Η εἰκόνα τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδή τοῦ Κυρίου μας μέ τό στεφάνι, εἶναι ἡ πιό προσφιλής καί συμπαθής εἰκόνα γιά κάθε χριστιανό καί μάλιστα τόν πονεμένο.
Ὁ πονεμένος ἄνθρωπος ἀναπαύεται κοντά στόν πονεμένο. Ὁ πληγωμένος εὑρίσκει παρηγοριά σ’ ἐκεῖνον πού ἔχει τίς περισσότερες πληγές, γιατί εἶναι σέ θέση νά τόν καταλάβει.
Ὁ ἀδικημένος στηρίζεται στήν ἀπελπισία του, ὅταν ἀτενίζει μέ τά σωματικά του μάτια καί ἄλλον διασυρμένο καί καταδικασμένο καί μάλιστα ἀδίκως.
Ἀκριβῶς τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν κάθε ἐμπερίστατο ἄνθρωπο. Τό λυπημένο, τό ταπεινωμένο, τό ματωμένο πρόσωπο τοῦΚυρίου μας προσελκύει κάθε ἄνθρωπο πού ἔχει προβλήματα ἤ ἀντιμετωπίζει δοκιμασίες.
Εἶναι ἀδικημένος καί κατατρεγμένος ἀπό τήν κακότητα τῶν ἀνθρώπων; Ἠρεμεῖ, ὅταν βλέπει μέ τά μάτια τοῦσώματός του τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας ἤτόν ἀγκαλιάζει μέ τή θερμή του πίστη, ὅταν σκέπτεται ὅτι αὐτός μέν ὡς ἄνθρωπος μπορεῖνά εἶχε φταίξει, πρίν καταδικαστεῖ, ἐνῶ ὁΚύριός μας καταδικάσθηκε χωρίς νά πράξει κάποιο, ἔστω μικρό, σφάλμα.
Τήν ἀθωότητά του τήν παραδέχεται ἀκόμη καί ὁ Πιλάτος καί μάλιστα τρεῖς φορές ὁμολογεῖ ἐνώπιον τοῦ ὄχλου: «Οὗτος οὐδέν ἄτοπον ἔπραξεν».
Ὁ πληγωμένος σωματικά ἀπό θεληματική καί ὀργανωμένη ἐπίθεση συνανθρώπου του ἤ ὁτραυματισμένος ψυχικά ἀπό λόγια πικρά, ὅταν βλέπει τήν Εἰκόνα τοῦΝυμφίου, αἰσθάνεται μιά παρηγοριά καί παίρνει μεγάλη ἐνίσχυση, γιατί σέ μιά εἰλικρινῆαὐτοεξέταση ἀναλογίζεται: «Ἐκεῖνος “ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷστόματι αὐτοῦ».
Παρά ταῦτα οἱ ἄνθρωποι ὡς ληστή τόν συνέλαβαν καί ὡς κακοῦργο τόν σταύρωσαν, ἐνῶ ἐγώ δέν κατάφερα, οὔτε μιά μέρα νά ζήσω χωρίς νά διαπράξω κάποιο σφάλμα, χωρίς νά διατυπώσω ἕναν πικρό ἤ ἀκατάλληλο λόγο ἤχωρίς νά σκεφθῶκάτι πονηρό καί βλαπτικό γιά τήν ψυχή μου».
Ὁ ἁμαρτωλός, ὅταν βλέπει τό ἀκάνθινο στεφάνι τοῦΚυρίου μας, παρηγορεῖται καί θεριεύει μέσα του ἡἐλπίδα, ὅτι θά λυτρωθεῖ ἀπό τά πάθη του καί θά σωθεῖ ἀπό τίς ἁμαρτίες του, ἀφοῦ ὁ Χριστός μας μέ τήν ἀναμφισβήτητη πλέον ἐσταυρωμένη ἀγάπη του θυσιάσθηκε «ὑπέρ ἡμῶν καί ἀντί ἡμῶν».
Καί ἐν γένει ὁκάθε δοκιμαζόμενος ἄνθρωπος, βλέποντας καί διαπιστώνοντας ὅτι ἔχει συμπάσχοντα καί συναγωνιζόμενο τόν Κύριο, παίρνει θάρρος καί κουράγιο, ξεχνάει τόν πόνο του, δέ συντρίβεται στίς μυλόπετρες τῆς δοκιμασίας του καί ζεῖμέ τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας του καί τῆς ἀπαλλαγῆς του ἀπό τήν πίκρα τῆς ζωῆς αὐτῆς.
Μακάρι νά συνειδητοποιήσει ὁκάθε ἄνθρωπος, ὅτι στή ζωή δέν παλεύει μόνος του. ὉΝυμφίος τῆς Ἐκκλησίας μας ἀγαπάει τή νύμφη ψυχή μας καί θέλει πάντα νά εὑρίσκεται κοντά της «συγκοιταζόμενος καί συνανιστάμενος».
Ὁ πονεμένος χριστιανός, ὁ πολυπαθής οἰκογενειάρχης, ὁ δοκιμαζόμενος κάθε ἡμέρα νέος, ὁ ἄρρωστος πού ὑποφέρει καί ὁ ἁμαρτωλός πού βασανίζεται ἤ ἀπό τύψεις ἤ ἀπό λογισμούς ἤ ἀπό ἐγκατάλειψη προσφιλῶν προσώπων, ἄς ἔχουν ὑπόψη τους ὅτι στόν ἀγῶνα τους καί στήν ἀγωνία τους, στίς ἧττες καί στίς νίκες τους, στή χαρά καί στή λύπη τους εἶναι μπροστά τους ὁΚύριός μας, ὁΝυμφίος τῆς Ἐκκλησίας, πού, σύμφωνα μέ τήν ὡραία διδασκαλία τοῦ ἱεροῦΧρυσοστόμου, εἶναι γιά μᾶς τά πάντα.
«Ἐγώ πατήρ, φησίν ὁΧριστός, ἐγώ ἀδελφός, ἐγώ νυμφίος, ἐγώ οἰκία, ἐγώ τροφή, ἐγώ ἱμάτιον, ἐγώ ῥίζα, ἐγώ θεμέλιος, πᾶν ὅπερ ἄν θέλῃς ἐγώ. Μηδενός ἐν χρείᾳκαταστῇς. Ἐγώ καί δουλεύσω, ἦλθον γάρ διακονῆσαι, οὐδιακονηθῆναι. Ἐγώ καί φίλος καί μέλος καί κεφαλή καί ἀδελφός καί ἀδελφή καί μήτηρ, πάντα ἐγώ. Μόνον οἰκείως ἔχε πρός ἐμέ. Ἐγώ πένης διά σέ καί ἀλήτης διά σέ, ἐπί σταυροῦδιά σέ, ἐπί τάφου διά σέ, ἄνω ὑπέρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷΠατρί, κάτω ὑπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά τοῦΠατρός. Πάντα μοι σύ καί ἀδελφός καί συγκληρονόμος καί φίλος καί μέλος. Τί πλέον θέλεις;».
Από το βιβλίο του Σεβ. Μητροπολίτου Μονεμβασίας και Σπάρτης κ.κ. Ευσταθίου «Σταλαγματιές ἀπό τό θεῖο δρᾶμα».