(από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ) Με ένα απλό διάταγμα που υπέγραψε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Ιλιρ Μέτα, το αλβανικό κράτος χορήγησε την υπηκοότητα στον Αρχιεπίσκοπο Τιράνων - Δυρραχίου και Πάσης Αλβανίας κ. Αναστάσιο, σκορπίζοντας, μέρες εορτών, τη χαρά στους ανά τη χώρα ορθοδόξους που υπολογίζεται ότι ξεπερνούν το 20% του πληθυσμού.
Την απόφαση του προέδρου της Δημοκρατίας χαιρέτισαν η πολιτική τάξη και τα ΜΜΕ της Αλβανίας, και βεβαίως της Ελλάδας, πλην κάποιων ακραίων εθνικιστικών κύκλων της γείτονος που θεωρούσαν και εξακολουθούν τον ηγέτη των Ορθόδοξων ως τον άνθρωπο δια του οποίου η Ελλάδα απεργάζεται την υπονόμευση του αλβανικού κράτους ή κάπως έτσι.
Επί είκοσι έξι ολόκληρα χρόνια και ενώ ο κ. Αναστάσιος πέτυχε, ανεβαίνοντας «Γολγοθά», την ανάσταση της κατεδαφισμένης από το κομμουνιστικό καθεστώς Ορθόδοξης Εκκλησίας και ακτινοβολούσε ως προσωπικότητα διεθνώς, προβάλλοντας ανά τον πλανήτη το προφίλ της Αλβανίας ως κράτους με θρησκευτική ανεκτικότητα, οι κύκλοι αυτοί τον κρατούσαν σε «ομηρεία», πιέζοντας τις κυβερνήσεις και τους προέδρους της Δημοκρατίας, να μην ικανοποιήσουν το αίτημά του για χορήγηση αλβανικής υπηκοότητα, την οποία οι πάντες παραδέχονταν ότι εδικαιούτο.
Και το πετύχαιναν στο όνομα του πολιτικού κόστους, το οποίο ο νέος πρόεδρος της χώρας αγνόησε και υπέγραψε το σχετικό διάταγμα.
Είχα την τύχη να βιώσω δημοσιογραφικά τον μεγάλο και δύσκολο ανήφορο του φωτισμένου ιεράρχη, από την ημέρα που πάτησε το πόδι του στα Τίρανα και μέρος τη περιπέτειάς του καταχώρησα στο βιβλίο υπό τον τίτλο «Στον Αστερισμό του Εθνικισμού- Αλβανία και Ελλάδα στην μετά Χότζα Εποχή», μερικά αποσπάσματα:
Μια κορυφαία προσωπικότητα της Ορθοδοξίας
...Ένα ζεστό μεσημέρι του Ιουλίου του 1991, έφτανε στο πρωτόγονο αεροδρόμιο των Τιράνων, ένας μαυροντυμένος ρασοφόρος. Τον περίμεναν καμιά δεκαπενταριά άτομα και μετά τις διατυπώσεις στον έλεγχο διαβατηρίων, όλοι μαζί κατευθύνθηκαν σ’ έναν κατεστραμμένο ορθόδοξο χριστιανικό ναό, στο κέντρο των Τιράνων, στη θέση του οποίου είχε αναγερθεί γυμναστήριο. Σ’ αυτό γυμναζόταν ο πιτσιρικάς, τότε, Πύρος Δήμας, μετέπειτα χρυσός ολυμπιονίκης με τα ελληνικά χρώματα στην άρση βαρών.
Εκεί, ο διοπτροφόρος ιερωμένος τέλεσε πάνω σε κάποια υπολείμματα χαλασμάτων την πρώτη, ύστερα από εικοσιτέσσερα ολόκληρα χρόνια, θεία λειτουργία στην Αλβανία, με τους ανθρώπους του καθεστώτος –κυβερνούσε ακόμη ο Ραμίζ Αλία– να τον παρακολουθούν σε κάθε κίνησή του και τους απλούς πολίτες, που δεν είχαν αντικρίσει άλλη φορά μια τέτοια μορφή, να τον περιεργάζονται σαν εξωγήινο!
Ο άνθρωπος με τα ράσα, τα λευκά γένια και το σπινθηροβόλο βλέμμα, δεν ήταν άλλος από τον Αναστάσιο Γιανουλάτο, νυν Αρχιεπίσκοπο Τιράνων και Πάσης Αλβανίας, που έφτανε ως έξαρχος του Ορθόδοξου Οικουμενικού Πατριαρχείου, εντεταλμένος και αποφασισμένος να σηκώσει το βαρύ φορτίο της ανοικοδόμησης από τα ερείπια της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αλβανία, την οποία από το 1967 το καθεστώς Χότζα είχε κατεδαφίσει πλήρως, απαγορεύοντας κάθε θρησκευτική εκδήλωση και μετατρέποντας τους ναούς σε μουσεία ή και στάβλους.
Ο Γολγοθάς του Αναστάσιου, που θα εξελισσόταν σε μια από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της σύγχρονης Ορθοδοξίας, ξεκίνησε από τις ιεραποστολές στις ζούγκλες της Αφρικής και συνεχίζεται ακόμα τώρα, καθώς, μολονότι αποτελεί πλέον κατοχυρωμένο και καταξιωμένο, εντός και εκτός Αλβανίας, θεσμικό παράγοντα, δεν έπαψε να βρίσκεται στο στόχαστρο των εθνικιστικών κύκλων της χώρας τα συμφέροντα της οποίας προωθεί στα διεθνή εκκλησιαστικά φόρα.
Ήταν, ένα απόγευμα του φθινοπώρου του 1990, όταν δέχθηκε στο Ναϊρόμπι της Κένυα, όπου δραστηριοποιείτο στο πλαίσιο ιεραποστολής, ένα τηλεφώνημα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, με το οποίο ο τότε Πατριάρχης Δημήτριος τον καλούσε να πάει ως πατριαρχικός έξαρχος στην Αλβανία.
Η απόφαση ήταν μεγάλη. Θα αναγκαζόταν ν’ αφήσει στη μέση το σπουδαίο έργο του και την ανθρωπιστική βοήθεια που προσέφερε στους φτωχούς και δεινοπαθούντες Αφρικανούς. Εξίσου μεγάλη, όμως, ήταν και η πρόκληση. Αν ήταν να πάει σε κάποια μεγάλη πόλη ή μια πλούσια χώρα, δεν ετίθετο καν ζήτημα για τον σεμνό ιεράρχη, θα το απέρριπτε. Στην Αλβανία, όμως, όπου κατέρρεε το στυγνό καθεστώς και οι νέοι κυρίως άνθρωποι δεν είχαν ακούσει καν για το Χριστό, ούτε ήξεραν να κάνουν τον σταυρό τους;
Ζήτησε μια μικρή προθεσμία για να διαλογιστεί και αφού πέρασε πολλές ώρες κλεισμένος στο φτωχικό δωματιάκι, η απάντησή του στο δεύτερο τηλεφώνημα από το Φανάρι ήταν «γενηθήτω το θέλημα του Κυρίου».
Δεν γνώριζε, βέβαια, την αλβανική πραγματικότητα, ούτε φυσικά ήταν σε θέση να προβλέψει το χάος στο οποίο θα έπρεπε να επιβιώσει και να δραστηριοποιηθεί, καθώς στη χώρα είχε αρχίσει ήδη να φουσκώνει το λαθρομεταναστευτικό τσουνάμι και διαλύονταν τα πάντα.
Χρειάστηκε να περιμένει κάμποσους μήνες για να πάρει βίζα, αλλά και να ευδοκιμήσει το δραματικό παρασκήνιο, με ισχυρές πιέσεις του διεθνούς παράγοντα προς τα Τίρανα, προκειμένου να αποδεχθεί την παρουσία ενός Έλληνα στην κορυφή της πυραμίδας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που μπορεί να είχε εκθεμελιωθεί από τον Χότζα, όμως, παρέμενε βαθιά ριζωμένη στις ψυχές των μεγαλύτερων στην ηλικία ανθρώπων, ειδικά του νότου όπου κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο.
Για τον αλβανικό εθνικισμό και τη διαχεόμενη στην πολιτική και πνευματική τάξη επιρροή του, ο Αναστάσιος δεν ήταν ένας απλός ποιμενάρχης, ο θρησκευτικός ηγέτης όσων ασπάζονταν ή επρόκειτο να ασπαστούν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, αλλά ο Δούρειος Ίππος της Ελλάδας, ο εντεταλμένος να εξελληνίσει την Αλβανία.
Ύστερα, ήταν και τα άλλα θρησκευτικά δόγματα, με τη δική τους προϊστορία και τους δικούς τους στόχους στην Αλβανία: ο αραβικός ισλαμισμός δεν έβλεπε με καθόλου καλό μάτι την επανίδρυση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, θεωρώντας ότι η Αλβανία, με το ποσοστό των μουσουλμάνων να υπερβαίνει σε ποσοστό το 60% του πληθυσμού ήταν για το Κοράνι προνομιακό πεδίο, μολονότι αυτή η χώρα ουδέποτε είχε παράδοση στον θρησκευτικό φανατισμό και οι μουσουλμάνοι της είναι μπεχτασίδες. Ένα αμιγώς μουσουλμανικό, και γιατί όχι ισλαμικό κράτος, στην Ευρώπη, θα ήταν «δώρο Αλλάχ» για τα κέντρα του σκληρού ισλαμισμού της Ανατολής, ένα πρώτης τάξεως προγεφύρωμα στη χριστιανική Ευρώπη.
Αλλά και το Βατικανό, με παραδοσιακά ισχυρή την επιρροή του καθολικισμού στη Σκόδρα και άλλες περιοχές του βορρά, δεν χοροπηδούσε από τη χαρά του, με την παρουσία του Αναστάσιου στα Τίρανα, αν και επισήμως ουδέποτε του δημιούργησε πρόβλημα και ο Πάπας Βενέδικτος τον δέχτηκε αργότερα στην Αγία Έδρα με υψηλές τιμές.
Μολαταύτα, ο Αναστάσιος εξελέγη, στις 24 Ιουνίου 1992, από την Ιερά Σύνοδο του Ορθόδοξου Οικουμενικού Πατριαρχείου Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και Πάσης Αλβανίας. Ταυτοχρόνως, η πατριαρχική σύνοδος εξέλεξε και τρεις μητροπολίτες, τον Αργυροκάστρου Αλέξανδρο, τον Κορυτσάς Χριστόδουλο και τον Βερατίου Ιγνάτιο, Έλληνες οι δυο πρώτοι και Έλληνας με αρβανίτικη καταγωγή ο τρίτος.
Όμως, το Φανάρι είχε υπολογίσει –ή θέλησε να προκαταλάβει με την απόφασή του τις όποιες αντιδράσεις των Τιράνων– χωρίς τον ξενοδόχο, την αλβανική κυβέρνηση, δηλαδή. Με το που πληροφορήθηκε, λοιπόν, τηλεφωνικά την προαγωγή του ο Αναστάσιος, ρώτησε αμέσως εάν η απόφαση ήταν σε γνώση της αλβανικής κυβέρνησης και του πρωθυπουργού Σαλί Μπερίσα, που εν τω μεταξύ είχε ανέβει με εκλογές στην εξουσία, και έλαβε αρνητική απάντηση.
«Μ’ έζωσαν τα φίδια, αισθανόμουν ότι μπαίνουμε σε περιπέτειες», θα μου πει σε μια από τις πολλές συζητήσεις μας αργότερα.
Οι φόβοι του επαληθεύτηκαν, όταν την επομένη ζήτησε συνάντηση με τον πρωθυπουργό Μπερίσα, αλλά οι μέρες περνούσαν χωρίς να παίρνει απάντηση. Με τα πολλά και κατόπιν πιέσεων της Αθήνας, αλλά και της Ουάσιγκτον, ο Μπερίσα δέχθηκε να δει τον Αρχιεπίσκοπο στον οποίο, μέχρι εκείνη την ώρα στενοί συνεργάτες του, που γνώριζαν τι σημαίνει αλβανική ξεροκεφαλιά, συνιστούσαν να τα παρατήσει, διαβλέποντας το μάταιο της προσπάθειας.
Η συνάντηση έγινε σε φιλική ατμόσφαιρα, όμως, ο Μπερίσα ξεκαθάρισε στον ιεράρχη, αλλά και στην πατριαρχική αντιπροσωπεία που τον επισκέφθηκε αμέσως μετά, ότι δέχεται την εγκατάστασή του στην κορυφή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όχι, όμως, και την πλαισίωσή του από άλλους ιερωμένους από την Ελλάδα.
Το μήνυμα ήταν σαφές: τα Τίρανα δεν ήθελαν μια «ελληνοποιημένη» Ορθόδοξη Εκκλησία. Συμφωνούσαν στην παρουσία του ηγέτη, επ’ ουδενί, όμως, δέχονταν σύνοδο συγκροτούμενη από Έλληνες ιερείς, καθώς αυτή θα εξέλεγε από τα μέλη της το διάδοχο του Αναστάσιου, όταν στο μέλλον ερχόταν η ώρα. Άρα και ο μετά τον Αναστάσιο αρχιεπίσκοπος θα ήταν Έλληνας, πράγμα αδιανόητο για τους Αλβανούς ηγέτες.
Ο Αναστάσιος βρέθηκε ενώπιον ενός σοβαρού προβλήματος: πώς θα μπορούσε να διοικήσει την Εκκλησία χωρίς σύνοδο; Και αν επέμενε ο Μπερίσα, θα έβρισκε Αλβανούς ιερωμένους για να την συγκροτήσει; Μπορούσε, όμως, εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα, να κάνει πίσω ή έπρεπε να τραβήξει μπροστά έστω και με την κατάσταση ως είχε και όπου βγει;
Επέλεξε τον δεύτερο δρόμο, μολονότι ήξερε πως η πορεία θα ήταν επίπονη και, το σπουδαιότερο, αμφίβολη ως προς το αποτέλεσμα και, για να ξεπεραστεί το πρόβλημα των μητροπολιτών, πάγωσε ο διορισμός τους μέχρι το 1997, οπότε πλέον παραιτήθηκαν ο Κορυτσάς και ο Αργυροκάστρου, για να αντικατασταθούν από άλλους, όταν στην κυβέρνηση ήρθε ο ορθόδοξος χριστιανός Φατός Νάνο, ενώ παρέμεινε ο μητροπολίτης Βερατίου.
Σε αυτή την ατμόσφαιρα, στις 2 Αυγούστου του 1992, ενθρονίστηκε παρουσία χιλιάδων πιστών στον καθεδρικό ναό των Τιράνων, που είχε διαμορφωθεί όπως όπως, σε εκκλησία, Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και Πάσης Αλβανίας.
Μια μικρή οργανωμένη «κλάκα» εκκλησιαστικών αντιφρονούντων, μάλλον κατευθυνόμενων από τις μυστικές υπηρεσίες, επιχείρησε να προκαλέσει αναστάτωση φωνάζοντας συνθήματα κατά του Αναστάσιου στη τελετή, πλην όμως αποδοκιμάστηκε και απομονώθηκε από το πλήθος των ορθοδόξων που φώναζαν «άξιος-άξιος». Ήταν, ωστόσο, ένα μήνυμα ότι ο δρόμος δεν θα ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Πράγματι ο τραχύς, μαρτυρικός ανήφορος, στην πραγματικότητα, άρχιζε από εκείνη την ημέρα.
Και μια σύμπτωση με ισχυρό συμβολισμό την οποία συνηθίζει να αφηγείται όταν αναφέρεται στο δύσκολο ξεκίνημά του: Σύμφωνα με το πατριαρχικό τυπικό, το έγγραφο εκ μέρους του αποδοχής της απόφασης του Πατριαρχείου για την ανάληψη της ηγεσίας τοποθετείται πάνω στο Ευαγγέλιο το οποίο ανοίγεται τυχαία. Στην περίπτωσή του άνοιξε στην ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής!
Τα εμπόδια που έπρεπε να υπερπηδήσει ήταν πολλά και απρόβλεπτα. Κυρίως, όμως, ήταν υποχρεωμένος να κινείται μονίμως σε κλίμα καχυποψίας το οποίο τροφοδοτούσαν με κάθε τρόπο όσοι δεν τον ήθελαν στην Αλβανία, και ήταν πολλοί. Του πρότειναν κάποιοι ευκατάστατοι Ορθόδοξοι να του αγοράσουν για τις μετακινήσεις του μια θωρακισμένη Μερσέντες, ώστε να αισθάνεται ασφαλής, αλλά αρνήθηκε. Σκαρφάλωνε σε ορεινές περιοχές, πότε καβάλα σε γαϊδουράκι και πότε με τα πόδια.
Ανεβαίνοντας από την πλατεία Σκεντέρμπεη τη λεωφόρο Ρούγκα ε Ντούρεσιτ, που οδηγεί στο Δυρράχιο, στα δεξιά ήταν ο χώρος των πρεσβειών και αριστερά λίγο πιο πάνω η Αρχιεπισκοπή. Νιώσαμε σοκ, όταν μπήκαμε στο κτίριο για να συναντήσουμε τον Αναστάσιο. Έμενε κυριολεκτικά σ’ ένα ερείπιο.
Ήταν μια παλιά εκκλησία, που είχε μετατραπεί από το καθεστώς σε κλειστό γυμναστήριο, και τώρα προσπαθούσε ο Αναστάσιος να στήσει εκεί το στρατηγείο του. Αυτή ήταν η αρχιεπισκοπή… Μας δέχτηκε σ’ ένα δωματιάκι, τα τζάμια στα παράθυρα του οποίου ήταν σπασμένα και καλύπτονταν από χαρτόνια. Ένας παλιός καναπές, μια υποτυπώδης βιβλιοθήκη με λίγα εκκλησιαστικά βιβλία, μια εικόνα του Χριστού, ένα μαγκάλι για να ζεσταίνει το χώρο και κάποια μισοσβησμένα κεριά.
«Έχουμε δυο ως τρεις ώρες το εικοσιτετράωρο ηλεκτρικό ρεύμα και δεν υπάρχει καλοριφέρ. Ας είναι καλά το μαγκάλι», μου είπε και στην επισήμανσή μου για τον κίνδυνο των αναθυμιάσεων, απάντησε γελώντας: «Δε βαριέσαι, όσο αντέξει το φιτίλι από το καντήλι μου».
Μιλήσαμε πολύ και για πολλά. «Το ταξίδι που ξεκινήσαμε είναι μακρύ και δύσκολο. Η δικτατορία του Χότζα δεν άφησε τίποτα όρθιο. Πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή. Η καχυποψία του καθεστώτος είναι μεγάλο εμπόδιο στην προσπάθειά μας. Μας αντιπαλεύουν σκληρά οι ισλαμιστές, αλλά και κάποιοι κύκλοι του Βατικανού. Θα παλέψουμε και με τη βοήθεια του Θεού θα τα καταφέρουμε», μου είπε.
Ένας αρχιμανδρίτης βάζει μπουρλότο
“...Στις 2 Αυγούστου του 1992, εν μέσω σφοδρών αντιδράσεων των αλβανικών εθνικιστικών κύκλων, πραγματοποιήθηκε στα Τίρανα η ενθρόνιση του αρχιεπισκόπου Αναστασίου Γιανουλάτου, ο οποίος από το καλοκαίρι του 1991 τελούσε χρέη έξαρχου, απεσταλμένου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, με εντολή να ανορθώσει από τα ερείπια την ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, την οποία είχε καταστρέψει το καθεστώς Χότζα.
Η ενθρόνιση επιτράπηκε κατόπιν διεθνών πιέσεων. Ο αρχιεπίσκοπος, όπως έγινε και με τους καθολικούς και τους μουσουλμάνους, έφερε μαζί του και ορισμένους χαμηλόβαθμους ιερωμένους από την Ελλάδα για να μπορέσει να στηρίξει το έργο του. Στη μητρόπολη Αργυροκάστρου, το σπουδαιότερο κέντρο του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου, τοποθέτησε δύο αρχιμανδρίτες: τον νυν μητροπολίτη Δημήτριο και τον Χρυσόστομο Μαϊδώνη.
Ο τελευταίος, ωστόσο, όπως ισχυρίστηκαν οι αλβανικές αρχές, δεν περιορίστηκε στα αμιγώς θρησκευτικά του καθήκοντα.
Συνδέθηκε με σκληροπυρηνικά στοιχεία της μειονότητας και μαζί με το λόγο του Θεού μετέδιδε εθνικοπατριωτικά μηνύματα.
Επόμενο ήταν να τεθεί στο στόχαστρο του καθεστώτος που βρήκε μια καλή αφορμή να πλήξει το θρησκευτικό φρόνημα των Ελλήνων της Αλβανίας. Και όχι μόνο αυτό. Οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών ορθοδόξων, για πρώτη φορά, δοκιμάστηκαν στ’ αλήθεια..
Στο Αργυρόκαστρο την ίδια περίοδο είχε τοποθετηθεί ένας χότζας προερχόμενος από τα Σκόπια, ο οποίος επιδίωκε να καλλιεργήσει ακραίες ισλαμικές τάσεις και νοοτροπία στη μουσουλμανική κοινότητα του Αργυροκάστρου.
Παρότρυνε τους Αλβανούς μουσουλμάνους, ανεξαρτήτως φύλου, που ήταν παντρεμένοι με ορθοδόξους, να πάρουν διαζύγιο, ενώ αξίωνε από τις αρχές να χωριστεί το νεκροταφείο σε ορθόδοξο και μουσουλμανικό.
Η δράση του ισλαμιστή ιερωμένου είχε ανησυχήσει έντονα τη χαμηλών τόνων μουσουλμανική κοινότητα του Αργυροκάστρου, η οποία το 1994 απαίτησε την απομάκρυνσή του. Αυτό συνέβη λίγο μετά το επεισόδιο της Επισκοπής. Αφορμή στάθηκαν οι πύρινοι λόγοι του από το μιναρέ του τζαμιού εναντίον του ελληνικού στοιχείου και των ορθοδόξων.
Η μουσουλμανική κοινότητα βρέθηκε εκτεθειμένη, καθώς τα όσα ξεστόμιζε ο θρησκευτικός τους ηγέτης ήταν πιο προχωρημένα ακόμα και από τα όσα ψυχροπολεμικά είχε αφήσει πίσω με την ομιλία του ο υπουργός Αμύνης της χώρας Σαφέτ Ζουλάλι, την ημέρα της κηδείας των θυμάτων του επεισοδίου της Επισκοπής, δηλώνοντας πως το αίμα των νεκρών της Επισκοπής θα πληρωθεί με αίμα! Οι Αλβανοί ορθόδοξοι και μουσουλμάνοι δεν επιθυμούσαν σε καμιά περίπτωση να φθάσουν στα άκρα με την Ελλάδα, από την οποία εξασφάλιζαν επί το πλείστον την επιβίωσή τους, ενώ ποτέ στην ιστορία τους δεν είχαν ακραίες σχέσεις με το ελληνικό στοιχείο.
Στις 24 Ιουνίου του 1993, η αστυνομία του Αργυροκάστρου αξίωσε από τον Μαϊδώνη να εγκαταλείψει την ίδια κιόλας ημέρα την Αλβανία, με το πρόσχημα ότι δεν είχε άδεια παραμονής. Εκείνος αρνήθηκε, και, έτσι, μόλις έπεσε η νύχτα, η αστυνομία έθεσε υπό φρούρηση το σπίτι όπου έμενε και στο οποίο έτυχε να βρίσκεται και ο αρχιεπίσκοπος, ο οποίος βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.
Αργά τη νύχτα, ο πρόξενος της Ελλάδας, Βασίλης Μπορνόβας, ζήτησε να δει τον αρχηγό της αστυνομίας, επικαλούμενος το γεγονός ότι πρόκειται για Έλληνα πολίτη· η συνάντηση έγινε στο γραφείο του αξιωματικού.
Ο σκοπός ξεκάθαρος: Να κερδηθεί χρόνος και ει δυνατόν να εξομαλυνθεί η κατάσταση. Και επ’ αυτού ο Έλληνας πρόξενος έφερε ως επιχείρημα την έλλειψη οδηγιών από την Αθήνα, λόγω του προχωρημένου της νύχτας.
Καθώς ξημέρωνε, το νέο διαδόθηκε στα χωριά της Δρόπολης. Οι καμπάνες στις εκκλησίες ήχησαν και σε λίγη ώρα άρχισαν να καταφθάνουν έξω από το σπίτι εκατοντάδες πιστοί, στην πλειονότητά τους Έλληνες αλλά και Αλβανοί ορθόδοξοι.
Με το φως της ημέρας το πλήθος έξω από το σπίτι μεγάλωσε και οι δυνάμεις της αστυνομίας ενισχύθηκαν. Στην εξώπορτα είχαν στριμωχτεί δεκάδες γυναίκες για να μην επιτρέψουν την εισβολή των αστυνομικών. Οι ώρες περνούσαν και η αγωνία κορυφωνόταν. Ο διευθυντής της αστυνομίας, όμως, δεν έδινε εντολή για βίαιη επέμβαση. Ούτε η Αθήνα έστελνε οδηγίες στους διπλωμάτες της και δεν τις έστειλε ποτέ. Όπως δεν έστειλε ποτέ και μηνύματα μεσολάβησης στα Τίρανα.
Κάποια στιγμή μια πέτρα, που ίσως την έριξε κάποιος από τη στροφή του σοκακιού, χτύπησε έναν αστυνομικό στο μέτωπο. Εκείνος ξαφνιάστηκε και αντέδρασε βίαια, επιτιθέμενος εναντίον όσων βρίσκονταν κοντά του. Δημιουργήθηκε αναστάτωση. Σε λίγο, οι αστυνομικοί ανασυντάχθηκαν και άρχισαν να απωθούν το πλήθος βίαια, αδιαφορώντας αν ήταν γυναίκες ή άνδρες.
Στο μεταξύ, είχε φθάσει από τα Τίρανα και η επίσημη εντολή για δράση. Προκλήθηκε πανδαιμόνιο. Οι αστυνομικοί έσπασαν την πόρτα, εισέβαλαν στο σπίτι και πήραν σηκωτό τον αρχιμανδρίτη Μαϊδώνη. Τον επιβίβασαν σε κλούβα και καταδιωκόμενοι από εκατοντάδες ορθόδοξους χριστιανούς στους κατηφορικούς δρόμους του Αργυροκάστρου κατευθύνθηκαν στην Κακαβιά όπου και τον απέλασαν στο ελληνικό φυλάκιο.
Η σκηνή κατά την οποία ο αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος περιπλανιόταν μόνος, σε απόγνωση, στα σοκάκια της πόλης σ’ εκείνες τις δύσκολες στιγμές, προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στο πλήθος και μεταδόθηκε από τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Η αντίδραση του ορθόδοξου χριστιανικού στοιχείου υπήρξε δυναμική. Την ίδια μέρα, την επόμενη και τη μεθεπόμενη, εκατοντάδες διαδηλωτές συγκρούονταν με την αστυνομία. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν φθάσει και από άλλες περιοχές, το Δέλβινο, τους Αγίους Σαράντα και την Πρεμετή. Η αστυνομία είχε αναπτυχθεί στους δρόμους και τα ελληνικά μειονοτικά χωριά, ασκώντας βία και τρομοκρατία και προβαίνοντας σε προσαγωγές και συλλήψεις. Πολλοί μειονοτικοί κατήγγειλαν ότι βασανίστηκαν κατά την κράτηση και την ανάκρισή τους. Τις επόμενες μέρες ένα υπόμνημα διαμαρτυρίας που κυκλοφόρησε υπογράφηκε από μερικές χιλιάδες ορθόδοξους πιστούς.
Οι τόνοι ανέβηκαν στις ελληνοαλβανικές σχέσεις και η Αθήνα απάντησε με σκληρές δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων και μαζικές απελάσεις λαθρομεταναστών, ενώ τα Τίρανα κατηγόρησαν την Ελλάδα για ανάλγητη στάση απέναντι στους οικονομικούς μετανάστες και προσπάθεια υπονόμευσης της εθνικής της κυριαρχίας.
Λίγες ώρες μετά την απέλαση, το Γενικό Συμβούλιο της Ομόνοιας, με ανακοίνωσή του καταδίκασε την ενέργεια της αλβανικής κυβέρνησης, τονίζοντας πως αυτή «αποτελεί περαιτέρω κλιμάκωση παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γενικά και ειδικότερα των δικαιωμάτων της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας».
Ο ελεγχόμενος από την αλβανική κυβέρνηση κρατικός ραδιοσταθμός προέβαλε την αλβανική εκδοχή για τα γεγονότα και την ένταση που προκλήθηκε. Ανέφερε χαρακτηριστικά στις 6 Ιουλίου 1993:
«Τις τελευταίες ημέρες σημειώθηκε ένταση στις σχέσεις μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας, αφού η τοπική αστυνομία της επαρχίας Αργυροκάστρου εκδίωξε τον Έλληνα πολίτη Χρυσόστομο Μαϊδώνη που βρισκόταν στην Αλβανία ως ιερέας επισκέπτης, χωρίς τα απαιτούμενα έγγραφα, και ο οποίος για μακρύ χρονικό διάστημα μοίραζε προκηρύξεις, έντυπα και χάρτες στους οποίους η Νότια Αλβανία παρουσιαζόταν ως τμήμα της Ελλάδας. Ο ίδιος διακήρυττε τη θρησκευτική διάσπαση και επιτέθηκε ενάντια στον Πάπα του Βατικανού και την ισλαμική θρησκεία. Για την εκδίωξη αυτού του Έλληνα πολίτη ενημερώθηκε επίσημα ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στο Αργυρόκαστρο.
Όμως, η ελληνική κυβέρνηση αντί να ζητήσει τα αναγκαία στοιχεία για την παράνομη αντιαλβανική δραστηριότητα αυτού του ιερέα επισκέπτη και να την καταδικάσει, για να εκδικηθεί, προέβη άμεσα σε μια σειρά μέτρων που προκάλεσαν την ένταση μεταξύ των δυο χωρών.
Μεταξύ άλλων:
Α) Ανεστάλησαν οι προγραμματισμένες επισκέψεις των υπουργών Οικονομίας, Εξωτερικών και Άμυνας της Ελλάδας στην Αλβανία.
Β) Άρχισε επιχείρηση-σκούπα της αστυνομίας για τη μαζική, άμεση και χωρίς προειδοποίηση απέλαση των Αλβανών μεταναστών που εργάζονταν στην Ελλάδα, για τους οποίους στις διακυβερνητικές συναντήσεις είχε προβλεφθεί η νομιμοποίηση της απασχόλησής τους. Σε μια εβδομάδα εκδιώχθηκαν 20.981 Αλβανοί μετανάστες, από τους οποίους οι 3.401 με κανονικά έγγραφα και βίζα. Η επιχείρηση-σκούπα χαρακτηρίστηκε από τη χρήση σωματικής βίας (453 τραυματίες από τους οποίους οι 4 σοβαρά), τις μαζικές φυλακίσεις, την καταλήστευση των προσωπικών εσόδων των μεταναστών, την καταστροφή των εγγράφων τους και άλλες βίαιες πράξεις. Η όλη αυτή απάνθρωπη επιχείρηση εκδίκησης στοχεύει στην αποσταθεροποίηση της οικονομικής και πολιτικής κατάστασης στην Αλβανία, κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα και από το αίτημα των ελληνικών αρχών προς τους Αλβανούς μετανάστες να μεταβούν στα Τίρανα και να ανατρέψουν την κυβέρνηση, εάν επιθυμούν να επιστρέψουν στην Ελλάδα…».
Τα νεύρα και στις δύο πλευρές είχαν αρχίσει να τεντώνονται....
«Να φύγει ο Μαύρος κόρακας»
«...Η δίκη και η καταδίκη των πέντε στελεχών της ομογενειακής οργάνωσης Ομόνοιας που ακολούθησε (Αυγουστος 1994), ανέβασαν στα ύψη τον πυρετό, ο οποίος προκάλεσε σπασμούς στις ελληνοαλβανικές σχέσεις με την απόπειρα αυτή τη φορά των Τιράνων να διώξουν τον Αναστάσιο.
Ο Σαλί Μπερίσα έπαιζε με τα νεύρα της Αθήνας. Στο σχέδιο συντάγματος, που επρόκειτο να τεθεί προς έγκριση στο τέλος του ’94, περιλαμβανόταν παράγραφος κατά την οποία «οι αρχηγοί των μεγάλων θρησκευτικών κοινοτήτων έπρεπε να είναι Αλβανοί υπήκοοι γεννημένοι στην Αλβανία και με μόνιμη διαμονή σ’ αυτήν τα τελευταία είκοσι έτη».
Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι, εάν το σχέδιο ψηφιζόταν, ο Αναστάσιος έπρεπε την επομένη να τα μαζέψει και να φύγει, αφήνοντας την Ορθόδοξη Εκκλησία στην τύχη του καθεστώτος, το οποίο βρισκόταν υπό την ασφυκτική επιρροή ισλαμικών κύκλων. Ο κόσμος των ορθόδοξων χριστιανών απ’ άκρη σ’ άκρη στην Αλβανία ξεσηκώθηκε. Το ίδιο και πολλοί άθεοι Αλβανοί που αναγνώριζαν και επικροτούσαν το ανθρωπιστικό έργο του ιεράρχη. Ταυτόχρονα, όμως, εντάθηκαν οι εναντίον του επιθέσεις από αλβανικούς εθνικιστικούς κύκλους.
Καθώς η μέρα του δημοψηφίσματος πλησίαζε, οι ώρες για τον Αναστάσιο γίνονταν όλο και πιο δύσκολες. Οι δρόμοι γύρω από την αρχιεπισκοπή είχαν γεμίσει με συνθήματα όπως "έξω ο μαύρος κόρακας" κ.ά., ενώ τις νύχτες άγνωστοι πυροβολούσαν μέσα από διερχόμενα αυτοκίνητα με καλάσνικοφ, γαζώνοντας το κτίριο της αρχιεπισκοπής.
Στις δυτικές διπλωματικές αποστολές προκλήθηκε ανησυχία για τη ζωή του ηγέτη των ορθοδόξων και μάλιστα, την παραμονή του δημοψηφίσματος, από την αμερικανική πρεσβεία διαμηνύθηκε στον Αναστάσιο να αποφύγει να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα στο σπίτι του. Όπως και έγινε:
«Ο αρχιεπίσκοπος ξημέρωσε στην ελληνική πρεσβεία, στο σπίτι του πρέσβη Χρήστου Τσαλίκη.
Το αποτέλεσμα υπήρξε κόλαφος για τον Μπερίσα. Οι Αλβανοί απέρριψαν με ποσοστό 54% το δημοψήφισμα και η συμβολή των ορθοδόξων υπήρξε καταλυτική στη διαμόρφωση ισχυρού ρεύματος εναντίον της συνταγματικής επιλογής του καθεστώτος. Ο Αναστάσιος παρέμεινε και εδραιώθηκε στην Αλβανία, ανόρθωσε την ορθόδοξη εκκλησία, αλλά μέχρι σήμερα η αλβανική υπηκοότητα δεν του έχει δοθεί.
Ρώτησα τρεις φορές, σε ισάριθμες συνεντεύξεις, τον Μπερίσα, γιατί δεν ικανοποιεί το σχετικό αίτημα του Αναστάσιου, και τις τρεις φορές μου μίλησε με τα καλύτερα λόγια για εκείνον, πλην όμως παρέπεμπε το ζήτημα στον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ούτε εκείνος, όμως, προχωρούσε το θέμα, φοβούμενος τις αντιδράσεις των εθνικιστικών κύκλων και, βεβαίως, θεωρώντας δεδομένη την απροθυμία του Μπερίσα...».
Ο πόλεμος των ακραίων εθνικιστικών κύκλων εναντίον του Αναστάσιου συνεχίστηκε και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Του επιτίθενται με κάθε αφορμή, παρότι ο ηγέτης των ορθοδόξων αποτελεί πλέον θεσμικό παράγοντα της σύγχρονης Αλβανίας με τεράστιο κύρος στο εσωτερικό και το εξωτερικό και ένα απίστευτο αναστηλωτικό (εκκλησίες, μοναστήρια) αλλά και κοινωνικό έργο (νοσοκομεία, υδροηλεκτρικό εργοστάσια, νηπιαγωγεία, κ.α.) προς όφελος των πολιτών όλων των θρησκευτικών δογμάτων. Η δικαίωση μπορεί να καθυστέρησε είκοσι έξι ολόκληρο χρόνια, αλλά ήρθε (και) με την μορφή της χορήγησης της υπηκοότητας. Ο ίδιος πότε δεν 'έχασε το θάρρος του και όταν ερωτάτο απαντούσε: «με την βοήθεια του θεού θα γίνει και αυτό». Και έγινε παραμονές της γέννησης του Χρίστου.