Η ΕΝΟΧΗ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σάμου και Ικαρίας.
Πολύ συζήτηση γίνεται γιά τό πρόσωπο τοῦ Ἰούδα καί μάλιστα γιά τό θέμα τῆς ἐνοχῆς του. Κάποιοι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Ἰούδας ἦταν προορισμένος νά προδώσει τόν Ἰησοῦ καί γι’ αὐτό δέν φέρει εὐθύνη. Ἄλλοι, μιμούμενοι ἀρχαίους αἱρετικούς, φθάνουν στό σημεῖο νά λέγουν ὅτι πρέπει νά ἀποδώσουμε κι εὐγνωμοσύνη στόν Ἰούδα διότι μέ τήν προδοσία του συνετέλεσε στήν πραγματοποίηση τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ καί τῆς λυτρώσεώς μας ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὅλα αὐτά κι ἄλλα ἀκόμα πού ἀκούγονται τόν τελευταῖο καιρό, μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά ἀσχοληθοῦμε κι ἐμεῖς σήμερα μέ τό πρόσωπο τοῦ Ἰούδα καί νά δώσουμε ἀπαντήσεις σέ πέντε βασικές ἐρωτήσεις.
Ἐρώτηση πρώτη. Γιατί εὐθύνεται ὁ Ἰούδας γιά τήν προδοσία ἀφοῦ ὅλα αὐτά τά γεγονότα ἦταν προφητευμένα;
Ἀκοῦν μερικοί νά λέγει ἡ Ἁγία Γραφή «Ἵνα πληρωθῆ τό ρηθέν ὑπό τοῦ Κυρίου διά τοῦ Προφήτου λέγοντος», ὁπότε νομίζουν ὅτι ἐπειδή κάτι ἔχει ἤδη προφητευθεῖ ἄρα εἶναι προορισμένο καί νά γίνει. Ὁρίστε λέγουν, ὁ Ἰούδας εἶναι ἀθῶος γιατί μέ τίς ἐνέργειές του ἐπαλήθευσε ὅσα ὁ Κύριος εἶχε προεγράψει διά τῶν Προφητῶν του. Ἐάν ἐμβαθύνουμε ὅμως στήν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, τότε θά καταλάβουμε ὅτι οἱ προφητεῖες, πού ὁμιλοῦν γιά τόν Ἰούδα δέν ἐγράφησαν γιά νά γίνει προδότης, κι ἔτσι νά τίς ἐπαληθεύσει ἀλλά διότι θά ἐγένετο, καί γι’ αὐτό ἐγράφησαν. Ὁ Θεός προγνωρίζει τά πάντα καί οἱ προφητεῖες περί Ἰούδα ἐγράφησαν διότι αὐτός ὁ Ἰούδας τό ἐπροκάλεσε κι ὄχι γιατί ὁ Θεός ἤθελε νά γίνει προδότης. Ἑπομένως ἡ πρόγνωσις τοῦ Θεοῦ δέν ἐμποδίζει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου οὔτε καταργεῖ τό αὐτεξούσιο. Ἐμεῖς σκανδαλιζόμεθα γιατί δέν καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ προφητεία τοῦ Θεοῦ ἐξαρτᾶται ἀπό τήν προδοσία τοῦ Ἰούδα κι ὄχι ἡ προδοσία ἀπό τήν προφητεία, ὅπως λανθασμένα νομίζουμε.
Ἐρώτηση δεύτερη. Γιατί ὁ Χριστός ἐκάλεσε τόν Ἰούδα νά γίνει μαθητής του ἀφοῦ ὡς Θεός προεγνώριζε τήν πτώση του;
Ὁ Κύριός μας ἀπό τόν εὑρύ κύκλο τῶν μαθητῶν του ἐπέλεξε δώδεκα, τούς ὁποίους ὀνόμασε ἀποστόλους του. Ὅταν ὁ Ἰούδας συγκαταλέχθηκε μεταξύ τῶν δώδεκα ἦταν ἄξιος τῆς ἐκλογῆς. Ἀπόδειξις τούτου εἶναι ὅτι ὁ Κύριος τόν ἀπέστειλε μαζί μέ τούς ἄλλους μαθητές νά κηρύξει καί τοῦ ἔδωκε τήν ἐξουσία νά ἐπιτελεῖ θαύματα καί νά ἐκβάλλει δαιμόνια. Ἐπίσης τό γεγονός ὅτι τόν ἔθεσε οἰκονόμο τῆς μικρῆς ὁμάδος τους φανερώνει ὅτι ἦταν καλός κι εἶχε πολλές ἱκανότητες. Δυστυχῶς ὅμως ὁ Ἰούδας δέν φάνηκε ἄξιος τῆς ἀγάπης, τῆς τιμῆς καί τῆς ἐμπιστοσύνης πού τοῦ ἔδειξε ὁ Κύριος. Ἐξέπεσε τῆς θέσεώς του ἀπό τήν στιγμή πού θεληματικά παρέδωσε τήν ψυχή του στά θανατηφόρα πάθη τῆς φιλαργυρίας, τῆς ζηλοφθονίας καί τῆς ὑποκρισίας.
Ὁ Θεός σέβεται τήν ἐλευθερία μας καί δέν δυσκολεύει κανέναν καί σέ ὅλους δίνει εὐκαιρίες γιά νά γίνουν καλύτεροι καί νά φθάσουν στήν ἁγιότητα. Καί στήν περίπτωση τοῦ Ἰούδα, ὁ Κύριος ἐφρόντισε μέ πολλούς τρόπους νά τόν βοηθήσει ἀλλά δυστυχῶς ὁ Ἰούδας «οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι».
Ἐρώτηση τρίτη. Τί ἔκαμε ὁ Χριστός γιά νά προλάβει τήν πτώση τοῦ Ἰούδα;
Ὅπως προείπαμε ὁ Κύριος μετῆλθε τά πάντα, γιά νά ἀποτρέψει τόν Ἰούδα ἀπό τήν πτώση καί νά τόν ἐμποδίσει νά φθάσει στό κατάντημα πού κατήντησε. Μαρτυρίες περί τούτου μᾶς διασώζουν οἱ εὐαγγελιστές.
α. Διαβάζουμε στόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη ὅτι μετά τήν ἀνάπτυξη τοῦ μεγάλου θέματος τῆς θείας Κοινωνίας κι ἀφοῦ πολλοί ἔφυγαν σκανδαλισμένοι μή μπορώντας νά δεχθοῦν τόν λόγο, ὁ Κύριος κλείνει τήν διδασκαλία του ὡς ἑξῆς: «Οὐκ ἐγώ ὑμᾶς τούς δώδεκα ἐξελεξάμην, καί ἐξ ὑμῶν εἷς Διάβολος ἐστιν;». Ὁ Ἰούδας ἦταν παρών καί ἀσφαλῶς ἄκουσε τόν λόγον αὐτόν τοῦ Κυρίου. Δέν συγκλονίστηκε ὅμως, οὔτε μεταμελήθηκε, οὔτε μετανόησε.
β. Πρό τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου κατά τήν ὥρα τῆς νίψεως τῶν ποδῶν τῶν μαθητῶν, ὁ Κύριος μεταξύ τῶν ἄλλων εἶπε καί τά ἑξῆς: «Καί ὑμεῖς καθαροί ἐστέ, ἀλλ’ οὐχί πάντες· ἤδει γάρ τόν παραδιδόντα αὐτόν· διά τοῦτο εἶπεν· οὐχί πάντες καθαροί ἐστέ». Ἀσφαλῶς ὁ Ἰούδας ἄκουσε τόν λόγον αὐτόν ὅπως ἐπίσης δέχθηκε νά τοῦ νίψει ὁ Κύριος τούς πόδας κι ὅμως ἡ καρδιά του δέν συγκινήθηκε, οὔτε στά μάτια του ἐμφανίσθηκαν δάκρυα μετανοίας.
γ. Τήν ὥρα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου ἔλαβε χώρα καί ὁ ἑξῆς διάλογος μεταξύ τοῦ Κυρίου καί τοῦ Ἰούδα: «Ὁψίας δέ γενομένης ἀνέκειτο μετά τῶν δώδεκα, καί ἐσθιόντων αὐτῶν εἶπεν·...Ὁ μέν Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει καθώς γέγραπται περί αὐτοῦ· Οὐαί δέ τῶ ἀνθρώπω ἐκείνω δι’ οὗ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται· καλόν ἦν αὐτῶ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. Ἀποκριθείς δέ Ἰούδας ὁ παραδιδούς αὐτόν εἶπε· μήτι ἐγώ εἰμί, ραββί; καί ὁ Κύριος τόν ἀποκαλύπτει λέγων· «Σύ εἶπας», δηλαδή μάλιστα, ὅπως λέγεις, ἐσύ εἶσαι.
Ὅπως βλέπετε ἀδελφοί μου, ὁ Κύριός μας, οὔτε γιά μιά στιγμή δέν σταμάτησε νά νουθετεῖ, νά ὑπενθυμίζει, νά ἀπειλεῖ τόν Ἰούδα. Λίγο ἦταν αὐτό πού τοῦ εἶπε, τό «Καλύτερο θά ἦταν νά μήν εἶχε γεννηθεῖ»;
Ὁ Θεοφύλακτος, ἑρμηνεύοντας τά λόγια τοῦ Κυρίου, λέγει ὅτι ἡ ἀνυπαρξία εἶναι προτιμότερη ἀπό τήν ἁμαρτία. Κι αὐτό γιατί ὁ ἄνθρωπος μέ τήν προαίρεσή του καί μέ τήν ραθυμία του ἔφερε τήν κακία στήν ὕπαρξή του κι ἔτσι φάνηκε ἀχάριστος ἀπέναντι στίς μεγάλες εὐεργεσίες πού ὁ Θεός τοῦ προσέφερε. Ὁ Κύριος λοιπόν προσπαθεῖ νά συνεφέρει τόν Ἰούδα ἀπό τήν ἄβυσσο τῆς κακίας πού ἔχει βυθιστεῖ ἀλλά αὐτός ὄχι μόνο δέν διορθώνεται ἐλεγχόμενος ἀλλά ὅλο καί περισσότερο σκληρύνει τήν καρδιά του μέ τήν ὑποκρισία καί τήν διαστροφή τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος θαυμάζοντας τήν μακροθυμία καί ἀνεξικακία τοῦ Κυρίου μας καί τίς συνεχεῖς προσπάθειες πού ἔκαμε γιά νά μαλάξει τήν καρδιά τοῦ Ἰούδα ἀναφωνεῖ: «Βαβαί τῆς ἀναισχυντίας, Ἰούδα! ἀκόμα καί θηρίο ἄν ἦταν παρόν, θά εἶχε γίνει πραότερο».
Τό ἀποκορύφωμα ὅμως τῆς μακροθυμίας τοῦ Κυρίου καί τῆς ἀναισχυντίας τοῦ Ἰούδα τό παρακολουθοῦμε στήν συγκλονιστική σκηνή τῆς Γεσθημανῆ, ὅπου ὁ Ἰούδας πλησίασε τόν Κύριο καί εἶπε: «Χαῖρε ραββί, καί κατεφίλησεν αὐτόν»! Μέ ἕνα διαβολικό φίλημα παρέδωσε τόν διδάσκαλόν του! Ἡ γεμάτη παράπονο φωνή τοῦ Κυρίου, «Ἑταῖρε ἐφ’ ὧ πάρει;», δέν ράγισε τήν παγωμένη καρδιά τοῦ προδότη μαθητή; Γιατί ἦρθες ἐδῶ Ἰούδα; Ἀγαπᾶς τόν διδάσκαλόν σου καί τόν καταφιλεῖς; Τότε πρός τί οἱ στρατιῶτες μετά μαχαιρῶν καί ξύλων; Ἦλθες γιά νά παραδώσεις τόν διδάσκαλο; Τότε πρός τί τό φιλί; Γιατί τόση ὑποκρισία καί ἀναλγησία καί ἀναισχυντία;
Ποιός λοιπόν πού ἔχει σῶας τάς φρένας μπορεῖ νά ὑποστηρίξει ὅτι εὐθύνεται ὁ Θεός γιά τήν ἐπαίσχυντον πρᾶξιν τοῦ Ἰούδα; Ὁ Κύριος τά πάντα ἔκαμε γιά νά σώσει τόν Ἰούδα, αὐτός ὅμως τυφλωμένος καί κυριευμένος ἀπό τά πάθη του καταστράφηκε. «Ὁ δέ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι»!
Ἐρώτηση τέταρτη. Ὁ Ἰούδας ἔβλαψε μέ τήν προδοσία ἤ ὠφέλησε, καί ἐάν ὠφέλησε γιατί κατηγορεῖται;
Ἀπαντᾶ ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ἄς προσέξουμε, διότι δέν εἶναι ἀθῶος ὁ Ἰούδας ἐπειδή ἔγινε αἰτία τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου μέ τόν ὁποῖο σώθηκε ἡ οἰκουμένη, ἀλλά μυρίων κολάσεων ἄξιος. Τήν σωτηρία μας δέν τήν ἐργάσθηκε ὁ Ἰούδας μέ τήν προδοσία του ἀλλά ὁ Χριστός μέ τήν σοφία του, πού δύναται νά μετατρέπει τίς πονηρίες μας σέ ἀγαθό.
Ἀλλά λέγουν· καί ἐάν ὁ Ἰούδας δέν τόν ἐπρόδιδε κάποιος ἄλλος θά τόν ἐπρόδιδε. Διότι, ἐάν ἔπρεπε νά σταυρωθεῖ ὁ Χριστός, κάποιος ἔπρεπε νά τόν προδώσει, αὐτός δέ ὁ κάποιος θά ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, καί ἄν πάντες ἦσαν ἀγαθοί, δέν θά ἐγένετο ἡ σωτηρία. Μή γένοιτο. Διότι ὁ πάνσοφος Θεός ἐγνώριζε πῶς νά τακτοποιήσει τήν σωτηρία, ἕστω καί ἄν ἦσαν ὅλοι ἀγαθοί. Διότι εἶναι πλούσιος σέ Σοφία καί ἀκατάληπτος. Καί τά λέγομεν αὐτά, διά νά μή νομίσει κανείς ὅτι ὁ Ἰούδας προσέφερε κάτι καλό στήν σωτηρία μας ἤ ὅτι δῆθεν οἰκονομίας ὑπηρέτης ἐγένετο».
Ἐρώτηση πέμπτη. Ἀφοῦ ὁ Ἰούδας μετεμελήθη καί ἐπέστρεψε τά τριάκοντα ἀργύρια γιατί τόν κατηγοροῦμε;
Σκανδαλίζονται μερικοί γιατί θεωροῦμε ἔνοχο τόν Ἰούδα ἄν καί αὐτός ἐπέστρεψε τά ἀργύρια καί ὁμολόγησε «Ἥμαρτον παραδούς αἷμα ἀθῶον». Ἡ ἀπάντησις εἶναι ἁπλῆ. Ὁ Ἰούδας μετεμελήθη, ἀλλά ἐνώπιον τῶν Ἰουδαίων. Ὁ Ἰούδας εἶχε ἁμαρτήσει σέ αὐτόν τόν ἴδιο τόν Κύριο. Δέν ζήτησε λοιπόν συγγνώμη ἀπό τόν Κύριο, ἀπό τόν μόνο ἐξάλλου πού ἔχει τήν δύναμη νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες. Καί σάν νά μήν ἔφτανε αὐτό, ἡ δαιμονική ἀπελπισία κατέλαβε τήν καρδιά τοῦ Ἰούδα καί τόν ὁδήγησε στήν αὐτοκτονία. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ὅτι ἄν ὁ Ἰούδας δέν ἔσπευδε νά γίνει δήμιος τοῦ ἑαυτοῦ του, τότε δέν θά εἶχε κάμει τήν ἁμαρτία του ἀσύγγνωστον. Κι ἄν εἶχε προσπέσει καί εἶχε ζητήσει τό ἔλεος τοῦ Κυρίου τότε θά εἶχε συγχωρηθεῖ.
Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος λαμβάνει ἀφορμή ἀπό τό τραγικό τέλος τοῦ Ἰούδα καί μᾶς διδάσκει νά μήν ἀπελπιζόμαστε: «Μηδείς τοίνυν, ἀγαπητοί, ἀπογινωσκέτω τῆς ἑαυτοῦ σωτηρίας· οὐκ ἔστι φύσεως τά τῆς πονηρίας· προαιρέσει τετιμήμεθα καί ἐλευθερία. Τελώνης εἶ; δύνασαι γενέσθαι Εὐαγγελιστής. Βλάσφημος εἶ; δύνασαι γενέσθαι Ἀπόστολος. Ληστής εἶ; δύνασαι παράδεισον συλῆσαι. Μάγος εἶ; δύνασαι προσκυνῆσαι τόν Δεσπότην. Οὐκ ἔστιν οὐδεμία κακία μετανοία μή λυομένη».
Ἄν λοιπόν ὁ Ἰούδας ζητοῦσε τήν συγχώρηση ἀπό τόν Κύριο τότε, ὅπως καί ὁ Πέτρος, θά ἀποκαθίστατο κι αὐτός στό ἀποστολικό του ἀξίωμα καί θά ἀποτελοῦσε γιά ὅλους ἐμᾶς ἀπαράμιλλο πρότυπο μετανοίας. Ἡ μεταμέλεια τοῦ Ἰούδα δέν εἶχε σχέση μέ τήν μετάνοια, γιατί τό κίνητρό της ἦταν ὁ πληγωμένος ἐγωισμός κι ὄχι ἡ συντριβή, ὡς ἔκφραση ταπεινώσεως. Ἡ μεταμέλεια δέν σώζει. Ὁ Χριστός σώζει. Καί ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ κοντά στόν Χριστό εἶναι αὐτός τῆς μετανοίας καί ταπεινώσεως, πού ἀπόψε μέ τό ἴδιο τό παράδειγμά του μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος μας μέ τήν νίψη τῶν ποδῶν τῶν μαθητῶν του. Ἄν εἴμαστε γνήσιοι μαθητές τοῦ ταπεινοῦ Ἰησοῦ, τότε γιατί ἀκόμα δουλεύουμε στά ἐγωιστικά θελήματά μας καί σκληρύνουμε τήν καρδιά μέ τήν ὑποκρισία καί τήν ἀδιαφορία μας;
Ἀδελφοί μου,
Ἡ τραγική κατάληξη τοῦ Ἰούδα καί ἡ φοβερή πτώση του πρέπει νά συγκλονίσει τίς καρδιές μας. Μήν μένουμε μακριά ἀπό τόν Κύριό μας. Ὅσο κι ἄν ἔχουμε ἁμαρτήσει μήν ἀδιαφορήσουμε ἀλλά ἄς πλησιάσουμε μέ δάκρυα ταπεινώσεως καί μετανοίας τόν Κύριό μας κι ἄς ζητήσουμε ἀπό αὐτόν νά ἀνακαινίσει τήν ὕπαρξή μας μέ τό ἄχραντο αἷμα του, παρέχοντάς μας τήν συγχώρηση καί τήν δύναμη νά ἀγωνισθοῦμε νά μείνουμε μακριά ἀπό τά ἁμαρτωλά φρονήματα τῆς σαρκός.
Μήν δικαιολογούμεθα. Μήν λέμε ὅτι ἔχουμε χρόνο. Τώρα εἶναι ὁ καιρός τῆς σωτηρίας. Μήν λέμε ὅτι ἐγώ δέν ἔχω ἁμαρτίες. Κανείς δέν εἶναι ἀναμάρτητος. Μήν λέμε ὅτι ἐγώ τά λέγω ἀπ’ εὐθείας στόν Χριστό καί δέν πηγαίνω νά ἐξομολογηθῶ. Ὁ Κύριος στούς Ἀποστόλους του ἔδωσε τήν ἐξουσία νά συγχωροῦν τίς ἁμαρτίες κι αὐτή τήν χαρισματική ἐξουσία οἱ Ἀπόστολοι τήν ἔδωσαν στούς διαδόχους τους, τούς Ἐπισκόπους. Ὁ Ἐπίσκοπός σας καί οἱ Ἱερεῖς σας, φορῶντας τό λέντιον τῆς Ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ, περιμένουν κάθε πεφορτισμένο καί κοπιῶντα αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κόσμου γιά νά θεραπεύσουν τήν τραυματισμένη ψυχή του μέ τήν σωστική χάρη τοῦ Θεανθρώπου Λυτρωτοῦ μας.
Αὐτές τίς ἅγιες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ἄς στρέψουμε τά βλέμματά μας στόν Χριστό. Αὐτός εἶναι ἡ σωτηρία μας. Ἄς προετοιμάσουμε τήν καρδιά μας μέ τήν ἐξομολόγηση, τήν μετάνοια, καί τά ἔργα ἀγάπης, καί τότε θά ἀπολαύσουμε κι ἐμεῖς τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, πού θά μᾶς προσφέρει μέ τήν σταυρική του θυσία καί τήν Ἀνάστασή του.
Ὁ ἱερός ὑμνογράφος θά μᾶς προτρέψει ἀπόψε: «Κανένας ἀπό τούς πιστούς νά μή μείνει ἀμέτοχος ἀπό τό Δεσποτικό δεῖπνο. Κανένας ἀπολύτως νά μήν προσέλθει στήν ἁγία τράπεζα μέ τόν ὑποκριτικό δόλο τοῦ Ἰούδα. Γιατί ἐκεῖνος, ἄν καί δέχθηκε τό τμῆμα τοῦ ψωμιοῦ, ὅμως προχώρησε ἐναντίον τοῦ Ἄρτου τῆς ζωῆς. Καί ἐπιφανειακά μέν φαινόταν ὡς μαθητής, ἐνῶ πραγματικά ἦταν ὁ φονιάς. Μέ τούς Ἰουδαίους μαζί χαιρόταν ὑπερβολικά, ἀλλά καί μέ τούς Ἀποστόλους συνδεόταν καί συγκατοικοῦσε. Ἐνῶ μισοῦσε τόν Κύριο, ὅμως τοῦ ἔδινε φίλημα ἀγάπης καί μ’ αὐτό τό σημάδι πουλοῦσε Ἐκεῖνον, πού μᾶς ἐξαγόρασε ἀπό τήν κατάρα, δηλαδή τόν Θεό καί Σωτήρα τῶν ψυχῶν μας».