Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μαρωνείας καί Κομοτηνῆς κ. Παντελεήμονος
Ὁ θόρυβος γιά τήν καθιέρωση τῆς καύσης τῶν νεκρῶν εἶναι συνεχής καί ἐπανέρχεται περιοδικά στό προσκήνιο. Μέ τό σύντομο αὐτό ἄρθρο, θά ἐπιχειρήσουμε νά παρουσιάσουμε τή θέση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ ζητήματος, ὡς ἀπάντηση στούς ἐλάχιστους θιασῶτες τῆς καύσεως, καθ΄ ὅτι ὁ Ἑλληνικός Λαός στή συντριπτική του πλειονοψηφία παραμένει ἀδιάφορος σέ ἀθεϊστικές καί μηδενιστικές ἀντιλήψεις πού ἐπιχειροῦνται νά τοῦ ἐπιβληθοῦν ἄνωθεν, προωθώντας τήν ἀποσύνδεση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν κοινωνική ζωή.
Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος διεξοδικῶς μέ τό ζήτημα αὐτό σέ δύο συνεδριάσεις της (12-5-2010 καί 22/23-6-2010). Ἡ Ἱεραρχία διακήρυξε ὅτι ἐμμένει σέ προηγούμενη ἀπόφασή της, σύμφωνα μέ τήν ὁποῖα:
α) Γιά τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει καί συνιστᾶ ὡς μοναδικό τρόπο ἀποσυνθέσεως τοῦ νεκροῦ σώματος τήν ταφή, σύμφωνα μέ τήν ἁγία Διδασκαλία της καί τῆς ἀπ’ αἰώνων Παραδόσεώς της, καί
β) δέν ἔχει ἀντίρρηση γιά τήν καύση τῶν νεκρῶν γιά τούς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους.
Ἡ παραπάνω ἀπόφαση στηρίζεται σέ ἰσχυρά καί ἀναντίλεκτα ἐπιχειρήματα (θεολογικά, ἱστορικά, κοινωνικά) πού ἀναλύθηκαν ἀπό εἰδικούς ἐρευνητές καί ἐπιστήμονες.
Ἐμεῖς θά περιοριστοῦμε νά δώσουμε μιά συνοπτική ἀπάντηση στό ΓΙΑΤΙ ἀναγνωρίζει ἡ Ἐκκλησία μας μόνο τήν ταφή καί δέν ἐπιτρέπει τήν ἀποτέφρωση τῶν νεκρῶν. Ἡ ταφή ἀποτελεῖ ΠΡΑΞΗ ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΣΕΒΑΣΜΟΥ πρός τό ἀνθρώπινο σῶμα. Σύμφωνα μέ τόν Θεόπνευστο λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τό σῶμα μας εἶναι ‘’ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος’’ (Α΄ Κορ. στ,19). Ἡ λατρευτική καί μυστηριακή παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπευθύνεται στόν ὅλον ἄνθρωπο καί δέν περιορίζεται στήν ψυχή του, π.χ. μέ τό ἅγιο Βάπτισμα καί τό Ἱερό Χρίσμα ἁγιάζεται τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου πού βυθίζεται στήν κολυμβήθρα καί σφραγίζεται μέ τό Ἅγιο Μύρο. Ὁ ἁγιασμός γίνεται πιό φανερός στά ἱερά λείψανα τῶν Ἁγίων, τά ὁποῖα διατηροῦν τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό θαυματουργοῦν. Χαρακτηριστικοί εἶναι οἱ λόγοι τοῦ Θεοπνεύστου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου: ‘’Αὐτός δέ ὁ Θεός τῆς εἰρήνης ἁγιᾶσαι ὑμᾶς ὁλοτελεῖς, καί ὁλόκληρον ὑμῶν τό πνεῦμα καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα ἀμέμπτως ἐν τῇ παρουσίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τηρηθείη’’ (Α΄ Θεσ. 5,23). Δηλαδή, εἴθε αὐτός ὁ Θεός, ἀπό τόν ὁποῖο πηγάζει ἡ πραγματική εἰρήνη, νά σᾶς ἁγιάσει ὁλόκληρους, καί ὁλόκληρος ὁ νοῦς σας καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα σας, νά διαφυλαχθοῦν ἄμεμπτα κατά τήν παρουσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐπιτρέπεται, λοιπόν, νά κάψουμε τό σῶμα μας, τό ὁποῖο καλούμαστε νά διατηρήσουμε ἄμεμπτο, μέχρι τή Δευτέρα Παρουσία;
Ἐπιπλέον, ἡ καύση ἀποτελεῖ βίαιη πράξη κατά τοῦ σώματος τοῦ νεκροῦ, ἀλλά καί ἐναντίον τῆς φύσεως, ἀφοῦ τό φυσικό εἶναι ἡ ἀποσύνθεση. Μᾶς βεβαβιώνει ὁ Θεῖος λόγος ‘’ γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ’’ (Γεν. 3,19). Τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου διαλύεται φυσιολογικά μέσα στήν ὕλη ἀπό τήν ὁποῖα πλάσθηκε. Κάθε ἄλλη πρακτική ἀποτελεῖ ἀσέβεια καί βεβήλωση.
Θεμελιώδης καί βασική ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας εἶναι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὅπως διατυπώνεται στό ἱερότατο Σύμβολο τῆς Πίστεως: ‘’προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν’’. Κατά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου μας, τό σῶμα πρόκειται νά ἀναστηθῇ μεταμορφωμένο καί ἀνακαινισμένο, γιά νά ἐνωθῇ μέ τήν ἀθάνατη ψυχή καί νά ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος αἰωνίως.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σέ ὅσους ἀμφισβητοῦν τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, προβάλλει τό παράδειγμα τοῦ σπόρου: ‘’ἐκεῖνο πού σπέρνεις δέν λαμβάνει ζωή, ἄν δέν ἀποθάνει καί δέ σαπίσει μέσα στή γῆ , οὕτω καί ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ’’ (Α΄Κορ. 15,42). Ἔτσι, κατ’ ἀναλογίαν θά γίνῃ καί ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Σπέρνεται τό σῶμα στόν τάφο, σέ κατάσταση φθορᾶς καί ἐγείρεται σέ κατάσταση ἀφθαρσίας. Μέ τήν ταφή τοποθετοῦμε τό σῶμα στή γῆ σάν σπόρο μέ ἐλπίδα βλαστήσεως καί καρποφορίας. Ἀντίθετα, ἡ καύση τοῦ σώματος ὑποδηλώνει ὅτι τό σῶμα παραδίδεται στήν πλήρη ἐξαφάνιση καί αἰώνια ἀπώλεια.
Οἱ ἱεροί Εὐαγγελιστές κατέγραψαν μέ τήν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τά σχετικά μέ τήν Θεόσωμη ταφή τοῦ Κυρίου τό Μεγάλο Σάββατο. Ἔκδηλη ἡ ἱερότητα τῆς πράξεως αὐτῆς πού ὑπογραμμίζει τό χρέος τῆς ἀγάπης καί τῆς τιμῆς πού διά τῆς ταφῆς ἀποδίδουμε στούς νεκρούς μας. Αὐτή τήν ἀρχαιότατη παράδοση υἱοθέτησε ἡ Ἐκκλησία καί πιστᾶ τηρεῖ 2000 χρόνια τώρα. Ἀδιάψευστος μάρτυρας ἡ ὕπαρξη τῶν κατακομβῶν. Ἄν ἐφαρμοζόταν ἡ καύση τῶν νεκρῶν, ἡ Ἐκκλησία θά στεροῦταν τοῦ πλήθους τῶν ἱερῶν λειψάνων, τά ὁποῖα κατέχει ὡς ὕψιστη εὐλογία καί πηγή ἁγιασμοῦ τῶν πιστῶν μελῶν της.
Συνοψίζοντας, ἰσχυριζόμαστε ὅτι γιά τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς δέν ὑπάρχει δίλημμα στό θέμα ταφή ἤ καύση τῶν νεκρῶν. Ἡ καύση ὁδηγεῖ στήν πυρά πατροπαράδοτες καί αἰώνιες ἀξίες. Ἡ ταφή ἀποτελεῖ θέμα τιμῆς καί σεβασμοῦ, ἔκφραση πίστεως καί ἐλπίδος, δεῖγμα ἀφοσιώσεως στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπέναντι στή μηδενιστική ἀπαισιοδοξία καί καταστροφική μανία τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν, ἀντιπαραθέτουμε τή δέουσα τιμή πρός τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ὡς ψυχοσωματική ἑνότητα καί τήν ἐλπιδοφόρα πίστη μας στήν ἀέναη μεταθανάτια συνέχιση τῆς ζωῆς.