Περί Εκκλησιαστικών υπαλλήλων των Ιερών Μητροπόλεων

Εκκλησία της Ελλάδος | Δημοσίευση: 28/01/2013

(efimerios.gr) Λαϊκοί Εκκλησιαστικοί Υπάλληλοι Ιερών Μητροπόλεων (Νομικό Πλαίσιο)

Γραμματέας - λογιστής - γραφέας - κλητήρας (οδηγός) - κοινωνικός λειτουργός (και λοιποί διοικητικοί υπάλληλοι).

 
 Εκκλησιαστικοί υπάλληλοι[1], τακτικοί, επί θητεία ή μετακλητοί, στην έννοια των οποίων κατατάσσονται (πέραν των Πρωτοσυγκέλλων και Γενικών Αρχιερατικών Επιτρόπων κατά τα ανωτέρω σημειωθέντα) όχι μόνο οι διοικητικοί υπάλληλοι των Μητροπόλεων, αλλά και όλοι οι υπάλληλοι των εκκλησιαστικών Ν.Π.Δ.Δ., που υπηρετούν σε αυτά με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου[2].
Τα προσόντα, τη διαδικασία διορισμού και τα ζητήματα υπηρεσιακής καταστάσεως τους ρυθμίζει ο Κ. 5/1978. Προβλέπεται η ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων να γίνεται κατ’ αναλογία προς τον εκάστοτε ισχύοντα δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα[3].
 Αναλόγως, προβλέπεται δι’ αποφάσεων της Δ.Ι.Σ. η ρύθμιση των αποδοχών των υπαλλήλων αυτών κατ’ αναλογία των εκάστοτε ισχυόντων για τους δημοσίους υπαλλήλους.
 


 

Οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι όλων των Μητροπόλεων υπόκεινται, ανεξαρτήτως αν η εργασιακή τους σχέση είναι δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, στον υπηρεσιακό έλεγχο του Τριμελούς Υπηρεσιακού - Πειθαρχικού Συμβουλίου[4] που λειτουργεί στην I. Σύνοδο και του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας της Ελλάδος[5], για την εκδίκαση ενδίκων μέσων που ασκούν κατά αποφάσεων των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων.
 


 

Θέση διοικητικού υπαλλήλου Μητροπόλεως είναι δυνατόν να καταλάβει και κληρικός, ο οποίος, σε ό,τι αφορά στην εργασιακή του αυτή σχέση, υπόκειται στις διατάξεις του Κ. 5/1978. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο κληρικός να κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα της προς κάλυψη θέσεως, με μη εφαρμογή επ’ αυτού του ορίου ηλικίας. Οι κληρικοί τακτικοί εκκλησιαστικοί υπάλληλοι λαμβάνουν επιπλέον επιμίσθιο ύψους έως 2/3 της ήσσονος μισθοδοτούμενης θέσεως[6]. Επίσης, κληρικός μπορεί να καλύψει προσωρινώς θέση εκκλησιαστικού υπαλλήλου, όταν η πρόσληψη τακτικού είναι για διαφόρους λόγους δυσχερής. Στις περιπτώσεις αυτές, ο κληρικός νοείται ως εκκλησιαστικός υπάλληλος για το διάστημα της προσωρινής του υπηρεσίας. Διορίζεται με απόφαση του οικείου Μητροπολίτη και λαμβάνει από το νομικό πρόσωπο της Μητροπόλεως, με απόφαση της Δ.Ι.Σ., προσωρινό επίδομα[7].
 


 

Απαραίτητες προϋποθέσεις για τον διορισμό εκκλησιαστικού υπαλλήλου, τακτικού ή με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, είναι ο υποψήφιος: 
 
α) να είναι Χριστιανός Ορθόδοξος με εκκλησιαστικό ήθος,
β) να έχει ελληνική ιθαγένεια[8],
γ) να μην έχει απολυθεί για πειθαρχικούς λόγους από θέση υπαλλήλου του Δημοσίου ή οποιουδήποτε Ν.Π.Δ.Δ., 
δ) να είναι μεγαλύτερος των εικοσιένα και μικρότερος των σαράντα ετών[9]
ε) αν είναι άρρεν να έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ή να έχει νομίμως απαλλαγεί από αυτές, 
στ) να μην έχει καταδικαστεί για κακούργημα και να μην έχει υποβληθεί σε ποινή για σειρά αδικημάτων που προβλέπει το άρθρο 11 § 1 Κ. 5/1978, 
ζ) να μην έχει στερηθεί των πολιτικών του δικαιωμάτων, 
η) να μην τελεί υπό απαγόρευση ή δικαστική συμπαράσταση και
θ) να μην είναι πτωχός ή να έχει αποκατασταθεί.
 


 

Η επιλογή των εκκλησιαστικών υπαλλήλων πραγματοποιούνταν με διαγωνισμό ή επιλογή από ειδική επιτροπή που συγκροτούσε η Δ.Ι.Σ. κατόπιν γνωμοδοτήσεως του Α.Υ.Σ.Ε.
 
 Κατ’ εξαίρεση[10], ήταν δυνατόν να διορισθεί εκκλησιαστικός υπάλληλος και χωρίς διαγωνισμό, με απόφαση της Δ.Ι.Σ. την οποία εξέδιδε έπειτα από αιτιολογημένη πρόταση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου και γνωμοδότηση του Α.Υ.Σ.Ε.[11]
Οι διοριστέοι διορίζονταν με πράξη του οικείου Μητροπολίτη εντός μηνός από της δημοσιεύσεως του πίνακα των επιτυχόντων του διαγωνισμού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με το άρθρο 1 § 2, περ. η΄ Ν. 1735/1987 εξαιρέθηκαν οι κληρικοί και οι υπάλληλοι των Ν.Π.Δ.Δ. της Εκκλησίας από το ενιαίο σύστημα διορισμού στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, που καθιέρωνε ο Ν. 1256/1982. Η εξαίρεση επαναλήφθηκε διευρυμένη στο άρθρο 14 § 2, περ. η΄ Ν. 2190/1994, το οποίο αναφέρεται εν γένει σε νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας, στα οποία κατατάσσονται και τα ιδιωτικού δικαίου, ανεξαρτήτως από την πιθανή επιχορήγησή τους από κρατικούς πόρους[12]. Η διάταξη, όμως, αυτή αντικαταστάθηκε ήδη με το άρθρο 1 § 1, περ. ι΄ Ν. 3812/2009. Σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, η επιλογή του προσωπικού των νομικών προσώπων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού και των εξομοιουμένων προς αυτά, κατά το άρθρο 63 § 3 Ν. 3801/2009, αλλά και όλων των λοιπών εκκλησιών, δογμάτων και των κατά το άρθρο 13 Σ. γνωστών θρησκειών, που βαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, διενεργείται από το Α.Σ.Ε.Π. 
 
Γίνεται αντιληπτό ότι με τη διάταξη αυτή είναι πιθανοί οι διορισμοί ως εκκλησιαστικών υπαλλήλων ακόμη και αλλοδόξων ή αλλοθρήσκων.
 


 

Η I. Σύνοδος, προκειμένου να αποφευχθούν τέτοιες καταστάσεις, προέβη στην έκδοση του Κ. 198/2010, με τον οποίο τροποποίησε το άρθρο 8 Κ. 5/1978, προσθέτοντας δύο νέες παραγράφους και θέτοντας κριτήρια επιλογής εκκλησιαστικών υπαλλήλων διάφορα από αυτά του Α.Σ.Ε.Π. Προϋποθέτει, έτσι, την προηγούμενη πιστοποίηση του υποψηφίου προς διορισμό ως εκκλησιαστικού υπαλλήλου, αναφορικώς προς την επαρκή γνώση της δομής, της λειτουργίας και του χαρακτήρα των εκκλησιαστικών φορέων.
 Η πιστοποίηση αυτή θα διενεργείται βάσει λεπτομερειών που θα εξειδικεύονται με κανονισμό της Συνόδου, ο οποίος δεν έχει ακόμη εκδοθεί. 
Πέραν της πιστοποιήσεως, απαιτείται προηγούμενη απασχόληση του υποψηφίου για ένα τουλάχιστον έτος, σε οποιοδήποτε εκκλησιαστικό φορέα. Η προϋπηρεσία αυτή θα αποδεικνύεται με βεβαίωση του φορέα, αλλά και του αρμόδιου ασφαλιστικού οργανισμού.
 


 

Τα ειδικά κριτήρια που θέτει η Εκκλησία στην επιλογή και τον διορισμό των τακτικών εκκλησιαστικών υπαλλήλων, διασφαλίζουν την αποφυγή προσλήψεως προσώπων εκτός «εκκλησιαστικού πνεύματος». Όταν εφαρμόζονται για την πρόσληψη των εκκλησιαστικών υπαλλήλων που μισθοδοτούνται από τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, δεν γεννάται ζήτημα. Όταν, όμως, εφαρμόζονται και για προσλήψεις υπαλλήλων που μισθοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό, καταστρατηγούν τη βούληση του νομοθέτη, που επιδιώκει να δημιουργήσει ίσες ευκαιρίες εργασίας για όλους τους Έλληνες πολίτες, και διατηρούν την απαράδεκτη από μέρους της Εκκλησίας τακτική της αποκαταστάσεως των «ημετέρων», οι οποίοι και θα εξασφαλίζουν την προαπαιτούμενη για τον διορισμό τους προϋπηρεσία. Σε κάθε περίπτωση, η Εκκλησία οφείλει να διεκδικήσει την εξειδίκευση στον νόμο, ως αναγκαία τυπική προϋπόθεση προσλήψεως, ο υποψήφιος εκκλησιαστικός υπάλληλος να ανήκει στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία. Η ιδιότητα αυτή, σε συνδυασμό με τα γενικότερα τυπικά προσόντα που απαιτείται να πληρούνται για κατάληψη θέσεως εκκλησιαστικού υπαλλήλου, διασφαλίζουν επαρκώς την Εκκλησία. Η δομή, η λειτουργία και ο χαρακτήρας των εκκλησιαστικών φορέων είναι στοιχεία που πολύ εύκολα μπορεί τάχιστα να οικειωθεί οποιοσδήποτε υπάλληλος πληροί τα γενικά προσόντα διορισμού. 
 


 

Η διάρθρωση των κλάδων, οι βαθμοί και οι θέσεις των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, ρυθμίζονται στα άρθρα 27-29 Κ. 5/1978· σύμφωνα με τον κλάδο, τον βαθμό και τη θέση, καθορίζονται οι αποδοχές τους αναλογικώς με όσα εκάστοτε ισχύουν για τους υπαλλήλους του Δημοσίου. 
 
Η καταβολή των αποδοχών βάρυνε το οικείο νομικό πρόσωπο κατά το άρθρο 42 § 1 Κ.Χ. Με το άρθρο 20 Ν. 1476/1984, εκατόν εξήντα θέσεις Διακόνων (από τις οκτακόσιες είκοσι που θεσμοθετήθηκαν με το Ν.Δ. 1398/1973) μετατράπηκαν σε θέσεις εκκλησιαστικών υπαλλήλων και κατέλαβαν αυτές όσοι υπηρετούσαν ήδη, με οποιαδήποτε εργασιακή σχέση, στην Αρχιεπισκοπή (και στη Χριστιανική Αλληλεγγύη και το Γενικό Φιλόπτωχο Ταμείο της) και στις Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος. 
 
Με το άρθρο 19 § 5 Ν. 2819/2000, εκατό ακόμη θέσεις Διακόνων μετατράπηκαν σε θέσεις εκκλησιαστικών υπαλλήλων[13] και κατανεμήθηκαν, με την Υ.Α. Α1/293/20-10-2000, του Υπουργού Παιδείας[14], στην Αρχιεπισκοπή και τις Μητροπόλεις[15]. Όλοι οι ανωτέρω εκκλησιαστικοί υπάλληλοι και όσοι σε περίπτωση αποχωρήσεως αυτών καταλαμβάνουν τις θέσεις τους, μισθοδοτούνται από το Δημόσιο σε βάρος του χρηματικού λογαριασμού «Κεφάλαια προς πληρωμή μισθών του εφημεριακού κλήρου[16] και ασφαλίζονται στο Δημόσιο για κύρια και επικουρική σύνταξη, ασθένεια και εφάπαξ βοήθημα. Ειδικώς σε ό,τι αφορά στην ασφάλιση για κύρια σύνταξη, όσοι διορίζονται μετά την 1/1/2011 υπάγονται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως στον κλάδο κύριας συντάξεως του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.[17]
 
Τη δυνατότητα αυτή έχουν προαιρετικώς και οι ήδη υπηρετούντες την 31/12/2010, με την υποβολή σχετικής αιτήσεως προς τον εκκαθαριστή των αποδοχών τους, η οποία δεν ανακαλείται[18]. Οι ασφαλισμένοι για κύρια σύνταξη στο Ι.Κ.Α. -Ε.Τ.Α.Μ. εξακολουθούν να υπάγονται και στην ασφάλιση του Τ.Ε.Α.Δ.Υ., κατά τα ισχύοντα για τους υπαλλήλους που έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά μετά την 1/1/1993[19]
Για τη μισθολογική εξέλιξη των εκκλησιαστικών υπαλλήλων εφαρμόζονταν οι διατάξεις του Ν. 3205/2003[20]. Ήδη με την εφαρμογή του Ν. 4024/2011 και οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, κατά το άρθρο 4 § 1, περ. ζ΄. Κατά συνέπεια, κατατάσσονται σε μία από τις τέσσερις κατηγορίες (ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ) και εξελίσσονται στους έξι συνολικά βαθμούς που θέτει το άρθρο 6 Ν. 4024/2011 χωρίς ουσιαστικώς να διαφοροποιούνται ως προς τις αποδοχές τους έναντι των δημοσίων υπαλλήλων. 
Ειδικώς για το έτος 2011, και στις προσλήψεις εκκλησιαστικών υπαλλήλων τίθεται ο περιορισμός να μην υπερβαίνουν τον λόγο ένα προς δέκα, δηλαδή μία πρόσληψη για κάθε δέκα αποχωρήσεις. Για τα επόμενα έτη, και μέχρι 31/12/2015, ο λόγος προσλήψεων προς αποχωρήσεις, διαμορφώνεται σε ένα προς πέντε[21].
 


 

Οι Μητροπόλεις διατηρούν πάντοτε το δικαίωμα προσλήψεως και εκκλησιαστικών υπαλλήλων με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Οι υπάλληλοι αυτοί λαμβάνουν αποδοχές που βαρύνουν το νομικό πρόσωπο της Μητροπόλεως, σύμφωνα με τα όσα ορίζει η σχετική σύμβαση· ειδικότερα για τους εργάτες, τεχνίτες, καθαριστές, κηπουρούς κ.λπ. ισχύουν οι Εθνικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας.
 


 

Ο Κ. 5/1978 ρυθμίζει λεπτομερώς ζητήματα που αφορούν στην υπηρεσιακή κατάσταση των τακτικών εκκλησιαστικών υπαλλήλων, όπως: τα καθήκοντα (άρθρα 30-41), οι άδειες (άρθρα 46-54), τα δικαιώματα (άρθρα 42-60), η παρακολούθηση των υπηρεσιακών μεταβολών (άρθρα 61-91), ο πειθαρχικός έλεγχος (άρθρα 92-129), η λύση της υπαλληλικής σχέσεως (άρθρα 130-145), αλλά και ζητήματα που αφορούν στους επί θητεία και τους μετακλητούς εκκλησιαστικούς υπαλλήλους (άρθρα 146-156).