Η μέριμνα για τα αγαθά μας και η αυταπάτη της πρόσκαιρης απόλαυσης μέσω του χρήματος

Απόψεις - Άρθρα - Σχόλια | Δημοσίευση: 16/11/2013

του μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβα

 

(από το Σαββατιάτικο ένθετο της «δημοκρατίας» για την Ορθοδοξία)

 

Ο άνθρωπος έχει πλαστεί από τον Θεό για να δημιουργεί. Οχι απλά να επιβιώνει, αλλά να βελτιώνει τους όρους του βίου του και να γίνεται καλύτερος. Η Θεία Πρόνοια τον έχει προικίσει με το απαράμιλλο δώρο του λογικού, για να το χρησιμοποιεί και να κάνει τη ζωή του πιο εύκολη απέναντι στις δυσκολίες της. Ο σκοπός όμως αυτής της βελτίωσης δεν είναι η ανθρώπινη καλοπέραση και τρυφή, αλλά η διευκόλυνση στις ανάγκες της ζωής, η βοήθεια των συνανθρώπων και κυρίως η κοινωνία με τον Θεό.

Πολλές φορές όμως ο άνθρωπος χάνει το νόημα των δωρεών που του έχει προσφέρει η θεία ευσπλαχνία. Χρησιμοποιεί το μυαλό του για να βλάψει τους συνανθρώπους του και τον ίδιο του τον εαυτό. Δημιουργεί πλαστές και ψεύτικες ανάγκες, τις οποίες αγωνίζεται να πραγματοποιήσει αλλά, όταν το κατορθώσει, νιώθει κενός και άδειος. Ξεχνά ότι τα αγαθά και οι εγκόσμιες επιτυχίες είναι απλώς μέσα για να επιτύχει κάτι υψηλότερο, και έχει την αυταπάτη ότι αυτά αποτελούν τον τελικό σκοπό του βίου του.

Ενα άλλο βασικό λάθος που κάνει είναι ότι βλέπει όλες αυτές τις δωρεές ατομικά. Νομίζει ότι ο Θεός τού προσφέρει όλα αυτά τα δώρα για να τα απολαύσει μόνος του ή το πολύ πολύ με τους δικούς του ανθρώπους. Λησμονεί όμως ότι ο Θεός είναι Θεός αγάπης, που φροντίζει και μεριμνά για όλα τα πλάσματά Του και θέλει όσα προσφέρει να τα μοιράζονται τα δημιουργήματά Του μεταξύ τους.

Αυτά ακριβώς τα λάθη έκανε ο άνθρωπος της αυριανής παραβολής (Λουκ. 12, 16-21). Γέμισαν, λέει, τα χωράφια του καρπό πολύ και άρχισε να βασανίζει το μυαλό του τι θα κάνει με τόσο μεγάλη σοδειά. Αυτές οι σκέψεις τον έκαναν να μην μπορεί να ησυχάσει, ώσπου στο τέλος βρήκε τη λύση: Θα γκρεμίσει τις αποθήκες του και θα χτίσει καινούργιες, μεγαλύτερες. Με αυτή τη σκέψη ευχαριστήθηκε με τον εαυτό του και τον μακάρισε: Μπορείς, του είπε, στο εξής να απολαύσεις τη ζωή σου. Μπορείς από δω και πέρα να τρως, να πίνεις και να χαίρεσαι όσο θέλεις.

Μέσα σε αυτές τις σκέψεις του, ωστόσο, ο πλούσιος αυτός άνθρωπος ξέχασε πολλά πράγματα. Ξέχασε τον Θεό, που του χάρισε τη σοδειά. Ξέχασε τους ανθρώπους που δούλεψαν για λογαριασμό του, ώστε εκείνος να αποκτήσει όλα αυτά τα αγαθά. Ξέχασε όσους δυστυχούν και περιμένουν ένα χέρι βοήθειας από τους συνανθρώπους τους. Ξέχασε πολλά και ασχολήθηκε μόνο με τον εαυτό του. Και μάλιστα ασχολήθηκε μόνο με τις απολαύσεις αυτής της ζωής, λησμονώντας τι θα γίνει πέραν του τάφου του.

Και γι’ αυτό αποκλήθηκε άφρονας. Και γι’ αυτό την ίδια εκείνη νύχτα έχασε τη ζωή του. Φανερώθηκε έτσι, λέει η παραβολή, ότι όλα αυτά για τα οποία αγωνιούσε και μεριμνούσε είχαν πολύ λίγη και σχετική μόνο αξία, αφού έμειναν εδώ και ήταν απολύτως πρόσκαιρα.

Με την παραβολή αυτή ο Κύριος θέλει να μας προφυλάξει από την αφροσύνη, στην οποία όλοι κινδυνεύουμε να πέσουμε. Θέλει να μας δείξει την ουσία του βίου μας και να μας υπενθυμίσει ότι δεν ζούμε μόνοι μας ούτε ότι η ζωή τελειώνει σε αυτόν εδώ τον κόσμο. Καλούμαστε να ζούμε σε κοινωνία και αγάπη με τους συνανθρώπους μας, έχοντας το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό, στη Βασιλεία του Θεού.