( Άρθρο από την ιστοσελίδα του Ι.Ν.της Αγίας Τριάδος Πειραιώς)
Υπάρχει μία αρχή, η οποία κανονικά, δέν θα δεχόταν καμίαν αντίρρηση.
Κάθε τί που σχετίζεται με το έργο της Εκκλησίας, δέν μπορεί κανονικά να χαρακτηριστεί, σάν σύνηθες βιοποριστικό επάγγελμα.
Η πραγματικότητα όμως, είναι κάθετα αντίθετη με αυτή την αρχή. Έτσι σήμερα, ΚΑΙ ο Κληρικός ( από τον Διάκονο μέχρι τον Αρχιεπίσκοπο ), ΚΑΙ το προσωπικό των Ιερών Ναών ( Ιεροψάλτες και Νεωκόροι ), λόγω των πολλαπλών υποχρεώσεών τους μέσα σ’ αυτούς, θα έπρεπε να ζούν αποκλειστικά και μόνον απ’ αυτή τους την απασχόληση. Μόνο τότε, θα ήταν όλοι τους αυστηρά προσηλωμένοι, στά επί μέρους καθήκοντά τους, και μάλιστα, θα υπήρχε και θεμιτός ανταγωνισμός, προσφοράς υπηρεσιών.
Βλέπουμε όμως, ότι η Εκκλησία, φρόντισε να εξασφαλίσει ΜΟΝΟ τον εαυτό της ( δηλαδή τους Κληρικούς ), αφήνοντας τους Ιεροψάλτες και Νεωκόρους, στήν τύχη τους και στίς διαθέσεις των εκάστοτε Ιερατικών προϊσταμένων τους.
Μεγάλο σφάλμα ! Διότι χωρίς τον Ιερέα, μπορεί να είναι ( και είναι ) αδύνατον να τελεστεί οποιαδήποτε Ακολουθία, αλλά και χωρίς τον Ιεροψάλτη, τα πράγματα γίνονται πολύ δύσκολα και ίσως πολλές φορές, να ματαιώθηκαν Ακολουθίες, μόνο και μόνο, γιατί δέν υπήρχε Ψάλτης. Μάλιστα, υπάρχει και σχετικό ανέκδοτο επ’ αυτού.
Κάποτε ένας Ιερέας ενός χωριού, σηκώθηκε χαράματα, προκειμένου να πάει 2 ώρες δρόμο με το γαϊδουράκι του, γιά να λειτουργήσει σε ένα εξωκκλήσι επ’ ονόματι του Αγ. Γεωργίου.
Πράγματι πήγε, καθάρισε όλο το χώρο, ετοίμασε την πρόθεση, και βγήκε στό διάσελο, περιμένοντας τον Ψάλτη, αλλά και τον κόσμο να έλθουν. Η ώρα όμως περνούσε και δέν φαινόταν κανείς. Ήταν βλέπετε δεύτερη μέρα του Πάσχα, και όλοι ξεκουράζονταν από το γλέντι της προηγούμενης. Πήγε 8 η ώρα, 8.30, πήγε 9, αλλά δέν φαινόταν κανείς. Μπαίνει μέσα στό Ιερό, βάζει το Πετραχείλι του, βγαίνει στήν Ωραία Πύλη, έκανε σχήμα πρός τον Δεσπότη – Χριστό, και γυρίζοντας πρός την εικόνα του Αγίου, είπε : « Άγιε μου Γιώργη, εγώ τα ξέρω, εσύ τα ξέρεις, Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, έκλεισε την Εκκλησία, και γύρισε στό σπίτι του.
Τα Μυστήρια, μπορούν να τελεστούν χωρίς την παρουσία του Ψάλτη. Όχι όμως και οι διάφορες άλλες Ακολουθίες.
Σκεφθείτε Μεγάλη Εβδομάδα, χωρίς Ψάλτες στά Αναλόγια !
Συμπέρασμα : Ο Ψάλτης, είναι αποδεδειγμένα, αναπόσπαστο Μέ-λος της Θείας Λατρείας μας, και άμεσος Συνεργάτης των Κληρικών, στήν εκπλήρωση των πάσης φύσεως καθηκόντων τους.
Παρ’ όλο ότι τα έχουμε ξαναπεί, θα επιτρέψετε παρ’ όλο τον κίν-δυνο, να φανούμε κουραστικοί, να εξετάσουμε πάλι, ποιός είναι ο Ιεροψάλτης και τί είναι αυτό, που χαρακτηρίζει το έργο του.
Ιεροψάλτης, είναι ο πάντα ακούραστος εργάτης, ο οποίος δέν έχει κανένα δικαίωμα να επαναστατήσει, να απεργήσει, να διαμαρ-τυρηθεί, παρά μονάχα, να παραμένει ένας ζωντανός και δημιουργικός φορέας, με άπειρο βεληνεκές και στόχο να κατευθύνει τίς ψυχές των Χριστιανών, μέσα στόν Ιερό χώρο της Εκκλησίας και μόνον.
Ιεροψάλτης, είναι εκείνος, που φιλότιμα κονταρομαχεί με το ξεφάντωμα, και απαρνείται κάθε ανθρώπινη εκδήλωση, που θα του μειώσει την απόδοση, σε όλες τίς Ακολουθίες της Θείας Λατρείας μας, καθώς οι απαιτήσεις του Εκκλησιάσματος και ιδίως των ανίδεων πολλές φορές συνεργατών του Κληρικών, αγγίζουν τα όρια του μεγίστου.
Ιεροψάλτης, είναι εκείνος, που ανεπηρέαστος από κάθε μεταβολή στίς κορυφές των πυραμίδων Κράτους και Εκκλησίας, μένει ασάλευτα πιστός, στήν Ιερή Αποστολή του, και προσφέρει, και δίνει και φιλοδοξεί να ευχαριστεί, να αρέσει στό ακροατήριό του, και να πικραίνεται όταν δέν μπορεί να το καταφέρει.
Ιεροψάλτης, είναι εκείνος, ο οποίος κόντρα στό χιονιά, τη βροχή και το ξεροβόρι, με ριζωμένο βαθειά μεσ’ την ψυχή του το θρησκευτικό συναίσθημα, και χαραγμένο με πύρινα γράμματα στή συνείδησή του το αίσθημα της ευθύνης, ξεκινάει πρίν ακόμα σημάνουν οι καμπάνες, γιά να δώσει ότι έχει στά στήθια του. Την ίδια του την ψυχή.
Ιεροψάλτης, είναι εκείνος, που σοβαρός, ευθυτενής και ακέραιος, μένει και θα μένει ο μεγάλος καλλιτέχνης, που ποτέ του δέν χειροκροτείται, δέν διαφημίζεται, δέν προβάΛ-λεται και δέν επιβάλλεται τεχνικά και ψεύτικα, παρά μόνο με την αξία του, τίς μελέτες του, την αφοσίωσή του και την απόδοση στό έργο του.
Ιεροψάλτης, είναι εκείνος, που παραμένει μόνιμα ένας υπάλληλος, μόνιμα υφιστάμενος, χωρίς προαγωγές, χωρίς αναγνώριση, χωρίς κατοχύρωση, χωρίς νόμους να τον υποστη-ρίζουν, περιφρονημένος από το Κράτος και την Εκκλησία, χωρίς να έχει τη δυνατότητα μεταβολής των όρων της εργασίας του, χωρίς δικαίωμα εκσυγχρονισμού, τόσο στό ωράριο όσο και στίς υποχρεώσεις του, πράγματα τα οποία συνεχώς διογκώνονται, με τίς απαιτήσεις των διαφόρων Αρχιερέων ή και των απλών Κληρικών, κατά τα οποία παρα-μένει πάντα ο ίδιος, πάντα εκεί ψηλά στό βάθρο του, αντιμετωπίζοντας καρτερικά, την άκρως ιδιότυπη και τίς περισσότερες φορές προσβλητική γιά την αξιοπρέπειά του μεταχείριση.
Ιεροψάλτης, είναι εκείνος, ο μόνος επαγγελματίας, ο οποίος γνωρίζοντας, πως το μεγαλύτερο μέρος του Εκκλησιάσματος, έρχεται στό Ναό, γιά να τον ακούσει να ψάλλει τα διάφορα τροπάρια, δέν έχει το δικαίωμα να παλέψει γιά το δίκιο και την αξιοπρέπειά του, και λόγω της προσβλητικής αμοιβής που λαμβάνει, ντρέπεται να βροντοφωνάξει την ιδιότητά του.
Ιεροψάλτης, είναι ΜΟΝΟΝ Εκείνος. Ο Μεγαλύτερος Εθνικός, Εκκλησιαστικός και συγχρόνως Παραδοσιακός Τραγουδιστής της Φυλής μας.
Εκείνος, που έχει την ύψιστη τιμή, να υμνεί αδιαλείπτως τον Κύριο και Θεό μας. ΑΥΤΟΣ είναι ο Ιεροψάλτης.
Αλλά ας δούμε, και μερικά άλλα στοιχεία, που συνθέτουν την προσωπικότητά του.
Κατ΄ αρχήν ο Ιεροψάλτης, πρέπει να διαθέτει καλλιφωνία, παιδεία, γνώσεις πάνω στήν Εκκλησιαστική Βυζαντινή Μουσική και την Τάξη των Ιερών Ακολουθιών, οπωσδήποτε ηθικό ανάστημα, και πάνω απ’ όλα, επίγνωση γιά το λειτούργημά του.
Το έργο που επιτελεί, είναι ιερό, και γι’ αυτό, θα πρέπει να αν-τιλαμβάνεται το ρόλο του στή Θεία Λατρεία μας. Σκοπός της ψαλμωδίας, δέν είναι η επίδειξη και η ευχαρίστηση, αλλά η ζωηρή έκφραση των ευσεβών συναισθημάτων, που πηγάζουν από τα βάθη της καρδιάς, καθώς επίσης, η ψυχική ανάταση πρός το Θεό, με αποτέλεσμα, την χριστιανική πρόοδο του εκκλησιάσματος.
Η θέση των Ιεροψαλτών μέσα στό Ναό, είναι καθιερωμένη, από την εποχή του Ιγνατίου του Θεοφόρου ( τέλη του Α΄. αιώνος μ. Χ. ), ο οποίος εθέσπισε την ψαλμωδία « κατ’ αντιφωνίαν », και τους δύο Χορούς των Ψαλτών, μέσα στήν Εκκλησία. Εξ’ άλλου, από τους 26ο ΄. , 43ο ΄. και 69ο ΄. Κανόνες των Αγίων Αποστόλων, 14ο ΄. της Δ΄. Οικουμενικής Συνόδου, 4ο ΄. και 6ο ΄. της Στ΄. Οικουμενικής, αλλά ιδιαιτέρως τον 15ο ΄. της εν Λαοδικεία Συνόδου και τον 75ο ΄. επίσης της Στ΄. Οικουμενικής, καθώς επίσης και από τίς Αρχαίες Λειτουργίες Ιακώβου, Κλήμεντος και Μάρκου του Ευγενικού, οι Ιεροψάλτες αναφέρονται σάν ιδιαίτερη τάξη, στήν υπηρεσία της Θείας Λατρείας.
Όπως προαναφέραμε, οι Ιεροψάλτες πρέπει να διαθέτουν αρκετά « προσόντα », γιά να είναι σε θέση, να εκπληρώσουν άριστα, το ύψιστο έργο τους.
Ας τά εξετάσουμε όμως αναλυτικά, αυτά τα « προσόντα ».
1) Κατ’ αρχήν σάν Ψάλτης, θα πρέπει να διαθέτει το φυσικό ταλέντο της φωνής. Ένα πραγματικά Θείο δώρο, το οποίον όμως, δέν το διαθέτουν πολλοί. Βέβαια, όταν λέμε φωνή, δέν εννοούμε αγριοφωνάρα ή οτιδήποτε άλλο σχετικό, αλλά μελωδική και ευχάριστη φωνή, η οποία να χαϊδεύει τα αυτιά των πιστών, και όχι να τους σπάει τα νεύρα. Να διαθέτει καθαρή άρθρωση και να ψάλλει όσο αυτό είναι εφικτό, « κατ’ έννοιαν ».
Πάνω σ’ αυτό, ίσως πολλοί να έχουν αντιρρήσεις, προβάλλοντας τους μετρικούς πόδες της Υμνολογίας, ή τίς αυστηρές προδιαγραφές των Προλόγων ή Προσομοίων, επί των οποίων ψάλλονται οι διάφοροι Εκκλησιαστικοί Ύμνοι. Όλ’ αυτά, είναι αποδεκτά, και δέν μπορεί να τα αμφισβητήσει κανείς.
Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, όπως π. χ. στό Δ΄. Εξαποστειλάριο « Ταις αρεταίς αστράψαντες » και συγκεκριμένα, στή μουσική πρόταση « εσθήσεσι Μυροφόροις ». Μπορεί να μας εξηγήσει κανείς, τί σημαίνει αυτή η φράση ; Ασφαλώς όχι, γιατί είναι δύο λέξεις, οι οποίες ανήκουν σε διαφορετικές προτάσεις η κάθε μία ( « άνδρας εν αστραπτούσαις εσθήσεσι » και « Μυροφόροις κλινούσαις εις γήν όψιν » ), οι οποίες, λόγω του προσομοιακού μέτρου, σφαγιάζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μή βγαίνει κανένα νόημα.
Και υπάρχουν πάμπολλες παρόμοιες καταστάσεις ( στόν Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου, σε Στιχηρά, Εξαποστειλάρια, Προσόμοια κ. λ. π. ), που παραποιούν εντελώς, την έννοια του Μέλους.
Απ’ όλ’ αυτά, βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα, ότι τα μουσικά προσομοιακά μέτρα, καλό είναι να τηρούνται, εφ’ όσον όμως, δέν κατακρεουργείται η έννοια των κειμένων. Και εδώ, χρειάζεται η παιδεία των Ιεροψαλτών, οι οποίοι πρέπει μ’ αυτά που « λένε », να δίνουν και στόν πλέον αγράμματο πιστό, ξεκάθαρη την έννοια των Ύμνων της Θείας Λατρείας.
2) Ερχόμαστε στίς γνώσεις της Μουσικής και των Τυπικών Διατάξεων, κατά την τέλεση των διαφόρων Ακολουθιών.
Γι’ αυτές τίς γνώσεις, έχουμε αναφερθεί πολλές φορές, και δέν σκοπεύουμε να γίνουμε κουραστικοί. Αυτοί που κυριολεκτικά « ξεφουρνίζονται » κάθε χρόνο από τα Ωδεία, μπορεί να γνωρίζουν πολλά πράγματα, που ίσως δέν τα γνώριζαν πρίν, αλλά με καμιά δύναμη, δέν μπορούν να επανδρώσουν Αναλόγια, και δέν μπορούν να λέγονται Ιεροψάλτες. Και τούτο, γιατί το μόνο που δέν γνωρίζουν, είναι η « δουλειά » του Αναλογίου. Με τίς υποτυπώδεις γνώσεις γύρω από τη Βυζαντινή Μουσική, και τίς ανύπαρκτες σχεδόν, πάνω στίς Τυπικές Διατάξεις, είναι ακατάλληλοι γιά το λειτούργημα του Ιεροψάλτη.
Τα Ωδεία, συμπεριφερόμενα αποκλειστικά, σάν εμπορομάγαζα, προωθούν και μοιράζουν Πτυχία και Διπλώματα αφειδώς, αρκεί ο ενδιαφερόμενος, να πληρώσει αυτά που θα του ζητήσουν. Υπάρχουν πάμπολλες και τρανταχτές περιπτώσεις διαφόρων, οι οποίοι διαθέ-τουν Πτυχία Βυζαντινής Μουσικής ή Διπλώματα Μουσικοδιδασκά-λου, υπογεγραμμένα από το συνένοχο Υπουργείο Πολιτισμού, με δικαίωμα μάλιστα « του διδάσκειν », αλλά που δέν είναι σε θέση, να σταθούν απλά, πάνω σ’ ένα Αναλόγιο.
Και το ωραίο είναι, ότι υπάρχουν μερικοί άλλοι, οι οποίοι έχουν υπογράψει χωρίς ίχνος ντροπής, αυτά τα χαρτιά, και οι οποίοι κοκορεύονται, ότι « φέτος, έβγαλα …… τόσους μαθητάς ». Παραβλέπουμε εδώ την παροιμία « κατά το Δάσκαλο και ο μαθητής ».
Βέβαια, ίσως με αυτά τα λόγια μου, δυσανασχετήσουν πολλοί εκλεκτοί συνάδελφοι, αλλά δέν παύει να είναι η στυγνή πραγματικότητα.
Μετά είναι το θέμα της Τυπικής Διάταξης των Ιερών Ακολουθιών. Βέβαια, θα μπορούσε να πεί κάποιος, ότι αφού ο ίδιος ο Αριεπίσκοπος, μαζί με όλη την Ιεραρχία, κάνει λάθη και μάλιστα ουσιώδη, καταστρατηγώντας « Αρχιερατικώ δικαίω » ή πολλές φορές από άγνοια το Τυπικό και την Παράδοση, πώς ένας νέος Ιεροψάλτης, να είναι αλάνθαστος ; Όταν τα κυκλοφορούντα Τυπικά ( Βιολάκης, Δίπτυχα, του εξ’ Αγρινίου κ. Παπαχρήστου, ακόμα και το « Πατριαρχικό Τυπικό » που εκδίδεται από τις Εκδόσεις « ΤΕΡΤΙΟΣ », και που δυστυχώς, δέν διορθώνεται από το ίδιο το Οι-κουμενικό Πατριαρχείο ), βρίθουν λαθών, πώς μπορεί ένας « εργάτης » του Αναλογίου, νέος ή παλαιός, να παραμένει αλάνθαστος ;
Και υπάρχουν άπειρες περιπτώσεις, που δικαιολογούν τα λόγια μας, αλλά που δέν είναι της παρούσης στιγμής, να αναφερθούν.
3) Ερχόμαστε στό θέμα της παιδείας.
Ο Ιεροψάλτης, πρέπει να διαθέτει ανάλογη μόρφωση, γιατί μόνον έτσι, θα είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται, το νόημα των Ύμνων που ψάλλει, και να αποδίδει τα κείμενα « κατ’ έννοιαν », ώστε να γίνεται κατανοητός, από το εκκλησίασμα. Μόνον έτσι, θα αποφεύγει τους τόσο συνήθεις παρατονισμούς, και γενικά, γνωρίζοντας το νόημα αυτών που ψάλλει, να το μεταδίδει και στούς πιστούς.
4) Κι ας έλθουμε στό θέμα της ηθικής.
Ο Ιεροψάλτης, έχει τη μεγάλη τιμή, να είναι ο κατ’ εξοχήν, Υμνωδός του πληρώματος της Εκκλησίας, πρός το Θεό.
Σύμφωνα λοιπόν με τα « Ούχ’ ωραίος αίνος, εν στόματι αμαρτωλού » της Σοφίας Σειράχ, και « Μή μόνον γλώττη προσφέρειν την υμνωδίαν, αλλά και την διάνοιαν, εις κατανόησιν των λεγομένων εγείρειν » του Θεοδώρητου, θα πρέπει να είναι σοβαρός, αξιοπρεπής, να μή δίνει αφορμές γιά κάθε είδους σκάνδαλα, και να είναι παράδειγμα πρός μίμηση, γιά τους πιστούς που τον ακούν.
Καιρός όμως, να δούμε το έργο του Ιεροψάλτη, και να εξετάσου-με το τί γίνεται, και το τί θα έπρεπε να γίνεται.
Το έργο του Ιεροψάλτη, είναι σημείον αντιλεγόμενον, και γενικά κατακρίνεται, λές και αυτός και μόνον αυτός, είναι υπεύθυνος γιά την κατάντια που παρατηρούμε, μέσα στούς Ναούς, κατά τη διεξαγωγή των διαφόρων Ακολουθιών.
Γεγονός πάντως είναι, ότι σήμερα, κακολογείται και χλευάζεται η Εκκλησιαστική Βυζαντινή Μουσική, και αφορμή γι’ αυτό, είναι αρκετοί από τους ίδιους τους Ιεροψάλτες.
Αυτοί οι « ΚΥΡΙΟΙ », κάνουν τους Ιεροψάλτες κατ’ ανάγκην ή αποβλέποντας στά χρήματα, που θα αποκομίσουν απ’ αυτή τη δουλειά. Πολλοί απ’ αυτούς, ανεβαίνουν πάνω στά Αναλόγια, εντελώς απροετοίμαστοι, και προσπαθούν την τελευταία στιγμή, να ενημερωθούν.
Άλλοι πάλι, και δυστυχώς πολλοί απ’ αυτούς, που λένε ή πιστεύ-ουν οι ίδιοι, ότι είναι μεγάλοι Ψάλτες, με την ανοχή ή και προτροπή, των πάσης φύσεως και βαθμού Κληρικών, μεταβάλλουν τους Εκκλησιαστικούς Ύμνους της Θείας Λατρείας μας, σε άριες από όπερες. Αφήνουμε το τραγικό γεγονός, της παρουσίας αρμονίων ή άλλων οργάνων ή επί το « καλλιτεχνικότερον », ηλεκτρονικών ισοκρατών, με τα οποία γενικά, μπασταρδεύεται η Παράδοση και γενικώτερα η ίδια η Ακολουθία.
Άλλοι πάλι, ανεβάζουν γυναίκες πάνω στά αναλόγια, καταστρατη-γώντας τους Ιερούς Κανόνες, οι οποίοι αποδοκιμάζουν τέτοιες ενέργειες.
Άλλοι πάλι, μή γνωρίζοντας την ίδια τη φωνή τους, αρχίζουν να ψάλλουν τα διάφορα μαθήματα, σε βάσεις ανεπίτρεπτες γι’ αυτούς, με αποτέλεσμα να ξελαρυγγιάζονται, προσπαθώντας να ψάλλουν κάποια ψιλή θέση του Μέλους, προκαλώντας ταυτόχρονα, τη θυμηδία και τον οίκτο του εκκλησιάσματος.
Υπάρχουν όμως και άλλοι, οι οποίοι όταν ψάλλουν, χορεύουν πάνω στό Αναλόγιο, κουνώντας ανεπίτρεπτα τα χέρια, το κεφάλι, όλο το σώμα ή κτυπώντας τα πόδια τους « εν είδει ταμπούρλου », προκειμένου να κρατήσουν το χρόνο, αγνοούντες την επιτίμηση του Ιερού Χρυσοστόμου, ο οποίος με ιερή αγανάκτηση, λέει :
« Άθλιε και ταλαίπωρε, δέόν σε δεδοικότα και τρέμοντα, την Αγγελικήν Δοξολογίαν εκπέμπειν, φόβω τε και τρόμω, την εξομολόγησιν τω Κτίστη ποιείσθαι και διά ταύτης, συγγνώμην των πταισμάτων αιτείσθαι, σύ δέ τα μίμων και ορχηστών ενταύθα παρά-γεις, ατάκτως μέν τας χείρας επανατείνων και τοις ποσίν εφαλλόμενος και όλω περικλώμενος τω σώματι ».
Τέλος, υπάρχουν πολλοί, και δυστυχώς αρκετοί, από αυτούς οι οποίοι όπως είπαμε, νομίζουν ότι είναι μεγάλοι Ψάλτες ή μοναδικοί στό είδος τους, οι οποίοι ΔΕΝ γνωρίζουν, τί πάει να πεί χρόνος ενός μαθήματος ή χρονική αγωγή. Αρχίζουν να ψάλλουν ένα μάθημα, και μέχρι να το τελειώσουν, έχουν « αλλάξει τα φώτα », σ’ αυτό που χαρακτηρίζεται, σάν « η ομορφιά του Μέλους ». Τον χρόνο. Άσχετα όμως με όλ’ αυτά, το συμπέρασμα όπως είπαμε, είναι ένα :
Οι Ιεροψάλτες, είναι αναπόσπαστα Μέλη της Θείας Λατρείας μας, και άμεσοι συνεργάτες των Κληρικών, και το έργο τους, είναι ιερό, σοβαρό, υπεύθυνο, και αποτελεί παράδειγμα πρός μίμηση, γιά το Εκκλησίασμα.
Αλλά ας έλθουμε τώρα στή στάση της επίσημης Εκκλησίας, απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους.
Γιά τους Ταγούς της Εκκλησίας μας, οι Ιεροψάλτες δέν είναι τίποτ’ άλλο, παρά μία τάξη ηλίθιων ρομαντικών ιδεολόγων, οι οποί-οι χάριν του πάθους που έχουν γιά τη Βυζαντινή Μουσική και το ψάλσιμο, τους βοηθάνε να γεμίζουν τίς τσέπες τους και τα παγκάρια των Ιερών Ναών. Αυτό το λέμε, διότι το άκουσαμε με τα ίδια μας τ’ αυτιά. Καμία μέριμνα γιά τον Κλάδο.
Καμία μέριμνα γιά την Μουσική, με την οποίαν αποδίδονται οι Εκκλησιαστικοί Ύμνοι.
Καμία μέριμνα γιά το μέλλον. Καθημερινώς, βλέπουμε να φθίνουν τα Ιερά Αναλόγια, και η επάνδρωσή τους, αποτελεί πρόβλημα, γιά πολλές περιοχές της Χώρας. Άλλοτε, βλέπαμε πλήθος παιδιών, να πλαισιώνουν τους Ψάλτες κάθε Εκκλησίας. Τώρα, ή μάλλον σε μερικά χρόνια, εάν δέν δραστηριοποιηθούν οι ιθύνοντες, θα ψάχνουν με το φανάρι του Διογένη, γιά να βρούν έναν άνθρωπο, να τους βοηθήσει στίς Ακολουθίες.
Πρέπει να ρυθμίσουν το θέμα των αμοιβών και της ασφάλισης του Ψάλτη. Όταν θέλουν να φτιάξουν Ναούς, Τέμπλα, μάρμαρα, αγιογραφίες ή οτιδήποτε άλλο, βρίσκουν χρήματα ή δανείζονται.
Γιά να κάνουν αύξηση 10 - 20 Ευρώ στούς Ψάλτες, πρέπει να γίνει Οικουμενική Σύνοδος.
Να φροντίσουν – και μόνον εάν το θελήσουν θα γίνει – να ενταχθούν οι Ιεροψάλτες, στούς Δημοσίους Υπαλλήλους.
Να αγκαλιάσουν τη Βυζαντινή Μουσική, και αφού φροντίσουν να την κρατήσουν πεντακάθαρη και αγνή, όπως μας την παρέδωσαν οι Πατέρες μας, μακριά από κάθε είδους αιρετικές προσμήξεις και άλλες διαφόρων τύπων θεωρίες ή εφευρέσεις, να παραχωρήσουν αρκετές εκπομπές στά Ραδιόφωνα της Εκκλησίας γι’ αυτήν, αλλά και να απαιτήσουν από τα δημόσια και ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης, να μεταδίδουν πιό τακτικά προγράμματα, με Βυζαντινούς Εκκλησιαστικούς Ύμνους και Δημοτικά Τραγούδια.
Να φροντίσουν να εισαχθεί στή Μέση Εκπαίδευση, η Βυζαντινή Μουσική, αντί της Ευρωπαϊκής που υπάρχει τώρα, οπότε τα Ελληνόπουλα, θα μαθαίνουν από τα μικρά τους χρόνια, να ψάλλουν και να τραγουδούν, με τη Μουσική της Πατρίδας τους, και όχι με μιά ξένη.
Να φροντίσουν να διαχωριστούν οι σπουδές της Βυζαντινής από την Ευρωπαϊκή Μουσική στά Ωδεία. Υπάρχουν άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και η μετριότητά μου, οι οποίοι παθαίνουν αναφυλαξία, όταν δούν πεντάγραμμη παρτιτούρα και μάλιστα, πάνω στά Αναλόγια.
Ένας, ο οποίος θέλει να μάθει να ψέλνει, δέν χρειάζεται αρμονίες και σολφέζ. Αφήνουμε το γεγονός, ότι παλαιότερα, απαιτούσαν και 3 χρόνια πιάνο. Αυτά μπορεί να τα μάθει εάν θέλει, και αργότερα.
Ας μάθει πρώτα τη δουλειά του Αναλογίου, δηλαδή να μπορεί να ανεβαίνει πάννω σ' αυτό και να ψάλλει κάτι σωστά και στην θέση του και ας του λείπουν τα πεντάγραμμα.
Αυτές λοιπόν, είναι κατά την ταπεινή μας πάντοτε γνώμη, μερικές από τίς ενέργειες, οι οποίες θα πρέπει να δρομολογηθούν την Επίσημη Εκκλησία, προκειμένου να βελτιωθούν οι σχέσεις της με τους Ιεροψάλτες.
Τότε μόνο – και αυτό το πιστεύουμε ακράδαντα – θα υπάρξει προσέλευση νέων στά Ιερά Αναλόγια, οι οποίοι σιγά – σιγά, θα αντικαταστήσουν όλους εμάς, πάνω σ’ αυτά.