Κουρά μοναχού στην Ιερά Κοινοβιακή Μονή Αγίου Νικολάου Βαρσών

Εκκλησία της Ελλάδος | Δημοσίευση: 20/08/2012

(του π. Ιωάννη Σουρλίγγα) Ξεχωριστή χαρά για την Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας και ιδιαιτέρως για την Ιερά Κοινοβιακή Μονή Αγίου Νικολάου Βαρσών, η κουρά του δοκίμου μοναχού Αθανασίου Αθανασόπουλου, σε μοναχό, η οποία τελέσθηκε το απόγευμα της Κυριακής 19 Αυγούστου, στην ως άνω Μονή, υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μαντινείας και Κυνουρίας κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ.

Πλήθος ιερέων, μοναχών αλλά και λαού είχε κατακλύσει το μοναστήρι θέλοντας να προσευχηθεί και να ευχηθεί στο νέο μοναχό, ο οποίος έλαβε το όνομα Αλέξανδρος.

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης προ της ενάρξεως της κουράς απήυθυνε λόγους πατρικούς τόσο προς τον δόκιμο μοναχό, όσο και προς το πλήρωμα της Εκκλησίας.

Τόνισε πως για την Εκκλησία μέσω δυο οδών μπορούμε να προσεγγίσουμε το Θεό: είτε μέσω του εγγάμου βίου, δημιουργώντας μια ευτυχισμένη οικογένεια με κύριο άξονά της το Χριστό, είτε μέσω του μοναχικού βίου. Και εξήγησε πως η επιλογή του μοναχισμού δεν είναι αποκλειστική επιλογή του ανθρώπου, αλλά κάλεσμα από τον Θεό. Πολλές φορές, επεσήμανε ο Σεβασμιώτατος,  οι άνθρωποι θεωρούν ότι κάποιος παρασύρθηκε στην επιλογή του να γίνει μοναχός από τον Επίσκοπο, τον ηγούμενο ή τον πνευματικό του. Αυτή η άποψη είναι εντελώς εσφαλμένη, και το διαπιστώνουμε αυτό βλέποντας πόσοι άνθρωποι επιλέγουν το μοναχικό βίο.

Ο Θεός ο ίδιος καλεί τους ανθρώπους εκείνους που βλέπει την καλή τους πρόθεση, την αγαθή τους προαίρεση, την καθαρότητα της καρδιάς τους. Για αυτό, όπως και ο Σεβασμιώτατος χαρακτηριστικά ανέφερε «Δώσε στο παιδί σου την ευχή σου, να ακολουθήσει το δρόμο για τον οποίο ο Θεός το επέλεξε». Εξήγησε ότι όπως και η οικογένεια , έτσι και η μοναχική πολιτεία δεν είναι έργο εύκολο και για αυτό απαιτείται η διαρκής και συνεχής παρουσία του Χριστού.

Καταλήγοντας είπε «Αδελφέ μου και παιδί μου, αυτή την ώρα θα ανοίξεις τον δύσκολο δρόμο της πορείας σου μέσα στη ζωή. Εσύ μεν θα είσαι μοναχός, αλλά θα είσαι αδελφός για όλους εμάς και θα έχεις το στήριγμά μας, τη βοήθειά μας και την απέραντη αγάπη μας. Και σου εύχομαι να τελειώσεις την πορεία σου, πλήρης χάριτος και αγιασμού, ώστε να σε υποδεχθεί ο ουράνιος Πατέρας και να σου πει «Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου».

 

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΑΡΣΩΝ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ

Η μονή Αγίου Νικολάου των Βαρσών είναι η πρώτη που συναντάει κανείς, όταν ανεβαίνοντας από την παλιά εθνική οδό και τον Αχλαδόκαμπο της Αργολίδας, εισέρχεται στο έδαφος της Αρκαδίας. Είναι κτισμένη στις βορειοδυτικές απολήξεις του Παρθενίου όρους, πάνω σε πλαγιά που οι ντόπιοι ονομάζουν Κουτρούφι. Προς τα βορειοανατολικά και την Αργολίδα υψώνονται το Γκορτσούλι, το Στρογγυλοβούνι και η Αρμενιά και στο βάθος ο κάμπος της Μηλιάς και το όρος Αρτεμίσιο.

Η μονή απέχει από την Τρίπολη 12 χιλιόμετρα και βρίσκεται κοντά στο χωριό Νεοχώρι. Στο δρόμο από το Νεοχώρι προς τη μονή Βαρσών στα δεξιά δεσπόζει το όρος Σαμαράδες και στα αριστερά το όρος Αγιάννη, στους πρόποδες του οποίου διακρίνονται τα ερείπια του Ναού της Ζωοδόχου Πηγής, που καταστράφηκε επί Τουρκοκρατίας. Συνεχίζοντας την ίδια πορεία, φτάνουμε σε διάσελλο, όπου συναντάμε ναό τιμώμενο στην Ύψωση του Τιμίου Σταυρού. Δεξιά προβάλλει όρος, που από τους ντόπιους αποκαλείται Ψηλή Ράχη και στα αριστερά το πρόβουνο του Παρθενίου όρους, Κουτρούφι, στην παρειά του οποίου έχει ανεγερθεί η Μονή. 



ΟΝΟΜΑΣΙΑ 

Η ονομασία των Βαρσών είναι παλιά. Πιθανόν έχει ρίζα σλάβικη, που σχετίζεται με το νερό. Πρώτη αναφορά της μονής βρίσκεται σε κώδικα του 11ουαιώνα, με την ονομασία «Άγιος Νικόλαος της Βάλτας».

Αργότερα, μετά τον 15οαιώνα, τη βρίσκουμε αναγραμμένη σε μαρμάρινη επιγραφή στη βιβλιοθήκη της Δημητσάνας ως μονή «Βρασόν». Δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα ότι το «Βάλτα» θα ήταν η πρώτη ονομασία της μονής, που είχε σχέση με την βαλτώδη έκταση, την κοντινή στον Άγιο Νικόλαο ή αν ήταν μια παραλλαγή όμοιας ρίζας με τη «Βαρσών».  Ο βάλτος αυτός υπάρχει έως και σήμερα και σχεδόν όλο το καλοκαίρι κρατάει ποσότητα νερού. Το έλος είναι γνωστό με την ονομασία «Μοναστηριακή λίμνη». Στα χειρόγραφα του αρχείου της Μονής του 1974 υπάρχει μικρός κώδικας με τον τίτλο: «ΚΟΝΔΗΚΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΑΥΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙU ΝΙΚΟΛΟΟΥ ΔΑCΟΝ». Κάποτε λεγόταν «Μονή των Δασών», γιατί στην περιοχή υπήρχε μεγάλο δάσος, το οποίο καταστράφηκε από τον Ιμπραήμ και κάηκε ολοσχερώς, όπως και τα δάση του παρακειμένου όρους Αρτεμισίου.

Η ονομασία «Βάρσες» προήλθε, σύμφωνα με μία εκδοχή, κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας, από παρανόηση της λέξης «Δασών» που έγινε από τους Φράγκους «Βασών» για να καταλήξει «Βα(ρ)σών» με την προσθήκη του «ρ». Σύμφωνα με μια δεύτερη εκδοχή η λέξη είναι σύνθετη:Bar=έχει son=νερό, δηλαδή τόπος που έχει νερό.

Πράγματι στο μοναστήρι υπάρχει πηγή, από την οποία αρδεύεται η μονή μέχρι σήμερα. Το νερό πηγάζει κάτω από το ιερό βήμα του καθολικού του Αγίου Νικολάου. Η είσοδος της πηγής, που βρίσκεται βόρεια του καθολικού και σε κατώτερο επίπεδο, όπως και το πέρασμά της, έχουν λαξευτεί στο φυσικό βράχο.  Παλαιότερα η πηγή αυτή ανέβλυζε πολύ νερό και οι μοναχοί πότιζαν πολλά περιβόλια που διατηρούσαν κάτω από το μοναστήρι.

 

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Σε απογραφή των Ενετών το 1700 αναγράφεται ότι η μονή είχε 5 «οικίας ή κέλλας», 40 αμπελώνες χέρσους, 3 βοσκότοπους.

Κατά τα Ορλωφικά καταστράφηκαν μεγάλα τμήματα της μονής και κάηκαν πολύτιμα έγγραφα, τα οποία παρείχαν πληροφορίες για την ίδρυση και την ιστορική πορεία της μονής. Για το γεγονός αυτό πληροφορούμαστε από έγγραφο του Ηγουμένου Σάββα το έτος 1833.

Το 1798 ανανεώνεται η σταυροπηγιακή αξία της μονής από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄.

1803:Ενταφιάζεται στη μονή το σώμα του νεομάρτυρα Δημητρίου, που τον αποκεφάλισαν στην Τρίπολη στις 14 Απριλίου 1803.  

1 Φεβρουαρίου 1819: Ο ηγούμενος Συμεών συνεισφέρει στην Φιλική Εταιρεία 22 φλώρια.

1821: Σε απάντηση της 15ηςΙουνίου 1833  του ηγουμένου Βαρσών Σάββα  προς τη Βασιλική Νομαρχία Αρκαδίας, αναγράφεται η θέση και η ιστορία της μονής. Αναφέρεται ότι η μονή αποτελεί σταυροπήγιο και ότι σύμφωνα με την παράδοση κτίστηκε «παρά του αυταδέλφου Αγίου Ανδρέου και Θεοδώρου Κομιτάδων κατοίκων της (Κωνσταντίνου)πόλεως τα δε αξιόπιστα έγγραφα επυρπολήθησαν εις την πρώτην επανάστασιν του έτους 1770…».

Αύγουστος 1825:Ύστερα από την αποτυχημένη απόπειρα του Φαβιέρου για την κατάληψη της Τριπολιτσάς, το τμήμα του Τσόκρη και του Λόντου κατέφυγε στη μονή. Εκεί οι αγωνιστές στρατοπέδευσαν και χρησιμοποίησαν τη μονή ως ορμητήριο για συμπλοκές με τον Ιμπραήμ.  

1932:Η μονή διαθέτει μόνο δέκα μοναχούς, ενώ 25 χρόνια πριν είχε τριάντα πέντε μοναχούς.

1944:Στις 20 Ιουλίου σφαγιάστηκε ο Ηγούμενος Γερμανός Παπαδόπουλος από τους Συμμορίτες, πλησίον του χωριού Καρδαρά.

ΦΑΣΕΙΣ / ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ

          Το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Βαρσών είναι από τα παλαιότερα του Μοριά. Η αρχαιότερη μνεία της μονής (23 Φεβρουαρίου 1089) βρίσκεται στον υπ’ αριθ. 180 κώδικα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος στο φύλλο 176α . Η χρονολογία ίδρυσης της μονής κατά την παράδοση και κατά την επιγραφή που βρίσκεται εντοιχισμένη στην είσοδο του νάρθηκα, είναι το έτος ΑΛ (=1030). Ας σημειωθεί όμως ότι η από γεννήσεως Χριστού χρονολόγηση δεν εφαρμοζόταν από τους βυζαντινούς και είναι πολύ νεώτερη.

               Εάν αποδεχτούμε ως ορθή την ταύτιση της μονής του Αγίου Νικολάου της Βάλτας από τον Ν. Βέη, στο χειρόγραφο κώδικα 180 της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδας προς τη μονή του Αγίου Νικολάου Βαρσών, έχουμε μνεία της μονής αυτής το 1089. Σύμφωνα με την μεταγενέστερη επιγραφή του νάρθηκα, η μονή ιδρύθηκε ακόμα παλιότερα, το 1030. Η σύμπτωση πάντως των δύο αυτών πηγών επιτρέπει την υπόθεση ύπαρξης μονής τον 11οαιώνα, από το οποίο δεν διατηρείται τίποτε.

Δεύτερη μνεία της μονής έχουμε σε ελλιπή επιγραφή, πάνω σε κιονίσκο, η οποία είναι αποδοσμένη σε πεζό λόγο και αναφέρει τα μοναστηριακά κτήματα ενός μετοχιού της μονής στο θέμα του Αρακλόβου (το ομώνυμο κάστρο βρίσκεται στην θέση Χρυσούλι πάνω από το χωριό Μίνθη Ζαχάρως στην Ηλεία. Πιθανώς η επιγραφή αυτή να αναφέρεται στη Σκήτη του Αγίου Νικολάου που σώζεται και σήμερα, πάνω από τον Αλφειό και γίνεται λόγος για κατοχύρωση κτήσης από αφιέρωση στη μονή Βρασών, η οποία πιθανώς λόγω αναγραμματισμού είναι η μονή Βαρσών. Ο μελετητής Ν. Βέης θεωρεί ότι η επιγραφή μπορεί να αναχθεί σε εποχή παλαιότερη του 15ουαιώνα. Στα χρυσόβουλα του Μυστρά και σε ανάλογα επιγραφικά χαράγματα, βρίσκονται παρεμφερείς τύποι κατοχύρωσης αφιερώσεων και κτήσεων την περίοδο του 13ουκαι 14ου  αιώνα. Η αναφορά σε μετόχι της μονής Βαρσών και μάλιστα εκτός των στενών γεωγραφικών της ορίων, η οποία μπορεί να χρονολογηθεί στον 14ο-15οαιώνα, παρέχει ένα σημαντικό στοιχείο για τη λειτουργία της μονής αυτή την εποχή.

Άλλη επιβεβαίωση της παλαιότητας της μονής έχουμε από σιγίλλιο του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου Β΄, το Μάϊο του 1594, αλλά επειδή είχε υποστεί μεγάλη φθορά, εκδόθηκε νέο σιγίλλιο που βρίσκεται στο αρχείο της μονής, σε περγαμηνή διαστάσεων 0,352 x 0,275 μ. Από το σιγίλλιο αυτό φαίνεται ότι η μονή ήταν ανέκαθεν σταυροπηγιακή (είχε δηλαδή στα θεμέλιά της σταυρό που οι κτήτορές της παρέλαβαν από το Πατριαρχείο), αλλά κάποια εποχή ερημώθηκε. Σύμφωνα με το ίδιο σιγίλλιο  -δεν αναφέρεται ακριβής ημερομηνία- η μονή κάποια στιγμή -από το 1460 έως το 1594- ανακαινίσθηκε και απέκτησε 17 μοναχούς.

Πότε καταστράφηκε το βυζαντινό μοναστήρι του 11ουαιώνα παραμένει άγνωστο. Ερειπώθηκε ή έγινε μια ξαφνική καταστροφή του ναού ή ολόκληρης της μονής; Ορισμένοι μελετητές πιστεύουν ότι ξανακτίστηκε πάλι μέσα στη βυζαντινή περίοδο. Άλλοι μιλούν για το τέλος του 16ουαιώνα, όπως μας πληροφορεί επιγραφή για τα κελλιά, οπότε κτίστηκε μαζί και ο ναός, αφού η πλάκα εντοιχίστηκε στο ιερό του. Ο Ν. Μουτσόπουλος θεωρεί το ναό κτίσμα των αρχών του 17ουαιώνα, ενώ ο Τ. Γριτσόπουλος τον θεωρεί σύγχρονο με το κτίσιμο των κελλιών (1597).

Συμπερασματικά από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, παραμένει αναπάντητο το ερώτημα αν η μονή του Αγίου Νικολάου της Βάλτας του 1089 και η βυζαντινή μονή Αγίου Νικολάου Βαρσών είναι η ίδια μονή, εμφανιζόμενη με δύο επωνυμίες, περίπου στην ίδια θέση και αφιερωμένες στον ίδιο άγιο. Η Βάλτα ετυμολογικά παραπέμπει στη λέξη «βάλτος», που όντως υπάρχει στην περιοχή, ενώ οι Βάρσες στο σιγίλλιο του 1594 αναφέρονται ως βουνό, στοιχείο που δείχνει ότι η επωνυμία της μονής στις αναφερθείσες περιπτώσεις δεν συμπίπτει. Ωστόσο, είναι δυνατόν τα δύο μοναστήρια να σχετίζονται μεταξύ τους και το αρχικό μοναστήρι, ύστερα από εγκατάλειψη σε δύσκολη περίοδο, να εμφανίστηκε σε μεταγενέστερη εποχή πάλι αφιερωμένο στον ίδιο άγιο, αλλά με παραλλαγμένη επωνυμία.

Η παραλλασσόμενη επωνυμία πιθανώς προϋποθέτει διάλυση και ερήμωση της μονής για μακρύ χρονικό διάστημα, ώστε να λησμονηθεί η αρχική επωνυμία της. Από την επιγραφή στον κιονίσκο και την αναφορά στο μετόχι της μονής μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι την περίοδο ως τα μέσα περίπου του 15ουαιώνα η μονή λειτουργούσε ως μονή Βρασών, γεγονός που δείχνει ότι η μετονομασία είχε συντελεστεί και ότι το όνομα του αγίου -προφανώς διατηρημένο στην  παράδοση ή ως τοπωνύμιο της περιοχής- ξαναδόθηκε στο μοναστήρι. Εντελώς αδιευκρίνιστο παραμένει εάν η μονή κατείχε πάντοτε την ίδια θέση που έχει και σήμερα ή το αρχικό μοναστήρι βρισκόταν αλλού.

 

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

 

      ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

Η πόρτα της μονής, η κύρια είσοδος, βρίσκεται στην ανατολική πλευρά και οδηγεί μέσα από το καμαροσκέπαστο «διαβατικό», στο προαύλιο του Αγίου Νικολάου. Ο φρουριακός χαρακτήρας της μονής είναι έκδηλος, καθώς η μονή οργανώνεται σε διάφορα επίπεδα λόγω της μορφολογικής διαμόρφωσης του εδάφους.

Οι αυλές χωρίζονται σε τρία επίπεδα – βαθμίδες. Στο βόρειο μέρος (δεξιά του εισερχόμενου) υπάρχει τριώροφη πτέρυγα, στην οποία βρίσκονται η Τράπεζα, το Αρχονταρίκι και το Δεσποτικό. Επίσης, τριώροφη πτέρυγα υψώνεται και στα δυτικά, όπου βρίσκεται το Ηγουμενείο και οι κοιτώνες των μοναχών. Γύρω τα διάφορα κτήρια σχηματίζουν ένα παραλληλόγραμμο. Στο μεσαίο επίπεδο οικοδομήθηκε το καθολικό, ο ναός του Αγίου Νικολάου, παράλληλα προς τον αναλημματικό τοίχο. Παχύ ασβεστοκονίαμα, έχει καλύψει την τοιχοποιία  του ναού

2.       ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ

Το πρώτο καθολικό της μονής διατηρήθηκε μέχρι και τον 15οαιώνα. Μαρτυρία για το ναό αυτό υπάρχει στον υπ’ αρ. 180 Κώδικα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος (έτος 1089). Μετά την καταστροφή του κτίστηκε το σημερινό καθολικό, το οποίο ανήκει στον τύπο του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού. Όπως προαναφέρθηκε, ο Ν. Μουτσόπουλος πιστεύει ότι το καθολικό χρονολογείται στις αρχές του 17ουαιώνα, ενώ ο Τ. Γριτσόπουλος το θεωρεί σύγχρονο με το κτίσμα των κελλιών (1597). Ο ναός έχει εσωτερικές διαστάσεις: 9,60 x 6,61 μ. Ο νάρθηκάς του είναι νεότερης κατασκευής, έχει διαστάσεις: 3.00 x 5.90 μ. και στεγάζεται με ημικυλινδρικό θόλο.

Το ιερό βήμα στεγάζει καμάρα σχηματιζόμενη από την προέκταση της ανατολικής ημικυλινδρικής κεραίας του σταυρού, ενώ τα διαμερίσματα της πρόθεσης  και του διακονικού καλύπτονται με ημικυλινδρικούς θόλους, των οποίων ο άξονας βαίνει παράλληλα προς τον άξονα του ναού. Ο ναός φέρει τρεις τρίπλευρες αψίδες ιερού. Η κατασκευή στο ιερό προδίδει διαφορετική εποχή.

Ο τρούλος του ναού εγγράφεται εντός ορθογωνίου, του οποίου οι πλευρές ποικίλουν ως προς τις διαστάσεις· τα τέσσερα γωνιακά διαμερίσματα του ναού, διαστάσεων 1,35/1,40Χ1,93μ., καλύπτονται με ελλειψοειδείς ασπίδες επί λοφίων. Ο τρούλος δεν διατηρεί πλέον την αρχική του μορφή. Σε φωτογραφία των μέσων του περασμένου αιώνα, η οποία βρίσκεται στο αρχείο της μονής, διακρίνεται ο τρούλος πριν επιχριστεί με παχύ ασβεστοκονίαμα, καθώς και τα κελλιά της δυτικής πτέρυγας πριν την ανακατασκευή.

Σε επίσκεψη του, το 1948, στο χώρο της μονής, ο Ν. Μουτσόπουλος διαπίστωσε ότι το καθολικό δεν είχε επιχριστεί για δεύτερη φορά και μάλιστα το τύμπανο του οκταγωνικού τρούλου διέσωζε τη δομή του από ισόδομους ορθογώνιους ασβεστόλιθους και τη χαρακτηριστική οδοντωτή ταινία, κατά τα σημεία του ορίζοντα και λίγο πιο κάτω από την κορυφή των ορθογωνίων ανοιγμάτων. Το γείσο του τυμπάνου του τρούλου κοσμούσε διπλή σειρά οδοντωτών ταινιών, από τις οποίες η ανώτερη εξείχε. Το 1958 ο ναός είχε καλυφθεί εξ ολοκλήρου με παχύ ασβεστοκονίαμα, γεγονός που επέφερε αλλοίωση στη μορφή του. Η νότια πλευρά του ναού, που είναι πλησιέστερη προς τους υπερκείμενους βράχους, έχει διατηρήσει την αρχική της διαμόρφωση.

Η κάλυψη του κυρίως ναού ακολουθεί το κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας  εφαρμοζόμενο σύστημα,  κατά το οποίο η δικλινής στέγη, που καλύπτει την ανατολική και δυτική κεραία του σταυρού, συνεχίζεται καλύπτοντας και τα γωνιαία διαμερίσματα. Από την δικλινή αυτή στέγαση εξέχει μόνο η εγκάρσια κεραία του σταυρού, που καλύπτεται επίσης με δικλινή στέγη. Το τέμπλο του ναού χρονολογείται στον 17οή 18οαιώνα και είναι λαϊκής τέχνης.

              Συγκρίνοντας τις εσωτερικές διαστάσεις του καθολικού του Αγίου Νικολάου με ναούς του σύνθετου τετρακιόνιου τύπου της Γορτυνίας, παρατηρείται ότι σε γενικές γραμμές αυτοί οι ναοί παρουσιάζουν μεταξύ τους μεγάλη ομοιότητα. Ιδιαίτερα το καθολικό της Νέας Μονής Φιλοσόφου έχει τις ίδιες περίπου διαστάσεις: 9.20 x 6.40μ., όμως εμφανίζει ορισμένες παραλλαγές ιδίως στην εξωτερική διαμόρφωση των κογχών της πρόθεσης και του διακονικού, οι οποίες εγγράφονται στο πάχος της ανατολικής τοιχοποιίας. Η κυκλική επίσης διαμόρφωση του τυμπάνου του τρούλου της Νέας Μονής Φιλοσόφου προδίδει μεταγενέστερη εποχή της κατασκευής του οκταγωνικού τυμπάνου του Αγίου Νικολάου.

 

ΓΛΥΠΤΙΚΗ

Στις κόγχες του καθολικού και σε άλλα σημεία του έχουν εντοιχιστεί ατάκτως διάφορα τμήματα από αρχαιότερο βυζαντινό ή άλλο κτίσμα (spolia): ανάγλυφα θωράκια, κιονίσκοι και επίκρανα κιόνων από ψαμμίτη, ανάγλυφα με παραστάσεις, με επιγραφές, με χρονολογίες, αλλά και κεραμεικά πινάκια (σκυφία). Το υλικό αυτό και άλλο, διάσπαρτο στα κελλιά και στο προαύλιο, χρονολογείται στη μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή περίοδο (κυρίως 11ος-13οςαιώνας) και βεβαιώνει την ύπαρξη προγενέστερου ναού, αν όχι στην ίδια θέση που έχει κτισθεί το σημερινό καθολικό, τουλάχιστον σε κοντινή στη μονή θέση.

Επίσης, στο χώρο της μονής έχουν εντοπιστεί αρχαία μέλη: πωρολιθική επιτύμβια στήλη εντοιχισμένη στο νότιο τοίχο του καθολικού, καθώς και δύο ιωνικά κιονόκρανα, στο ένα εκ των οποίων στηρίζεται κίονας του κυρίως ναού.

 

ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ  

Οι τρεις ημικυκλικές κόγχες του ιερού βήματος, της πρόθεσης και του διακονικού διαμορφώνονται εξωτερικά τρίπλευρες. Στην κεντρική κόγχη του ιερού βήματος και στο πλαίσιο του παραθύρου, στο ανώτερο σημείο του αριστερού τμήματος, ύψους 0,56μ., υπάρχει επιγραφή από πέντε στίχους χαραγμένη σε ψαμμίτη.

Δυστυχώς, λόγω της θέσης στην οποία βρίσκεται εντοιχισμένη η επιγραφή, δεν είναι εφικτό να αναγνωστεί το τέλος του τρίτου και του πέμπτου στίχου. Η επιγραφή  πάντως γράφτηκε προ της εντοιχίσεως του αναγλύφου, στην θέση αυτή ή σε άλλη θέση. Αυτό συμπεραίνουμε εκτός των άλλων και από το ότι οι στίχοι της επιγραφής βρίσκονται σε κατακόρυφη θέση και όχι σε οριζόντια. Συνεπώς το τμήμα τουλάχιστον της κόγχης του Ιερού Βήματος πρέπει να είναι μεταγενέστερο του 1597.

 

ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ 

Στον κυρίως ναό το εικονογραφικό πρόγραμμα χωρίζεται σε τρεις οριζόντιες ζώνες. Στην πρώτη ζώνη από κάτω,  στους μακρούς και το δυτικό τοίχο απεικονίζονται ολόσωμοι ιεράρχες, προφήτες, απόστολοι, ασκητές, κλπ. Στη δεύτερη ζώνη εικονίζονται μαρτύρια αγίων. Στο δυτικό τοίχο το «Πάσα Πνοή»ιδιαίτερα εκτεταμένο, στον βόρειο τοίχο παραστάσεις από τον βίο και τα θαύματα του τιμώμενου αγίου Νικολάου. Επί των πεσσών διάφορες μορφές και στηθάρια. Την τρίτη ζώνη καταλαμβάνει ο Ακάθιστος Ύμνος. Στις σταυροκαμάρες, παραστάσεις από τον Βίο και τα Θαύματα του Ιησού.

Τα συνήθη θέματα έχουν τη θέση τους στους χώρους του ιερού κατά ζώνες. Σε σχετικά καλή κατάσταση διατηρούνται θέματα της Παλαιάς Διαθήκης, μορφές ιεραρχών και αποστόλων σε ποικίλες στάσεις μέσα στις κόγχες, στους τοίχους, στους θόλους και στους πεσσούς, αλλά και μαρτύρια αγίων. Στον τρούλο εικονίζεται ο Παντοκράτορας, που περιβάλλεται από διακοσμητική ζώνη και στην κεντρική αψίδα η Πλατυτέρα ένθρονη.

 Η κατάσταση των τοιχογραφιών που χρονολογούνται τον 16ο- 17οαιώνα είναι καλή, αν και έχουν καλυφθεί με στρώμα αιθάλης και έχουν δεχτεί κατά καιρούς επιζωγραφίσεις και νεότερες επιδιορθώσεις. Ορισμένες περιοχές των τοιχογραφιών, κυρίως στο κατώτερο τμήμα  τους, έχουν επιχριστεί με βερνίκι, το οποίο εμφανίζει έντονη οξείδωση. Τέλος, σχεδόν όλες οι τοιχογραφημένες επιφάνειες φέρουν άλατα.

         Το καλοκαίρι του 1999 πραγματοποιήθηκαν ορισμένες εργασίες συντήρησης στο ανώτερο τμήμα των τοιχογραφιών.