tovima.gr Η καλοσύνη, η αυταπάρνηση και η γενναιοδωρία. Ιδού οι τρεις αρετές της Ανιές Γκόνξε Μποζάξιου, ήτοι της Μητέρας Τερέζας της Καλκούτας, η οποία από την προηγούμενη Κυριακή, 19 χρόνια μετά τον θάνατό της, ανήκει και επίσημα στη χορεία των αγίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ενώπιον δεκάδων χιλιάδων πιστών αλλά και αρκετών επικεφαλής κρατών που παρευρέθησαν στην πλατεία του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό, οΠάπας Φραγκίσκος χοροστάτησε στην επίσημη τελετή αγιοποίησης μιας γυναίκας η οποία αφιερώθηκε στην αρωγή των απόκληρων του κόσμου τούτου, κυρίως της Ινδίας.
Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν και πιστεύουν εκατομμύρια άνθρωποι ανά τον κόσμο για τους οποίους η αλβανικής (από το Κόσοβο) καταγωγής καθολική μοναχή κατέληξε, και μάλιστα εν ζωή, να αποτελεί πρότυπο ανιδιοτέλειας. Αλλά η Αγία πλέον Τερέζα της Καλκούτας, προτού ανέλθει στους ουρανούς, υπήρξε άνθρωπος που πέρα από αρετές είχε και ελαττώματα. Σε τέτοιον βαθμό που κάποιοι, παραβλέποντας μάλιστα όλα όσα αμφιλεγόμενα ορίζονται από τους ρωμαιοκαθολικούς εκπροσώπους του Θεού επί της γης για την αγιοποίηση (απαιτούνται δύο «επιβεβαιωμένα» θαύματα) ενός ατόμου, μιλούν ανοιχτά για την κατασκευή, για τη δημιουργία μιας αγίας από τους επιτελείς του Βατικανού.
Η φτώχεια φέρνει κοντά στον Θεό
Η αγία προτού εγκαταλείψει τα εγκόσμια είχε κατηγορηθεί για τις σχέσεις της με δικτάτορες, για την κακοδιαχείριση πακτωλού χρημάτων που συνέρρεαν στα διάσπαρτα ανά τον κόσμο παραρτήματα του τάγματος των «Ιεραποστόλων της Φιλανθρωπίας» που ίδρυσε η ίδια, για τον θρησκευτικό φανατισμό που τη διέκρινε στην προώθηση του ρωμαιοκαθολικού δόγματος, για την αντίληψή της σχετικά με την ανθρώπινη φύση και ειδικότερα όσον αφορά την πενία και τη δυστυχία των ανθρώπων, καταστάσεις οι οποίες συμβάλλουν, υποστήριζε με σθένος η ίδια, στην προσέγγιση του φτωχού του Θεού.
Οταν ξεσπάθωσε ο Χίτσεντς
Η διαμάχη αναφορικά με τον βίο και την πολιτεία της Μητέρας Τερέζας ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ενώ πρωτοστάτης της υπήρξε ένας από τους πιο αιρετικούς στοχαστές των τελευταίων δεκαετιών, ο Βρετανός Κρίστοφερ Χίτσενς. Το 1994, σε συνεργασία με τον πακιστανό δημοσιογράφο Ταρίκ Αλί, ο Χίτσενς κοινοποίησε τη γνώμη του για τα πεπραγμένα της «Αγίας των Φτωχών» μέσω του «Αγγέλου της Κολάσεως», ενός ντοκιμαντέρ σύμφωνα με το οποίο η Μητέρα Τερέζα ήταν κάθε άλλο παρά αγία. «Λάτρευε τον θάνατο και τη δυστυχία» παρέχοντας ανεπαρκή φροντίδα στους τροφίμους των εγκαταστάσεών της, «ήταν σύμμαχος του στάτους κβο» διατηρώντας επαφές με όλους τους ισχυρούς του κόσμου, ακόμη και με τους δικτάτορες Ζαν-Κλοντ Ντιβαλιέ της Αϊτής καιΕμβέρ Χότζα της Αλβανίας, ενδιαφερόταν λιγότερο για την περίθαλψη των αναξιοπαθούντων και περισσότερο για τη δογματική προώθηση του καθολικού δόγματος, ενώ αυτό που είχε σε τελική ανάλυση στο μυαλό της ήταν η μελλοντική αγιοποίησή της, όπως υποστήριξε ο Χίτσενς το 1995 στο βιβλίο του «Μητέρα Τερέζα. Θεωρία και πράξη» (μετάφραση στα ελληνικά, Εκδόσεις Στάχυ).
«Κέντρα για ετοιμοθάνατους...»
Αλλά κατά της νέας Αγίας δεν έβαλε μόνο ένας αμετανόητα άθεος. Το 1994 η έγκριτη βρετανική ιατρική επιθεώρηση «The Lancet» δημοσίευσε μια επικριτική έκθεση για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στις εγκαταστάσεις («κέντρα για ετοιμοθάνατους...» σύμφωνα με εθελοντές) της οργάνωσής της κάνοντας λόγο για την εφαρμογή μεθόδων ανάλογων με εκείνων που χρησιμοποιούνταν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ το 2013 τρεις καναδοί πανεπιστημιακοί υποστήριξαν σε μελέτη τους πως «η εικόνα της εν ζωή αγίας ήταν κατασκεύασμα μιας αποτελεσματικής μιντιακής εκστρατείας που ενορχήστρωσε και την αγιοποίησή της».
Πολύ καλή εμπορική ονομασία
Και πράγματι, ακούσια ή εκούσια, η βραχύσωμη αυτή μοναχή, αυτό το
«μολύβι στο χέρι του Θεού», όπως χαρακτήριζε η ίδια τον εαυτό της, κατάφερε να δημιουργήσει μια αυτοκρατορία της ελεημοσύνης με χιλιάδες παραρτήματα σε περισσότερες από 100 χώρες στον κόσμο. «
Η Μητέρα Τερέζα ήταν μια διασημότητα με μια πολύ καλή εμπορική ονομασία» υποστήριξε σε κείμενό του στον βρετανικό «Independent», την ημέρα μάλιστα της αγιοποίησής της, ο
Ντάγκλας Ρόμπερτσον. Σύμφωνα με τον βρετανό δημοσιογράφο, η Αγία Τερέζα της Καλκούτας αποτελεί τη μεγαλύτερη νίκη του Βατικανού στον τομέα των Δημοσίων Σχέσεων καθώς υπήρξε μια χαρισματική μοναχή σε θέση να προβάλει σε παγκόσμιο επίπεδο - είτε ποζάροντας δίπλα στην πριγκίπισσα
Νταïάνα είτε συνομιλώντας με το ζεύγος Κλίντον - μερικές από τις πιο συντηρητικές θέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, συγκεντρώνοντας ταυτόχρονα εκατοντάδες εκατομμύρια. Και η αγιοποίησή της, υποστηρίζουν κάποιοι, αποτέλεσε σίγουρα μια αναγνώριση για τις όποιες υπηρεσίες προσέφερε όχι μόνο στους φτωχούς του κόσμου αλλά και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Kάθριν Μάρσαλ, καθηγήτρια Ανάπτυξης, Συρράξεων και Θρησκειών στο Πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν της Ουάσιγκτον
«Το πρότυπο που καθόρισε βρίσκεται πάνω από όλα»
Αν και δηλώνει θαυμάστρια της Μητέρας Τερέζας, η
Kάθριν Μάρσαλ, καθηγήτρια Ανάπτυξης, Συρράξεων και Θρησκειών στο Πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν της Ουάσιγκτον, παρατηρεί μιλώντας στο «Βήμα» ότι «το έργο της
έχει και μια σκοτεινότερη πλευρά, καθώς έδινε σε πολλούς την εντύπωση ότι ήταν απρόθυμη να αναγνωρίσει τις αιτίες της φτώχειας και της μιζέριας,
είτε επρόκειτο για την έλλειψη εργασίας είτε για μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Η αποστολή και το χάρισμά της ήταν να αγαπάει τους ανθρώπους όπως τους έβρισκε, σε βαθιά απόγνωση και απόλυτα μόνους». Η κυρία Μάρσαλ επικαλέστηκε την εμπειρία δύο συναδέλφων της πανεπιστημιακών οι οποίοι αφότου μετέβησαν στην Ινδία για να συνδράμουν στο έργο της Αγίας, αποχώρησαν απογοητευμένοι κάνοντας λόγο για
«παραίτηση ενώπιον της δυστυχίας και της αδικίας». Θεωρεί, ωστόσο, πως «
το πρότυπο που καθόρισε η Αγία Τερέζα, μιας ζωής ανιδιοτελούς αφοσίωσης, βρίσκεται πάνω από όλα».
«Ο κόσμος χρειάζεται μαχητές υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης. Χρειάζεται ανθρώπους που δεν αποδέχονται τη μιζέρια. Η σημασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έγκειται στο ότι ο καθένας έχει δικαίωμα στην ελπίδα. Αλλά όπως αναγνώρισε η Επιτροπή απονομής των Βραβείων Νομπέλ που βράβευσε τη Μητέρα Τερέζα το 1979, δίχως φροντίδα και συμπόνια τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα ανθρωπιστικά προγράμματα, όπως και οι όποιοι Στόχοι για Βιώσιμη Ανάπτυξη, χτίζονται στην άμμο» καταλήγει η κυρία Μάρσαλ.