Αγρυπνία στη μνήμη του Αγίου Πορφυρίου

Εκκλησία της Ελλάδος | Δημοσίευση: 02/12/2015

Τήν Τρίτη τό ἑσπέρας τῆς 1ης Δεκεμβρίου 2015 στόν Μητροπολιτικό Ἱερό Ναό Ἁγίου  Βασιλείου Τριπόλεως τελέσθηκε ἱερά Ἀγρυπνία, ἐπί τῇ μνήμῃ τοῦ Ὁσίου πατρός ἠμῶν Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου.

Πλῆθος Τριπολιτῶν, εὐλαβῶν καί φιλεόρτων Χριστιανῶν προσῆλθαν στήν ἱερά αὐτή Ἀκολουθία, τιμῶντες τόν νεοανακηρυχθέντα Ἅγιον τῆς Ἐκκλησίας μας.

 

Ὁ Ὅσιος Πορφύριος, κατά κόσμον Εὐάγγελος Μπαϊρακτάρης, γεννήθηκε στίς 7 Φεβρουαρίου 1906 μ.Χ., στήν Εὔβοια, στό χωριό Ἅγιος Ἰωάννης τῆς ἐπαρχίας Καρυστίας. Οἱ γονεῖς του, Λεωνίδας Μπαϊρακτάρης καί Ἑλένη, τό γένος Ἀντωνίου Λάμπρου, ἦταν εὐσεβεῖς καί φιλόθεοι ἄνθρωποι. Ὁ πατέρας του, μάλιστα, ἦταν ψάλτης στό χωριό καί εἶχε γνωρίσει προσωπικά τόν ἅγιο Νεκτάριο. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν πολυμελής καί οἱ γονεῖς, φτωχοί γεωργοί, δυσκολεύονταν νά τή συντηρήσουν. Γι’ αὐτό ὁ πατέρας ὑποχρεώθηκε νά φύγει στήν Ἀμερική, ὅπου δούλεψε στήν κατασκευή τῆς διώρυγας τοῦ Παναμᾶ.

 

Ὁ μικρός Εὐάγγελος ἦταν τό τέταρτο παιδί τῆς οἰκογένειας. Φύλαγε πρόβατα στό βουνό καί εἶχε παρακολουθήσει μόνο τήν πρώτη τάξη τοῦ Δημοτικοῦ, ὅταν ἀναγκάστηκε καί αὐτός λόγω τῆς μεγάλης φτώχειας νά πάει στή Χαλκίδα γιά νά δουλέψει. Ἦταν μόλις ἑπτά χρόνων. Ἐργάστηκε δυό - τρία χρόνια σ’ ἕνα κατάστημα. Μετά πῆγε στόν Πειραιά, ὅπου δούλεψε δυό χρόνια στό παντοπωλεῖο ἑνός συγγενοῦς.

Στά δώδεκά του χρόνια ἔφυγε κρυφά γιά τό Ἅγιον Ὅρος, μέ τόν πόθο νά μιμηθεῖ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Καλυβίτη, τόν ὁποῖο εἶχε ἰδιαίτερα ἀγαπήσει, ὅταν παλαιότερα εἶχε διαβάσει τόν βίο του. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τόν ὁδήγησε στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων καί στήν ὑποταγή δύο Γερόντων, τοῦ Παντελεήμονος, ὁ ὁποῖος ἦταν καί πνευματικός, καί τοῦ Ἰωαννικίου, ἀδελφῶν κατά σάρκα. Ἀφοσιώθηκε στούς δύο Γέροντες, πού κατά κοινή ὁμολογία ἦταν ἰδιαίτερα αὐστηροί, μέ μεγάλη ἀγάπη καί μέ πνεῦμα ἀπολύτης ὑπακοῆς.

 

Ἔγινε Μοναχός σέ ἡλικία δεκατεσσάρων ἐτῶν καί πῆρε τό ὄνομα Νικήτας. Μετά ἀπό δύο χρόνια ἔγινε μεγαλόσχημος. Λίγο ἀργότερα ὁ Θεός τοῦ δώρισε τό διορατικό χάρισμα.

Στά δεκαεννέα του χρόνια ὁ Γέροντας ἀρρώστησε πολύ σοβαρά, γεγονός πού τόν ἀνάγκασε νά ἐγκαταλείψει ὁριστικά τό Ἅγιον Ὅρος. Ἐπέστρεψε τότε στήν Εὔβοια, ὅπου ἐγκαταβίωσε στή Μονή τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους Λευκῶν. Ἕνα χρόνο ἀργότερα, τό ἔτος 1926, σέ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, χειροτονήθηκε Ἱερέας στόν Ἅγιο Χαράλαμπο Κύμης ἀπό τόν Πορφύριο Γ’, Ἀρχιεπίσκοπο Σινᾶ, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα Πορφύριος. Στά εἴκοσι δύο του ἔγινε Πνευματικός - Ἐξομολόγος καί λίγο ἀργότερα, Ἀρχιμανδρίτης. Γιά ἕνα διάστημα ἐργάστηκε ὡς Ἐφημέριος στούς Τσακαίους, χωριό τῆς Εὐβοίας.

 

Στήν Εὔβοια, στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Χαραλάμπους, ἔζησε δώδεκα χρόνια, διακονώντας τούς ἀνθρώπους ὡς Πνευματικός καί Ἐξολόγος, καί τρία χρόνια στήν Ἄνω Βαθειά, στήν ἐγκαταλελειμμένη Μονή τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Τό 1940, παραμονές τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ὁ Γέροντας Πορφύριος ἐγκαταστάθηκε στήν Ἀθήνα, ὅπου ἀνέλαβε καθήκοντα Ἐφημερίου στήν Πολυκλινική Ἀθηνῶν. Ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, ἔζησε ἐκεῖ τριάντα τρία χρόνια σάν μία μέρα, ἀσκώντας ἀκαταπόνητα τό πνευματικό ἔργο καί ἀνακουφίζοντας τόν πόνο καί τήν ἀσθένεια τῶν ἀνθρώπων.