O μήνας Μάϊος, στην Ελληνορθόδοξη παράδοσή μας, κυριαρχείται από γεγονότα που σημειολογικά συνδέοντα άμεσα με την Βασιλεύουσα των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη. Ένα τέτοιο γεγονός είναι και η Ιερή μνήμη των Αγίων Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, που είναι μια από τις σημαντικότερες εορτές μέσα στο Εκκλησιαστικό μας έτος. Ας δούμε όμως παρακάτω αγαπητοί μου φίλοι και Χριστιανοί μου ευλογημένοι, γιατί ένας Αυτοκράτορας και η μητέρα του, αγιοποιήθηκαν και εορτάζουν μαζί;
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ!
Πρόκειται για τον Ρωμαίο εκείνον Αυτοκράτορα, επί των ημερών του οποίου κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκεία και προωθήθηκε η Χριστιανική Πίστη η οποία μέχρι τότε ήταν υπό διωγμόν. Την εποχή που ο πατέρας του Κωνστάντιος ο Χλωρός υπηρετούσε στα Ανάκτορα, ο Κωνσταντίνος βρισκόταν στην αυλή του Αυτοκράτορα Διοκλητιανού στην Νικομήδεια, κατέχοντας το αξίωμα του Χιλίαρχου.
Όταν όμως οι δύο Αύγουστοι, Διοκλητιανός και Μαξιμιανός παραιτούνται από τα αξιώματά τους, στο αξίωμα του Αυγούστου προάγονται ο Κωνστάντιος για την Δύση και ο Γαλέριος για την Ανατολή. Όταν πεθαίνει ο Κωνστάντιος το (306) ο στρατός της δύσης αναγνώρισε ως Αύγουστο τον Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος, λοιπόν, ανακηρύχθηκε σε Αύγουστο κατόπιν της νίκης του εναντίον του Μαξεντίου. Ο Ιστορικός Ευσέβιος, αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος δεν γνώριζε καλά-καλά σε ποίον ακριβώς Θεό να προσευχηθεί για να αντιμετωπίσει τον Μαξέντιο. Όταν, όμως, άρχισε να αναπέμπει παρακλήσεις, μετά το μεσημέρι φάνηκε στον ουρανό ένα σημείο, ο Σταυρός με την περίφημη επιγραφή «εν Τούτῳ Νίκα».
Έτσι, έχοντας την βεβαιότητα της Θείας συμπαράστασης επιτίθεται εναντίον του Μαξεντίου, τον οποίο και κατατροπώνει.
Μετά τα γεγονότα αυτά και αφού πλέον είναι ο μόνος άρχων της Αυτοκρατορίας, ο Κωνσταντίνος θα πάρει μια απόφαση που έμελλε να αλλάξει την πορεία της ανθρωπότητας: μεταφέρει την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας από την Ρώμη σε ένα ψαροχώρι του Βοσπόρου και πάνω στο παλαιό Βυζάντιο οικοδομεί την Κωνσταντινούπολη.
Αξιοσημείωτο γεγονός, μεταξύ άλλων, είναι η υπογραφή του διατάγματος των Μεδιολάνων το 313, το οποίο προέβλεπε να σταματήσουν οι διωγμοί και να αποφυλακισθούν οι πιστοί. Το διάταγμα υπογράφηκε με την ευκαιρία του γάμου του Λικινίου με την αδελφή του Κωνσταντία.
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού ξεκινούν και οι πρώτες έριδες στο σώμα της Εκκλησίας. Η πρώτη βόμβα που θα ταράξει τα θεμέλιά της, είναι ο Άρειος ο οποίος θα υποστηρίξει την μια και μόνη φύση του Ιησού Χριστού. Ο Κωνσταντίνος αντιλαμβανόμενος το πρόβλημα που προκαλούσαν οι αιρέσεις στη συνοχή της Αυτοκρατορίας συγκαλεί την Α' Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας και συγκεκριμένα στις 20 Μαΐου του 325, η οποία και αποφάνθηκε ότι ο Άρειος διδάσκει αιρετικές απόψεις.
Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου, ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ανέλαβε την γνωστοποίηση των σχετικών αποφάσεων προς όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Ο Άρειος, όμως, και οι ομόφρονές του παραπλάνησαν τον Κωνσταντίνο ασκώντας την φιλολογική και φιλοσοφική τους τέχνη έπεισαν τον Κωνσταντίνο ότι η διδασκαλία τους δεν αφίσταται από το δόγμα της Οικουμενικής Συνόδου.
Αποτέλεσμα της επέμβασης αυτής του Αρείου ήταν η σύγκληση νέας συνόδου το 327 μ.Χ., η οποία ανακάλεσε τον Άρειο από την εξορία και αποκατέστησε τους ομοφρόνους του Επισκόπους Νικομηδείας Ευσέβιο και Νικαίας Θεόγνιο. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε αντιδράσεις από πλευράς Ορθοδόξων, γι’αυτό, τόσο ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, όσο και ο Μέγας Αθανάσιος δεν συμβιβάστηκαν με τις αποφάσεις της Συνόδου, παρόλο που ο Αυτοκράτορας απειλούσε με καθαίρεση. Ακολούθως, νέα Σύνοδος αιρετικών Επισκόπων, που συνήλθε στην Αντιόχεια το 330, καθαίρεσε και εξόρισε τον ο Άγιο Ευστάθιο, Επίσκοπο Αντιοχείας και στην συνέχεια, το 335, άλλη Σύνοδος, που έγινε στην Τύρο της Συρίας, επέβαλε την ποινή της καθαιρέσεως στον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος, ως εκ τούτου ζήτησε από τον Κωνσταντίνο να τον ακούσει, αλλά ο Αυτοκράτορας, στην αρχή, δεν αποδέχτηκε την πρόταση του Αθανασίου, παρά μόνο όταν ο μεγάλος αυτός Θεολόγος είπε σε αυτόν: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ».
Μετά την ακρόαση, και αφού ο Κωνσταντίνος κάλεσε όλους αυτούς που συμμετείχαν στη Σύνοδο της Τύρου, ο Ευσέβιος Νικομηδείας παρουσιάστηκε, με άλλο επιχείρημα ενώπιον του Αυτοκράτορα, αυτή την φορά, θέτοντας το θέμα της δήθεν παρεμπόδισης της μεταφοράς σιταριού. Ο Αυτοκράτορας εξόρισε, τελικά, τον Μέγα Αθανάσιο στα Τρέβιρα της Γαλλίας, όμως δεν επικύρωσε την απόφαση της Συνόδου εκείνης και παράλληλα δεν προχώρησε σε αναπλήρωση της Επισκοπικής έδρας της Αλεξάνδρειας. Το ζήτημα του Αρείου έλυσε την περίοδο εκείνη η Πρόνοια του Θεού, αφού την παραμονή της πανηγυρικής αναγνώρισης του Αρείου, αυτός απέθανε με φρικτό τρόπο ενώ βρισκόταν στο αποχωρητήριο.
Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος σε όλη του την ζωή λάτρευε τον θεό Ήλιο, λίγο πριν πεθάνει αποφάσισε να Βαπτισθεί Χριστιανός. Κατά το μυστήριο είπε και την περίφημη φράση: «Νυν αληθεί λόγω μακάριον οιδ’ εμαυτόν, νυν της αθανάτου ζωής πεφάναι άξιον, νυν του θείου μετειληφέναι φωτός πεπίστευκα». Από τότε και μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του το 337 σε προάστιο της Νικομήδειας δεν ενδύθηκε Βασιλικό μανδύα. Η κοίμησή του σημειώθηκε εννέα χρόνια μετά την κοίμηση της μητέρας του Αγίας Ελένης, σε ηλικία 63 ετών και έγινε την ημέρα της εορτής της Πεντηκοστής, όπως αναφέρει ο Ιστορικός Ευσέβιος.
Αρμόζει δε να τιμάται ως Άγιος διότι ανεγνώρισε την Χριστιανική Πίστη, ως την κατ’ εξοχήν θρησκεία που εκφράζει το Κράτος, παρότι την εποχή εκείνη οι Χριστιανοί αποτελούσαν, περίπου, το 5% των κατοίκων της Αυτοκρατορίας Του. Πρωτίστως όμως ο Μέγας Κωνσταντίνος πρέπει να τιμάται ως Άγιος διότι ως τέτοιον τον ανέδειξε ο Θεός με το να μυροβλήσει το Ιερό του λείψανο, και με το να αναγνωρισθεί στην συνείδηση του Γένους των Ορθοδόξων Χριστιανών.
Χρωστάει ο Χριστιανικός κόσμος αλλά και όλος ο κόσμος στον Μέγα Κωνσταντίνο πολλά, και εμείς του χρωστάμε και την Κωνσταντινούπολη. Την όμορφη αυτή Πόλη της καρδιάς μας που μπορεί σήμερα να την λένε Ιστανμπούλ, αλλά όμως όταν πάει κανείς εκεί χτυπά η καρδιά του διότι νιώθει ότι εκεί ακόμα κυλά, Ρωμεϊκο αίμα, Ελληνικό αίμα και όλες οι γωνιές φωνάζουν ότι εδώ είναι η Πόλις του Κωνσταντίνου, εδώ είναι η Πόλις και η μάνα της Χριστιανοσύνης, εδώ είναι η Αγία Σοφιά, εδώ είναι το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο.
Τέλος δεν πρέπει να ξεχνάμε τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και όλα αυτά τα πράγματα τα οποία γέννησαν έναν νέο Πολιτισμό, γέννησαν και τον Ευρωπαϊκό και Παγκόσμιο Πολιτισμό. Παρότι μετά «αληθώρισαν» οι Ευρωπαίοι και ξέχασαν τα δώρα που πήραν από τον Χριστιανισμό και τον Ελληνισμό για να τα καταντήσουν σήμερα όπως έχουν τα καταντήσει και να προσπαθούν να πολεμούν με κάθε τρόπο εμάς τους Ρωμιούς, τους Έλληνες. Θέλουν να είμαστε εξαρτημένοι σε διάφορα πάθοι και εξαρτήσεις για να μας έχουν με ένα λουρί από το λαιμό και να μας λένε πως να ζούμε, να χρωστάμε και τα δάνεια και να είμαστε πάντα σκλάβοι. Θέλουν λοιπόν σκλάβους.
Η ΑΓΙΑ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΕΛΕΝΗ!
Η Αγία Ελένη ήταν η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας (Γιάλοβα Μ. Ασίας) στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Είκοσι περίπου χρόνια μετά την γέννησή της, η Ελένη γνωρίστηκε με τον Κωνστάντιο Χλωρό, αξιωματούχο της Αυτοκρατορίας, τον οποίο και παντρεύτηκε το 270, με βάση πρόνοια ειδικού νόμου, ο οποίος επέτρεπε τον Γάμο αξιωματούχων με γυναίκες λαϊκής καταγωγής.
Ο Κωνστάντιος ήταν συγγενής του Κλαυδίου, ο οποίος βασίλευσε πριν από τον Διοκλητιανό και προσελήφθει στα ανάκτορα από τον Διοκλητιανό. Καρπός του γάμου της Ελένης και του Κωνστάντιου ήταν ο Κωνσταντίνος, ο μετέπειτα μονοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον οποίο η Αγία Ελένη γέννησε στη Ναϊσσό της Μοισίας (Νίσσα Σερβίας).
Προκειμένου, όμως, ο Κωνστάντιος να προβιβαστεί από τον Διοκλητιανό σε Καίσαρα Γαλατίας, Ισπανίας και Βρεττανίας, χώρισε την Αγία Ελένη και παντρεύτηκε την ανιψιά του Μαξιμιανού Θεοδώρα. Τότε, η Αγία Ελένη μαζί με τον Κωνσταντίνο παρέμειναν υπό φρούρηση του Διοκλητιανού και στη συνέχεια του Γαλέριου, για να μπορούν να ελέγχουν τον Κωνστάντιο. Ωστόσο, η ανάληψη του Καισαρικού αξιώματος από τον Κωνστάντιο λειτούργησε ευνοϊκά για την Εκκλησία, αφού ακόμη και κατά την περίοδο των διωγμών, που εξαπέλυσε ο Διοκλητιανός, οι πιστοί σε αυτή την περιοχή δεν καταδιώχτηκαν. Επίσης, με την άνοδο του Χλωρού στο αξίωμα αυτό ανοίχθηκε ο δρόμος και για τον γιό του Κωνσταντίνο.
Η Αγία Ελένη επανήλθε στην δημόσια ζωή κατά την ανάδειξη του Κωνσταντίνου σε Καίσαρα το 306, οπότε ο Κωνσταντίνος την έφερε κοντά του στα Τρέβηρα και ακολούθως την πήρε μαζί του στη Ρώμη, όταν επρόκειτο να ανακηρυχθεί σε Αύγουστο. Η Αγία ανακηρύχθηκε σε Αυγούστα από τον Κωνσταντίνο, όταν αυτός παρέμεινε μονοκράτορας νικώντας τον Λικίνιο, ενώ στην πορεία λειτούργησε ως σύμβουλος και συνεργάτιδά του. Αυτή η αγάπη και ο σεβασμός του Κωνσταντίνου προς την μητέρα του φάνηκε και με την ύψωση δύο στηλών στη μεγάλη πλατεία «Φόρος», η μία στο όνομα της Αγίας Ελένης και η άλλη στο όνομά του, και ανάμεσα τους ένας Σταυρός, που έφερε την επιγραφή: «Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού πατρός, Αμήν». Επίσης, για να την τιμήσει, έκοψε νομίσματα με το όνομα και την μορφή της και μετονόμασε το Δρέπανο σε Ελενόπολη.
Ακόμη, μεταξύ άλλων, παραχώρησε στην μητέρα του το ανάκτορο στο Σεσσόριο του Λατερανού, όπου έκτισε μία Εκκλησία, ώστε αυτή να μπορεί να επιτελεί φιλανθρωπικό και πνευματικό έργο. Στην συνέχεια, η Αγία Ελένη, με την συγκατάθεση του Κωνσταντίνου, ανάλαβε η ίδια την ευθύνη της ανοικοδόμησης ναών και το κτίσιμο νέων εκκλησιών και ευαγών ιδρυμάτων σε όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Ο Ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει σχετικά: «Ελένη Αυγούστα… ευσεβούς τεκμήρια διαθέσεως ίδρυσε».
Πέραν όμως της ζωής και του έργου της Αγίας Ελένης στο πλευρό του γιού της, το πιο σημαντικό γεγονός που σφράγισε την ίδια ήταν η μετάβασή της στους Αγίους Τόπους. Εκεί σύμφωνα με την Παράδοση, κατόπιν Θεϊκού σημείου, βρήκε τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό του Κυρίου το 326 μ.Χ. Όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα, λοιπόν, καθ’ υπόδειξη του Αγίου Κυριάκου, που ήταν Εβραίος και τότε λεγόταν Ιούδας, αλλά και με βάση μία παράδοση που έλεγε ότι μετά την Αποκαθήλωση ο Τίμιος Σταυρός πετάχθηκε σε λάκκο, κοντά στον Γολγοθά, άρχισε αμέσως τις σχετικές έρευνες.
Επειδή όμως επρόκειτο για υπέρογκη εργασία, οι έρευνες στράφηκαν στο μέρος εκείνο, όπου βλάστανε το λουλούδι βασιλικός, του οποίου η ευωδία ήταν έντονη. Ο χρονογράφος Γεώργιος μοναχός σημειώνει το γεγονός της ευρέσεως ως εξής: «Μαθών δε ο Επίσκοπος (Μακάριος), τα της Βασιλικής ελεύσεως…πάντας παρακάλεσε ησυχία να κάμουσι και σπουδαιοτέραν ευχήν υπέρ τούτου, στον Θεό προσέφερε… Τούτου δε γενομένου, ευθύς θεόθεν εδείχθη στον Επίσκοπο ο τόπος, όπου ο ακαθάρτου δαίμονος, ο ναός και το άγαλμα της Αφροδίτης υπήρχε. Τότε η Βασίλισσα, πλήθος πολύ τεχνιτών και εργατών συγκέντρωσε και εκ βάθρων το αισχρό οικοδόμημα κατέστρεψε. Τούτου δε γενομένου, ανεφάνη το Θείον Μνήμα, ο τόπος του κρανίου και τρεις καταχωμένοι Σταυροί… Αμηχανία και θλίψη κατέλαβε την Βασίλισσα, αφού κανείς δεν γνώριζε ποίος είναι ο Τίμιος Σταυρός. Ο δε Επίσκοπος μετά πίστεως έλυσε την απορία… Γυναίκα άρρωστη, υπό πάντων απεγνωσμένη και τα λοίσθια πνέουσα, έφεραν μεταξύ των Σταυρών… Με την σκιά του Τιμίου Σταυρού η ασθενούσα… ευθέως αναπήδησε, δοξάζουσα μετά μεγάλης φωνής τον Θεό… Η δε Βασίλισσα Ελένη, μετά χαράς μεγάλης παρέλαβε τον Σταυρό… και μέρος αυτού παρέδωσε στον Επίσκοπο της πόλεως». (Γεώργιος Μοναχός, Περί της ευρέσεως του σταυρού, 110.620-621).
Επίσης, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι στον Γολγοθά βρέθηκαν τρεις σταυροί, από τους οποίους ο ένας διαγνώστηκε ότι ανήκει στον Ιησού Χριστό. Το Συναξάρι της εορτής της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού αναφέρει: «διαπορούσης δε της Βασιλίσσης (δηλ. της Αγίας Ελένης), τίς αν είη ο του Κυρίου Σταυρός, διά της εις θανούσαν γυναίκα χήραν θαυματουργίας δείκνυται• και ανέστη τη τούτου προσψαύσει• των δε λοιπών δύο σταυρών των Ληστών μηδέν εις τούτο ενδειξαμένων εις θαυματοποιΐας υπόδειγμα».
Μετά το σημείο αυτό, η Αγία Ελένη αποφάσισε να οικοδομήσει επί τόπου τον ναό της Αναστάσεως, ένα ακόμη ναό επάνω από το Σπήλαιο της Γεννήσεως στην Βηθλεέμ και άλλους δύο, ένα στο όρος της Αναλήψεως και ένα στο ορός Θαβώρ.
Κατόπιν, η Αγία Ελένη αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, μεταφέροντας μαζί της τα τεμάχια του Τιμίου Ξύλου. Στην πορεία της πέρασε για δεύτερη φορά από την Κύπρο. Έτσι αποβιβάστηκε νότια του νησιού κοντά στο σημερινό Ζύγι. Η περιοχή στην οποία αποβιβάστηκε, υπήρχε ένα ποτάμι, το οποίο τότε ονομάστηκε βασιλοπόταμο, κοντά στο οποίο εναπόθεσε τους Σταυρούς κατά την παράδοση, επειδή οι τρεις σταυροί είχαν παραμείνει μαζί για πολλά χρόνια, τους αποσύνδεσε, έσμιξε τα ξύλα τους και τους ξαναέφτιαξε. Από το ξύλο του υποποδίου του Σταυρού του Χριστού έφτιαξε, επίσης, ένα άλλο μικρό σταυρό.
Εκεί, εξαντλημένη καθώς ήταν, η ογδοντάχρονη Αγία, έγειρε για να ξεκουραστεί λίγο, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει την πορεία της προς την Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με την Παράδοση κατά την διάρκεια του ύπνου της, ένας νέος με αγγελική μορφή της είπε: «Σεβαστή μου Βασίλισσα, είμαι απεσταλμένος του Παναγάθου Θεού, για να σου εκφράσω το θέλημά Του. Όπως εκεί στα Ιεροσόλυμα έκτισες ναούς, για να δοξάζεται και να υμνείται ο Θεός, έτσι κι εδώ, σε τούτο το νησί το ευλογημένο, πρέπει να πράξεις το ίδιο. Να κτίσεις κι εδώ Ιερό Ναό, τον οποίο μάλιστα να θεμελιώσεις με το Τίμιο Ξύλο, για να προσκυνείται και να δοξάζεται στους αιώνες ο Σταυρός του Κυρίου, από τους κατοίκους αυτού του τόπου. Εδώ θα ζουν Χριστιανοί μέχρι την συντέλεια του κόσμου».
Η Αγία όταν ξύπνησε, διέταξε αμέσως να γίνει όπως ο λαμπρός εκείνος νέος της υπέδειξε. Ο ένας όμως από τους μεγάλους Σταυρούς είχε εξαφανιστεί και εθεάθη στην κορυφή του βουνού Όλυμπος. Εκεί, λοιπόν, βρέθηκε το Τίμιο Ξύλο, το οποίο προς στιγμή είχε χαθεί. Τότε, η Αγία Ελένη με τους συνεργάτες της έκτισαν ναό τον οποίο εγκαινίασαν με το Τίμιο Ξύλο και από τότε (327) το βουνό αυτό ονομάζεται Σταυροβούνι, όπου μέχρι σήμερα υπάρχει η ομώνυμη Ιερά Μονή. Κατόπιν η Αγία αναχώρησε για την Βασιλεύουσα, όπου ο Κωνσταντίνος υποδέχθηκε τον Τίμιο Σταυρό, τους τέσσερις Ήλους (=καρφιά) και την μητέρα του με κάθε λαμπρότητα. Από τους τέσσερις αυτούς Ήλους, οι δύο τοποθετήθηκαν στο Στέμμα, το οποίο φορούσε ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος. Η Αγία Ελένη κοιμήθηκε ένα χρόνο αργότερα, σε ηλικία 81 περίπου ετών (328-329) ενώ σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του Τιμίου Ξύλου φυλάγεται στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου στο Άγιο Όρος.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος μαζί με την Μητέρα του Αγία Ελένη αποτελούν ένα ηχηρό και ισχυρό παράδειγμα για όλους μας. Άρχοντες και αρχομένους. Οι τομές που έκανε αποτελούν αιωνία παραδείγματα για κάθε κράτος εάν θέλει να λέγεται πολιτισμένο και ευνομούμενο. Πρέπει τέλος αγαπητοί μου να παραδειγματιστούμε από την πίστη τους και την θυσιαστική τους προσφορά και πορεία.
Στην Ιερά Μητρόπολή μας, οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη ιδιαιτέρως τιμώνται στις ομώνυμες Ενορίες Ανδραβίδας, Ανδρωνίου, Βελανιδίου, Βουπρασίου, Λάλα, Συρμπανίου, Βάρδας και Χειμαδιού. Επίσης στις ενορίες Αγίας Κυριακής (Κερτίζα), Δαφνιώτισσας (νέος ενοριακός ναός), Δίβρης (πρώην Μητροπολιτικός Ναός), Καλυβιών Ήλιδας (οικισμός Γαλούπι), Μυρτιάς (κοιμητήριο) και στον ιδιωτικό παλαιό ναό (1900) στην τοποθεσία Τραγανό επί της οδού Πύργου-Κατακόλου. Τα τελευταία δε χρόνια προς τιμήν τους, έχουν ανεγερθεί και πανηγυρίζουν επίσης νέοι Ιεροί Ναοί στον Πύργο (Εργατικές Κατοικίες, τέρμα Αλφειού) και στην Γαστούνη (συνοικία Αγγινάρα).
«ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ Ο ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΟΝΟΜΑΣΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕΓΑΣ!
Η Ορθόδοξη Χριστιανική μας Εκκλησία αγαπητοί μου φίλοι, ανά την οικουμένη σήμερα τιμά του δύο Ισαποστόλους και πρώτους Ρωμηούς Αυτοκράτορες, αυτούς πού ίδρυσαν την Ανατολική Ρωμαΐκη Αυτοκρατορία. Τιμά αυτούς που δημιούργησαν αυτό που λέμε «Βυζάντιο», αυτούς που με τις ενέργειές τους και με την βοήθεια του Θεού, ανακάλυψαν τα Ιερά Προσκηνύματα στην Αγία Πόλη των Ιεροσολύμων.
Γιατί η Εκκλησία και η Ιστορία ονόμασε τον Κωνσταντίνο Μέγα;
Διότι ήταν Ο πρώτος Ρωμηός Αυτοκράτορας, ο Πρώτος Χριστιανός Αυτοκράτορας στην παγκόσμια ιστορία, ο Πρώτος που συγκάλεσε στην Νίκαια της Βιθυνίας την Α’ Οικουμενική Σύνοδο το 325 μ.Χ., ο Πρώτος που ονόμασε τον εαυτό του: «δούλον του Θεού», αυτός ο Πρώτος της Αυτοκρατορίας, ο Πρώτος της Ρωμηοσύνης, ονομάστηκε από την Εκκλησία «Μέγας», διότι άνοιξε επίσης το δρόμο στην Εκκλησία του Χριστού, την διωκόμενη επί αιώνες.
Ονομάστηκε Μέγας, διότι είδε ότι μετά την νίκη του στην γέφυρα της Μουλβίας έξω από την Ρώμη, η παλαιά πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, η αιωνία πόλη της Ρώμης, είχε χάσει την αίγλη και την αξία της. Η ίδια η καταρρέουσα Αυτοκρατορία ήθελε ανανέωση επάνω σε νέες βάσεις, σε νέες αξίες, σε νέο έδαφος, σε νέο πολιτισμό, σε νέα γλώσσα, σε νέα θρησκεία. γι’ αυτό και μεταφέρει την Πρωτεύουσα από την Ρώμη, στον μυχό της Ελληνικής γης της Ανατολικής Θράκης, και εκεί που αιώνες πριν οι Μεγαρείς με αρχηγό τον Βύζαντα είχαν δημιουργήσει μία αποικία, δημιουργεί την νέα του Πρωτεύουσα. Είναι η Πρωτεύουσα της Ρωμηοσύνης, είναι η Πρωτεύουσα όλων μας, είναι η Έδρα της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, είναι η αιωνία και παντοτινή Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη.
Ονομάστηκε Μέγας, γιατί ήταν ο μόνος από τους υπολοίπους συναυτοκράτορές του, που νίκησε τους πάντες, ενώ δεν νικήθηκε ποτέ. Είτε πολεμώντας με τους εξωτερικούς εχθρούς, Φράγκους, Αλαμάνους, Βησιγότθους, είτε με τους εσωτερικούς.
Ονομάστηκε Μέγας, γιατί κατάφερε να συνενώσει το Κράτος με την Εκκλησία και να δημιουργήσει έτσι ένα ισχυρό δεσμό ανάμεσα στους δύο αυτούς κορυφαίους θεσμούς της Αυτοκρατορίας.
Ονομάστηκε Μέγας, γιατί αναδιοργάνωσε πλήρως το οικονομικό και φορολογικό σύστημα της Αυτοκρατορίας, κόβοντας μάλιστα ένα νέο νόμισμα, το οποίο μέχρι και τον 13ο αιώνα αποτελούσε το ισχυρότερο νόμισμα σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο.
Ονομάστηκε Μέγας, γιατί έδωσε νέα πνοή στην διοίκηση του Κράτους, χωρίζοντας τους στρατιωτικούς απο τους πολιτικούς υπαλλήλους. Με τους νέους νόμους που θέσπισε, κατήργησε τους διωγμούς εναντίον των χριστιανών, τα βασανιστήρια που εφεύρισκε το σατανικό μυαλό των διωκτών του χριστιανισμού, αλλά και όλων όσοι ήταν αντίθετοι με το Κράτος. Για την κατάργηση των βασανιστηρίων ο φίλος και σύγχρονός του, Επίσκοπος Ευσέβιος γράφει: «Τα αιματοβαμμένα θεάματα εν μέσω πολιτειακής ειρήνης και της οικιακής ησυχίας είναι επαχθή για το γούστο μας».
Ονομάστηκε Μέγας, γιατί ήθελε η νέα του Αυτοκρατορία, το νέο Κράτος, η Νέα Πρωτεύουσά του, να είναι διαποτισμένες από την διδασκαλία της Εκκλησίας και του Ευαγγελίου. Γι’ αυτό και καταργεί όλα τα παλαιά γιατί αντλούσε δύναμη από την Διδασκαλία του Ευαγγελίου.
Ονομάστηκε Μέγας, γιατί κατήργησε με νόμο την βρεφοκτονία, την οποία οι Ρωμαίοι αποδέχονταν. Μέχρι τότε ο νόμος, όπως αυτός συντάχθηκε από τον σπουδαίο Νομομαθή Ρωμαίο Σενέκα, προέβλεπε το εξής: «Πετάμε όσα παιδιά γεννιούνται αδύναμα». Αυτόν τον βάρβαρο νόμο ο Μέγας Κωνσταντίνος τον καταργεί και μάλιστα επιβάλλει την ποινή του θανάτου στους γονείς που αφήνουν παιδιά με ειδικές ανάγκες θα λέγαμε σήμερα, εκτεθειμένα στον δρόμο για να πεθάνουν.
Ονομάστηκε Μέγας, γιατί προστάτεψε το απαραβίαστο του προσώπου. Για τον Μέγα Κωνσταντίνο, ο κάθε άνθρωπος είναι εικόνα Θεού, είναι μία ξεχωριστή προσωπικότητα. Γι’ αυτό και απαγόρεψε με Νόμο το μαρκάρισμα των δούλων, αφού ο ίδιος κατήργησε τον θεσμό της δουλείας.
Ονομάστηκε Μέγας, γιατί προστάτεψε τον θεσμό της Οικογενείας, την οποία θεωρούσε ως το θεμέλιο και την βάση της κοινωνίας. Καταδίκασε την μοιχεία, ανύψωσε την θέση της μητέρας, προστάτεψε τα παιδιά από την κατάχρηση της πατρικής εξουσίας, «παιδί μου είναι και το κάνω ότι θέλω», απαγόρευσε την τιμωρία της ατεκνίας, την οποία οι παλαιοί νόμοι την τιμωρούσαν.
Ονομάστηκε Μέγας ο Άγιος Κωνσταντίνος, επίσης, ήταν αυτός που θεσμοθέτησε πρώτος και καθιέρωσε με νόμο την αργία της Κυριακής, ως κατεξοχήν ημέρα προσευχής. Με εντολή του τιμώνται οι εορτές των Αγίων Μαρτύρων της Εκκλησίας μας και οι υπόλοιπες εορτές των Αγίων. ο Άγιος Κωνσταντίνος επίσης έχτισε Ναούς όπως, της Αγίας Σοφίας, των Αγίων Αποστόλων, της Αγίας Ειρήνης, των Αρχαγγέλων, της Αναστάσεως του Χριστού στα Ιεροσόλυμα και άλλους πολλούς, όπως και η Αγία Ελένη.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος είδε ότι η Αυτοκρατορία την οποία είχε κληρονομήσει, κατέρρεε. Για να την συνεχίσει, κάνει όπως είδαμε ριζοσπαστικές τομές, λαμβάνοντας τα μηνύματα των καιρών του. Εκχριστιανίζει, ενοποιεί, αναδιοργανώνει όλους τους θεσμούς, αλλά το σημαντικότερο είναι η μεταφορά της πρωτευούσης σε ελληνικό έδαφος, γιατί ήξερε πώς ο ελληνισμός σε συνδυασμό με τον χριστιανισμό, θα αποτελούσαν την κινητήριο δύναμη για την Ρωμηοσύνη.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα μοναδικό φαινόμενο Ηγέτου, παρά τις κατηγορίες που δέχτηκε από ορισμένους, που θέλουν να αμαυρώσουν το έργο και την προσφορά του. Ακόμα και η Δύση θέλοντας να παρομοιάσει τον Καρόλο, τον γνωστό και ως Καρλομάγνο με τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, δεν μπόρεσε να το καταφέρει. Η προσωπικότητά του, είναι τόσο ισχυρή, ώστε δέκα Αυτοκράτορες της Ρωμηοσύνης έφεραν το όνομά του. Επίσης Πατριάρχες, Αρχιερείς, Πρίγκηπες, Βασιλείς και εκατομμύρια χριστιανών σε όλο τον κόσμο.
Τέλος αγαπητοί μου φίλοι, ο Μέγας Κωνσταντίνος μαζί με την Μητέρα του Αγία Ελένη αποτελούν ένα ηχηρό και ισχυρό παράδειγμα για όλους μας. Άρχοντες και αρχομένους. Οι τομές που έκανε αποτελούν αιωνία παραδείγματα για κάθε κράτος εάν θέλει να λέγεται πολιτισμένο και ευνομούμενο.
Στον Ιερό Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος Πύργου, θα τελεσθεί η Θεία Λειτουργία από ώρα 7:00 έως 10:00 Π.Μ. διότι υπάρχει ένθρονη Ιερή Εικόνα, των εορταζομένων Αγίων, εικονογραφημένη στην Σκήτη του Αγίου Παύλου του Αγίου Όρους, δια χειρός του Μοναχού Συμεών Δημητροπούλου κατά το έτος 1933.
ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΤΣΗΔΗΜΑΣ