Έξι μητροπολίτες στην παρουσίαση του Δ’ τόμου των έργων του Χριστοδούλου

Εκκλησία της Ελλάδος | Δημοσίευση: 26/03/2012

Ο Δ΄ Τόμος των Έργων του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών & Πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου, του από Δημητριάδος, παρουσίαστηκε σήμερα στην αίθουσα Λόγου και Τέχνης της Στοάς Βιβλίου στην Αθήνα . Παρόντες ήταν οι μητροπολίτες Νέας Σμύρνης κ. Συμεών,  Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, Σύρου κ. Δωρόθεος, Πειραιώς κ. Σεραφείμ, Κερκύρας κ. Νεκτάριος , Θεσσαλιώτιδος κ. Κύριλλος και ο μητροπολίτης Βελεστίνου κ. Δαμασκηνός ως εκπρόσωπος του αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου.

Παρόντες επίσης αρκετοί αρχιμανδρίτες μεταξύ των οποίων ο γραμματέας της Συνοδικής Επιτροπής Τύπου, Δημοσίων Σχέσεων και Διαφωτίσεως π.Τιμόθεος Άνθης και αρκετοί ιερείς .  

 Τον 4ο Τόμο παρουσίασαν ο Σεβ. Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών & Διαποντίων Νήσων κ. Νεκτάριος, ο Υπουργός Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, Καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης και η Ομότιμη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Μερόπη Σπυροπούλου.

 

Ο εν λόγω Τόμος περιλαμβάνει το 1ο Μέρος της Αρθρογραφίας του αειμνήστου Πρωθιεράρχου, το οποίο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πληροφόρηση» της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος από το 1981 έως το 1998. Ο Τόμος είναι έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και των εκδόσεων «Ακρίτας», ενώ έχουν προηγηθεί άλλοι τρεις που περιλαμβάνουν τα Εγκύκλια κείμενα (Ποιμαντορικά, Λειτουργικά και Εόρτια) του Μακαριστού Χριστοδούλου και ως Μητροπολίτου Δημητριάδος και ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών & Πάσης Ελλάδος.

Την εκδήλωση χαιρέτησαν ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος ενώ τον συντονισμό είχε ο Επιμελητής των Έργων του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου Αρχιμ. Επιφάνιος Οικονόμου. 

 

 ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ: ΕΡΓΑ Δ’

 

Ὁμιλία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Κερκύρας,

Παξῶν καί Διαποντίων Νήσων κ. Νεκταρίου

κατά τήν παρουσίαση τοῦ ὁμότιτλου βιβλίου

 

          Τί νά εἴπει καί τί νά λαλήσει κάποιος γιά  τόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρό Χριστόδουλο; Ὁ ὅποιος λόγος θά ἦταν ἀνεπαρκής γιά νά περιγράψει τό ἔργο, τίς ἰδέες, τόν ὁραματισμό ἐκείνου ὁ ὁποῖος ἀναλώθηκε στήν διακονία τῆς Ἑκκλησίας, «φορτώθηκε τά φορτία» ὄχι μόνο τῆς ἐπισκοπικῆς καί ἀρχιεπισκοπικῆς ζωῆς, ἀλλά καί ἐκεῖνα ἑνός ὁλόκληρου λαοῦ. Γιατί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δέν ἦταν ἁπλῶς μία φωνή μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἦταν ὁ ἐκφραστής τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, συνελάμβανε τό σφυγμό του, τά ὄνειρα, τά προβλήματα, τίς δυσκολίες, τούς σταυρούς του καί μέ τόν λόγο του, τήν μαρτυρία του, τήν ζωντανή παρουσία του γινόταν ὁ Κυρηναῖος τῶν ἀνθρώπων. Δέν ἦταν ἁπλῶς ἐπικοινωνιακός. Ἡ παρουσία του ἀντανακλοῦσε τή θέρμη τῆς ἀγαπώσης καρδίας του, ἡ ὁποία εἶχε πάντοτε ἕναν λόγο ἀγάπης καί παρακλήσεως νά ἀπευθύνει σέ ὅσους τόν πλησίαζαν. Καί ὄχι μόνο. Δέν περίμενε ἀπό ὅσους δυσκολεύονταν νά κάνουν αὐτοί τό βῆμα, ἀλλά πήγαινε ὁ ἴδιος, ἔσπευδε νά παραμυθήσει, νά στηρίξει, νά καθοδηγήσει, νά ἐμπνεύσει, νά κάνει λιγότερο ἔντονο τό φορτίο τῶν ἀνθρώπων, κληρικῶν καί λαϊκῶν, νά ἀφήσει στίς καρδιές ὅλων τήν γλυκύτητα, τό χαμόγελο, τήν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ πού μαρτυροῦσε ἡ παρουσία του καί νά τούς κάνει νά αἰσθανθοῦν ὅτι δέν εἶναι μόνοι. Ἀφοῦ ἕνας τόσο σπουδαῖος ἄνθρωπος, μία τέτοια ξεχωριστή καί μοναδική προσωπικότητα εἶναι κοντά τους, μοιράζεται μαζί τους τήν λύπη καί τήν χαρά, «τό ἅλας δέν ἔχει μωρανθεῖ».

          Εἴχαμε τήν μεγάλη εὐλογία νά γνωρίσουμε τόν Ἀρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο ἀπό τήν ἀρχή τῆς παρουσίας του στόν Βόλο καί στήν Μητρόπολη Δημητριάδος. Διακονήσαμε κοντά του ὡς ἀρχιδιάκονός του και ὡς διευθυντής τοῦ ἰδιαιτέρου γραφείου του ἐπί ἔντεκα καί πλέον ἔτη. Μαθητεύσαμε, ὠφεληθήκαμε, εὐεργετηθήκαμε. Ξεδιψάσαμε κοντά του τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, τό παράδειγμα τοῦ ἡγέτου, τήν ζωντάνια τῆς πίστεως. Σπουδάσαμε τήν ποιμαντική του ἀγωνία καί τόν σύγχρονο καί εὔστοχο τρόπο τῆς παρουσίας του στόν κόσμο. Θαυμάσαμε τό θάρρος του καί τό ἀνυποχώρητο καί ἀσυμβίβαστο τοῦ ἤθους του. Ἐκπλαγήκαμε βλέποντάς τον νά ἐργάζεται ἡμέρα καί νύκτα, νά μελετᾶ, νά μεταφράζει, νά συγγράφει, νά προβληματίζεται, νά ὀργώνει τήν ὕπαιθρο, νά συνομιλεῖ μέ τούς ἱερεῖς του, νά εἰσέρχεται στά σπίτια τῶν ἀνθρώπων, νά μήν ἀφήνει λειτουργία πού νά μήν τελέσει, νά τόν ἀκοῦμε νά ψάλλει γλυκυφθόγγως, νά μιλᾶ στό ραδιόφωνο, νά χαίρεται τά νέα τεχνολογικά μέσα, νά ἐπισκέπτεται τά στέκια τῆς νεολαίας, νά γίνεται «τά πάντα τοῖς πᾶσι». Καί αἰσθανόμαστε μεγάλη τήν ἀπουσία του κατά ἄνθρωπον, ὄχι διότι ἡ ζωή καί τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας δέν συνεχίζεται ἀπό ἄλλους, ἱκανούς καί ἀξιόλογους, ἀλλά διότι ὁ ἴδιος πραγματικά ὑπῆρξε μοναδικός καί ἀναντικατάστατος τόσο ὡς προσωπικότητα ὅσο καί ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πού ἀναλώθηκε μέ φλεγόμενη γιά τόν Χριστό καί τήν πίστη καρδιά, ἀφήνοντας τό στίγμα του ἀνεξίτηλο στίς καρδιές καί τήν μνήμη τῶν ἀνθρώπων.

          Μία πτυχή τῆς πολυσχιδοῦς δρατηριότητας τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, ἀπό τά χρόνια τῆς διακονίας του ὡς Μητροπολίτου Δημητριάδος καί Ἁλμυροῦ, ἦταν καί ἡ ἀρθρογραφία του. Τμῆμα αὐτῆς τῆς ἀρθρογραφίας εἶναι καί τά κείμενα τῆς ἐφημερίδας ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ, ἔργο δικό του, στό ὁποῖο κατέγραφε συστηματικά ἐπί 17 χρόνια (1981-1998) τίς ἀπόψεις του πού ἀποτελοῦσαν λόγο τόλμης, ἀληθείας καί ὑπευθύνου ἐνημερώσεως τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, φωνή τοῦ Ἐπισκόπου του καί ταυτόχρονα κραυγή ποιμαντικῆς ἀγωνίας ὄχι μόνο γιά τόν λαό τῆς Μαγνησίας, ἀλλά καί γιά τήν σύνολη Ἐκκλησία, μαρτυρία διαλόγου καί τήν ἴδια στιγμή ἀρχή ἐμπιστοσύνης τοῦ λαοῦ στόν ποιμένα του.  Ἡ ἔκδοση αὐτῶν τῶν κειμένων ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολι Δημητριάδος καί τόν ἐκδοτικό οἶκο Πέτρου Κυριακίδη-ΑΚΡΙΤΑΣ ἀποτελεῖ, ἐκτός ἀπό τήν ἐκπλήρωση τοῦ χρέους πρός τόν μακαριστό Ποιμενάρχη τῆς  ἐκεῖ τοπικῆς Ἐκκλησίας, καί μία μεγάλη προσφορά στό σύνολο τόσο τῆς ποιμαινούσης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὅσο καί τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ, σέ ἐποχές μάλιστα ἰδιαιτέρως κρίσιμες.

          Καί τοῦτο διότι ἐάν μελετήσει κανείς τόν τόμο αὐτό, ἰδίως τό πρῶτο τμῆμα της ἀρθρογραφίας πού ἀναφέρεται στήν σχέση «Ἐκκλησίας καί Κοινωνίας», θά διαπιστώσει ὅτι τά ἄρθρα οὐδόλως ἔχουν ἀπωλέσει τό ἐπίκαιρον καί, θά μοῦ ἐπιτρέψετε τήν φράση,  τήν φρεσκάδα τους! Διαβάζουμε σέ κείμενο πού δημοσιεύθηκε τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1981, ἐν ὄψει τῶν βουλευτικῶν ἐκλογῶν πού διεξήχθησαν τόν  Ὀκτώβριο τοῦ ἰδίου ἔτους:

          «Ἡ σημαντική καί ἀξιόλογη μερίδα τοῦ λαοῦ μας θέλει ἀπό τώρα νά ξέρει ποιά εἶναι ἡ θέση τῶν κομμάτων γιά τό ἄν π.χ. τό μάθημα τῶν Θρηςσκευτικῶν θά ἐξακολουθήσει νά διδάσκεται στά παιδιά μέσα στά σχολεῖα, ἄν ἡ δημόσια ζωή τοῦ τόπου θά ἐμποτίζεται ἀπό τό χριστιανικό πνεῦμα, ἄν σέ θέματα ἠθικῆς τάξεως τό Κοινοβούλιο θά ἐπηρεάζεται ἀπό τόν χριστιανικό ἠθικό Νόμο, ἄν θά προστατεύεται ἡ Θρησκεία ἀπό τόν προσηλυτισμό, ἄν θά ἔχει ἡ Ἐκκλησία οἰκονομική αὐτάρκεια γιά νά ἐπιτελεῖ ἐλεύθερα τό πολυσχιδές ἔργον της μέσα στήν κοινωνία, ἄν τό Κράτος θά συντρέχει τόν Ἱερό κλῆρο στήν ἀπρόσκοπτη ἐπιτέλεσι τῆς ἀποστολῆς του, ἄν ἡ Ἐκκλησία θά εἶναι ἐλεύθερη καί ζωντανη, ἄν τό κήρυγμα τοῦ Θείου λόγου θά ἐξακολουθήσει νά ἀκούεται ἀπό τά μαζικά μέσα ἐνημέρωσης πού ἐξαρτῶνται ἀπό τό Κράτος καθώς ἐπίσης καί μέσα σέ περιβάλλοντα πού ἐλέγχονται ἀπ’ αὐτό, γιά τόν ἠθικό καί χριστιανικό φρονηματισμό τῶν ἀκουόντων, ἄν μέ ἕνα λόγο, οἱ πολιτικές ὁμάδες ἀξιολογοῦν καί ἀναγνωρίζουν σάν θετικό τόν θρησκευτικό καί κοινωνικό ρόλο τῆς Ἐκκλησίας μας σήμερα. Παράλληλα, οἱ ἴδιοι αὐτοί χριστιανοί θέλουν να ξέρουν ἀπό τώρα τί τά κόμματα πρεσβεύουν πάνω σέ σοβαρά θέματα πού ἅπτονται τοῦ θρησκευτικοῦ μας πιστεύω, ὅπως εἶναι π.χ. ἡ δομή τῆς οίκογένειας, ἡ χριστιανική διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν στά σχολεῖα, ἡ ἠθικοποίηση τῆς κοινωνίας κλπ. Θά ὑπάρξει προσήλωσι στίς χριστιανικές ἀρχές πού ἡ μακροχρόνια παράδοση μᾶς ἐκληροδότησε καί κάτω ἀπό τήν σκιά τῶν ὁποίων οἱ μάρτυρες πατέρες μας ἀγωνίσθηκαν γιά νά μᾶς ἐξασφαλίσουν τήν ἐλευθερία; Ἤ θά θυσιασθοῦν πρόχειρα, ἤ καί ἐσκεμμένα, στό βωμό τῆς ἀθεΐας, τοῦ ὑλισμοῦ καί τῆς ἀποκτήνωσης;  Ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία καί οἱ πιστοί δέν ἀνέχονται πλέον τόν ἐμπαιγμό τους μέ τό σύστημα τῆς ἐν λευκῷ ἐξουσιοδοτήσεως γιά ριζικές καί καταστροφικές τομές πάνω σέ ἐξόχως λεπτά ζητήματα ὅπως εἶναι αὐτά πού σχετίζονται μέ τόν θρησκευτικό βίο τοῦ λαοῦ μας, τῶν παιδιῶν μας, τῶν οἰκογενειῶν μας» (σελ. 77-78).

          Ἀλήθεια, πόσο ἐπίκαιρος παραμένει ὁ λόγος αὐτός, ὅταν οὐσιαστικά τά ἴδια θέματα ἐξακολουθοῦν νά ἀπασχολοῦν τήν ἐπικαιρότητα ἀναφορικά μέ τήν παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στή ζωή τῶν ἀνθρώπων; Καί δέν ἔχει νά κάνει μόνο μέ τήν Ἐκκλησία καί τήν θέση της στήν ἑλλαδική κοινωνία ὁ λόγος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Ἦταν ἕνας λόγος προφητικός καί ἀφυπνιστικός γιά τήν ἴδια τήν κοινωνία. Διαβάζουμε καί πάλι τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1985:

          «Τά σημάδια τῶν καιρῶν εἶναι καί σήμερα ἀποκαλυπτικά. Γιά ὅσους, ἐννοεῖται, μποροῦν νά συλλαμβάνουν τά μηνύματα πού ἔρχονται καί νά βλέπουν καθαρά πίσω ἀπό τίς λεοντές πού σιγά-σιγά ἀπορρίπτονται. Θά ἔλεγα πώς οἱ πολιτικές ἐξελίξεις δέν μέ ἐνδιαφέρουν σάν Ἐπίσκοπο, ἄν κι αὐτές δέν ἦταν ἄμεσα συνυφασμένες μέ ἐνδεχόμενες περιπέτειες τοῦ λαοῦ, πού εἶναι, ταυτόχρονα, πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά πέραν αὐτῶν, ὑπάρχει τό μεγάλο πρόβλημα τῆς διάβρωσης τῶν θεσμῶν καί τῶν ἀξιῶν, πού δυναστεύει, κατά τά τελευταῖα χρόνια, ἐντονώτερα τή ζωή μας. Καί τῆς καπήλευσης τῶν ἁγνότερων ἰδανικῶν πού ὀμορφαίνουν τόν κόσμο. Καί τῆς ὑποβάθμισης κάθε ποιότητας ζωής, πού, βέβεαια, δέν συναρτᾶται ἀναπόφευκτα μέ τήν ἐπαύξηση μόνο τοῦ πρασίνου ἤ τήν ὀργάνωση φεστιβάλ καί πολιτιστικῶν ἐκδηλώσεων. Καί εἶναι ἀκόμη καί ἡ Παιδεία καί ἡ γλῶσσα καί ἡ ἀνεργία τῶν νέων καί ὁ ἀμοραλισμός καί ἡ ἀπουσία τῆς ντροπῆς καί ἡ ἀθεΐα. Ὅλα μαζί τυραννοῦν τίς συνειδήσεις μας καί ὁδηγοῦν τό Γένος σέ μοιραῖες ἐξελίξεις. Ἡ λεγόμενη πνευματική ἡγεσία τοῦ τόπου δέν φαίνεται νά συγκινεῖται, ὅσον πρέπει, ἀπό τήν συντελούμενη κοσμογονική μεταλλαγή, οὔτε νά ἐνοχλεῖται ἀπό τίς ἄθλιες μεθόδους πού ἐπιλέγονται. Τί νά φαντασθῆ κανείς; Ὅτι ἐξέλιπαν πιά οἱ ἄνδρες ἀπό τούτη τή χώρα ἤ ὅτι σιωποῦν γιά τήν ἐξασφάλιση ἀνομολόγητων συμφερόντων; Νά  σκεφθῆ ὅτι τό ἅλας ἐμωράνθη καί τό φῶς ἔσβησε ἤ ὅτι εἴμαστε καταδικασμένοι νά ζήσουμε τή σταδιακή, ἀλλά σίγουρη ἀποστέρησή μας ἀπό ὅ,τι μέχρι τώρα ἀγαθό καί καλό μᾶς κληροδότησε ἡ παράδοσή μας; Ποῦ εἶναι οἱ ἀγρυπνοῦσες συνειδήσεις καί οἱ διαμαρτυρόμενες φωνές; Ποῦ ἔχουν καταχωνιασθεῖ οἱ γλῶσσες πού ἐξ ὁρισμοῦ λαλοῦν τήν ἀλήθεια; Καί γιατί τέτοια ἄπνοια, τόσος συμβιβασμός, τέτοια ἀφασία ἐμπρός στά τεκταινόμενα;Δέν σκεπτόμαστε ἄραγε ὅτι θά μᾶς ζητήσουν εὐθύνες οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί; Κι ἄν ὅλοι οἱ ἄλλοι σιωπήσουν, οἱ ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες δέν θά τολμήσουν;» (σελίδες 165-166).

          Ὁ ἴδιος τόλμησε. Μᾶς ἄφησε μεγάλες παρακαταθῆκες. Καί μελετῶντας τά κείμενά του δέν μπορεῖ παρά νά ἀναλογιστοῦμε γιατί δέν τόν ἀκούσαμε ὡς κοινωνία, γιατί, ἐνῶ μᾶς συγκίνησε καί μᾶς προβλημάτισε ὁ λόγος του, δέν ἀφυπνισθήκαμε ὅσο θά ἔπρεπε ὥστε νά βάλουμε χειρόφρενο στήν πνευματική καί ἠθική κατηφόρα, πού μᾶς ὁδήγησε στήν πρωτοφανῆ κρίση, τίς συνέπειες τῆς ὁποίας ὁ Χριστόδουλος εἶχε προβλέψει καί ἀφιέρωσε ὅλη του τήν ζωή στό νά τίς ἀποτρέψει, ἀγωνιζόμενος νά ἀφυπνίσει τουλάχιστον ὅσους τόν ἄκουσαν! Καί δέν εἶναι λίγοι αὐτοί, πού μποροῦν νά ἀποτελέσουν τό προζύμι γιά νά στηριχτεῖ τό ἔθνος μας καί πάλι στά πόδια του, ἀρκεῖ νά υἱοθετήσει καί πάλι τούς πνευματικούς πυλῶνες τῆς παραδόσεώς του, τήν πίστη, τήν γλῶσσα, τήν ἱστορία, τίς ἀξίες, τήν διάθεση γιά προσφορά καί ἀγάπη, τήν ἐντιμότητα, τήν μέριμνα γιά τό τοῦ ἑτέρου καί τήν ὑπέρβαση τοῦ στεγνοῦ καταναλωτικοῦ πνεύματος, τό ὁποῖο ἐγκλωβίζει ἕκαστον  εἰς τά ἴδια καί δέν μᾶς ἀφήνει νά δοῦμε τί σημαίνει πατρίδα καί ἦθος.

          Γράφει καί πάλι τόν Φεβρουάριο τοῦ 1986:

          «Ἕνας βαθύς, οὐσιαστικός καί μεθοδικός κοινωνικός μετασχηματισμός συντελεῖται τώρα στή χώρα μας. Ἀργά, σχεδόν ἀνεπαίσθητα, χωρίς καλά καλά νά ὑποπτευόμαστε τήν παρουσία του, ἕνας νέος κόσμος κάνει τήν ἐμφάνισή του, τό κλῖμα μεταβάλλεταικαί ἡ γενεά ἀνδρώνεται μέσα στή νέα πραγματικότητα, πού γοητεύει ἤ ἀποκοιμίζει πολλούς! Μέ τή γνωστή μέθοδο τοῦ σαλαμιοῦ ἀφαιροῦνται ἕνα πρός ἕνα τά ἐρείσματα πού μέχρι τώρα ἐστήριζαν τό Γένος, καί φαίνεται νά εἶναι ζήτημα χρόνου ἡ κατάρρευσή του. Σέ ὅλους τούς χώρους εἰσελαύνουν συστηματικά τά νέα ἤθη, ἐκτοπίζοντας θεσμούς καί ἀξίες αἰώνων. Ἕνας ἀπαίσιος Μιθριδατισμός προλειαίνει τό ἔδαφος γιά τήν ἀδιαμαρτύρητη ἀνοχή των, ἐν ὀνόματι τοῦ προοδευτισμοῦ, ἐνῶ παράλληλα ἀπωθοῦνται στό περιθώριο οἱ δυνάμεις ἐκεῖνες πού θά μποροῦσαν νά προβάλουν ἀντίσταση στοῦ κακοῦ τήν ὁρμή. Ἔτσι τό πρόσωπο τῆς Ἑλλάδος ἀλλάσσει καί, τό χειρότερο, ὁ λαός μας δέχεται παθητικά, ἄν μή καί εὐνοϊκά, αὐτή τήν ὀδυνηρή ἐμπειρία. Ὑπήρξαμε ἄτυχοι σάν λαός, μένοντας, ἄν καί ἐλεύθεροι, οὐσιαστικά στό ἐπίπεδο τοῦ ὑπηρέτη. Ὑπηρετοῦμε, ἀπό τότε πού ζοῦμε, πιστά τούς κάθε λογῆς ἀφέντες μας καί τά συμφέροντά τους. Δέν εὐτυχήσαμε νά ἔχουμε ὁδηγούς μέ εὐθύνη. Κι αὐτοί πού ἔχουμε μᾶς δίδαξαν νά ἀρκούμεθα στήν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν μας, στήν καλλιέργεια τῆς ἐπιφάνειας. Ἕνα ἐξωτερικό ἐπίχρισμα γνώσεων, ἀγωγῆς, αἰσθημάτων ἐπικαλύπτει τήν ἀφόρητη ἔνδειά μας. Τό ὅραμα τῆς ἐπίγειας εὐδαιμονίας μᾶς συνέχει καί σ’ αὐτό ἐξαντλούμεθα οἱ πλεῖστοι. Τό ψωμί καί τό κρασί τῆς ὑπόστασης λείπει, μά ἐλάχιστοι τοῦ δίνουν σημασία. Ὁ λαός μας ἔμαθε νά ζῆ μέσα στό κλωτσοσκοῦφι τῶν γηπέδων καί στούς διαλόγους τοῦ μαχαλᾶ. Τοῦ προσφέρουν τό κόκκαλο ἐφήμερων στόχων καί τοῦ στεροῦν τή στέρεη τροφή πού στηρίζει. Κι ἄν κανείς ἀναφανῆ στόν ὀρίζοντα νά ἀγωνιᾶ καί νά κρίνει, αὐτός μπαίνει στό στόχαστρο τῆς ὀργῆς ἤ τῆς μικρότητος γιά νά σιγήσει. Ἔτσι προχωρεῖ ἀνεμπόδιστα τό σχέδιο γιά τήν συρρίκνωση καί τόν ἐξανδραποδισμό μας. Αὐτό ἤθελαν καί πάνω σ’ αὐτό στηρίχθηκαν οἱ... ἀναμορφωτές μας. Μοιάζουμε μελλοθάνατοι ὑπό προθεσμίαν, καθώς ἡ κρίσι, σάν λειτουργία τοῦ νοῦ ἔχει ἀτονήσει, καί οἱ πολλοί ἄγονται καί φέρονται παρορμητικά καί ἀσυναίσθητα πρός τό χάος. Αὐτό εἶναι φαινόμενο πού φοβοῦμαι ὅτι γιά πρώτη φορά ἐμφανίζεται στόν ὀρίζοντα, προδικάζοντας τήν ἀμετάκλητη καθίζησή μας, τίς συνέπειες τῆς ὁποίας, ὅπως καί τῆς ἀκρισίας θά πληρώσουν πιό ἀκριβά ἀπό έμᾶς τά παιδιά μας» (σελ. 181-182)

          Μέσα ἀπό τά κείμενα τῆς πρώτης ἑνότητας διαπιστώνουμε, μεταξύ ἄλλων, τρία σημεῖα τῆς προσωπικότητας τοῦ τότε Μητροπολίτη Δημητριάδος:

          Πρῶτον τήν εὑρυμάθειά του καί τήν παιδεία του, πού τόν ἔκαναν νά μήν ἐνδιαφέρεται μόνο γιά τά τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς πνευματικότητάς της, ἀλλά νά διακρίνει καί νά κρίνει, χωρίς νά ἐκμηδενίζει, τά τοῦ κόσμου. Ἀφουγκραζόταν τί ἔνιωθε ὁ κόσμος γιά τήν Ἐκκλησία, τί τόν προβλημάτιζε, πάνω σέ ποιά θέματα θά ἤθελε ὁ λαός νά πάρει ἡ Ἐκκλησία θέση καί ἔσπευδε νά τοποθετηθῆ. Δεύτερον, τήν στέρεα ἐκκλησιοκεντρική βάση τοῦ στοχασμοῦ του. Ὁ Χριστόδουλος ἦταν ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἀγαποῦσε καί τήν πονοῦσε. Ἤξερε τήν θεολογία της, ἀλλά καί ἔνιωθε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔπρεπε νά ἀναστοχαστεῖ τά τοῦ οἴκου της, ὄχι γιά νά μιμηθεῖ τόν ἐκσυγχρονισμό τοῦ κόσμου, ἀλλά γιά νά μπορέσει νά μιλήσει τή γλῶσσα πού ὁ κόσμος χρειαζόταν. Καί τό πρόβλημα τῆς Ἐκκλησίας δέν ἦταν τόσοθεσμικό, ἀλλά ἔχει νά κάνει μέ τά πρόσωπα καί τά χαρίσματά τους. Ὁ Χριστόδουλος ἤθελε νά  ἐμπνέονται νέοι μέ ζῆλο καί διάθεση νά προσφέρουν στήν Ἐκκλησία, νά ἀφιερώσουν τά χαρίσματά τους σ’ αύτήν καί νά μετατρέψουν ὅ,τι ἔλαβαν δωρεάν σέ δωρεάν προσφορά στό λαό. Τό τρίτο ἡ μεγάλη του ἔγνοια γιά τήν νεολαία, γιά τά προβλήματά της, γιά τά ναρκωτικά, τήν ἀνεργία, τήν ἀφασία τῆς παιδείας, τήν παράδοση σέ μία νοοτροπία πού εἶχε νά κάνει μόνο μέ δικαιώματα, χωρίς καθήκοντα καί ὑποχρεώσεις. Εἶχε ὅμως ἐμπιστοσύνη στούς νέους, εἶχε ἰδιαίτερη ἀγάπη καί ἡ ἀγωνία του γι’ αὐτούς δέν τόν ἔκανε κινδυνολόγο καί ἀπορριπτικό. Καί αὐτό ἀποδεικνυόταν ἀπό τήν ἐπικοινωνία καί τήν χαρά πού ἔνιωθε ὅταν ἔγραφε γι’ αὐτούς καί ὅταν βρισκόταν ἀνάμεσά τους.

          Τό ἴδιο πνεῦμα ἀποτυπώνεται καί στά κείμενα τῆς τέταρτης ἀντιαιρετικῆς ἑνότητας τοῦ τόμου. Ὁ μαχητικός Χριστόδουλος, ὁ ὁποῖος δέν διστάζει νά ξεκαθαρίσει τήν θέση τῆς Ἑκκλησίας, χωρίς νά ἐπιλέγει νά εἶναι εὐχάριστος, ἀλλά ἀληθινός, σέ θέματα ὅπως ἡ στάση τῆς πίστης ἔναντι τῆς μασωνίας, τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, τοῦ σατανισμοῦ καί τῆς παραθρησκείας, τῆς σαηεντολογίας, ἀλλά καί ἔναντι τοῦ διαλόγου μέ τούς ρωμαιοκαθολικούς καί τῶν προβλημάτων πού δημιουργοῦνται ἀπό τήν παρέμβαση τῆς οὐνίας ἤ ἀπό κάποιες ὑπερβολικές ἀξιώσεις ἐκείνων. Ὁ Χριστόδουλος δέν ἦταν ρατσιστής ἤ μισαλλόδοξος. Ἤθελε νά προστατεύσει τό ποίμνιό του ἀπό ἀλλότριες παρεμβάσεις, χωρίς νά ὑπολογίζει ἀντιδράσεις καί προσωπικό κόστος. Καί αὐτό καλῶς γνωρίζουμε ὅτι τό πέτυχε στά χρόνια τῆς ποιμαντορίας του στό Βόλο, μέ ἀγωνιστικότητα, ὑπομονή, ἀλλά καί ἀγάπη γιά τούς χριστιανούς.

          Θέλουμε, κλείνοντας, νά συγχαροῦμε τόν ἀγαπητό ἐν Χριστῷ ἀδελφό Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δημητριάδος καί Ἁλμυροῦ κ. Ἰγνάτιο, ὁ ὁποῖος συνέχισε τό ἔργο τοῦ μακαριστοῦ πνευματικοῦ μας πατρός, τοῦ ἀπό Δημητριάδος Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνπων καί πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Χριστοδούλου, καί ὁ ὁποῖος θέλησε νά ἔρθει στά χέρια ἑνός εὑρύτερου κοινοῦ ἡ γραπτή παρακαταθήκη πού ὁ μακαριστός μᾶς ἄφησε. Νά συγχαροῦμε τόν ἐπιμελητή τῶν ἐκδόσεων αὐτῶν καί πνευματικό παιδί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀρχιμανδρίτη Ἐπιφάνιο Οἰκονόμου, τόν ἐκδοτικό οἶκο Πέτρου Κυριακίδη-ΑΚΡΙΤΑΣ γιά τήν πρωτοβουλία καί νά προτρέψουμε ὅσους πάρουν στά χέρια τους τό βιβλίο νά τό μελετήσουν μέ προσοχή. Θά διαπιστώσουν τήν ἐπικαιρότητα τοῦ στοχασμοῦ του, ἀλλά καί θά διδαχθοῦν ὅτι ὑπάρχει ἡ ἐλπίδα νά ξαναβροῦμε προσανατολισμό καί νόημα. Ἀρκεῖ νά ἐμπιστευθοῦμε τήν Ἐκκλησία.

Διότι, ὅπως ἔλεγε καί πάλι ὁ Χριστόδουλος: «Ἄν ἄλλοι διχάζουν, ἡ Ἐκκλησία ἑνώνει. Εἶναι κοινωνία ἀγάπης ἡ Ἐκκλησία. Τό κλῖμα της τρέφει τήν ἀνοχή τῶν σφαλμάτων, μεθοδεύει τή συγγνώμη, ἀπεχθάνεται τίς διακρίσεις. Μέσα στήν Ἐκκλησία  ὅλοι εἴμαστε ἀδέφια, ὅλοι. Τίποτε δέν μᾶς χωρίζει μπροστά στό Θεό. Ἐκεῖ οἱ καρδιές ἀνυψώνονται, οἱ μικρότητες ἐγκαταλείπονται, τά πάθη ἀδρανοῦν. Ἡ γεῦσι τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι κατάφασι τῆς ἑνότητος, τοῦ συνδέσμου τῆς εἰρήνης, τῆς ἀνθρωπιᾶς. Ἀνήκοντας συνειδητά στήν Ἐκκλησία ξεπερνᾶμε τίς συμπληγάδες τοῦ χωρισμοῦ. Στούς καιρούς μας εἶναι πολυτέλεια ἀπαράδεκτη ἡ  διχόνοια. Ἰθύνοντες καί ἰθυνόμενοι ἔχουμε στά χέρια μας τή δυνατότητα γιά μιά εὐλογημένη καί ἑνωμένη πορεία. Ἀρκεῖ νά τή χρησιμοποιήσουμε. Γιά νά σωθοῦμε καί νά ζήσουμε» (σελ. 86-87).

          Σᾶς εὐχαριστῶ.