100 χρόνια Αρχιεπισκοπής Αμερικής και η θλιβερή επέτειος

Οικουμενικό Πατριαρχείο | Δημοσίευση: 10/04/2022

Άρθρο Εθνικός Κήρυξ του Χριστόφορου Τριπουλά

 

Συμπληρώνεται φέτος η εκατονταετηρίδα από της συγκροτήσεως και εκ μέρους της αμερικανικής πολιτείας τυπικής αναγνωρίσεως της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής ως νομικό πρόσωπο. Ελληνορθόδοξες ενορίες προϋπήρχαν και λειτουργούσαν και πριν τη σύσταση της Αρχιεπισκοπής, με την ποιμαντική ευθύνη για τους πρώτους Έλληνες μετανάστες της Αμερικής να βρίσκεται, κατά καιρούς, στα χέρια της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατ’ ανάθεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ή παρεπιδημούντων Ρώσων ιεραρχών που εκτελούσαν ιεραποστολικό έργο, έως ότου η ποιμαντορία αναληφθεί οριστικά από το Φανάρι, όπως άλλωστε προβλέπεται από τους ιερούς κανόνες και την παράδοση της Εκκλησίας.

Η φετινή επέτειος συμπίπτει με την τραγική επέτειο της Μικρασιατικής Καταστροφής, η οποία μετράει επίσης 100 χρόνια. Ο παραλληλισμός αυτός έχει επισημανθεί πολλάκις κατά τη μελέτη ή ανασκόπηση της ιστορίας της Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Ουσιαστικά, ενώ η Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως βίωνε τη βίαια και απάνθρωπη εκκαθάριση του γηγενούς ποιμνίου της και την αποψίλωση των αρχαίων επαρχιών της μέσα από την μεθοδική και βάρβαρη γενοκτονία που συνετελέσθη από τις τουρκικές αρχές, καταρτιζόταν παράλληλα μια νέα πουλυβότειρα άμπελος στην Αμερική, η οποία έφτασε να γίνει η μεγαλύτερη και πλουσιότερη επαρχία του Οικουμενικού Θρόνου!

Στα 100 χρόνια λειτουργίας της, η Αρχιεπισκοπή Αμερικής ανέδειξε μεγάλες ηγετικές μορφές και εμβληματικές προσωπικότητες, όπως αυτές του Πατριάρχου Αθηναγόρα ή του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου, αναγνωρίστηκε ο θεσμικός ρόλος της από το αμερικανικό κράτος, με το αποτύπωμα της Αρχιεπισκοπής να εντοπίζεται ψηλαφητά σε παναμερικανικές εκδηλώσεις ανωτάτου επιπέδου, όπως ορκωμοσίες Αμερικανών προέδρων και τακτικές συναντήσεις των εκάστοτε αρχιεπισκόπων με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, πολιτειακούς κυβερνήτες, ομοσπονδιακούς γερουσιαστές, κ.ά.

Ισως το σημαντικότερο γεγονός, αν και συχνά αποσιωπημένο, είναι ότι η Αρχιεπισκοπή Αμερικής φιλοξένησε τη δράση της αγιασμένης μορφής του Γέροντος Εφραίμ και τα 20 μοναστήρια που ίδρυσε ανά την αχανή επικράτεια της Βόρειας Αμερικής, μεταφέροντας το ασκητικό ύφος και τη μοναστική πολιτεία του Αγίου Ορους – εναργέστατο στοιχείο ελληνικής πολιτιστικής ετερότητας και Ρωμιοσύνης– στη μακρινή και εκκοσμικευμένη Αμερική.

Επίσης, στο παρελθόν, κάνοντας χρήση των πλουσίων κεφαλαίων της και των χαρισματικών προσόντων των κατά καιρούς ηγετών της, η Ομογένεια των ΗΠΑ, με αιχμή του δόρατος την Αρχιεπισκοπή, κατόρθωσε, με καίριες παρεμβάσεις, να επηρεάζει πράγματα και καταστάσεις προς όφελος της Ελλάδος και του απανταχού Ελληνισμού. Η μνημειώδης ανθρωπιστική βοήθεια που συγκέντρωσε για τον ελληνικό λαό κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και μεταγενέστερες παρεμβάσεις του λεγόμενου «ελληνικού λόμπι», που έφτασε στο σημείο να συμβάλλει υπέρ της επιβολής εμπάργκο πώλησης όπλων εκ μέρος των ΗΠΑ στην Τουρκία, για μερικά έστω χρόνια, αποτελούν δύο ενδεικτικά παραδείγματα.

Παρά τα σπουδαία κατορθώματα της τοπικής Εκκλησίας της Αμερικής, υπάρχουν ασφαλώς αστοχίες και δυσλειτουργίες που αποτελούν τροχοπέδη για την περαιτέρω αναβάθμιση και ανάπτυξη της Ελληνικής Διασποράς. Για παράδειγμα, η εκκοσμίκευση και ο νεοπλουτισμός αποτελούν μια διαρκή πρόκληση για την Αρχιεπισκοπή, επηρεάζοντας αρνητικά το σκεπτικό και τη νοοτροπία των στελεχών της, ενώ στον νευραλγικό τομέα της ελληνικής παιδείας και τη διάσωση, μετάδοση και μεταλαμπάδευση της ελληνικής γλώσσας, βιώνει μία παρατεταμένη κρίση με έντονα σημεία παρακμής.

Αυτά τα προβλήματα καλείται να θεραπεύσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο ετοιμάζεται να χορηγήσει νέο συνταγμάτιο στην Αρχιεπισκοπή Αμερικής εις αντικατάστασιν τού προ ενάμιση περίπου έτους ανασταλθέντος καταστατικού χάρτη. Πάνω από όλα, το νέο συνταγμάτιο θα πρέπει να διευκολύνει την αναζήτηση λύσεων και τομών στους χώρους όπου χωλαίνει σήμερα ο Ελληνισμός της Αμερικής.

Στον βαθμό που εξαρτάται από τους κανονισμούς του, το νέο συνταγμάτιο πρέπει να διευκολύνει και ωθήσει τη συνεργασία γειτνιαζόντων ενοριών και τη διοικητική μεταρρύθμιση σε τοπικό επίπεδο, διευρύνοντας το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ των παραδοσιακών ενοριακών κοινοτήτων και ευρύτερων ομογενειακών φορέων. Η συγκεκριμένη πτυχή είναι πιο σημαντική και από τη διοικητική διαίρεση της Αρχιεπισκοπής ή το αν οι κατά τόπους ιεράρχες θα λέγονται εφεξής μητροπολίτες ή επίσκοποι. Εξάλλου, τα προβλήματα που αναφέραμε υπήρχαν, τόσο όταν η Αρχιεπισκοπή αποτελείτο από επισκοπές, όσο και όταν αποτελείτο από μητροπόλεις.

Είναι γεγονός ότι η διοικητική δομή της Ομογένειας παρουσιάζει αναχρονιστικά χαρακτηριστικά σε αρκετά σημεία. Πολλές από τις ισχύουσες οργανωτικές βάσεις έχουν τεθεί από τα πρώτα κιόλας χρόνια της μαζικής μετανάστευσης Ελλήνων, στις αρχές του 20ού αιώνα, και απηχούν ανάγκες και προτεραιότητες διαφορετικές από τις σημερινές. Συχνά, μάλιστα, οι ανάγκες αυτές έχουν αλλάξει άρδην μέσα στο διάβα του χρόνου, χωρίς όμως να αντικατοπτρίζεται αυτό στη διοικητική διάρθρωση της οργανωμένης Ομογένειας.

Οι πρώτοι μετανάστες θεωρούσαν την παραμονή τους στις ΗΠΑ παροδική, οπότε ενδεχομένως είχαν δώσει περισσότερη βαρύτητα στη μεμονωμένη και ανεξάρτητη οργάνωση και λειτουργία τοπικών συλλόγων και ενοριών και λιγότερη σε θεσμικές τομές που θα μπορούσαν, εφόσον υπήρχε η κατάλληλη κουλτούρα συνεργασίας, να λειτουργήσουν ως πολλαπλασιαστές ισχύος και εργαλεία συντονισμού.

Στις σημερινές συνθήκες, αλλά στην πραγματικότητα, εδώ και δεκαετίες, δεν ενδείκνυται να λειτουργούν ημερήσια ελληνικά κοινοτικά σχολεία επιβαρύνοντας αποκλειστικά τις κατά τόπους ενορίες υπό την αιγίδα των οποίων κάποτε ιδρύθηκαν. Αν δεν αναζητηθούν ισχυρές και μακροχρόνιες συμμαχίες με μη εκκλησιαστικούς οργανισμούς, άλλες όμορες ενορίες και γενικά αν δεν επιστρατευθεί πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό που δεν συμπεριλήφθηκε έως σήμερα στην προσπάθεια συντήρησης των σχολείων αυτών, το μέλλον της ελληνικής παιδείας στην Αμερική θα είναι εξαιρετικά επισφαλές.

Ο αριθμός των σχολείων σταδιακά συρρικνούται και αν δεν γίνουν ριζικές διορθωτικές παρεμβάσεις και τομές που θα επιτρέψουν τα ελληνικά σχολεία να προσελκύσουν σοβαρές και στοχευμένες επενδύσεις για να καταστούν ανταγωνιστικά στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται, θα κινδυνεύσουν να αφανιστούν, με τραγικές συνέπειες για τον Ελληνισμό της Διασποράς.

Πώς θα μπορούσαν οι συντάκτες του νέου συνταγμάτιου να εγκύψουν επί των προβλημάτων αυτών και να τα θεραπεύσουν; Κατ’ αρχάς, θα μπορούσαν να ωθήσουν τη γενικότερη συνεργασία μέσα στους κόλπους της Ομογένειας, θεσπίζοντας κάποιον θεσμό που θα καθιστούσε την τακτική και στενότερη συνεργασία τοπικών ενοριών για την κοινή αντιμετώπιση προβλημάτων και προκλήσεων, όπως η παιδεία των νέων, απαραίτητο στοιχείο της νέας διοικητικής δομής. Επίσης, θα έπρεπε η Εκκλησία να παίξει ιθύνοντα ρόλο στη μετεξέλιξη των ενοριακών κοινοτήτων σε αλληλένδετους πυρήνες μιας ευρύτερης γεωγραφικά καθορισθείσας ελληνικής κοινότητος, όπου οι ενορίες θα συνυπάρχουν με σωματεία, συλλόγους και άλλους οργανισμούς για να συντονίζουν καλύτερα τη δράση τους και να αλληλοϋποστηρίζονται.

Το γεγονός ότι δεν έχουν ήδη θεσπιστεί σοβαρές και μακροχρόνιες συνεργασίες μεταξύ ενοριών (των μέχρι σήμερα αποκλειστικά υπευθύνων για την ίδρυση, συντήρηση και λειτουργία ημερησίων κοινοτικών σχολείων) και συλλόγων-σωματείων θα έπρεπε να δημιουργεί βαθύτατους προβληματισμούς για τα αντανακλαστικά της ελληνοαμερικανικής κοινότητας και την ικανότητά της να εξελίσσεται για να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις των εποχών.

Εξάλλου, το μέτρο αξιολόγησης της Αρχιεπισκοπής Αμερικής δεν πρέπει να περιοριστεί στον ετήσιο τζίρο μιας ενορίας ή την οικονομική ευρωστία της μεγάλης αυτής επαρχίας του Οικουμενικού Θρόνου και των χρυσοφόρων ιδρυμάτων της, αλλά να βασίζεται στο επίπεδο κατά κεφαλήν καλλιέργειας του ανθρωπίνου δυναμικού της και την αρχοντιά που παράγει.

Υπενθυμίζουμε ότι το κριτήριο αυτό δεν είναι ποσοτικό (κατά κεφαλήν εισόδημα, μορφωτικό επίπεδο) κατά τον Ελύτη, αλλά ποιοτικό. Για τον ποιητή και βαθύ γνώστη του Ελληνισμού, αρχοντιά παρήγαγαν -και μάλιστα «κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων»- οι κάτοικοι του πλέον ταπεινού χωριού, με τις γλάστρες που έφτιαχναν από λαδοτενεκέδες για τα λιοτρόπιά τους ή το κιούπι, το χράμι, το κεντητό πουκάμισο…

Αφού συνδέεται χρονολογικά η ανάδυση της εκκλησιαστικής επαρχίας της Αμερικής με τον μαρασμό των επαρχιών της Μικράς Ασίας, θα πρέπει η πρώτη να πασχίσει να διασώσει το παράδειγμα της δυναμικής των δευτέρων και την αρχοντιά που παρήγαγαν. Μπορεί ο Ελληνισμός των ΗΠΑ να μην είναι αυτόχθονος, όπως αυτός της Μικράς Ασίας, όμως, όπως ο τελευταίος, από τον 14ο-15ο αιώνα και εντεύθεν, λειτουργεί και δραστηριοποιείται κάτω από ξένες αρχές και εξουσίες. Συνεπώς, ο ρόλος των αρχόντων του δεν είναι μόνο θρησκευτικός, αλλά και εθναρχικός. Επομένως, ο ρόλος της γλώσσας, του πολιτισμού, της θεσμικής συνέχειας του ελληνικού τρόπου μέσα από την συλλογική-κοινοτική οργάνωση και ιεράρχηση αναγκών είναι πρωταρχικής σημασίας θέματα που θα έπρεπε να αποτελούν το πρώτο μέλημα τόσο των εκκλησιαστικών και κοινοτικών ηγετών, όσο και της ελληνικής πολιτείας.

Η μεν πολυγλωσσία είναι γνώρισμα ενός κοσμοπολίτικου λαού, αλλά όχι εις βάρος της μητρικής γλώσσας. Η δε υποχρεωτικότητα υιοθέτησης κάποιας κοινής εξωτερικής εμφάνισης ή ενιαίας ενδυμασίας, είτε προς τη συντηρητική κατεύθυνση, είτε προς την ξενική και δήθεν «μοντέρνα», όπως γίνεται σήμερα, δεν θα έπρεπε να αποτελεί το κύριο γνώρισμα της οποιασδήποτε αλλαγής που συντελείται στην Αρχιεπισκοπή Αμερικής, καθώς παραπέμπει σε ιδεολογικές αγκυλώσεις και την επιτηδευμένη και δημοσιοσχεσίτικη διαμόρφωση μιας επιφανειακής δημόσιας εικόνας. Η ενδυμασία δεν σε κάνει μοντέρνο και κοσμοπολίτη, όπως άλλωστε αποδείχθηκε συχνάκις κατά την ιστορία του νέου ελληνικού κράτους.

Ο τρόπος λειτουργίας και η ικανότητα εξέλιξης και αναζήτησης λύσεων που θα θεραπεύσουν χρόνια προβλήματα είναι το ζητούμενο. Όλα τα άλλα αποτελούν φτηνή εντυπωσιοθηρία και δεν βοηθούν διόλου την κατάσταση.

Ίσως οι συντάκτες του νέου συνταγμάτιου μπορέσουν να αντλήσουν παραδείγματα και έμπνευση από ανάλογα έγγραφα που διηύθυναν την οργάνωση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας ή της Αιγύπτου. Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι οι όποιες αλλαγές πρέπει να στοχεύουν σε αλλαγή νοοτροπίας, όχι απλώς τίτλων ή εξωτερικών ενδυμάτων.