Πόλεμος και Εκκλησία

Απόψεις - Άρθρα - Σχόλια | Δημοσίευση: 22/10/2022
πηγή aparchi.gr Ο χριστιανός πολίτης είχε ν’ αντιμετωπίσει ένα βασικό πρόβλημα:έχει δικαίωμα να πολεμήσει για τη χώρα του; Η θρησκεία του είναι θρησκεία ειρήνης· και ο πόλεμος σημαίνει σφαγή και καταστροφή. Οι παλιότεροι χριστιανοί πατέρες δεν είχαν αμφιβολίες. Γι’ αυτούς ο πόλεμος ήταν πέρα για πέρα φόνος. Αλλά μετά τον θρίαμβο του Σταυρού, όταν η αυτοκρατορία έγινε Χριστιανοσύνη, δεν θα έπρεπε οι πολίτες της να είναι έτοιμοι να πάρουν τα όπλα για την ευημερία της; Η ανατολική Εκκλησία είχε τη γνώμη πως όχι. Ο μεγάλος κανονικός της, Άγιος Βασίλειος, ενώ καταλάβαινε ότι ο στρατιώτης πρέπει να υπακούει στις διαταγές, ωστόσο υποστήριζε ότι όποιος ήταν ένοχος φόνου στον πόλεμο θα έπρεπε επί τρία χρόνια ν’ απέχει από την θεία μετάληψη εις ένδειξη μετανοίας. Αυτή η συμβουλή ήταν πολύ αυστηρή. Στην πραγματικότητα η Εκκλησία δεν μεταχειριζόταν τον Βυζαντινό στρατιώτη ως φονιά. Αλλά το επάγγελμά του δεν του έδινε λάμψη. Ο θάνατος στη μάχη δεν θεωρείτο ένδοξος, ούτε ο θάνατος στη μάχη εναντίον του απίστου θεωρείτο μαρτύριο· ο μάρτυρας πέθαινε οπλισμένος μόνο με την πίστη του. Ο πόλεμος κατά των απίστων ήταν πράγμα λυπηρό αν και μερικές φορές μπορούσε να είναι αναπόφευκτο. Ο πόλεμος εναντίον αδελφών χριστιανών ήταν διπλά κακός. Πραγματικά, η Βυζαντινή ιστορία είναι χαρακτηριστικά απαλλαγμένη από επιθετικούς πολέμους. Οι εκστρατείες του Ιουστινιανού είχαν αναληφθεί για ν’ απελευθερώσουν Ρωμαίους από αιρετικούς βαρβάρους κυβερνήτες, του Βασιλείου II εναντίον των Βουλγάρων για την ανάκτηση αυτοκρατορικών επαρχιών και για ν’ απομακρύνουν έναν κίνδυνο που απειλούσε την Κωνσταντινούπολη. Ειρηνικές μέθοδοι ήταν πάντοτε προτιμότερες, έστω και αν περιλάμβαναν περίπλοκη διπλωματία ή καταβολή χρημάτων. Για τους δυτικούς ιστορικούς, συνηθισμένους να θαυμάζουν την πολεμική ανδρεία, οι πράξεις πολλών Βυζαντινών πολιτικών φαίνονται άνανδρες ή πονηρές· αλλά το κίνητρο ήταν πάντοτε μια γνήσια επιθυμία ν’ αποφευχθεί αιματοχυσία. Η πριγκίπισσα Άννα Κομνηνή, μια από τους πιο τυπικούς Βυζαντινούς, το διευκρινίζει στην ιστορία της ότι, όσο μεγάλο κι αν ήταν το ενδιαφέρον της για τα στρατιωτικά ζητήματα κι όσο κι αν εκτιμούσε τις επιτυχίες του πατέρα της στους πολέμους, θεωρούσε τον πόλεμο ως αισχρό πράγμα, έσχατο καταφύγιο όταν οτιδήποτε άλλο θα είχε αποτύχει, πραγματικά μια ομολογία αποτυχίας. Η δυτική άποψη ήταν λιγότερο ξεκαθαρισμένη· ο ίδιος ο Άγιος Αυγουστίνος παραδεχόταν ότι μπορούσαν να διεξάγονται πόλεμοι κατ’ εντολή του Θεού. Και η στρατιωτική κοινωνία η οποία είχε προκύψει στη Δύση από τις βαρβαρικές εισβολές, αναπόφευκτα επιζήτησε να δικαιολογήσει την συνηθισμένη της ασχολία. Ο κώδικας της ιπποσύνης που αναπτυσσόταν, υποστηριζόμενος από τα λαϊκά έπη, παρείχε γόητρο στον στρατιωτικό ήρωα· και ο φιλειρηνικός έπαιρνε κακό χαρακτηρισμό από τον οποίο δεν ξέφευγε ποτέ. Εναντίον αυτού του αισθήματος η Εκκλησία δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα. Μάλλον επιζήτησε να κατευθύνει την πολεμοχαρή ενεργητικότητα σε δρόμους που θα εξυπηρετούσαν τα δικά της συμφέροντα. Ο ιερός πόλεμος, δηλαδή ο πόλεμος για τα συμφέροντα της Εκκλησίας, έγινε επιτρεπτός και μάλιστα επιθυμητός. Ο πάπας Λέων ο IV, κατά τα μέσα του ένατου αιώνα, διακήρυξε ότι οποιοσδήποτε πέθαινε στη μάχη υπερασπιζόμενος την Εκκλησία θα είχε ουράνια ανταμοιβή. Ο πάπας Ιωάννης VIII, λίγα χρόνια αργότερα, τοποθετούσε τα θύματα ενός ιερού πολέμου μαζί με τους μάρτυρες· αν πέθαιναν ένοπλοι στη μάχη οι αμαρτίες τους ήσαν συγχωρημένες. Αλλά ο στρατιώτης έπρεπε να έχει καθαρή καρδιά. Ο Νικόλαος Ι καθόρισε ότι άνθρωποι τιμωρημένοι από την Εκκλησία δεν έπρεπε να παίρνουν όπλα εκτός μόνο για να πολεμήσουν τους απίστους.
 
Στήβεν Ράνσιμαν, Ιστορία των Σταυροφοριών, τόμος Ι
Πόλεμος και Εκκλησία