«Μνημονεύετε των ηγουμένων υμών, οίτινες
ελάλησαν υμίν τον λόγον του Θεού, ων
αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής
μιμείσθε την πίστην» (προς Εβραίους 15’ 7)
Συμπληρώθηκαν ήδη, τεσσαράκοντα ημέρες από της εις Κύριον εκδημίας του μακαριστού και πολυσεβάστου Γέροντος, αειμνήστου Μητροπολίτου Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου κυρού Νικοδήμου.
Οι γράφοντες είχαν την μεγάλη και εξαιρετική ευλογία να γνωρίσουν τον μακαριστό Μητροπολίτη πριν πολλά έτη και να γίνουν αποδέκτες και μάρτυρες των πολλών και ποικίλλων χαρισμάτων του, συνοδεύοντας αυτόν εις πολλάς, εκκλησιαστικές αποστολές εντός και εκτός Ελλάδος.
Δια τούτο ως ελάχιστο αντίδωρο της πατρικής αγάπης και πρόνοιας του σεπτού Γέροντος προς εμάς, θα αποθέσουμε ως φόρο τιμής και σεβασμού εις την μακαρία μνήμη του, μυρίπνοα και ευόσμα άνθη δια των πτωχών λόγων μας προς τον μεγάλο αυτόν Ιεράρχην.
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Ιερισσού κυρός Νικόδημος (κατά κόσμον Νικόλαος Αναγνώστου) εγγενήθη την 7ηνΣεπτεμβρίου του έτους 1931 εν Λοσβορίω Μυτιλήνης. Ορφανός εκ μητρός σε πολύ μικρή ηλικία ανέλαβε την ανατροφήν αυτού, του ετέρου αδελφού του και της αδελφής του, ο Ιερέας πατέρας του, πατήρ Ευστράτιος. Ούτος έσπειρε μέσα στην παιδική ψυχή του μικρού Νικολάου την σπίθα της ιερωσύνης και την αγάπη του δια την εκκλησίαν.
Περατώσας τας γυμνασιακάς σπουδάς του ενεγράφη και απεφοίτησεν αριστούχος εκ της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης κατά το έτος 1955. Το αυτό έτος εχειροτονήθη διάκονος την 20ηνΣεπτεμβρίου και πρεσβύτερος την 24ηνΣεπτεμβρίου υπό του τότε σχολάρχου της Χάλκης, Μητροπολίτου Ικονίου κυρού Ιακώβου. Υπηρέτησεν επί τετραετία ως εφημέριος εις την Ιερά Αρχιεπισκοπή Θυατείρων, εις Μελίτην και Αγγλίαν, όπου και έτυχε μετεκπαιδεύσεως εις την Καινήν Διαθήκη, εις το εν Μπέρμιγχαμ Πανεπιστήμιον.
Το Σεπτέμβριο του 1959 με πρόταση του Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου, του Κλεόμβροτου, διωρίσθη πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης, επί δεκαοκτώ έτη.
Εν συνέχεια υπηρέτησεν επί τριετία ως ηγούμενος της Ιεράς Μονής Βλατάδων Θεσσαλονίκης, αντιπρόεδρος εις το Πατριαρχικό Ίδρυμα πατερικών μελετών και ως καθηγητής της ποιμαντικής και Λειτουργικής στην Εκκλησιαστική Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης.
Τον Μάρτιο του 1980 ανέλαβε Ι. προϊστάμενος του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου, Κάτω Πατησίων Αθηνών.
Την 27ηνΜαρτίου 1981 εξελέγη μητροπολίτης Ιερισσού έχοντας ως συνυποψήφιούς του, τους τότε αρχιμανδρίτες Ιάκωβο (νυν μητροπολίτη Αργολίδος) και Κωνσταντίνο (νυν μητροπολίτη Νέας Ιωνίας). Εχειροτονήθη επίσκοπος την 29ηνΜαρτίου 1981 υπό του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών κυρού Σεραφείμ. Η ενθρόνιση του εγένετο την 16ηνΑπριλίου, της εβδομάδος προ της Κυριακής των Βαΐων, υπό του Αντιπρόεδρου της Ι. Συνόδου Μητροπολίτου Μυτιλήνης Ιακώβου του Β’, του τοποτηρητού Μητροπολίτου Σερρών Κωνσταντίνου και του εκπροσώπου του Οικομενικού Πατριάρχου και Σχολάρχου της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αείμνηστου Σταυρουπόλεως Μαξίμου.
Στα τριανταένα έτη της ποιμαντορίας του ανήγειρε πλείστους Ιερούς Ναούς (Αγίας Ακυλίνης, Ζαγκλιβερίου, Οσίου Αυξεντίου Κ. Σταυρού, Οσίας Χάιδως, Αγ. Νικολάου Ιερισσού κ.α.) και ίδρυσε τρεις ιερές μονές, μία ανδρών και μία γυναικεία εν Αρναία και μία γυναικεία εν Ολυμπιάδι. Ενδιαφέρθη δια την πλήρωση των κενών εφημεριακών θέσεων, τελέσας πάμπολλες χειροτονίες, επιμορφώσας παράλληλα, καταλλήλως τους κληρικούς του, πραγματοποιώντας Ιερατικές συνάξεις και θεολογικά Συνέδρια.
Προέβαλλε τους τοπικούς Αγίους της Μητροπόλεως του. Ανήγειρε εκ στάχτης τον Μητροπολιτικό Ναό Αγ. Στεφάνου Αρναίας, μετά την πυρκαγιά του έτους 2005. Ανήγειρε εκ του μη όντως, νέο περικαλλές μητροπολιτικό μέγαρο εν Αρναία, ίδρυσε γηροκομείο και ίδρυμα αγάπης. Ενδιαφέρθη ιδιαιτέρως δια την νεολαία συγκαλώντας σεμινάρια κατηχητών και εκκλησιαστικές κατασκηνώσεις εν τω Ι. Προσκυνήματι της Μ. Παναγίας. Πολλοί δε νέοι της Μητροπόλεως του σπούδασαν αποκλειστικά από την προσωπική οικονομική του ενίσχυση.
Άριστος λειτουργός των Ι. Μυστηρίων, ήταν υπέρ της συχνούς Θείας Μεταλήψεως, όπως έγραφε και στα συγγράμματα του και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, το όνομα του οποίου πρώτος έλαβε μετά την Αγιοκατάταξή του. Ως τέλειος Θεολόγος ερμήνευσε εξ ολοκλήρου την Αποκάλυψη του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και Ευαγγελιστού, συνέγραψε δε σειρά βιβλίων θεολογικού περιεχομένου, με σπουδαιότερο το «ποίμανε τα πρόβατα μου».
Οι ποιμαντορικές εγκύκλιοι του, μεστές θεολογικών λόγων έγιναν πρότυπα συγγραφής για πολλούς άλλους Αρχιερείς.
Αγαπούσε και τιμούσε το πάνσεπτο Οικ. Πατριαρχείο δια τούτο και τα τελευταία έτη της ζωής του εόρταζε την ημέρα των ονομαστηρίων του, στην αγαπημένη του θεολογική Σχολή, στην Χάλκη.
Ήτο ταπεινός, αμνησίκανος και αφιλάργυρος. Βροντερός κήρυξ του θείου λόγου, μεγαλοπρεπέστατος κατά τις αρχιερατικές χοροστασίες του, αεικίνητος και ακούραστος. Η ευαίσθητος ψυχή του ήταν ως ενός μικρού παιδιού. Δάκρυζε κάθε φορά που ανέφερε το όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου, την οποία ελάτρευε τελώντας τους χαιρετισμούς της, δύο φορές την ημέρα. Ήταν πιστός τηρητής της ορθοδόξου παραδόσεως και προσιτός σε όλους όσους την πλησίαζαν.
Στην προσωπική του ζωή, ζούσε ως απλός μοναχός, διαμένοντας επί πολλά έτη στο ιερό προσκύνημα της Μεγ. Παναγίας, το οποίο προσπάθησε να καταστήσει πνευματικό κέντρο ολοκλήρου της μητροπόλεως του. Εκεί ως απλός ιερεύς τελούσε ο ίδιος τον όρθρο τις καθημερινές και τον εσπερινό, ψάλλων εκ του αναλογίου.
Χρήματα στον προσωπικό του λογαριασμό ο μακαριστός Γέροντας δεν είχε, ούτε για να πληρώσει τα νοσηλεία του, όταν αρρώστησε ξαφνικά και απρόοπτα. Κατά την οκτάμηνη δε, δοκιμασία της ασθένειάς του, υπέμεινε αγογγύστως και καρτερικώς το μαρτυρίου του, σηκώνοντας γενναία και υπομονετικά τον μεγάλο Σταυρό που του έδωσε ο Κύριος.
Δεν παραπονέθηκε όλο αυτό το διάστημα ποτέ, ενώ η μόνο φράση που επαναλάμβανε συνεχώς ήταν «Σώσε με, Παναγιά μου…».
Θα μείνει βαθιά μέσα στην μνήμη των κατοίκων της Αρναίας, η υπεράνθρωπη προσπάθεια που κατέβαλε για να τους μεταδώσει το Άγιο Φως την νύκτα της Αναστάσεως και την μετέπειτα Θεία Λειτουργία που ετέλεσε ο ίδιος, με πολλή δυσκολία, καταβεβλημένος από την σοβαρή ασθένεια του. Αυτή έμελλε να είναι και η τελευταία του Θεία Λειτουργία. Πέντε μήνες μετά παρέδωσε την αθάνατη ψυχή του στην αγκαλιά της Κυρίας Θεοτόκου, η οποία και θα την προσέφερε ενώπιον του θρόνου του Δικαιουκρίτου Θεού, για να αναπαυθεί εν χώρα ζώντων και να συνεχίσει να Ιερουργεί ενώπιον του ουρανίου θυσιαστηρίου.
Ήταν Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου, 11ηπρωινή. Ο μήνας Σεπτέμβριος σημάδεψε την επίγεια ζωή του αφού σε αυτόν τον μήνα γεννήθηκε, χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος και τέλος εκοιμήθη.
Η εξόδιος ακολουθία του ετελέσθη την Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου υπό τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερωνύμου και είκοσι άλλων αρχιερέων, αφού πρώτα ετέθη σε λαϊκό προσκύνημα. Ενεταφιάσθη όπισθεν του μητροπολιτικού Ναού Αγίου Στεφάνου Αρναίας.
Διαθήκη ο αείμνηστος Ιεράρχης δεν άφησε και τα λιγοστά και απέριττα ράσα και άμφια του, τα άφησε στην Ιερά Μητρόπολη. Άφησε όμως πνευματική Διαθήκη προς τα πνευματικά του τέκνα: Το παράδειγμα της κατά Θεόν ζωής του, την μεγάλη αγάπη του για την εκκλησία και την ιερά παρακαταθήκη και εντολή του:
«Αγαπάτε την Παναγία, τελείτε καθημερινώς τους χαιρετισμούς της και να είστε βέβαιοι ότι Αυτή θα μας σώσει».
Σεπτέ Γέροντα, λυπούμεθα πολύ, γιατί όλα αυτά τα έτη που σας γνωρίσαμε από κοντά, δεν μπορέσαμε να σας εκφράσουμε, όπως θα έπρεπε τον σεβασμό και την υϊική μας αγάπη προς το σεπτό πρόσωπό σας. Είμεθα όμως βέβαιοι ότι οι πρεσβείες Σας θα μας συνοδεύουν πάντα αφού εν τη κοίμησει Σας, ου κατελίπατε τον κόσμο και μετέστητε προς την αιώνιον ζωήν. Είη η μνήμη σας αιώνια και ατελεύτητος.
Οι πολλαπλώς ευεργετηθέντες υπό Εσάς και εσαεί ευγνώμονες.
Άγγελος Πάκλαρας – Θεολόγος.
Παύλος Α. Κυρατσής, Απόφοιτος Εκκλησιαστικής Σχολής.
Φωτο: Ο Μακαριστόςστο Επισκοπείο Βεροίας με τους γράφοντες Άγγελο Πάκλαρα & Παύλο Κυρατσή.