Επικήδειος εις τον αοίδιμον μητροπολίτην πρώην Μεσογαίας

Εκκλησία της Ελλάδος | Δημοσίευση: 03/09/2015

 

ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΟΙΔΙΜΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΝ

ΠΡΩΗΝ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΥΡΟΝ ΑΓΑΘΟΝΙΚΟΝ.

 

Ἐκφωνηθείς ὑπό τοῦ Ἀρχιμανδρίτου κ. Ἱερωνύμου Νικολόπουλου,

Α΄ Γραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου,

ἐν τῷ Ἱερῷ Προσκυνηματικῷ Ναῷ

Ἀναστάσεως Χριστοῦ Σπάτων.

 

 

Εἰ δὲ τοῖς περὶ τὰ κέρδη καὶ θήραν ἐπτοημένοις

γλυκὺς ὁ περὶ ταῦτα πόνος ὑπάρχει,

πόσῳ μᾶλλον τοῖς τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἁλιεῦσι κόλπων,

οἷς τὸ κέρδος οὐχ ἡμερινόν, οὐδὲ πρόσγειον

ἀλλ' αὐτὴ τῶν οὐρανῶν ἡ βασιλεία καθέστηκε;

(Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τὸ προφητικὸν ρητὸν τὸ λέγον «πλὴν μάτην τα­ράσσεται πᾶς ἄνθρωπος ζῶν», P.G. 55,559)

 


 

 

Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Φθιώτιδος κ. Νικόλαε, Σεπτέ Προεστῶτα τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου πρώην Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κυροῦ Ἀγαθονίκου.

Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς.

Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Νικόλαε, περινούστατε καί διακριτικέ Διάδοχε τοῦ ἄρτι ἐκμετρήσα­ντος τό ζῆν κυροῦ Ἀγαθονίκου, ὃν ἐπί ἑνδεκαετίαν ὅλην ὑποδειγμα­τικῶς ἐφροντίσατε καί ἐπεστηρίξατε ἐν τῇ ἀδυναμίᾳ «ἐν καιρῷ γή­ρως αὐτοῦ», ἀλλά καί τό γε νῦν ἔχον καταβάλλετε πᾶσαν τήν προσ­πάθειαν, ὣστε ὁ μεταστάς Ἱεράρχης νά λάβῃ πᾶσαν τήν νενομι­σμένην ἐξόδιον τιμήν.

Σεβαστοί Πατέρες.

Ἐντιμότατοι Ἂρχοντες.

Πενθηφόρε τοῦ Κυρίου λαέ.

 

Ὅσο μακρά καί ἄν εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ζωή, δέν ἀποτελεῖ παρά μιάν ἐλάχιστη ροπή στήν ἀτέρμονη αἰωνιότητα, μιᾶς πού ὁ κατά τόν Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον «ἀκολάκευτος δήμιος», ὁ θάνατος ἔρχε­ται καί μᾶς ὑπαγορεύει τό προσωρινό καί ἐφήμερο τῆς ὑπάρξεώς μας στή γῆν αὐτήν. Κόσμο «θνητόν καί χωρίον ἀποθνησκόντων» χαρακτηρίζει ὁ Μέγας Βασίλειος τήν παροῦσα διάσταση τοῦ βίου. Ἀλλά ἀκριβῶς ἐπειδή τό γεγονός τοῦ θανάτου προβάλλει ὡς ἡ μόνη βεβαιότης τῆς ζωῆς μας, ἡ Ἐκκλησία ὡς Μητέρα, ἡ ὁποία ὄντως ἐν­διαφέρεται γιά τά παιδιά Της, μᾶς προσκαλεῖ συνεχῶς σέ μνήμη θα­νάτου, τήν κατά τόν Πλάτωνα ἀληθῆ φιλοσοφία. Τό κάνει δέ αὐτό, ὄχι μέ διάθεση νά φοβίσει, ἀλλά νά βοηθήσει προετοιμάζοντας τόν καθένα μας γιά τή μεγάλη αὐτή στιγμή τῆς ζωῆς του.

Σέ τί βοηθᾶ νά κατανοήσουμε πώς ὅσα χρόνια καί ἄν ζήσουμε στή γῆ αὐτή, ἔρχεται πάντα ἡ στιγμή τῆς ἀναχωρήσεως; Μᾶς βοηθᾶ κατ' ἀρχήν νά τοποθετηθοῦμε μέ ἀποφάσεις οὐσιαστικές ἔναντι τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς. Διαπιστώνουμε πώς ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας ἔχει ὅριο, λήξη, ὅσο μακρύς καί ἄν εἶναι δέν εἶναι ἄπειρος καί ἑπομένως, δέν μποροῦμε νά τόν ἀναλώνουμε σέ ὅ,τι μάταιο, ἐπιπόλαιο, σέ ὅ,τι ἀ­ποτελεῖ κατά τή λαϊκή ἔκφραση «χάσιμο χρόνου». Καί αὐτό μᾶς καλλιεργεῖ τήν αἴσθηση τοῦ χρέους καί τῆς εὐθύνης. Τοῦ χρέους ἔ­ναντι τοῦ Θεοῦ, ὡς «τοῦ δωτῆρος παντός ἀγαθοῦ» ἄρα καί τοῦ χρό­νου τῆς ζωῆς μας, ἀλλά καί τῆς εὐθύνης ἔναντι τοῦ Θεοῦ, τοῦ πλησίον καί τοῦ ἴδιου μας τοῦ ἑαυτοῦ γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο δα­πανᾶμε αὐτόν τό χρόνο.

Καί αὐτά τά δύο, τό χρέος ἔναντι τοῦ Θεοῦ γιά τή δωρεά τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς μας καί ἡ εὐθύνη γιά τόν τρόπο διαθέσεώς του, ση­μασιοδοτοῦν τήν αἴσθηση περί τῆς αἰωνιότητας. Διότι ὅλοι μας αἰ­σθανόμαστε ὅτι δέν ἔχουμε τέλος, δέν ἔχουμε ἡμερομηνία λήξεως, δέν ὑπάρχει περίπτωση νά πάψουμε νά ὑπάρχουμε. Κι αὐτό τό αἴ­σθημα ἀθανασίας, τό ὁποῖο μέ πολλή σοφία ὁ Ἅγιος Θεός ἐμφύτευ­σε στόν καθένα μας, δέν εἶναι δυνατό νά ὑπάρχει γιά νά τό ἀναιρεῖ, νά τό διαψεύδει, νά τό καταργεῖ ὁ σωματικός θάνατος. Αὐτή ἡ ἴδια ἡ πεποίθηση πού ἐνυπάρχει στόν καθένα μας ὅτι εἴμαστε πλασμένοι γιά τήν αἰωνιότητα, εἶναι ἡ ἰσχυρή ἔνδειξη ὅτι τό γεγονός τοῦ θανά­του εἶναι μιά στιγμή τῆς ζωῆς, ἡ οὐσιαστικότερη ἴσως, ἀλλά πάντως ὄχι ἡ τελευταία. Γι' αὐτό καί τό τί ἀντέχει νά μᾶς συνοδεύσει στήν αἰωνιότητα εἶναι τό ἰσχυρότερο κριτήριο στόν τρόπο σκέψεως, ἀπο­φάσεως καί ἐνεργείας κάθε συνετοῦ καί ἐχέφρονος, κάθε ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ.

Καί ὅταν ἐκμετρουμένη ἡ ἀνθρώπινη ζωή κρίνεται καί προκύ­πτει πρόσημο θετικό, τότε ἡ χαρά καί ἡ ἱκανοποίηση ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς εἶναι ἀσύλληπτα μεγάλες, τόσο πού δέν μποροῦν νά ἐκφρα­στοῦν. Μόνο νά παραλληλιστοῦν μποροῦν μέ κάποια ἀνθρώπινα σχήματα γιά νά γίνουν περισσότερο οἰκεῖες προς ἐμᾶς καί ἀκόμη πιό ποθητές. Δικαίως λοιπόν, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀνα­φέρει ὡς ἰσχυρό μέτρο συγκρίσεως τόν κόπο πού καταβάλουν ὅσοι ἀσχολοῦνται μέ τό κυνῆγι τοῦ κέρδους, γιά νά ἀναρωτηθεῖ: «ἐάν ὅ­σοι κυνηγοῦν τό κέρδος, ἀκόμη κι ἄν ἀποτύχουν θεωροῦν γλυκύ τόν κόπο καί δέν ἀποκάμουν, πόσο περισσότερο γλυκύ θά 'πρεπε νά θε­ωροῦν τόν κόπο καί νά μήν καταπαύουν ὅσοι ἀγωνίζονται νά ἁλιεύ­σουν ἀνθρώπους στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν μάλιστα τό κέρδος τους δέν καταναλώνεται σέ μία ἡμέρα, οὔτε ἀφορᾶ στή γῆ αὐτή, ἀλλά εἶναι ἡ ἴδια ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν»!

Αὐτό τό ποθητό, τό ἄφθαρτο, τό αἰώνιο κέρδος τῆς Οὐρανίου Βασιλείας ἀποτέλεσε τόν καταλύτη στήν ἀπόφαση τόσων ἀνθρώ­πων τοῦ Θεοῦ ἀπό καταβολῆς κόσμου, καί θά τόν ἀποτελεῖ ἕως τῆς συντελείας τῶν αἰώνων, ὥστε νά διαγράφουν πορεία ζωῆς κατά Χρι­στόν, διά Χριστόν και ἐν Χριστῷ, ἀποστρέφοντες τήν προσοχή τους ἀπό τόν κόσμο καί τά τερπνά του, γιά νά ἀφιερωθοῦν στή διακονία τοῦ Εὐαγγελίου, παραθεωροῦντες τίς δυνατότητες κοσμικῆς ἀναδεί­ξεως και ἐπίγειας καριέρας, καί ποθοῦντες μόνον «τό παραρριπτεῖ­σθαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ». Ἕνας δέ ἐξ αὐτῶν εἶναι καί ὁ προκείμε­νος «ἄπνους κατακείμενος» πολυαγαπητός καί ὄντως σεβάσμιος, μακαριστός Μητροπολίτης πρώην Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κυ­ρός Ἀγαθόνικος.

Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης πρώην Μεσογαίας καί Λαυρεω­τικῆς κυρός Ἀγαθόνικος, κατά κόσμον Ἀριστοτέλης, Φιλιππότης γεννήθηκε στόν Πύργο Τήνου τό ἔτος 1918. Γόνος εὐσεβῶν γονέων τοῦ Εὐστρατίου καί τῆς Σοφίας, ἀπό παιδί ἀγάπησε τή λειτουργική ζωή διακονῶντας στό Ἱερό, μαζί μέ τόν ἀοίδιμο συντοπίτη καί φίλο του Παντελεήμονα Ρίζο, μετέπειτα Μητροπολίτη Θήρας, Ἀμοργοῦ καί Νήσων. Καί οἱ δύο ἐμπνεύσθησαν ἀπό τή μορφή τοῦ εὐσεβοῦς καί χαρισματικοῦ Ἐφημερίου τοῦ Πύργου Τήνου μακαριστοῦ Κων­σταντίνου Ἀλεξόπουλου, κοντά στόν ὁποῖο μαθήτευσαν στήν τάξη τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, τό λειτουργικό ἦθος, ἀλλά καί τό μουσικό ὗ­φος. Ὅλα αὐτά συνετέλεσαν, ὥστε ὁ μικρός Ἀριστοτέλης νωρίς νά συνειδητοποιήσῃ τήν ἱερατική του κλίση καί ἄν καί καταγόμενος ἀ­πό διάσημη καλλιτεχνική οἰκογένεια ὀνομαστῶν μαρμαρογλυπτῶν, νά ἀποφασίσῃ νά ἀκολουθήσῃ τήν πορεία τῆς σταυρικῆς καί θυσια­στικῆς Ἱερωσύνης διακονῶντας τήν ὑπόθεση τοῦ φρικτοῦ Γολγοθᾶ. Μάλιστα δέ σέ καιρούς δυσχείμερους ὁπότε οἱ δυσμενεῖς ἱστορικές συγκυρίες καί ἡ ἐξ αὐτῶν καταθλιπτική πίεση πρόβαλαν ἐπιτακτική τήν ἀπαίτηση γιά Κληρικούς ἱκανούς νά «παρακαλέσουν τόν λαόν τοῦ Θεοῦ»!

Γράφει ὁ ἴδιος ὁ μακαριστός Ἀγαθόνικος στό χειροτονητήριο λόγο του εἰς Ἐπίσκοπον: «Εὐλογημένον τό ὄνομα τῆς ἐν γυναιξί Κε­χαριτωμένης Μαρίας, τῆς μόνης ὄντως Θεοτόκου, διότι διά τῶν πρε­σβειῶν της κατηξιώθην τῆς τοιαύτης Χάριτος καί εὐδοκίας, ἀφοῦ παιδιόθεν ἐν τῷ περικαλλεῖ καί πανσέπτῳ Ναῷ της τῆς ἰδιαιτέρας μου πατρίδος Τήνου ἀνετράφην καί ἐνώπιον “τῆς εἰκόνος της τῆς σεπτῆς” ἀπειράκις προσηυχήθην, προκειμένου νά τύχω τῆς προστα­σίας της ἐν τῇ ζωῇ μου. Οὕτως ἡ σκέπη καί βοήθειά Της ποικιλοτρό­πως ἐξεδηλώθησαν, καί δή ἀπ' ἀρχῆς ὅτε τό Εὐαγές Ἵδρυμα τῆς Εὐ­αγγελιστρίας παρέλαβέ με ἐκ τῆς πτωχῆς οἰκογενείας και ἀπέστει­λέ με ὡς ὑπότροφόν του εἰς τήν Ἐκκλησιαστικήν Σχολήν Κορίνθου».

Τά χρόνια τῆς διαμονῆς του στήν Ἐκκλησιαστική Σχολή Κο­ρίνθου, τόν σημάδευσαν ἀνεξίτηλα. Ὄχι μόνο διότι ἦταν χρόνια παι­δαγωγίας καί καταρτισμοῦ, ἀλλά καί ἐπειδή χαρακτηρίσθηκαν ἀπό τήν παρουσία ἀνθρώπων, μέ τούς ὁποίους ὁ ἔφηβος Ἀριστοτέλης συνδέθηκε, ὅπως ὁ τότε Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κορίνθου καί μετέπειτα Μητροπολίτης Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας κυρός Ἀγαθόνικος, πρός τιμήν τοῦ ὁποίου ἔλαβε καί τό ἐκκλησιαστι­κό του ὄνομα. Τότε γνώρισε ὡς μεγαλύτερό του Ἱεροσπουδαστή καί τό Βησσαρίωνα Τίκα, μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Σεραφείμ. Τό 1938 μεταγράφεται στήν Ἐκκλησιαστική Σχολή Ἄρτης, ἀπό ὅπου ἀποφοιτᾶ τό 1939.

Μετά τήν ἀποφοίτησή του καί μέχρι νά λάβει τή μεγάλη ἀπό­φαση, ὁ Ἀριστοτέλης Φιλιππότης ἐγγράφεται ὡς φοιτητής στή Θεο­λογική Σχολή τοῦ Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀ­θηνῶν καί παράλληλα ἐργάζεται ὡς Νεωκόρος στόν Ἱερό Ναό Ἁγί­ου Βασιλείου ὁδοῦ Μετσόβου. Ἐκεῖ τόν βρίσκει ὁ πόλεμος. Ἐνοχλη­μένος ἀπό τήν ἀπαλλαγή του ἀπό τήν ἐπιστράτευση ως ἀγύμνα­στος καί ὑπό ἀναβολή λόγω σπουδῶν, συμμετέχει ὁλοψύχως σέ ὁ,τι­δήποτε ὡς δραστηριότητα τῶν μετόπισθεν καί μάλιστα ἐκκλησιαστι­κή, θά μποροῦσε νά βοηθήσει τό μέτωπο. Ἀλλά καί κατά τήν κατο­χή, συνεργάζεται μέ τόν Τήνιο συμπατριώτη του τότε Ἀρχιμανδρίτη καί μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρό Ἱε­ρώνυμο τόν Α΄, στή διοργάνωση σέ ἐπίπεδο Ἐνορίας Ἁγίου Βασιλεί­ου τοῦ «Ὀργανισμοῦ Χριστιανικῆς Ἀλληλεγγύης», ἑνός ὀργανισμοῦ, ὁ ὁποῖος τά μέγιστα συνέβαλε στό νά ἐπιλυθεῖ τό ἐπισιτιστικό πρό­βλημα τῶν Ἀθηνῶν καί νά περιορισθοῦν οἱ θάνατοι ἀπό ἀσιτία τήν περίοδο τῆς Κατοχῆς.

Μέσα στήν Κατοχή, χωρίς καμία κατ' ἄνθρωπον ἰδιοτέλεια, ἀ­ποφασίζει νά προχωρήσει στήν ἀπόφασή του νά γίνει ἄγαμος Κλη­ρικός καί νά διακονήσει τήν Ἐκκλησία ἀπό ὅποια θέση τόν καλοῦσε. Λόγω τῶν κινδύνων, ἄν καί ἐνεγράφη στό Μοναχολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναχράντου Ἄνδρου, ἐκάρη Μοναχός στόν Ἱερό Ναό Ἁγίας Ζώνης Κυψέλης. Τήν Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 1942, Κυριακή τῆς Ὀρ­θοδοξίας, χειροτονήθηκε Διάκονος στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Βασιλείου ὁδοῦ Μετσόβου ἀπό τόν ἀοίδιμο Μητροπολίτη Σύρου, Τήνου κυρό Φιλάρετο καί τοποθετήθηκε στό Ναό αὐτό ἕως πέρατος τῶν σπου­δῶν του. Παραλλήλως, ἄν καί Διάκονος, σέ συνεννόηση μέ τόν Ἱε­ρώνυμο, ἀναλαμβάνει διακονία σέ στρατιωτικά νοσοκομεῖα τῶν Ἀ­θηνῶν. Τό 1946 προσέρχεται ὡς Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγί­ου Βασιλείου ὁδοῦ Μετσόβου ὁ τότε Ἀρχιμανδρίτης καί μετέπειτα Μητροπολίτης Φθιωτιδος ἀοίδιμος Δαμασκηνός Παπαχρήστου. Ἡ φιλία καί ὁ ἀμοιβαῖος σεβασμός σφυρηλάτησαν τή μεταξύ Δαμα­σκηνοῦ καί Ἀγαθονίκου συνεργασία, ἡ ὁποία ἔμελλε νά διαρκέσει ἐ­πί μακρόν καί νά ἐπεκταθεῖ πέραν τῶν στενῶν ὁρίων μιᾶς Ἐνορίας.

Τήν Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 1946, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Βασιλείου Ὁ­δοῦ Μετσόβου, καί πάλιν ἀπό τό μακαριστό Σύρου, Τήνου κυρό Φι­λάρετο. Κατόπιν καθολικῆς ἀπαιτήσεως παραμένει ὡς Ἐφημέριος στόν ἴδιον Ἱερό Ναό. Τήν 30η Αὐγούστου 1949 χειροθετεῖται Ἀρχι­μανδρίτης. Στό ἰδιόγραφο εὐεργετήριο εἰς Ἀρχιμανδρίτην ἔγγραφο, ὁ Σύρου, Τήνου Φιλάρετος ἀναφέρει: «Ἔχοντες ὑπ' ὄψιν ἡμῶν τάς ἀόκνους προσπαθείας Σου πρός ἐκκλησιαστικήν μόρφωσιν καί θεο­λογικήν Σου κατάρτισιν, τάς πρός τήν Πατρίδα καλάς σου θρησκευ­τικάς ὑπηρεσίας καί τήν ὡς Κληρικοῦ ἐμπρέπουσαν συμπεριφοράν Σου πρός ὅλους μεθ' ὧν συνειργάσθης μέχρι τοῦδε Κληρικούς ἇμα καί Λαϊκούς, ἀπονέμομέν σοι τό ὀφφίκιον τοῦ Ἀρχιμανδρίτου μέ τήν πεποίθησιν ὅτι καί εἰς τό μέλλον ἡ Πανοσιολογιότης Σου θέλει ἐξα­κολουθήσῃ νά ἐργάζηται μετά του αὐτοῦ ζήλου ὑπέρ τῆς Ἁγίας ἡ­μῶν Ἐκκλησίας, ἥτις τόσην ἔχει ἀνάγκην φιλέργων, σεμνῶν καί εὐ­λαβῶν Κληρικῶν».

Μετά ἀπό λίγο στρατεύεται καί κατατάσσεται μέ τό βαθμό τοῦ Ἐφέδρου Ἀνθυπολοχαγοῦ κατ' ἀρχήν καί μετά ἀπό προαγωγή μέ τό βαθμό τοῦ Ἐφέδρου Ὑπολοχαγοῦ, στό Θρησκευτικό Σῶμα τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων. Ὑπηρέτησε στήν 43η Ταξιαρχία στήν περιοχή Σιατίστης καί μετά στό Κιλκίς, στό Λαχανᾶ καί ἀπό τό 1951 στή Μα­κρόνησο, ὅπου ἐργάσθηκε πολύ γιά τή βελτίωση τῶν συνθηκῶν δια­βιώσεως, ἰδίως τῶν γυναικῶν κρατουμένων. Γιά τίς προσπάθειές του αὐτές δύο φορές ἀπέσπασε τόν ἔπαινο τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου Στρατοῦ. Τέλος, τό Μάιο τοῦ 1953 ἀπολύεται καί ἐπιστρέφει ὡς Ἐφη­μέριος στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Βασιλείου ὁδοῦ Μετσόβου.

Μετά ἀπό ἑπτά χρόνια, τό Μάιο τοῦ 1960, ὁ Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Βασιλείου ὁδοῦ Μετσόβου και Ἀρχιγραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Ἀρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Παπαχρήστου προ­άγεται σέ Μητροπολίτη Φθιώτιδος. Μιά ἀπό τίς πρῶτες του ἐνέργει­ες εἶναι νά προσκαλέσει τόν πρώην Συνεφημέριό του Ἀγαθόνικο Φιλιππότη, ὡς Πρωτοσύγκελλο καί ἄμεσο συνεργάτη του στή δια­ποίμανση τῆς ἱστορικῆς καί σημαντικῆς αὐτῆς ἐπαρχίας. Ὁ Ἀγαθό­νικος ὁλοπρόθυμα ἀκολουθεῖ καί μέ αὐταπάρνηση ἐργάζεται ὡς Πρωτοσύγκελλος Φθιώτιδος ἀπό τόν Αὔγουστο τοῦ 1960, ἕως τῆς ἐκ­λογῆς του τό Μάιο του 1974.

Τά σχεδόν δεκαπέντε αὐτά χρόνια τῆς Πρωτοσυγκελλίας τοῦ Ἀγαθονίκου Φιλιππότη ἦταν ἡ χρυσή ἐποχή τῆς Ἀρχιερατείας τοῦ μακαριστοῦ Φθιώτιδος Δαμασκηνοῦ! Ἡ Λαμία μιλᾶ ἀκόμη γιά τόν Πρωτοσύγκελλο μέ το ἀσκητικό ἦθος καί τήν ἀπόλυτη διαύγεια στήν ὀργάνωση καί διαχείριση τῆς Μητροπόλεως. Ζοῦσε μέ τήν ἀ­δελφή του σ' ἕνα μικρό σπίτι πίσω ἀπό τό Ἐπισκοπεῖο, δέν δέχθηκε διορισμό στό Μητροπολιτικό Ναό Λαμίας, προτίμησε νά διορισθεῖ τυπικά στή μικρή Ἐνορία Ἁγίου Χαραλάμπους Λοκρίδος, ὥστε νά μπορεῖ νά διακονεῖ ἀνά τή Μητρόπολη. Δέν ἦταν εὔκολη ἡ περίοδος ἐκείνη. Ἡ Φθιώτιδα, βαθύτατα διαιρεμένη καί μέ νωπές τίς μνῆμες τοῦ ἀδελφοκτόνου πολέμου, προσπαθοῦσε να ξεπεράσει τά πάθη τῆς ἔνοπλης σύρραξης καί νά ἐπουλώσει τίς πληγές της. Μέσα σ' ἕ­να τέτοιο κλίμα κλήθηκε νά ἐργασθεῖ ἑνωτικά καί νά κερδίσει τούς πάντες ἐν Χριστῷ. Ἐνδεικτικό τοῦ πῶς ἐργάσθηκε εἶναι τό γεγονός ὅτι παρ' ὅλες τίς ἀγκυλώσεις καί τήν ἰδεοληψία τῆς μετεμφυλιοπο­λεμικῆς περιόδου, ὁ Ἀγαθόνικος φεύγει ἀπό τή Λαμία ἀκατηγόρη­τος, περιβεβλημένος τό σεβασμό καί τήν καθολική ἀναγνώριση.

Στή διάρκεια δέ τῆς Πρωτοσυγκελλίας του, μέ κύρια εὐθύνη πέραν τῶν διοικητικῶν, τόν τομέα τῆς Νεότητος, μπόρεσε καί διορ­γάνωσε κατηχητικά σχολεῖα, διακόσια-εἴκοσι τόν ἀριθμό, διαφόρων βαθμίδων καί μέ χιλιάδες παιδιά, σέ μιά ἐπαρχία πού ἐλλείπουν τά ἀστικά κέντρα καί πλειοψηφοῦν τά χωριά, ἀπόδειξη τῆς μέριμνάς του γιά τήν ὕπαιθρο, ἀλλά καί τῶν ἀναρίθμητων περιοδειῶν του ἀ­νά τή Φθιώτιδα. Ἡ ἱκανότητά του νά παιδαγωγεῖ τή νεότητα ἀνα­γνωρίσθηκε καί ἀπό την Ἑλληνική Πολιτεία. Μέ ἔγγραφο τοῦ Ὑ­πουργείου Δικαιοσύνης διορίζεται μέλος τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλί­ου τῆς Ἑταιρείας Προστασίας Ἀνηλίκων, μέ ἁρμοδιότητα τά σωφρο­νιστήρια ἀνηλίκων Λαμίας καί Δομοκοῦ.

Ἕνα χαρακτηριστικό περιστατικό τοῦ τρόπου ἐνεργείας τοῦ Ἀ­γαθόνικου, ἀλλά καί τῆς καθολικῆς ἀποδοχῆς πού ἀπό νωρίς ἀπο­λάμβανε, σημειώθηκε στίς 29 Νοεμβρίου 1964, κατά τόν πρῶτο ἐπί­σημο ἑορτασμό τῆς ἀνατινάξεως τῆς γέφυρας τοῦ Γοργοποτάμου. Ὁ Ἀγαθόνικος, ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Μητροπολίτη ἦταν ἀπό νωρίς πα­ρών. Ἄν καί ἡ τελετή διεκόπη καί οἱ ἐπίσημοι ἀποχώρησαν μετά τήν ἐκδήλωση μικρῆς κλίμακας ἐπεισοδίων, ὁ Ἀγαθόνικος παρέμεινε γιά νά τέλέσει τό Τρισάγιο τῶν πεσόντων καί νά συστήσει ἡρεμία καί ἑνότητα. Ὅταν στίς 1:22 μ.μ. ἔγινε ἡ φονική ἔκρηξη νάρκης, ἀπό τήν ὁποία σκοτώθηκαν δεκατρεῖς ἄνθρωποι καί τραυματίσθηκαν ἄλλοι σαράντα-πέντε, ὁ Ἀγαθόνικος προσπάθησε καί ἐν πολλοῖς τά κατάφερε, ἔστω μέ κόπο, νά συγκρατήσει τό πανικόβλητο πλῆθος. Ἦταν ἡ πρώτη φορά πού τόν ἄκουσαν νά φωνάζει. Φοβούμενος τήν ὕπαρξη καί ἄλλης νάρκης, παρά τήν ἐκκαθάριση πού εἶχε προηγη­θεῖ, τέθηκε ἐπί κεφαλῆς ὁμάδος κόσμου, οἱ ὁποῖοι ὁδοιπορῶντας πί­σω του, ἔφθασαν στήν ἀσφάλεια τῆς κεντρικῆς δημόσιας ὁδοῦ ἀκο­λουθῶντας ἀνεστραμμένη τήν πορεία καθόδου τους πρός τό σημεῖο τῆς γέφυρας ὅπου οἱ προγραμματισμένες ἐκδηλώσεις.

Γιά ὅλα αὐτά, ὅταν μέ ἔγγραφο ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Φθι­ώτιδος κυρός Δαμασκηνός ἀπευθύνεται στόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρό Σεραφείμ, προτείνοντάς του τήν ἀξιοποίη­ση τοῦ Πρωτοσυγκέλλου του ἀπό τήν πλέον ὑπεύθυνη βαθμίδα τοῦ Ἑπισκόπου, γράφει: «Κηρύσσει ἀνελλιπῶς τόν Θεῖον Λόγον. Διακρί­νεται διά τάς Διοικητικάς του ἱκανότητας καί τάς ὀργανωτικάς τοι­αύτας. Ἐπιτελεῖ τό καθῆκον μετά ζήλου ἀπαραμίλλου καί ἀφοσιώ­σεως παραδειγματικῆς. Ἱερουργός ἄριστος. Κῆρυξ τοῦ Θείου Λόγου, Κατηχητής καί Πνευματικός, ζῇ ἐν φόβῳ Θεοῦ. Ἔχει βίον ἀνεπίλη­πτον, ὡς ἁρμόζει εἰς τό ἀξίωμά του καί τήν ἀποστολήν του. Τάς ἐν τῷ Στρατεύματι ὑπέρ τῆς Πατρίδος καί τοῦ Ἔθνους προσφοράς του καί ὑπηρεσίας του ἐξυμνεῖ (...) ἔπαινος (...). Δέν εἶναι ὑπερβολή τό νά εἴπωμεν ὅτι εἶναι ὑπόδειγμα προτύπου Κληρικοῦ (...).».

Ἔτσι, τήν 22α Μαΐου 1974 ὁ Ἀγαθόνικος Φιλιππότης ἐκλέγεται πρῶτος Μητροπολίτης τῆς ἀρτισύστατης Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσο­γαίας καί Λαυρεωτικῆς. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα ἔδωσε τό Μέγα Μήνυμα στό Συνοδικό Παρεκκλήσιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀσωμάτων Πετράκη καί τήν Κυριακή 26 Μαΐου ὁ ἐψηφισμένος χειροτονήθηκε Μητροπο­λίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Σπυρίδω­νος Αἰγάλεω, ἀπό τούς μακαριστούς ἤδη Μητροπολίτες Φθιώτιδος κυρό Δασκηνό, Λήμνου κυρό Παντελεήμονα, Μαντινείας και Κυνου­ρίας κυρό Θεόκλητο καί Περιστερίου κυρό Ἀλέξανδρο. Τήν 1η Ἰουνί­ου 1974 ὁ νέος Μητροπολίτης ἔδωκε τή νενομισμένη διαβεβαίωση καί τήν 16η Ἰουνίου 1974 ἔγινε ἡ ἐνθρόνισή του ὡς πρώτου Μητροπο­λίτη Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Σπάτων, παρόντων ἐκπροσώπων ὅλων τῶν ἀρχῶν καί τῶν φορέων τῆς περιοχῆς.

Τά συναισθήματα πού τόν πλημυρίζουν ἀποτυπώνονται ἀνά­γλυφα σέ ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ χειροτονητηρίου εἰς Ἐπίσκοπον λό­γου του: «Φρίττω ἀναλογιζόμενος τά περί Ἀρχιερέως γραφέντα ὑπό τοῦ Θεοφόρου Ἁγίου Ἰγνατίου, ὅτι δηλαδή “καλοί μέν οἱ ἱερεῖς καί οἱ τοῦ λόγου διάκονοι, κρείσσων δέ ὁ Ἀρχιερεύς, ὁ πεπιστευμένος τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅς μόνος πεπίστευται τά κρυπτά τοῦ Θεοῦ”» (Φιλα­δελφεῖς ΙΧ, 1-3), ἤ ὅταν προτρέπῃ τούς χριστιανούς, ἵνα “πάντες τῷ ἐπισκόπῳ ἀκολουθεῖν, ὡς ὁ Χριστός Ἰησοῦς τῷ πατρί (...) καί μηδείς χωρίς ἐπισκόπου τι πρασσέτω τῶν ἀνηκοντων εἰς τήν Ἐκκλησίαν” (Σμυρναίους VΙΙΙ, 1-5). Διότι ἐάν πᾶσαι αἱ ἐποχαί εἶχον ἀνάγκην ἡγε­τικῶν ἀναστημάτων, διά τήν διαποίμανσιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χρι­στοῦ, φρονῶ ὅτι ἡ σύγχρονος καί ἐν πολλοῖς ὑλιστική τοιαύτη, ἀνα­ζητεῖ τοιούτους, οἵτινες θά διέλθουν τήν ἁγιότητα τῶν Ἀγγέλων, τήν πίστιν τοῦ Ἠλιοῦ, τήν παρρησίαν τοῦ Βαπτιστοῦ, τήν αὐταπάρνησιν τῶν μαρτύρων, τήν γλῶσσαν τοῦ Ἠσαΐου καί τόν κάλαμον τῶν Πα­τέρων, ἵνα δυνηθοῦν νά ἐπιβληθοῦν καί καρποφορήσουν. Ἐγώ ὅμως “ὑπέρ ἑμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μή ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου” (Β΄ Κορ. Ιβ΄, 5)». Τό ἀρχιερατικό ἦθος ἀποτυπωμένο μέσα σέ μία μόλις παρά­γραφο!

Μετά τήν ἀνάληψη τῶν καθηκόντων του ἐργάσθηκε ἀκατα­πόνητα γιά τήν ὀργάνωση τῆς νέας Μητροπόλεως. Προτάσσοντας τό ἥσυχο καί μειλήχιο τοῦ χαρακτῆρα του ἐργάσθηκε ὡς εἰρηνοποι­ός μέ πόθο τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί κύριο σκοπό τή σωτηρία ψυχῶν ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανε. Ὡς Μητροπολίτης τῆς Αὐτοκεφά­λου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μετεῖχε ἐνεργά τῆς Ἱεραρχίας της, δί­δοντας τό παρών σέ ὅλες τίς συνεδρίες κατά τίς ὁποῖες ἐκλήθη. Συν­οδικός Σύνεδρος διετέλεσε κατά τήν 123η Συνοδική περίοδο (1979-1980), τήν 129η (1985-1986), τήν 135η (1991-1992) καί τήν 142α (1998-1999). Γνώστης πολλῶν, διακρίθηκε σέ ὅλες τίς συνοδικές περιόδους γιά τή σύνεση καί τή μετριοπάθειά του.

Τό ἐκκλησιαστικό του φρόνημα καί ἡ πεποίθηση ὅτι εἴμαστε διάκονοι στόν ἀμπελῶνα τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι κύριοι αὐτοῦ, τόν ὁδή­γησαν στή γενναία ἀπόφαση, μόλις εἶδε νά καταπίπτουν οἱ σωματι­κές του δυνάμεις καί ἰδίως μόλις διαπίστωσε ὅτι δυσκολευόταν στήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας, νά παραιτηθεῖ ἀπό τή διαποίμανση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς τήν 30η Μαρ­τίου 2004. Τό κειμενο τῆς παραιτήσεώς του ἀντικατόπτριζε τό λιτό καί δωρικό τοῦ χαρακτῆρα του: «Διά τῆς παρούσης ἐπιστολῆς μου εὐλαβῶς προάγομαι, ἵνα ἀναφέρω τῇ Ἁγίᾳ καί Ἱερᾷ Συνόδῳ τῆς Ἐκ­κλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅτι ἀπό 1ης Μαΐου ἐ.ἔ. παραιτοῦμαι ἐκ τῆς θέ­σεώς μου, λόγω ὑγείας καί παρακαλῶ διά τά καθ' Ὑμᾶς.».

Στίς 9 Φεβρουαρίου 2006 ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησί­ας τῆς Ἑλλάδος ἀπεφάσισε νά τιμήσει μέ τήν ἀνώτατη τιμητική διά­κρισή της, τό χρυσό παράσημο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τόν ἀπό Με­σογαίας καί Λαυρεωτικῆς Ἀγαθόνικο «εἰς ἔπαινον καί τιμήν τῆς θε­οφιλοῦς, τετιμημένης καί ἐν παντί λαμπρᾶς ποιμαντορίας» του, ὁ­μολογοῦσα ὅτι «καθ' ὅλον τό διάστημα τῆς πολυετοῦς διαποιμάνσε­ως τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς» ὁ ἤδη με­ταστάς διακόνησε «μετά πολλῆς ἐπιγνώσεως, προσενεγκών σπου­δαῖον καί πολυσχιδές πνευματικόν ἔργον».

Εὐτύχησε νά καταξιωθεῖ διαδόχου ἀνταξίου τοῦ μεγέθους τῆς ἀγαπώσης καρδίας του, ὁ ὁποῖος τόν περιέθαλψε καί τόν φρόντισε στόν καιρό τοῦ γήρατος καί τῆς ἀσθενείας του. Βεβαίως, ὁ Ἀγαθόνι­κος μέ τήν διακρίνουσα τοῦτον εὐγένεια, παραχώρησε τό νέο Ἐπι­σκοπεῖο στά Σπάτα στό νέο Μητροπολίτη καί ὁ ἴδιος ἐπέστρεψε στό χῶρο ὅπου τό πρῶτο Ἐπισκοπεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τό ὁποῖο εἶχε διαμορφώσει στήν ἀρχή τῆς Ποιμαντορίας του. Ἀλλά, γεγονός παραμένει ἡ πολλαπλῶς ἐκδηλωθεῖσα μέριμνα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου ὑπέρ τοῦ προκατόχου του κυροῦ Ἀγαθονίκου, ἡ ὁποία ἀποδεικνύεται καί ἀπό τό ὅτι ὁ ἀοίδιμος Γέροντας ἔζησε ἐπί ἑνδεκαετία ὅλη ὡς προστατευό­μενος τοῦ Διαδόχου του, τῇ συνδρομῇ καί ἀγαστῇ συνεργασίᾳ βε­βαίως καί τῆς οἰκογενείας του, ἰδίως τῶν ἀνηψιῶν του.

Ὅμως, ὅσο μακρύς καί ἄν εἶναι ὁ παρών βίος, γνωρίζει πάντα τό τέρμα του. Καί ὁ ἀοίδιμος Ἀγαθόνικος, ὡς ἔλαία καλλιέλαιος καί κατάκαρπος, ἔμφορτος ἔργων ἀγαθῶν καί χαρακτηριζόμενος ὡς ὁ φιλακόλουθος καί φιλάγιος Ἱεράρχης, ὡς ἄλλος ἥλιος, ἐβασίλευσε στή ζωή αὐτή γιά ν' ἀνατείλει στό ἅγιο καί ὑπερουράνιο καί νοερό θυσιαστήριο προσεδρεύων μετά τοῦ Ἐσφαγμένου Ἀρνίου, τοῦ Κυρί­ου τῆς Δόξης, τόν ὁποῖον ἀγάπησε και διακόνησε ἐξ ἄκρας νεότητος αὐτοῦ. Δέν θά πανηγυρίσει φέτος ἡ Ἁγία Θέκλα Πύργου, ὅπου τό προσωπικό καταφύγιο τοῦ μακαριστοῦ καί ὅπου πένθιμα σήμερα ἠ­χοῦν οι καμπάνες. Δέν θά τόν ἀπολαύσουν ξανά, ὑποδειγματικό λειτουργό οἱ Ναοί καί οἱ Μονές τῶν Μεσογείων καί τῆς Λαυρεωτι­κῆς. Δέν θά ὑψωθεῖ πιά σέ ἔνδειξη εὐλογίας τό δεξι χέρι τοῦ λευκα­σμένου Ἱεράρχη πού καταδεκτικός, πρόθυμα δεχόταν ὅποιον τόν πλησίαζε. Διατηροῦμε τήν ἁπλότητα καί τή γλυκύτητα τῆς μορφῆς του στή μνήμη μας καί δεόμαστε: Ἀγαθονίκου τοῦ Σεβασμιωτάτου καί Θεοπροβλήτου Μητροπολίτου τοῦ ἀπό Μεσογαίας καί Λαυρεω­τικῆς ἡ μνήμη ἀγήρως!