Άρθρο του Νικολάου Γεωρ. Κατσούλη
Κλασσικού Φιλολόγου
Εκρηκτικάς διαστάσεις λαμβάνει εκάστοτε η αντιπαράθεσις Εκκλησίας και Πολιτείας δια το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας. Υποστηρίζουν μερικοί ότι αδίκως η Πολιτεία επιχειρεί να στερήση την Εκκλησίαν από την περιουσίαν της, όχι μόνον διότι της ανήκει από παλαιά, αλλά και διότι έχει να επιτελέση σοβαρόν κοινωνικόν έργον και πρέπει να διαθέτη δια τούτο σημαντικούς πόρους. Άλλοι ωστόσο αντιπαρατηρούν ότι επειδή η περιουσία αυτή παραμένει αναξιοποίητη τόσα χρόνια και μερικές φορές μάλιστα εκποιείται με τρόπους όχι νομίμους, και δεδομένου επίσης ότι η Πολιτεία χορηγεί αρκετά δισεκατομμύρια στην Εκκλησίαν δια τους μισθούς των κληρικών, αποτελεί καθήκον στην Πολιτεία να παρέμβη νομοθετικώς και να παραχωρήση την περιουσίαν αυτήν σε ακτήμονες αγρότες προς αξιοποίησιν.
Η Εκκλησία προερχομένη ως λέξις από το «έκκλητος» κι αυτή με την σειράν της απ’ το ρήμα «εκκαλώ», δεν είναι τίποτα άλλο από την σύναξιν, μάζωξιν των προσκεκλημένων του θεού, των πιστών αυτού, προκειμένου να τον λατρεύσουν και να τον δοξάσουν. Είναι το ποίμνιον του θεού, όστις είναι και ο ποιμήν αυτής. Η βουλή του Κυρίου καθορίζει και τις δικές της επιθυμίες και αποφάσεις. Το σώμα των πιστών, που συγκροτείται και είναι το ποίμνιον ομοιάζει με αυτήν την Εκκλησίαν του Δήμου. Και οι δυο εκκλησίες συγκροτούνται εις σώμα με διαφορετικόν σκοπόν. Η μεν Εκκλησία του θεού, ίνα δοξολογήση τούτον και να πορευθή κατά το θέλημά Του, η δε Εκκλησία του Δήμου όπως αποφασίση δια την μελλοντικήν πορείαν αυτού. Είναι εμφανές ότι και τα δύο σώματα –η δε Εκκλησία του Δήμου ευλόγως- έχουν αποκτήσει κοσμικές, υλικές, ανθρώπινες συνθήκες, απαραίτητες δια την εύρυθμη λειτουργία των. Δηλαδή η οικονομική υπόστασις τους είναι απαραίτητη ανθρώπινη συνθήκη δια να λειτουργήσουν εύρυθμα. Έτσι όπως η Βουλή των Αντιπροσώπων του λαού, προκειμένου να συγκροτείται και να νομοθετή απερισπάστως απαιτείται να διαθέτη κάποια κονδύλια-πόρους αφ’ ού έχει έξοδα η σύγκλισίς της, έτσι και η Εκκλησία των πιστών του θεού, με βάση και την «νομοθεσία», τον «καταστατικόν» αυτής χάρτην περί αμοιβαιότητος και αλληλεγγύης των μελών της, έχει χρείαν των πόρων.
ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΝ
Κατά τις πρώτες περιόδους της ζωής της η Εκκλησία ως σώμα πιστών ενπόθεσε τις όποιες οικονομικές της –απαραίτητες τονίζεται, αν θεωρείται και η εξεύρεσις οικονομικών πηγών απαραίτητη προϋπόθεσις και για ένα κοινοβούλιον- απολαβές απ’ την εκάστοτε συνδρομή των πιστών, μελών της, αναλόγως της θελήσεως τους και της ευρωστίας τους. Όσον κι αν αυτή εγιγαντώθη κι απετέλεσεν θεσμικόν –αν μπορεί κανείς να το πή- παράγοντα κατά την Βυζαντινήν περίοδον, η συνεισφορά των πιστών της στο οικονομικόν, απετέλεσε και αποτελεί ακόμη και σήμερα τον βασικόν της παράγοντα εξοικονόμησης χρημάτων. Βέβαια δια να σχηματισθή μία περιουσία, η εισροή οικονομικών απολαβών πρέπει κάποια στιγμή να υπερβαίνη απλώς και μόνον το απαραίτητον δια την συντήρησίν της. Η επιθυμία των μελών της δια μετά τον θάνατό τους, η όποια περιουσία των να αποδίδεται σ’ αυτήν ήταν εν πολλοίς ο ένας πόλος έλξης οικονομικής, επιπλέον του δέοντος, υπεροχής. Ουδόλως κατακριτέον, αφού η εσχάτη επιθυμία εκάστου πρέπει να είναι σεβαστή, όπως είναι κι όταν είναι εν ζωή. Ας μην λησμονείται ότι μεγάλοι ευεργέτες του έθνους εδώρησαν την περιουσίαν των στο δύσμοιρον έθνος σε εποχές μαύρες προς ανακούφισιν και ανάκαμψιν του και τούτο τω όντι επωφελήθη πολύ, δίχως να καταφέρεται κανείς εναντίον τους, ως πράττοντες επαίσχυντην πράξιν, αλλά τουναντίον άπαντες τους σέβονται και τους ευγνωμονούν. Προς τι αντιστοίχως μερικοί να δυστροπούν προς εκείνους, οι οποίοι με σκοπόν, κατά την κρίσιν των, ίνα σώσουν την ψυχήν των, έπραξαν το ίδιο αποδίδοντας τα υλικά αγαθά τους εις την Εκκλησίαν; Δεύτερος δε πόλος και πηγή εσόδων της του θεού Εκκλησίας δύναται να χαρακτηρισθή η μισθοδοσία των κληρικών εκ της Πολιτείας. Τούτο εγένετο προς αντικατάστασιν του παλαιού τρόπου επιβίωσης αυτών, από τις συνεισφορές των πιστών, όταν κι ένας ιερέας περίμενε την εισφοράν του πιστού σε τρόφιμα κυρίως άρτον και λάδι, ίνα λειτουργήση τον ναόν, όπου κι εφημέρευε, αλλά και δια να ζήση αυτός και η οικογένειά του, γιγνόμενος κατά τρόπον τίνα από διάκονος, διακονιάρης δια τον επιούσιόν του. Επίσης εγένετο και ως αποδοχή εκ μέρους της Πολιτείας της προσφοράς αυτών στην ηθικήν κυρίως αρωγήν αυτών προς τον κοινωνικόν ιστόν. Δεδομένου ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί θρησκείαν αγάπης κι όχι μίσους και ως επί των πλείστων επιζητεί την ηθικήν ύψωσιν από τον σκοταδισμόν των παθών του ανθρώπου αλλά και δεδομένου ότι πολλάκις η Εκκλησία εστάθη στο πλευρόν της σε δύσκολους καιρούς εξωτερικών εχθρών, εθεώρησεν συμφέρον της να μισθοδοτήση τους λειτουργούς της, αφού συνάμα έκρινε, πως αυτοί προς δικόν της όφελος –προς εμπέδωσιν της κοινωνικής γαλήνης κιαι αρετής- εργάζονται ή και ακόμα πως δεν έπρεπε να υπάρχουν στην επικράτειά της άνθρωποι που ενώ έχουν τάξει τον εαυτόν των στην υπηρεσίαν των συνανθρώπων των, ουδεμία αναγνώρισιν έχουν κι επαιτούν τα προς τα ζήν.
ΟΦΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ Η ΥΠΑΡΞΙΣ ΔΙΑΚΟΝΩΝ
ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΗΣ
Που το κατακριτέον; Δεν είναι προς όφελος της πολιτείας να υπάρχουν λειτουργοί –ομοιάζοντες κατά πολύ στους κοινωνικούς λειτουργούς αυτής- που να εργάζονται καθ’ όλον τον βίον των ίνα κατακρίνουν τα κακώς κείμενα της Πολιτείας και των πολιτών και να διδάσκουν ηθικόν τρόπον ζωής, αλλά και να μεταλαμπαδεύουν τα μακραίωνα ήθη και έθιμα της φυλής ως άλλοι παιδαγωγοί; Και εάν η διδαχή των νέων μελών της θεωρείται καθήκον της Πολιτείας και δια τούτο προσφέρει αυτή εκπαίδευσιν, δεν πρέπει να θεωρείται καθήκον αυτής και η διδαχή των νέων μελών αυτής, της ψυχικής υγείας αυτών και η προσήλωσις αυτών εις την αρετήν; Δεδομένου ότι, ως ελέχθη, οι λειτουργοί της Εκκλησίας τηρούν απαρεγκλίτως τους ιερούς νόμους της θρησκείας ως είναι γνωστοί εις όλους. Είναι ανεπίτρεπτον αυτοί να μην υπηρετούν τον άνθρωπον αλλά την ιδικήν των ευζωίαν. Τότε αναιρούν αυτομάτως τον λόγον υπάρξεώς των. Ο Κύριος και θεός ημών έπλυνε τους πόδας των εαυτού μαθητών. Δεν είχεν θρόνους, ούτε πλούσια οχήματα δια να μετακινείται –αντιθέτως εισήλθεν στα Ιεροσόλυμα επί όνω- ούτε περιουσίαν δια να την αξιοποιήση προς ίδιον όφελος. Το κοινόν ταμείον, το οποίο διεχειρίζετο ο Ιούδας των Αποστόλων, το είχον δια να προσπορίζονται τα απαραίτητα. Όταν δε του έδειξαν το ρωμαϊκόν νόμισμα με την κεφαλήν του Καίσαρο, είπεν το περιβόητον «αποδώσατε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι». Ουδεμίαν σχέσιν έχει η του Χριστού Εκκλησία με το χρήμα και τον πλούτον. Μεταχειρίζεται το χρήμα προς όφελος των ανθρώπων.
ΤΟ ΔΕΟΝ
Οι αρχιερείς είναι συνεχιστές των Αποστόλων. Αξίωμα ύψιστον, γεμάτον όμως ταπείνωσιν και διακονίαν. Ουδείς εξ εκείνων ήτο πλούσιος. Οι περισσότεροι ήσαν ψαράδες και πέθαναν και εμαρτύρησαν πάμπτωχοι. Η Πολιτεία τιμά το έργον, την διακονίαν της Εκκλησίας. Οφείλει να μην σταματήση να θεωρή αυτήν μέρος αυτής. Να αφήση ήσυχην τούτην να πράττη το έργον της. Εάν στερή απ’ το ταμείον της –αρκεί τούτο να μην χρησιμοποιείται άλλως- αυτή τότε πράττει κακόν και στον ίδιον της τον εαυτόν. Ίσως και να μην έχει δικαίωμα να ελέγχη αυτήν. Αλλά και οι αρχιερείς και οι ιερείς να είναι αυτό που πρέπει να είναι, διάκονοι του λαού, όχι διαχειριστές της περιουσίας της Εκκλησίας του θεού. Ο ποιμήν αυτών θα κρίνη το έργον της, ο λαός, το ποίμνιον της Εκκλησίας κι ουχί η Πολιτεία, όπως κι ο λαός κρίνει την τελευταίαν, όπου πρέπει.