι ἡ διαπίστωση τῆς κυριότητος τῆς Μονῆς ἔγινε αὐθεντικά ἀπό τόν ἴδιον τόν νομοθέτην....»

Τέλος, τό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος στήν παράγραφο 2 τοῦ ἄρθρου 17 διαβεβαιώνει γιά κάθε φυσικό ἤ νομικό Πρόσωπο τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας ὅτι «Κανένας δέν στερεῖται τήν ἰδιοκτησία του παρά μόνο γιά δημόσια ὠφέλεια............ ἀφοῦ προηγηθῆ πλήρης ἀποζημίωση.........»

Παρά ταῦτα, κ. Ὑπουργέ, σεῖς μέ τήν ὑπ’ ἀριθμ. 112507/4012/27-6-2014 Ἀπόφασί σας λέτε·

 

ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ

 

          Τήν ἀποδοχήν τῆς ὑπ’ ἀριθμ. 4/25-9-2009 ὁμοφώνου ἀπορριπτικῆς Γνωμοδοτήσεως τοῦ Συμβουλίου Ἰδιοκτησίας Δασῶν μέ ἕδρα τήν Ἀθήνα καί ἀπορρίπτουμε τήν ἀπό 1/4/1991 ὑποβληθεῖσα αἴτηση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Ἀρτοκωστᾶς Κυνουρίας, γιά ἀναγνώριση δικαιώματος κυριότητος ἐπί δασικοῦ χαρακτῆρα ἔκταση συνολικοῦ ἐμβαδοῦ σαράντα ἐννέα χιλιάδων ἑξακοσίων πενῆντα (49.650) τετραγωνικῶν μέτρων κειμένης στή θέση «ΧΕΡΡΟΝΗΣΙ τοπικῆς Κοινότητος Ἁγίου Ἀνδρέα Κυνουρίας ἡ ὁποία θά διαχειρίζεται ὡς δημοσία ἔκταση». Καί τέλος γράφετε στήν Ἀπόφασί σας« Ἡ ἐνδιαφερομένη μπορεῖ νά ἐπιδιώξει τήν ἀναγνώριση τῶν προβαλλομένων δικαιωμάτων της ἐνώπιον τῶν πολιτικῶν Δικαστηρίων», δηλαδή, μᾶς ζητᾶτε νά ἀποδείξωμε, κατά τά ἀνωτέρω σημειούμενα, τί γνωστόν τοῖς πᾶσι καί αὐταπόδεικτον.

          Συνεπῶς, κ. Ὑπουργέ καθένας συνάγει, πλέον, ὅτι δείχνετε νά ἀποσκοπῆτε εὐθέως εἰς τήν δήμευσιν τῆς περιουσίας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Ἀρτοκωστᾶς Κυνουρίας.

          Εἶναι, ὅμως, ἠθική, νόμιμη καί δημοκρατική μιά τέτοια σκοπιμότητα καί συνιστᾶ πρᾶξιν δικαιοσύνης; Δέν νομίζομε!

          Καί αὐτά, τήν στιγμή πού δηλώνετε ὅτι ἐπιστηρίζεσθε ἁπλά σέ μία «Γνωμοδότηση». Αὐτή, ὡστόσο, εἶναι ἀναιτιολόγητη, ἀμφιβόλου δέ νομιμότητος καί ἀντικειμενικότητος, καθώς παραβλέπει, ὡς μή ὤφειλε, ἀκλόνητα νομικά δεδομένα καί στοιχεῖα πού σᾶς περιγράψαμε καί πού ὤφειλαν νά ἔχουν ληφθῆ ὑπ’ ὄψει.

          Πέρα τῶν ἄλλων ἡ κοινή γνώμη βοᾶ καί καταγγέλει τήν «Γνωμοδότηση», κάτι πού καί ἡ δική μας ἐμπειρία ἐπιβεβαιώνει, καθώς παραβλέπονται ὅλως  ἀπαραδέκτως οἱ Νόμοι τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους καί οἱ Ἀποφάσεις τοῦ Ἀνωτάτου Δικαστηρίου του.

          Ἀλλά, μέ τέτοια δεδομένα θεωρεῖτε ὅτι ἡ ἄσκησις δημοσίας διοικήσεως ἀνήκει σέ κράτος δικαίου λειτουργοῦντος ὑπό καθεστώς δημοκρατίας, καί δέν συνιστᾶ αὐτόχρημα πρᾶξιν αὐθαιρεσίας;  Πρός Θεοῦ κ. Ὑπουργέ!

          Μολονότι εἶναι νόμιμο καί δίκαιο νά ἀνακληθῆ ἡ ἐν λόγῳ Ἀπόφασις, παρακαλοῦμε τό γε νῦν ἔχον νά δώσετε τίς ἀπαραίτητες ἐντολές στήν Ὑπηρεσία Σας, προκειμένου νά μᾶς ἀποσταλῆ, ὡς δικαιούμεθα, ὁ Φάκελος τῆς προκείμενης ὑποθέσεως, ὥστε νά προσφύγωμε εἰς τήν κρίσιν τῆς Ἑλληνικῆς Δικαιοσύνης διά τήν ἀποκατάστασιν τῶν πραγμάτων, ὅπως ἄλλωστε μᾶς συνιστᾶτε μέ τήν ἄνω Ἀπόφασιν.

          Ἐπί δέ τούτοις, διατελοῦμεν μέ εὐχές καί τιμή.

Ο  Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ

† Ὁ Μαντινείας καί Κυνουρίας Α Λ Ε Ξ Α Ν Δ Ρ Ο Σ