Συγγραφέας: Παπαθανασίου Θανάσης (Απόσπασμα)
"Νομίζω πως η διαφορά μεταξύ Χριστιανών και μη Χριστιανών μπορεί να συνοψιστεί σε μια λέξη: την ελπίδα. Όχι την ελπίδα γενικά, αλλά συγκεκριμένα τη χριστιανική ελπίδα. Η ελπίδα αυτή διαφέρει ριζικά από την κοσμική αισιοδοξία, η οποία στην ουσία είναι η πεποίθηση ότι η ιστορία πορεύεται αιτιοκρατικά προς θετική έκβαση. Αντίθετα, η χριστιανική ελπίδα δεν γεννιέται από εγκόσμιους παράγοντες. Πηγάζει από τη δράση του ζωντανού Θεού μέσα στον κόσμο και την ιστορία, μια δράση η οποία γεννά το εντελώς καινούργιο και μπολιάζει τον κόσμο με αυτό, το οποίο ο κόσμος από μόνος του δεν μπορεί να γεννήσει. Η ανάσταση, για παράδειγμα, δεν μπορεί να παραχθεί από τον κόσμο. Πρέπει να χαριστεί από τον Θεό. Και γι’ αυτό η χριστιανική ελπίδα μπορεί να ανθεί ακόμη κι όταν κάθε εγκόσμια αισιοδοξία καταρρέει, ακριβώς διότι αυτή η ελπίδα εισβάλλει στον κόσμο ως δώρο απ’ έξω.
Το δώρο προσφέρεται· αλλά η συνέχεια δεν προεξοφλείται! Οι πιστοί καλούνται όχι απλώς να δεχτούν το δώρο, αλλά και να το ζήσουν έμπρακτα. Πράγμα που σημαίνει ότι την ανθρώπινη προκοπή την κινεί η αδιάκοπη προσπάθεια, όχι αυτόματος πιλότος. Κι αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι ολόκληρη η χριστιανική ζωή είναι κατά βάσιν ριψοκίνδυνη. Ο γερμανός φιλόσοφος ‘Ερνστ Μπλοχ (1885-1977) ήταν εξαιρετικά θεολογικός όταν έλεγε ότι «η ελπίδα είναι το αντίθετο της ασφάλειας. Είναι το αντίθετο της αφελούς αισιοδοξίας. Η κατηγορία του κινδύνου ενυπάρχει πάντα μέσα της», όχι υπό την έννοια (θα πρόσθετα εγώ) ότι μπορεί να ψεύδεται ο Κύριος που δίνει τις υποσχέσεις, αλλά υπό την έννοια ότι οι άνθρωποι χρειάζεται να αποδειχτούν πιστοί σ’ αυτές. Όλοι οι χριστιανοί έχουν ελπίδα, αλλά κανένας δεν κατέχει την έκβαση της πορείας του, τα δε εγκόσμια κριτήρια που υποτίθεται ότι ορίζουν με ασφάλεια τι αποτελεί επιτυχία στη ζωή, αμφισβητούνται αποφασιστικά από το Ευαγγέλιο. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ανατρεπτικό από τη διαβεβαίωση του Κυρίου ότι πολλοί θα βρεθούν από πρώτοι τελευταίοι, κι άλλοι από τελευταίοι πρώτοι (Ματθ. 19:30), κι ακόμη περισσότερο, ότι πολλοί που πραγμάτωσαν τους θεωτικότερους άθλους (που προφήτεψαν δηλαδή στο όνομα του Χριστού και εκδίωξαν δαιμόνια στο όνομά του) τελικά θα αποδειχτούν εργάτες της ανομίας, άγνωστοι σ’ αυτόν του οποίου το όνομα «επιτυχώς» είχαν επικαλεστεί (Ματθ. 7: 22-23).
Είναι φανερό πως ο Χριστός ρητά μας έχει προειδοποιήσει ότι η έσχατη κρίση θα είναι έκπληξη. Εδώ όμως ανακύπτει ένα ερώτημα. Πώς μπορεί μια έκπληξη να είναι όντως έκπληξη, αν έχουμε εκ των προτέρων ειδοποιηθεί γι’ αυτήν; Γιατί, άραγε, οι Χριστιανοί τελικά θα εκπλαγούν, παρά την έγκαιρη προειδοποίηση;
Νομίζω πως η απάντηση είναι εντελώς απλή και αφορά μια θεμελιώδη αντίφαση η οποία κατά πολύ διέπει τις ζωές μας: Μολονότι δηλώνουμε πιστοί στην ελπίδα που βρίσκεται ανάμεσά μας (1 Πέτρ. 3:15), στην πραγματικότητα συνεχίζουμε να ζούμε σύμφωνα με τα κριτήρια του παλαιού κόσμου. Η χριστιανική ελπίδα είναι πολύ ανατρεπτική και ως εκ τούτου ανυπόφορη για την αστική νοοτροπία μας.
Η χριστιανική ελπίδα είναι ανατρεπτική, πρώτα απ’ όλα διότι καλεί τους ανθρώπους σε αναστοχασμό και μετάνοια, πράγμα που απαιτεί προθυμία για αυτοκριτική και αναπροσανατολισμό, μακριά από το βόλεμα της αυτοδικαίωσης. Ταυτόχρονα ανατρέπει την τάξη αυτού του κόσμου. Καλεί τον άνθρωπο να μην εκχωρεί την εμπιστοσύνη τους στους άρχοντες, να μη βασίζεται στην ασφάλεια που παρέχει η συγγένεια και η καταγωγή, να προτιμά τη συγχώρεση από την εκδίκηση, να δέχεται τους ταπεινούς και τους μη προνομιούχους ως κατ’ εξοχήν μάρτυρες της αληθείας, να ζυγίζει ως σκουπίδια τα πιο αξιοθαύμαστα επιτεύγματα αν δεν εμποτίζονται από αγάπη, να θέτει την αλληλεγγύη πάνω από τη θεωρητική ορθοδοξία.
Ναι, η χριστιανική ελπίδα είναι εξ ορισμού ανατρεπτική· σκάνδαλο και μωρία (1 Κορ. 1:23), κι όχι μόνο για τον μη χριστιανικό κόσμο. Ακόμη και Χριστιανοί δεν μπορούν εύκολα να την αντέξουν".