Το Πανεπιστήμιο Αθηνών αναγορεύει σε επίτιμο διδάκτορα Θεολογίας τον Αρχιεπίσκοπο Σινά

Πατριαρχεία | Δημοσίευση: 17/05/2011

Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών με πρόταση της Θεολογικής Σχολής Αθηνών (Τμήμα Θεολογίας) αναγορεύει σε επίτιμο διδάκτορα  Θεολογίας τον Σεβαμιώτατο και Πανιερώτατο Αρχιεπίσκοπο Σινά, Φαράν και Ραϊθώ κ. ΔΑΜΙΑΝΟ την Δευτέρα 23 Μαΐου 2011 στις 7το απόγευμα στην Κεντρική Αίθουσα του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Πρόκειται για οφειλόμενη τιμή σε εξέχουσα προσωπικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας που αφ’ ενός επί πενήντα (50) συνεχή χρόνια εγκαταβιώνει στη Μονή Σινά και αφ’ ετέρου ποιμαίνει την ιστορική Μονή της Αγίας Αικατερίνης και το λιγοστό ορθόδοξο ποίμνιο σαράντα (40) χρόνια περίπου. 

(Πανεπιστημίου 30), κατά το ακόλουθο πρόγραμμα:

 

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ  ΤΕΛΕΤΗΣ

* Προσφώνησις του Πρυτάνεως του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Καθηγητού κ. Θεοδοσίου Πελεγρίνη

* Παρουσίασις του τιμωμένου υπό του Αναπληρωτου Καθηγητού του Τμήματος Θεολογίας Αιδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου κ. Δημητρίου Τζέρπου

*  Αναγόρευσις του τιμωμένου:

- Ανάγνωσις των κειμένων του ψηφίσματος του Τμήματος, της Αναγόρευσης ως και του Διδακτορικού Διπλώματος υπό του Προέδρου του Τμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Καθηγητού κ. Νικολάου Ολυμπίου.

- Περιένδυσις του τιμωμένου δια της τηβέννου της Σχολής υπό του  Πρυτάνεως του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Καθηγητού κ. Θεοδοσίου Πελεγρίνη

* Ομιλία του τιμωμένου με θέμα: «Προφήτης Μωϋσής, ο εκλεκτός του Θεού»  

* Επίκαιροι ύμνοι υπό Ψαλτικού χορού υπό την διεύθυνση του Επικούρου Καθηγητού κ. Δημητρίου Μπαλαγεώργου 

Πρόκειται για οφειλόμενη τιμή σε εξέχουσα προσωπικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας που αφ’ ενός επί πενήντα (50) συνεχή χρόνια εγκαταβιώνει στη Μονή Σινά και αφ’ ετέρου ποιμαίνει την ιστορική Μονή της Αγίας Αικατερίνης και το λιγοστό ορθόδοξο ποίμνιο σαράντα (40) χρόνια περίπου. Στο πρόσωπο του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Σινά κ. Δαμιανού τιμώνται:

 

  1. Η ανιδιοτελής αφοσίωση στο καθήκον σε τόπο δύσκολο και σε καιρούς χαλεπούς.
  2.  

 

  1. Η προικισμένη μοναδικά σε ολόκληρη την ορθόδοξη εκκλησία με αυτονομία Μονή Σινά σαν μια από τις βασικότερες κοιτίδες του αρχέγονου μοναχισμού στον κόσμο που αριθμεί χίλια επτακόσια (1700) χρόνια ζωής.
  2.  
  3. Η Μονή Σινά, τόσο η κεντρική όσο και τα ανά τον κόσμο μετόχια της σαν παράγοντας παιδείας, προόδου και πολιτισμού.
  4.  
  5. Το όρος Σινά σαν τον ιστορικό ιερό τόπο με πρωταγωνιστικό χαρακτήρα αφού εδώ και τρεις χιλιάδες (3000) χρόνια αναγνωρίζεται σαν ιερός τόπος από τις τρεις σπουδαιότερες μονοθεϊστικές θρησκείες του κόσμου (Χριστιανισμός, Ιουδαϊσμός και Μουσουλμανισμός).
  6.  
  7. Η Μονή Σινά σαν πρώτη χωρίς διακοπή λειτουργίας χριστιανική μονή στον κόσμο.
  8.  
  9. Το σπουδαιότερο κειμηλιοφυλάκειο του βυζαντινού ελληνισμού που διαθέτει ανεκτίμητους πνευματικούς και καλλιτεχνικούς θησαυρούς.

 

  1. Η σπουδαιότερη χωρίς ιστορικά κενά συλλογή δύο χιλιάδων (2.000) χριστιανικών εικόνων.
  2.  
  3. Η δεύτερη σε αριθμό (3.500) και σπουδαιότητα συλλογή χειρογράφων παγκοσμίως.

 

  1. Το πρότυπο ομαλής συμβίωσης και αρμονικής συνύπαρξης τόσων ετεροτήτων (φυλετικών, θρησκευτικών, γλωσσικών, ηθών, παραδόσεων, παιδείας κλπ) στο κέντρο της Πετραίας Αραβίας.
  2.  
  3. Ο μείζων ελληνισμός που αντέχει και επιβιώνει όπου γης.
  4.  
  5. Η εμπνευστής και προστάτης των γραμμάτων και της επιστήμης σε ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο Αγία Αικατερίνη η πάνσοφος, έφορος του Όρους Σινά και το σημαίνον πρόσωπο της Π. Διαθήκης Προφήτης Μωϋσής ο Θεόπτης.
  6.  


 

 

( Α )

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΙΝΑ κ. ΔΑΜΙΑΝΟΥ

 

Ο Σεβασμιώτατος και Πανιερώτατος Αρχιεπίσκοπος Σινά, Φαράν και Ραϊθώ (περιοχές της Νοτίου Σιναϊτικής Χερσονήσου), κ. Δαμιανός, κατά κόσμον Δημ. Σαμαρτζής του Γεωργίου, εγεννήθη τον Απρίλιον του 1935 εις Αθήνας και ανετράφη εις Αταλάντην Φθιώτιδος, όπου επεράτωσε την στοιχειώδη και μέσην εκπαίδευσιν. Τυγχάνει πρωτότοκος υιός πολυτέκνου οικογένειας.

Έλαβε το Πτυχίον Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών το 1959, εγγραφείς εν συνεχεία εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, του ιδίου Πανεπιστημίου.

Πέραν της Ελληνικής που ως μητρικήν γλώσσαν κατέχει άριστα, ομιλεί αρκετά καλώς την Αγγλικήν, την Γαλλικήν και, σε προφορικό επίπεδο, την Αραβικήν γλώσσαν.

Περατώσας το 1961 την στρατιωτικήν αυτού θητείαν και διακόψας τας εις την Φιλοσοφική Σχολή σπουδές του, ενεγράφη τα μέσα του ιδίου έτους ως δόκιμος Μοναχός εις την Ιεράν Μονήν του Θεοβαδίστου Όρους Σινά, έχων ως απώτερον στόχον του, να υπηρετήση, με την παράκληση και ευλογία του οικείου Μητροπολίτου, εις την Ορδόδοξον Ιεραποστολήν της Ανατολικής Αφρικής του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, όπου και εργάσθηκε μόνο κατά τα έτη 1970-71, αναγκασθείς να επιστρέψη, συντόμως, εις την Μονήν.

Εις την Ελληνορθόδοξον Ιεράν Μονήν και Αρχιεπισκοπήν Σινά, υπηρέτησεν μετά ζήλου, εις αρκετά διακονήματα, κυρίως δε και Γραμματεύς και μέλος της Ιεράς Συνάξεως της Μονής.

Επί εξαετίαν διετέλεσε και Καθηγητής θεολογικών και ιστορικών μαθημάτων εις την εν Καϊρω περίφημον Αμπέτειον Σχολήν αριθμούσα τότε περί τους 600 Έλληνες Μαθητας στο ενιαίο τότε Γυμνάσιο και Λύκειο. 

Διοργάνωσε την πρώτην μικράν Κλινικήν της Μονής, όπου προσήρχοντο και οι πτώχοι περίοικοι Βεδουίνοι και εξετέλει ο ίδιος, καθήκοντα Ιατρού. Είχε άλλωστε λάβει ειδικά ιατρικά μαθήματα, έχοντας κατά νούν, την μελλοντικήν υπηρεσίαν του εις ιεραποστολικάς περιοχάς. 

Ιεροδιάκονος και Ιερομόναχος, εχειροτονήθη υπό του μακαριστού και σεπτού Γέροντος Αρχιεπισκόπου Σινά κυρού Πορφυρίου Γ΄το 1962 και 1965 αντιστοίχως.

Την 23η Δεκεμβρίου του 1973, εκλεγείς παμψηφεί υπό της Σιναϊτικής Μοναστικής Αδελφότητος ως ο Ηγούμενος αυτής, (διαδεχθείς τον Αρχιεπίσκοπον Γρηγόριον Β’ 1960-1973) εχειροτονήθη, υπό του Πατριάρχου Ιεροσολύμων κ.κ. Βενεδίκτου, Αρχιερεύς, με τον Τίτλον του Αρχιεπισκόπου Σινά, Φαράν και Ραϊθώ, τίτλον τον οποίον λαμβάνουν από αιώνες όλοι οι Αρχιερείς του Σινά, που συγχρόνως, τυγχάνουν και εκάστοτε Καθηγούμενοι της Σιναϊτικής Αδελφότητος. Ως γνωστόν ανέκαθεν ο Αρχιεπίσκοπος Σινά που ταυτοχρόνως εποίμαινε και τους Ελληνορθόδοξους Χριστιανούς του Ν. Σινά ήτο, διοικητικώς ανεξάρτητος και αυτόνομος μέσα στον χώρο της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας ,μνημονεύων όταν ο ίδιος λειτουργεί, τον εκάστοτε Πατριάρχην Ιεροσολύμων, ως λαμβάνων την χειρονονίαν από τον ίδιον. 

Από το 1861 ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος Σινά τυγχάνει Πρόεδρος και υπεύθυνος  έναντι των Αιγυπτιακών Αρχών της περιφήμου Αμπετείου Σχολής Καΐρου.

Από το 1986, προεδρεύει θεσμικά του Κοινωφελούς Ιδρύματος  Όρους Σινά που έχει συσταθεί από  την Ιερά Μονή και Αρχιεπισκοπή Σινά με έδρα την Αθήνα, όπου και το Μετόχιον της Μονής (Δορυλαίου 26 εις Αμπελοκήπους).  Το Ίδρυμα Όρους Σινά έχει πλούσια εκδοτική δραστηριότητα και κατασκευάζει και εις την θέση Τραγάνα Αταλάντης Πνευματικό, Πολιτιστικό Κέντρο και Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη όποου θα προβληθούν ψηφιακά τα κειμήλια και χειρόγραφα της Μονής.  Επίσης στον ίδιο χώρο βρίσκεται εν του περατούσθαι ο Ιερός Ναός του Προφήτου Μωυσέως και μικρότερος τοιούτος της Αγ. Αικατερίνης.

Την 3ηΔεκέμβριου του 1993 λαμβάνει τον τίτλον του επιτίμου Διδάκτορος του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης (Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας).

Η περίοδος της Αρχιερατείας του αλλά και της πεντηκονταετούς μοναχικής του παρουσίας στο Σινά είναι μεστή δραστηριότητος, οφειλόμενο και στην βοήθεια των Πατέρων της Μονής και των πολλών πολιτικών και άλλων αλλαγών εις στην περιοχήν, αλλά και άλλων αλλαγών στην περιοχή που ήταν καθοριστικά δια την πορείαν του Σιναϊτικού Μοναχισμού και του ερημικού περιβάλλοντος του, (δηλαδή)

Υπεραύξησις του προσκυνηματικού κύματος.

Ανεξέλεγκτος οικιστική έκρηξις της πλησίον και ευρύτερης περιοχής. Πολιτιστικές, δημογραφικές, γαιοπολιτικές και περιβαλλοντικές αλλαγές. Διάφοροι κίνδυνοι καταπατήσεως, Μετοχίων και Καθισμάτων ιστορικής σημασίας κυρίως εντός της Σιναϊτικής Χερσονήσου.  Σοβαρές και επείγουσες ανάγκες αναστηλώσεως αρχαιοτάτων κτισμάτων συντηρήσεως και καταγραφής (με σύγχρονη τεχνολογίαν) του κειμιλιακού πλούτου της Μονής και απαιτήσεις προσεγγίσεώς των από την Διεθνή Επιστημονικήν Κοινότητα.  Πνευματικές ανάγκες των Πατέρων και των Ορθοδόξων προσκυνητών της Μονής.  Σοβαρά έλλειψις αναγκαίων οικονομικών πόρων. Προβλήματα της Αμπετείου Σχολής Καΐρου, που τόσον ευεργετική έχει φανή στον Απόδημον Ελληνισμόν.

 Η ανάγκη δημιουργίας νέων Καθισμάτων σε ιστορικά σημεία εντός της Σιναϊτικής χερσονήσου (μεταξύ των οποίων και τα γυναικεία Μονύδρια εις Φαράν και Τάρφα) και ανακαίνισις των Μετοχίων εις Ελλάδα.  Η συμμετοχή της Μονής εις διεθνείς εκθέσεις (δώδεκα), με βυζαντινά θέματα, και παρουσίαση σε συνέδρια και σε σχετικές εκδηλώσεις.  Η και με την βοήθειαν του «Ιδρύματος Όρους Σινά» εκδοτική δραστηριότης. Όλα αυτά, μαζί με την ιδαίτερη και βαρείαν φροντίδα δια την αριθμητικήν αύξησιν και την πνευματικήν  πρόοδο της Σιναϊτικής Αδελφότητος, υπό συνθήκας μάλιστα αντιξόους, αναγκάζουν τον Αρχιεπίσκοπον μαζί με τους αξίους συνεργάτες του, της Ιεράς Συνάξεως και λοιπούς Πατέρας της Μονής καθώς και τους λαϊκούς εμμίσθους και αμίσθους φίλους αυτής, να ευρίσκωνται εις μιαν διαρκή πνευματική ένταση και διοικητικήν επαγρύπνησιν, καθ’ όλην την μέχρι τούδε διαρεύσασα πεντακονταετίαν και πλέον της αρχιερατικής σταδιοδρομίας του Αρχιεπισκόπου Σινά κ. Δαμιανού. Έχει υποδεχθεί στην Ι. Μονή ως προσκυνητές εξέχουσες προσωπικότητες από όλο τον κόσμο και εχει τιμηθεί με πολλά παράσημα και διακρίσεις Κρατών και Εκκλησιών.

 

 

ΣΙΜΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΟΝΗ ΣΙΝΑ

 

1. Σιναϊτική Χερσόνησος.

 

Το Σινά είναι σημείον συναντήσεως δύο ηπείρων και διαχωριστική γραμμή δύο θαλασσών.  Η χερσόνησος, είναι η πύλη μεταξύ  Αφρικῆς και  Ασίας και η γέφυρα μεταξύ Μεσογείου και  Ερυθρᾶς θαλάσσης, δηλαδή της συντομωτέρας οδού από την Ευρώπην προς τον  Ινδικόν ωκεανόν και την άπω  Ανατολήν.

 Ανέκαθεν το Σινά ήτο ένα από τα σπουδαιότερα σταυροδρόμια του κόσμου.

 Εκ πρώτης όψεως το Σινά φαίνεται δυσπρόσιτον, γεμάτο άγονα και βραχώδη όρη.  Η γη είναι ακατάλληλη δια καλλιέργειαν και οι βροχές πολύ ολίγες, πολλή ζέστη την ημέραν και πολύ κρύο την νύκτα.

Το νοτιώτερον τμήμα εντός της τριγωνικής απολήξεως της χερσονήσου καταλαμβάνεται από γρανιτώδη, απόκρημνα όρη, εκ των οποίων τα σημαντικώτερα είναι το όρος Σινά, το όρος της  Αγ. Αικατερίνης, το όρος της  Αγ.  Επιστήμης, το όρος Σερμπάλ και το Ουμ Σωμάρ. Δια μέσου αυτής της περιοχής διήλθε πριν από 35 αιώνας ο λαός του  Ισραήλ.

Το ερημικόν μεγαλείον του Σινά έχει μίαν σαγηνευτικήν ωραιότητα, που παρέμεινεν αμόλυντος από τον σύγχρονον κόσμον.  Ολίγοι άνθρωποι ζουν εις αυτήν την έρημον.  Εκτός των παραλιακών πόλεων, η χερσόνησος κατοικείται από ολίγους Βεδουΐνους, οι οποίοι κατορθώνουν να ζουν από τα μικρά κοπάδια τους, ολίγα κηπευτικά και χουρμάδες, καθώς και τούς Μοναχούς της  Ι. Μ. Σινά.

 

 

2.  Η πνευματική κληρονομιά του Σινά.

 

Εις το Σινά ελατρεύοντο πολλοί άλλοι θεοί, μεταξύ των οποίων και ο  Ελ  Ελιόν ( Υψιστος Θεός), του οποίου ιερεύς εις την Μαδιάμ ήτο ο  Ιοθόρ ( Εξ. Β´, 16). Κατά την αγίαν Γραφήν, εις την ηλικίαν των σαράντα ετών, ο Μωϋσής εγκατέλειψε την Αίγυπτον και ήλθε εις το όρος Χωρήβ και εδώ ευρήκε τας επτά θυγατέρας του  Ιοθόρ να ποτίζουν το κοπάδι τους εις την πηγήν, η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα εις την βορείαν πλευράν του Καθολικού της Μονής.  Ο Μωϋσής ενυμφεύθη μίαν από τας θυγατέρας του  Ιοθόρ και έζησε σαράντα έτη με τον πενθερόν του, ποιμαίνοντας τα κοπάδια του και καθαίροντας την ψυχήν του εις την ησυχίαν και απομόνωσιν της ερήμου του Σινά.  Εδῶ ο Θεός απεκαλύφθη εις τον Μωϋσήν εις το θαύμα της φλεγομένης Βατου και τον διέταξε να επιστρέψη εις την Αίγυπτον και να φέρη τον  Ισραήλ εις το όρος Χωρήβ δια να Τον λατρεύσουν.  Ο  Ισραήλ διέσχισε το Σινά τον 13ον αιώνα π.Χ. καθ’ οδόν από την δουλείαν των Αιγυπτίων προς την Χαναάν, την γην της επαγγελίας. Μετά από πορείαν πενήντα ημερών έφθασεν εις το όρος Χωρήβ, όπου έλαβαν από τον Θεόν τον Νομον, το θεμέλιον, επί του οποίου εκλήθησαν να οικοδομήσουν την θρησκευτικήν τους οργάνωσιν. Τετρακόσια χρόνια αργότερα ένας άλλος μεγάλος προφήτης του  Ισραήλ, ο  Ηλίας, ήλθε εις αυτόν τον τόπον δια να σωθή από την οργήν της βασιλίσσης  Ιεζάβελ. Σημερα μέσα εις το παρεκκλήσιον του προφήτου  Ηλιοῦ, εις το όρος Σινά, μπορεί κανείς να ίδη το σπήλαιον, όπου ο  Ηλίας κατώκησε και ηξιώθη να συνομιλήση με τον Θεόν (Γ´ Βασιλ. ΙΘ´ 9-15).

 

 

3. Οι πρώτοι Μοναχοί εις το Σινά.

 

 Ο πόθος να ευρίσκονται κοντα εις τον Θεόν και μακρυά από τούς διωγμούς της ειδωλολατρικής Ρωμης έφερε εις το Σινά πολλούς από τούς πρώτους Χριστιανούς, οι οποίοι ζητούσαν ησυχίαν, σιωπήν, απομόνωσιν και αγιότητα.  Από τον 3ον αιώνα μ.Χ. και εξής εδημιουργήθησαν μικρές μοναστικές κοινότητες εις ιερούς τόπους περί το όρος Χωρήβ, όπως ο τόπος της φλεγομένης Βατου, εις την Φαράν και άλλα μέρη του νοτίου Σινά. ( Η ακριβής τοποθεσία αυτών των ιερών τόπων διετηρήθη εις την μνήμην του εντοπίου πληθυσμού δια μέσου των αιώνων).  Ητο ο ίδιος μυστικός πόθος, που έφερε άλλους εις τούς  Αγίους Τοπους, εις τα άγονα όρη της ερήμου της  Ιουδαίας, εις αναζήτησιν της βαθυτέρας κατά Χριστόν ζωής. Οι πρώτοι μοναχοί υπέφεραν μονίμως στερήσεις, η φύσις ήτο εχθρική προς τον άνθρωπον και πολλοί έπεσαν θύματα των επιδρομέων ληστών. Παρά ταύτα συνέχισαν να κατοικούν εις το Σινά. Οι πρώτοι αυτοί μοναχοί ήσαν αυτάρκεις ερημίται, οι οποίοι εζούσαν μόνοι μέσα εις σπήλαια με άκραν πτωχείαν, προσευχόμενοι μόνοι. Συνήρχοντο όμως όλοι κατά τας Κυριακάς εις τον τόπον της φλεγομένης Βατου, εις το Κυριακόν, δια να ακούσουν πνευματικόν λόγον από τον ηγούμενόν τους και να λάβουν την θείαν Κοινωνίαν.  Εξ αιτίας του αγίου βίου των οι Χριστιανοί ερημίται ήσαν φυσικοί ιεραπόστολοι μεταξύ των ειδωλολατρικών φυλών του Σινά. Οι μοναχοί του Σινά εζήτησαν από την μητέρα του αγ. Κων/νου, την αυτοκράτειραν αγίαν  Ελένην, να τούς προστατεύση. Πράγματι, το 330 μ.Χ. η αγία  Ελένη έκτισε εις τον τόπον της φλεγομένης Βατου ένα μικρόν ναόν, αφιερωμένον εις την Θεοτόκον και ένα πύργον δια να χρησιμεύη ως καταφύγιον των μοναχών. Προσκυνηταί του τέλους του 4ου αιώνος αναφέρουν, ότι υπήρχε σημαντική και ανθούσα κοινότης μοναχών εις το Σινά. Περίφημος μεταξύ αυτών ήταν ένας πρώην ανώτατος αξιωματούχος του αυτοκράτορος εις την Κων/πολιν, ο  Αγιος Νείλος, του οποίου τα συγγράμματα αποτελούν θαυμάσιον πνευματικόν εντρύφημα.

 

4.  Ιστορικά δεδομένα.

 

α) -  Ιδρυτής, ο αυτοκράτωρ  Ιουστινιανός.

Μια νέα περίοδος του μοναχισμού εις το Σινά αρχίζει τον 6ον αιώνα, όταν ο αυτοκράτωρ  Ιουστινιανός (527-565 μ.Χ.) διέταξε την κατασκευήν ενός μεγάλου και ισχυρού φρουρίου, που να περικλείη τα κτίσματα της αγ.  Ελένης, ενός μεγάλου ναού και κελλιών δια τούς μοναχούς, καθώς και δια επαρκή σιτηρέσια από την Αίγυπτον.  Ελληνικές επιγραφές εις τούς δοκούς της στέγης του ναού μνημονεύουν τα ονόματα του  Ιουστινιανοῦ, της συζύγου του Θεοδώρας και του αρχιτέκτονος Στεφάνου.

 

β) -  Αφιέρωσις.

 Οπως η αγία  Ελένη, έτσι και ο  Ιουστινιανός αφιέρωσε τον ναόν και την Μονήν εις την Θεοτόκον, διότι κατά την ερμηνείαν των Πατέρων της  Εκκλησίας, η φλεγόμενη Βατος είναι ένα σύμβολον του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, και όπως η Βατος εφλέγετο, αλλά δεν κατεκαίετο, έτσι και η Παναγία, που ήτο ένα ανθρώπινο πλάσμα, συνέλαβε εις τα σπλάχνα της το πυρ της θεότητος και δεν κατεκάη, αλλά εγέννησε τον Κυριο και παρέμεινε παρθένος.

 

γ) - Μωσαϊκόν κόγχης  Ιεροῦ Ναού.

Περί το τέλος του 6ου αιώνος, μετά τον θάνατον του  Ιουστινιανοῦ και μερικές δεκαετίες μετά την ανέγερσιν του Ναού, έγινε ένα περίφημον έργον τέχνης, μερίμνη των Πατέρων της Μονής· το μωσαϊκόν της Μεταμορφώσεως του  Ιησοῦ Χριστού (Ματθ. ΙΖ´ 1-3, Λουκ. Θ´ 28-36).  Η θεωρία της δόξης του προσώπου του Χριστού και η ευφροσύνη του Πετρου, που τον κάνει να αναφωνήση· « Επιστάτα, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι» (Λουκ. Θ´ 33) είναι το απώτατον τέλος, εις το οποίον ηξιώθησαν να προσεγγίσουν μερικοί από τούς αγίους πατέρας ακόμη και εις αυτήν την πρόσκαιρον ζωήν.  Ετσι, η σημασία του μωσαϊκού δια τούς πατέρας της Μονής είναι προφανής, και μάλιστα όταν σκεφθή κανείς, ότι και οι δύο Προφήται που ωμίλησαν με τον Κυριον κατά την θείαν Μεταμόρφωσιν, ο Μωϋσής και ο  Ηλίας, είχαν ακούσει την φωνήν του και είχαν αξιωθή να Τον ίδουν μέσα εις σύμβολα πριν από αιώνας επάνω εις αυτό εδώ το όρος Χωρήβ.  Ετσι, ο Ναός ωνομάσθη αργότερα «Ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού» και η ονομασία αυτή είναι και σήμερα η επίσημος.

 

δ) - Το  Ιερόν Λείψανον της  Αγ. Αικατερίνης.

Περί το τέλος αυτής της περιόδου ο Θεός έκαμε ένα αξιοζήλευτο δώρον εις την Μονήν· Τα άγια λείψανα της  Αγίας Αικατερίνης, τα οποία ευρέθησαν επί του όρους, που φέρει σήμερα το όνομά της.

 

ε) - Μωάμεθ

Συμφωνα με την παράδοσιν οι Πατέρες της Μονής έστειλαν μίαν πρεσβείαν εις την Μεδίναν το 625 μ.Χ. δια να ζητήσουν από τον Μωάμεθ πολιτικήν προστασίαν.  Ο Μωάμεθ ενέκρινε τα αιτήματα και υπέγραψε με την παλάμην του «εις βοήθειαν των Χριστιανών» τον περίφημον  Αχτιναμέ, με τον οποίον κήρυσσε, ότι οι Μουσουλμάνοι οφείλουν να υπερασπίζωνται τούς μοναχούς και να μην εισπράττουν απ’ αυτούς φόρους.

 

στ) -  Αραβες

 Ετσι όταν η χερσόνησος Σινά περιήλθε εις την κυριαρχίαν των  Αράβων το 641 μ.Χ. η Μονή συνέχισε τον βίον της ανενόχλητος, όμως ο αριθμός των μοναχών ήρχισε να ελαττούται· εις την αρχήν του 9ου αιώνος είχαν μείνει μόνον τριάντα.

 

ζ) -  Οθωμανοί

Μετά από μίαν δύσκολον περίοδον υπό τούς Μαμελούκους, η  Οθωμανική κατάκτησις της Αιγύπτου και του Σινά από τον σουλτάνον Σελήμ τον Α´ το 1571 μ.Χ. έφερε εις την Μονήν έναν νέον προστάτην.  Η Τουρκική εξουσία εσεβάσθη τα δικαιώματα της Μονής, ο δε  Αρχιεπίσκοπός της απέλαυε ιδιαιτέρας τιμής.

 

η) - Βασιλείς της Ευρώπης.

Οι Χριστιανοί βασιλείς της Ευρώπης ηκολούθησαν το παράδειγμα του Σουλτάνου και έδειξαν ιδιαίτερον ενδιαφέρον δια την Μονήν, συνεισφέροντας χρηματικά ποσά και συμβάλλοντας εις την διατήρησιν των κτημάτων της Μονής εις διαφόρους χώρας του κόσμου. Κατά τον 17ον αιώνα η Μονή είχε εκτεταμένην πολιτιστικήν και εκπαιδευτικήν δράσιν και εκτός της Σιναϊτικής χερσονήσου εις την Τουρκοκρατουμένην  Ελλάδα π.χ. περίφημος ήταν η Σχολή Γραμμάτων και Ζωγραφικής εις το  Ηράκλειον Κρήτης, όπου εξεπαιδεύθησαν μερικοί από τούς μεγαλυτέρους άνδρας της εποχής.  Αλλά και εις άλλας χώρας (Αίγυπτον, Τουρκίαν, Παλαιστίνην, Ρουμανίαν, Ρωσσίαν,  Ινδίαν κ.λπ.) όπου ευρίσκοντο Σιναϊτικά μετόχια, εξελίσσοντο εις αληθινά πνευματικά κέντρα.

 

θ) - Μεγας Ναπολέων.

 Οταν ο Ναπολέων κατέκτησε την Αίγυπτον (1797-1804) έλαβε και αυτός την Μονήν υπό την προστασίαν του και εχορήγησε το « Ασφαλιστήριον  Εγγραφον», το οποίον εκτίθεται σήμερα εις την Πινακοθήκην της Μονής.  Ανέλαβε επίσης και την ανοικοδόμησιν του βορείου τείχους της Μονής, το οποίον είχε καταπέσει το 1798 μετά από καταρρακτώδη βροχήν.

 

ι) - 19ος και 20ος αιώνας.

Το δεύτερον ήμισυ του 19ου αιώνος και το πρώτον του 20ου δεν ήσαν περίοδοι ευνοϊκοί δια την Μονήν, διότι έχασε όλην την περιουσίαν της εις την Ρωσσίαν, την Ρουμανίαν, την Τουρκίαν, την Κυπρον και αλλαχού.  Εν τούτοις, κατορθώνει να διατηρή την φιλανθρωπικήν και πνευματικήν της δράσιν. Το 1966 εώρτασε την 1400ην επέτειον της ιδρύσεώς της, παρουσία αντιπροσώπων όλων των  Ορθοδόξων  Εκκλησιῶν ως και του Βασιλέως της  Ελλάδος Κωνσταντίνου.

 

 

5.  Η  Αγία Αικατερίνη.

 

 Εγεννήθη εις την  Αλεξάνδρειαν το 294 μ.Χ. από αριστοκρατικήν ειδωλολατρικήν οικογένειαν και ωνομάσθη Δωροθέα.  Εσπούδασε εις τας εθνικάς σχολάς της εποχής φιλοσοφίαν, ρητορικήν, ποίησιν, μουσικήν, φυσικήν, μαθηματικά, αστρονομίαν και ιατρικήν. Το απαράμιλλον σωματικόν κάλλος της, η εκπληκτική της μόρφωσις, η αριστοκρατική της καταγωγή και η αρετή με την οποίαν εστολίζετο, την έκαμαν περιζήτητον νύμφην.  Εκείνη όμως ηρνείτο κάθε παρομοίαν πρότασιν, έως ότου κάποιος μοναχός της εγνώρισε τον αληθινόν Νυμφίον των ψυχών, τον  Ιησοῦν Χριστόν.  Εβαπτίσθη και ωνομάσθη Αικατερίνα, που σημαίνει Στεφανία η Πολυστεφανία. Κατά την διάρκειαν των διωγμών του αυτοκράτορος Μαξιμίνου, εις την αρχήν του 4ου αιώνος, ωμολόγησε την πίστιν της εις τον  Ιησοῦν Χριστόν και δημοσίως κατηγόρησε τον αυτοκράτορα δια τας θυσίας του προς τα είδωλα.  Εκεῖνος διέταξε πενήντα ρήτορας από όλην την αυτοκρατορίαν να την μεταπείσουν, αλλά αντιθέτως αυτοί επείσθησαν από τα ρητά των αρχαίων  Ελλήνων φιλοσόφων, τα σχετικά με τον αληθινόν Θεόν, τα οποία υπενθύμισε εις αυτούς η αγία και επίστευσαν εις τον  Ιησοῦν Χριστόν. Μετά από αυτό εβασανίσθη σκληρά, αλλά αντι να καμφθή, κατώρθωσε με το ένθεον παράδειγμά της να προσελκύση εις την Χριστιανικήν πίστιν την σύζυγον του αυτοκράτορος και άλλα μέλη της αριστοκρατίας. Μετά από τον αποκεφαλισμόν της,  Αγγελοι παρέλαβαν το σώμα της και το μετέφεραν εις την κορυφήν του υψηλοτέρου όρους της χερσονήσου του Σινά, το οποίον σήμερα έχει το όνομά της. Μετά από τρεις περίπου αιώνες η ύπαρξις του αγίου λειψάνου απεκαλύφθη με όνειρον εις μοναχούς της Μονής, που ήδη είχε ανεγείρει ο  Ιουστινιανός. Το άγιον λείψανον ανεκομίσθη και ετοποθετήθη εις το άγιον Βήμα του Καθολικού της Μονής, μέσα εις μίαν μαρμαρίνην λάρνακα. Το μύρον, που αναβλύζει από την αγίαν κάραν είναι και σήμερα ένα συνεχές θαύμα.  Η ευλάβεια προς την αγίαν Αικατερίνην διεδόθη εις την Δυσιν από τούς Σταυροφόρους και ετιμήθη ως μεγάλη  Αγία.  Ετσι από τον 11ον αιώνα η Μονή της Μεταμορφώσεως γίνεται γνωστή και ως Μονή της αγίας Αικατερίνης.

 

Β´ ΣΥΝΤΟΜΗ ΞΕΝΑΓΗΣΗ

 

1. Το τείχος.

Το τείχος της Μονής εκτίσθη από τον αρχιτέκτονα του  Ιουστινιανοῦ Στέφανον  Αϊλίσιον, δια να προστατεύση τούς μοναχούς, που κατοικούσαν γύρω από την φλεγομένην Βατο από τις επιδρομές βαρβάρων και ληστών. Το τείχος από την βορείαν πλευράν επανειλημμένως έπαθε ζημίας από την υγρασίαν, κατά δε το 1798 κατέπεσε τελείως το εξωτερικόν μέρος αυτού από καταρρακτώδη βροχήν και ανηγέρθη πάλιν εκ νέου το 1801 από τας δυνάμεις κατοχής του Ναπολέοντος. Το ύψος του τείχους ποικίλλει από 10 μέχρι 20 μέτρα και το πάχος φθάνει εις ωρισμένα σημεία τα 2 έως 3 μέτρα.

 

2.  Ιερός Ναός.

Συγχρόνως με τα τείχη της Μονής εκτίσθη και ο Ναός εις την βορειοανατολικήν γωνίαν του φρουρίου από τον ίδιον αρχιτέκτονα, τον Στέφανον  Αϊλίσιον.  Εθεμελιώδη το 542 μ.Χ. και επερατώθη μετά από εννέα χρόνια.  Ο ναός της αγίας Βατου ενεσωματώθη εις το κτήριον. Το Καθολικόν είναι ένα γρανιτένιο οικοδόμημα, εις ρυθμόν τρικλίτου Βασιλικής, με Ναρθηκα, κυρίως Ναόν και ιερόν Βήμα. Οι τοίχοι, οι κίονες, η ξυλίνη στέγη, το Μωσαϊκόν και οι επιγραφές είναι από την εποχήν του  Ιουστινιανοῦ.  Η αρχαία στέγη καλύπτεται σήμερα από ένα ξύλινον οριζόντιον φάτνωμα του 18ου αιώνος. Οι άγιες εικόνες χρονολογούνται από τον 6ον αιώνα και εξής.  Ο εσωτερικός διάκοσμος του  Ιεροῦ Βηματος και του κυρίως Ναού, το Εικονοστάσι και το δάπεδον είναι του 17ου και του 18ου αιώνος.

 

3. Το «Μωσαϊκόν» του  Ι. Ναού.

Εις την αψίδα του ιερού Βηματος του Καθολικού της Μονής υπάρχει και σώζεται εις αρίστην κατάστασιν το περίφημον μωσαϊκόν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού.  Η τεχνοτροπία του ομοιάζει με εκείνη των μωσαϊκών του αγίου Βιταλίου της Ραβέννης και της  Αγίας Σοφίας της Κων/πόλεως. Το θέμα του είναι ειλημμένον από το κατά Ματθαίον ΙΖ´ 2-8.  Ο Κυριος ευρίσκεται εις το κέντρον με τον προφήτην  Ηλίαν εις τα δεξιά και τον προφήτην Μωϋσήν εις τα αριστερά Του και τούς τρεις μαθητάς Πετρον,  Ιάκωβον και  Ιωάννην εις τα πόδια Του. Το πρωϊ, το φως του ηλίου που εισέρχεται από τα ανατολικά παράθυρα, έντονα υπενθυμίζει το σχετικόν χωρίον του Ευαγγελίου· «έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος τα δε ιμάτια αυτού εγένοντο λευκά ως το φως» (Ματθ. ΙΖ´, 2). Εις το ίδιον μωσαϊκόν βλέπει κανείς εις τα χείλη της αψίδος τούς δώδεκα  Αποστόλους, τούς δώδεκα Προφήτας, τον Πρεσβύτερον Λογγίνον (ηγούμενον της Μονής κατά τον χρόνον της κατασκευής του μωσαϊκού) και τον διάκονον  Ιωάννην (πιθανώς τον  Ιωάννην της Κλίμακος).  Επάνω εις την αψίδα υπάρχουν εικόνες που δείχνουν τον Μωϋσήν εμπρός εις την φλεγομένην Βατον να λύη «το υπόδημα των ποδών του» και άλλη να λαμβάνη τας πλάκας του Δεκαλόγου, επίσης δύο πρόσωπα με φωτοστέφανον (πιθανώς ο  Ιωάννης ο Βαπτιστής και η Θεοτόκος), καθώς και δύο  Αγγελοι, προσφέροντες δώρον εις τον  Αμνόν (συμβολισμός του  Ιησοῦ Χριστού).

 

4.  Η «Φλεγόμενη» αγία Βατος.

« Ηταν περαιτέρω αναγκαίον να προχωρήσωμε εις το βάθος της κοιλάδος, διότι εκεί ευρίσκοντο πολλά κελλία ερημιτών και ένας ναός εις τον τόπον της Βατου· η Βατος αυτή ζη μέχρι σήμερα και θάλλει. Είναι η Βατος, από την οποίαν ο Θεός ωμίλησε εις τον Μωϋσήν εν πυρί.  Η Βατος ευρίσκεται εις ένα πολύ όμορφον κήπον εμπρός από τον ναόν». Αυτή είναι η περιγραφή, που έδωσε μία γυναίκα, προσκυνήτρια από την  Ισπανίαν, ονόματι Αιθερία, η οποία επεσκέφθη αυτόν τον τόπον περί το τέλος του 4ου αιώνος. Μεχρι σήμερα ο τόπος της φλεγομένης Βατου διατηρεί τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της περιγραφής. Το παρεκκλήσιον της αγίας Βατου του Καθολικού της Μονής.  Ο προσκυνητής εισέρχεται εις αυτόν τον αγιώτατον τόπον ανυπόδητος, εις ανάμνησιν της εντολής του Θεού προς τον Μωϋσήν· «λύσαι το υπόδημα των ποδών σου· ο γαρ τόπος εν ω συ έστηκας, γη αγία εστί» ( Εξ. Γ´, 5). Το παρεκκλήσιον είναι αφιερωμένον εις τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου.  Η εικών του τιμωμένου προσώπου, αριστερά της αγίας Τραπέζης, είναι μοναδική και δεικνύει την Θεοτόκον με τον Χριστόν εις την αγκάλην Της να κάθηται εν μέσω της φλεγομένης Βατου, ενώ αριστερά ο Μωϋσής προσκυνεί ανυπόδητος.

 

5. Τράπεζα.

 Η Τράπεζα των μοναχών είναι ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα κτήρια της Μονής.  Ομοιάζει με τετράπλευρον ναόν, με τόξα αιχμηρά εις την κορυφήν γοτθικού ρυθμού, επί των οποίων υπάρχουν φραγκικές επιγραφές και οικόσημα. Εις την κόγχην της Τραπέζης υπάρχει θαυμάσια τοιχογραφία του 16ου αιώνος, που παριστά την επίσκεψιν του Κυρίου προς τον  Αβραάμ υπό μορφήν τριών  Αγγέλων, οι οποίοι ήσαν σύμβολον της αγίας Τριάδος (Γεν. ΙΗ´, 2)· άνωθεν εικονίζεται η Δευτέρα Παρουσία. Οι περισσότερες από τις υπόλοιπες τοιχογραφίες έχουν γίνει προσφάτως από τον μοναχόν Παχώμιον (1958).

Εις το κέντρον υπάρχει ξυλόγλυπτος Τράπεζα, εις ρυθμόν  Αναγεννήσεως (ροκοκό).  Εδῶ παλαιότερον έτρωγαν οι μοναχοί με επικεφαλής τον  Αρχιεπίσκοπον η τον Δικαίο της Μονής, ενώ από τον άμβωνα, ως είθισται εις τας Μονάς, εγίνετο η ψυχωφελής ανάγνωσις από πατερικά συγγράμματα.

 

6. Το κωδωνοστάσιον.

 Εκτίσθη το 1871 από τον Τηνιο αρχιτέκτονα  Ιάκωβον Βαρούτην με δαπάνην του σκευοφύλακος της Μονής Γρηγορίου.  Εχει εννέα κώδωνας διαφόρων μεγεθών, δώρον των Τσάρων της Ρωσίας, και ένα τάλαντον.  Ως γνωστόν, το τάλαντον είναι ξύλινον σήμαντρον πολύ αρχαιότερον των μεταλλικών κωδώνων. Σημερα χρησιμοποιείται δια να σημαίνη τον  Εσπερινόν και τον  Ορθρον κατά τις καθημερινές, ενώ οι κώδωνες την Θείαν Λειτουργίαν κατά την Κυριακήν και τις εορτές.

 

7. Πινακοθήκη.

Εις την Πινακοθήκην εκτίθενται 150 εκλεκτές εικόνες από μίαν συλλογήν 2000 περίπου εικόνων ανεκτιμήτου πνευματικής, ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας.  Υπάρχουν πολλές σπανιώτατες και αρχαιότατες, κηρόχυτες εικόνες του 6ου αιώνος. Τμήμα της συλλογής ανήκει εις την πρώϊμον Βυζαντινήν περίοδον (6ος-10ος αιών) με τεχνοτροπίαν  Ελληνιστικήν, Γεωργιανήν, Συριακήν και Κοπτικήν. Μεγάλο μέρος της συλλογής χρονολογείται από τον 11ον μέχρι τον 15ον αιώνα.  Η Κρητική Σχολή του 16ου αιώνος, η οποία εδημιουργήθη από το Σιναϊτικόν Μετόχιον του  Ηρακλείου, αντιπροσωπεύεται επίσης με μεγάλον αριθμόν εικόνων. Δυτικής προελεύσεως εικόνες είναι σπάνιες· μία  Ισπανική εικών της αγ. Αικατερίνης, γοτθικής τεχνοτροπίας του 14ου αιώνος, ευρίσκεται εις το Καθολικόν της Μονής.

 

8.  Η Βιβλιοθήκη.

 Η Βιβλιοθήκη της Μονής είναι η δευτέρα εις σπουδαιότητα του κόσμου μετά την βιβλιοθήκην του Βατικανού, τόσον εις αριθμόν, όσον και εις αξίαν χειρογράφων.  Υπάρχουν 3.000 χειρόγραφα, από αυτά τα δύο τρίτα  Ελληνικά και τα υπόλοιπα  Αραβικά, Σλαβικά, Κοπτικά,  Ιβηρικά (Γεωργιανά),  Αρμενικά και Αιθιοπικά. Τα περισσότερα είναι Χριστιανικού περιεχομένου.  Υπάρχουν όμως και ιστορικής αξίας έγγραφα Αυτοκρατόρων, Πατριαρχών,  Αρχιερέων,  Ηγουμένων όπως επίσης φιρμάνια Σουλτάνων,  Αραβικά και Τουρκικά.

 

9.  Ο Σιναϊτικός Κώδιξ.

Εις το παρελθόν υπήρχε ο Σιναϊτικός Κώδιξ, το πολυτιμώτερον χειρόγραφον εις τον κόσμον, περιέχον το  Ελληνικόν κείμενον της  Αγίας Γραφής (Παλαιάς και Καινής), χρονολογούμενον από τα μέσα του 4ου αιώνος. Το 1865 το εδανείσθη ο Γερμανός μελετητής Τισσερντορφ δια λογαριασμόν του Ρωσου αυτοκράτορος, αλλά ουδέποτε επεστράφη. Το 1933 το «αγόρασε» το Βρεττανικόν Μουσείον αντι 100.000 λιρών, όπου και ευρίσκεται σήμερα. Εις τα νέα ευρήματα ανεκαλύφθησαν 12 φύλλα και 18 σπαράγματα, τα οποία θα ενσωματωθούν εις το κύριον σώμα του Κωδικος όταν ούτος επιστραφή εις την νόμιμον ιδιοκτήτριαν  Ι. Μονή Σινά.  Ο σπουδαιότερος θησαυρός σήμερα της βιβλιοθήκης είναι ο παλίμψηστος Συριακός κώδιξ του 400 μ.Χ. περίπου με δευτέραν γραφήν του 7ου η 8ου αιώνος.

 

10.  Ο κήπος.

 Ο κήπος της Μονής εκτείνεται σαν ένα μακρύ τρίγωνον μέσα εις την έρημον και είναι μία πραγματική όασις ανάμεσα εις τα γρανιτένια όρη. Είναι έργον των μοναχών, που ακούραστα έφεραν χώμα από μακρυά και κατεσκεύασαν δεξαμενές δια να συγκεντρώνουν τα νερά της βροχής και των χιόνων.  Η σωματική εργασία ήταν πάντοτε ένα ουσιώδες μέρος της ζωής του  Ορθοδόξου μοναχού. Εις τον κήπον φύονται καλλωπιστικά και οπωροφόρα δένδρα καθώς και λαχανικά.

 

11. Το κοιμητήριον.

Εις τον κήπον μέσα, ευρίσκεται το κοιμητήρι της Μονής με το παρεκκλήσιον του αγίου Τρύφωνος και από κάτω το οστεοφυλάκιον. Οι κεκοιμημένοι θάπτονται εις το μικρόν κοιμητήρι και αργότερα τα οστά των (και πολλές φορές ακέραια τα σώματα) εναποτίθενται εις το οστεοφυλάκιον.

Μεσα εις ένα ιδιαίτερο κουβούκλιον ευρίσκεται ακέραιον, ενδεδυμένον το μοναχικόν σχήμα, το λείψανον του ερημίτου Στεφάνου, ενός Σιναΐτου μοναχού, δια τον οποίον αναφέρει άγιος  Ιωάννης εις την Κλίμακα.  Εζησε τον 6ον αιώνα και θεωρείται τοπικός όσιος.

 

12. Το όρος Χωρήβ.

— Κορυφή Μωϋσέως η Δεκαλόγου.

 Η αγία Κορυφή η το όρος του Μωϋσέως, όπως λέγεται από τούς εντοπίους, έχει ύψος 2.240 μέτρα και απέχει από την Μονήν δύο ώρες με τα πόδια. Αυτός είναι ο ιερός τόπος όπου ο Μωϋσής έλαβε από τον Θεόν τον Νομον και συνωμίλησε επανειλημμένως με Αυτόν.  Υπάρχουν δύο δρόμοι προς την αγίαν Κορυφήν· ο ένας αποτελείται από 3.750 πέτρινα σκαλοπάτια, φτιαγμένα από τούς μοναχούς.  Ο άλλος είναι ομαλός, περιφερειακός δρόμος, φτιαγμένος τον 19ον αιώνα από τον αντιβασιλέα της Αιγύπτου  Αμπᾶ Πασά Α´. Εις την αγίαν Κορυφήν υπάρχει ναός της αγίας Τριάδος, κτισμένος προσφάτως με τις πέτρες μεγάλου και αρχαίου Ναού, τον οποίον είχε κτίσει ο  Ιουστινιανός. Εις την βόρειαν πλευράν του Ναού ευρίσκεται μικρόν σπήλαιον, όπου ο θεόπτης Μωϋσής «εισήλθε και ην εκεί εν τω όρει τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας» ( Εξ. ΚΔ´, 18), και από όπου ηξιώθη να ίδη τον Θεόν, όχι όμως κατά πρόσωπον... «θήσω σε εις οπήν της πέτρας και σκεπάσω τη χειρί μου επί σε έως αν παρέλθω... το δε πρόσωπόν μου, ουκ αφθήσεταί σοι...» ( Εξ. ΛΓ´, 21-23).

 

13. Οι Βεδουΐνοι.

 Οπως αναφέρει ο Πατριάρχης  Αλεξανδρείας Ευτύχιος (9ος αι.) όταν ο  Ιουστινιανός έκτισε την Μονήν εγκατέστησε κοντα εις αυτήν διακόσιες οικογένειες από τον Ποντον και την  Αλεξάνδρειαν δια να υπερασπίζωνται και να υπηρετούν τούς μοναχούς. Οι σημερινοί υπηρέται της Μονής είναι απόγονοι αυτών των οικογενειών και αποτελούν μίαν από τις  Αραβικές φυλές των Βεδουΐνων του Σινά, την φυλήν Γκεμπελία (=  Ορεινοί).  Εν τούτοις, θεωρούν τούς εαυτούς των «Ρωμηούς» και καυχώνται δια την ονομασίαν αυτήν, αναγνωρίζοντας την καταγωγήν τους. Εις την Μονήν έχουν ιδιαίτερα καθήκοντα και δικαιώματα. Σημερα είναι Μουσουλμάνοι, διατηρούν όμως μερικά κατάλοιπα της παλαιάς χριστιανικής πίστεώς των.  Ετσι, εορτάζουν τον προφήτην Μωϋσήν εις την αγίαν Κορυφήν και τιμούν τον προφήτην  Ααρών, τον άγιον Γεώργιον και την αγίαν Αικατερίνην.  Η Μονή είναι αναπόσπαστον τμήμα της ζωής των. Είναι φιλειρηνικοί και ευγενείς, εύθυμοι, ολιγαρκείς και φιλόξενοι, παρά την πτωχείαν των. Θεωρούν την Μονήν και τον  Αρχιεπίσκοπον Σινά ως την ανωτάτην διοικητικήν και δικαστικήν αρχήν της φυλής των και είναι αφοσιωμένοι εις αυτήν.

 

ΕΚ  ΤΗΣ  ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ  ΣΙΝΑ