Πρέπει να τολμήσουν οι μητροπολίτες μας!
Μια δημόσια πρόταση για να γράψει ιστορία η Ιεραρχία: Να αποποιηθούν όλοι κάθε προσωπική περιουσία (όπως οι μοναχοί)
Του Γιώργου Ι. Μποτή*
(από το ένθετο της Δημοκρατίας για την Ορθοδοξία)
Από τη μακραίωνη εκκλησιαστική παράδοση αλλά και το Κανονικό Δίκαιο οι βαθμοί της ιεροσύνης είναι τρεις: του διακόνου, του πρεσβυτέρου (ιερέα) και του επισκόπου.
Ο διάκονος διακονεί (βοηθεί) τον ιερέα και τον επίσκοπο στην τέλεση των μυστηρίων της Εκκλησίας μας. Δεν τελεί κανένα μυστήριο μόνος του και η χειροτονία του γίνεται από τον κανονικό επίσκοπο.
Ο ιερέας τελεί όλα τα μυστήρια, εκτός της ιεροσύνης, επ' ονόματι του επισκόπου. Αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του ποιμαντικού και αγιαστικού έργου της Εκκλησίας. Ο ιερέας, όπως και ο διάκονος, μπορεί να είναι είτε έγγαμος είτε άγαμος. Ο τελευταίος φέρει τον τίτλο (οφίκιο) του αρχιμανδρίτη.
Ο επίσκοπος, υπηρέτης του Μεγάλου Αρχιερέα, αποτελεί, κατά τα ιερά κείμενα, εικόνα Χριστού μέσα στην Εκκλησία. Χειροτονείται από δύο τουλάχιστον ή τρεις επισκόπους. Αποκαλείται και μητροπολίτης, εφόσον διαποιμαίνει ιερά μητρόπολη. Μόνο άγαμοι κληρικοί χειροτονούνται επίσκοποι.
Οι άγαμοι κληρικοί είναι μοναχοί. Είναι δε εγγεγραμμένοι υποχρεωτικά εις τα μοναχολόγια μιας ιεράς μονής, εις τη μοναστική αδελφότητα της οποίας ανήκουν. Προ δε της εγγραφής του μοναχού εις τα μοναχολόγια της ιεράς μονής, λαμβάνει χώρα ειδική τελετουργική πράξη, ονομαζόμενη κουρά.
Κατά την κουρά ο μοναχός δίδει υπόσχεση ενώπιον του επισκόπου ότι θα τηρήσει ως κόρην οφθαλμού τις τρεις μοναχικές αρετές: την αγαμία, την ακτημοσύνη και την υπακοή. Με την πιστή και ακριβή τήρηση των τριών αυτών αρετών πράγματι καταξιώνεται η μοναχική ιδιότητα. Στην πράξη, δυστυχώς, γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες φαινομένων καταπάτησης και καταρράκωσης των άνω μοναχικών αρετών. Οπως, αντίθετα, συναντούμε καικαθοσιωμένες προσωπικότητες μοναχών, που τίμησαν κατά κεραία τον όρκο τους.
Μετά την κουρά και την εγγραφή εις το μοναχολόγιο της μονής, ο μοναχός, κατά τους ιερούς κανόνες, «τεθνηκώς λογίζεται» και ολόκληρη η περιουσία του, κινητή και ακίνητη, περιέχεται αυτοδικαίως από τον νόμο στο Νομικό Πρόσωπο της ιεράς μονής στην οποία είναι εγγεγραμμένος. Αν υπάρχουν νόμιμοι (αναγκαίοι) κληρονόμοι του μοναχού, δηλαδή γονείς, λαμβάνουν ούτοι τη νόμιμη μοίρα από την περιουσία του. Κάθε κληρονομία, κληροδοσία ή δωρεά προς το πρόσωπο του μοναχού ανήκει κατά τις ισχύουσες διατάξεις εις το Νομικό Πρόσωπο της ιεράς μονής. Οι μοναχοί διακρίνονται στους απλούς μοναχούς, που δεν έχουν λάβει το μυστήριο της ιεροσύνης και επομένως δεν μπορούν να τελέσουν καμία τελετουργική πράξη, και σ' αυτούς που έχουν λάβει την ιεροσύνη, καλούμενοι ιερομόναχοι ή αρχιμανδρίτες, οι οποίοι δύνανται να ιερουργούν. Από αυτούς εκλέγονται και χειροτονούνται οι επίσκοποι (μητροπολίτες).
Οταν αποβιώσει τόσο ο απλός μοναχός όσο και εκείνος που έλαβε το μυστήριο της ιεροσύνης, δεν κληρονομείται από τους κληρονόμους του αλλά ολόκληρη η περιουσία του, που αποκτήθηκε μετά την κουρά του, ανήκει στην Εκκλησία. Ειδικότερα, κατά νόμον, το ήμισυ της περιουσίας του περιέρχεται εις την ιερά μονή της εγκαταβίωσής του, το δε έτερο ήμισυ εις το Νομικό Πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία διαδέχθηκε τον Οργανισμό Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ), αρχικά δικαιούχο της περιουσίας αυτής.
Η παραπάνω νομοθεσία περί κληρονομίας μοναχών διελάμβανε κατά την αρχική θέσπισή της και τους επισκόπους (μητροπολίτες), οι οποίοι προέρχονται από την κατηγορία των ιερομονάχων, δηλαδή των μοναχών οι οποίοι είχαν χειροτονηθεί. Στα μέσα όμως του περασμένου αιώνα και μάλιστα κατά τη δεκαετία του 1940 η νομοθεσία άλλαξε και οι μητροπολίτες εξαιρέθηκαν από τις παραπάνω περί κληρονομίας μοναχώνδιατάξεις. Ετσι, εάν αποβιώσει σήμερα μητροπολίτης κληρονομείται κατά το κοινό δίκαιο και η περιουσία του περιέρχεται στους φυσικούς κληρονόμους του. Αντίθετα, εάν αποβιώσει μοναχός ή ιερομόναχος, η περιουσία του περιέχεται στην Εκκλησία κατά τις παραπάνω αναφερθείσες διακρίσεις. Δυστυχώς, η κεφαλή, που έπρεπε να δίδει το παράδειγμα, αυτοεξαιρέθηκε και έτσι καταπατήθηκε βάναυσα η μοναχική αρετή της ακτημοσύνης.
Η άδικη και παράνομη αυτή ρύθμιση, που προσβάλλει ευθέως τις ευαγγελικές επιταγές της ισότητας και της δικαιοκρισίας, πρέπει να καταργηθεί και να επανέλθει η αρχική νομική ρύθμιση. Αυτό θα ικανοποιήσει το περί δικαίου αίσθημα του χριστεπώνυμου πληρώματος της Εκκλησίας. Και είναι απογοητευτικό το φαινόμενο, δηλαδή το γεγονός ότι η παράνομη και ανήθικη αυτή διάταξη παραμένει σε ισχύ επί 70 περίπου χρόνια. Καμία Ιερά Σύνοδος, κανένας Αρχιεπίσκοπος ή μητροπολίτης δεν εισηγήθηκε την κατάργηση της επίμαχης αυτής διάταξης, ώστε να επανέλθει η ισότητα μεταξύ των αφιερωμένων κληρικών και να ισχύσει η μοναχική αρετή της ακτημοσύνης για όλους τους κληρικούς, ανεξάρτητα από το αξίωμα και τον βαθμό που καθένας κατέχει.
Σε λίγες μέρεςσυνέρχεται εκτάκτως η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας προς συζήτηση θεμάτων που αφορούν την Εκκλησία αλλά και το κοινωνικό σύνολο. Ο Αρχιεπίσκοπος θα μπορούσε να εισηγηθεί εις το Σώμα της Ιεραρχίας προκειμένου να ληφθεί απόφαση για την αποκατάσταση της ηθικής τάξεως για το μείζον ως άνω θέμα. Θα είναι μια ευκαιρία η Ιεραρχία (και συνολικά η Ελλαδική Εκκλησία) εν μέσω κρίσης να γράψει ιστορία και να στείλει μήνυμα δικαιοσύνης.
*Δικηγόρος στον Αρειο Πάγο, συγγραφέας, τέως νομικός σύμβουλος Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου