Απόψεις - Άρθρα - Σχόλια | Δημοσίευση: 31/01/2012
Άρθρο του καθηγητή Μάριου Μπέγζου, Κοσμήτορα Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών- εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
«Τρίτη Ρώμη» αυτοαποκλήθηκε η Μόσχα μετά την Αλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453), η οποία επονομάσθηκε «Νέα Ρώμη» από τον ιδρυτή της Μ. Κωνσταντίνο θεωρώντας βέβαια την «Πρεσβυτέρα Ρώμη» (Roma) ως την «Πρώτη Ρώμη». Στην χριστιανική αυτοσυνειδησία 2000 ετών ο όρος «Ρώμη» αποτέλεσε εμβληματικό ορόσημο συνώνυμο της πίστης που περιβάλλεται την ισχύ, την δύναμη, την ρώμη, κάνοντας ένα ηχητικό λογοπαίγνιο με την ελληνική λέξη «ρώμη» (δύναμη) και το λατινικό τοπωνύμιο Ρώμη (Roma).
Απέναντι στην τουρκοκρατούμενη Νέα Ρώμη (ΚΠολη) αναπτύχθηκε η τσαρική θεοκρατία στο ιδεολόγημα του πνασλαβισμού, δηλαδή της συγκρότησης ενός πολιτικοθρησκευτικού ολοκληρωτισμού με βάση την Ορθοδοξία και ισχυρό βραχίονα τον σλαβικό κορμό της ρωσικής αυτοκρατορίας στην απολυταρχία των τσάρων. Το Αγιον Ορος και τα Ιεροσόλυμα ήταν οι πρωταρχικοί στόχοι της εκάστοτε ρωσικής διείσδυσης τόσο στην τσαρική θεοκρατία όσο και στην μεταπολεμική σταλινική αθεϊα που στην εξωτερική πολιτική της δεν παρέλειπε να υπενθυμίζει το πανσλαβικό ιδεολόγημα σε όλη την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και στην περίοδο Πούτιν («Κύκλος του Στρετένσκυ») αναβιώθηκε εντονότερα ο πανσλαβισμός εξωτερικά («Ρωσία: η νέα βυζαντινή αυτοκρατορία») και ενδυναμώθηκε αρτηριοσκληρωτικά ο σλαβικός φονταμενταλισμός στο εσωτερικό της ρωσικής Κοινοπολιτείας με απηνείς διώξεις φιλελεύθερων θεολόγων ή ρητή κι επίσημη απόρριψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γενικότερα («νεοβυζαντινισμός» υπό τον Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο, τον Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνα, τον Ηγούμενο της Μονής Στρετένσκυ της Μόσχας Τύχωνα κ.ά.).
Αντίβαρο του πανσλαβισμού ήταν πάντοτε το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως που εξέφραζε την ελληνική Ορθοδοξία με ανοικτότητα κι ετοιμότητα διαλόγων με τον εκάστοτε Άλλο, τον ετερόδοξο (διάλογοι με ρωμαιοκαθολικούς και προτεστάντες), τον αλλόθρησκο (διαθρησκειακοί διάλογοι με μουσουλμάνους, ιουδαίους κ.λπ.), τον άθρησκο (οικολογικά συνέδρια, ειρηνοποιές πρωτοβουλίες κ.λπ.) και γενικά τον ουδετερόθρησκο προβληματιζόμενο άνθρωπο της εποχής μας.
Η Εκκλησία της Ελλάδος παρέπαιε κι αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στην συναισθηματική ρωσοφιλία των ομοδόξων του «ξανθού γένους» που θα απελευθέρωνε το υπόδουλο γένος των Ρωμιών από την ισλαμική υποδούλωση και τον «άθεο» διαφωτισμό της Δύσης καθώς και στην διαφύλαξη της ελληνικότητας με την ανοικτοσύνη του ρωμαίικου στοιχείου έναντι της κλειστότητας του πανσλαβιστών ομοδόξων.
Η εκκλησιαστική επταετία του Ιερωνύμου Α΄ (1967-1973) καθώς και η δεκαετής αρχιεπισκοπεία του μακαριστού Χριστοδούλου αλληθώριζε προς την ρωσική Ορθοδοξία απεμπολώντας την ελληνική Ορθοδοξία του Οικουμενικού Πατριαρχείου ποικιλότροπα και μάλιστα στην κατεύθυνση ενός υπερσυντηρητικού δήθεν «ορθοδόξου τόξου» απέναντι σε άθρησκους, αλλόθρησκους κι ετερόδοξους.
Απομένει σήμερα πια να δούμε προς τα πού θα κατευθυνθεί η Ελλαδική Εκκλησία επί των ημερών του Ιερωνύμου Β΄, εάν δηλαδή θα παρασυρθεί στον πανσλαβικό αλληθωρισμό ή θα μείνει πιστή στην ακραιφνή ελληνικότητα των ανοικτών οριζόντων μιας εκκλησίας με υπευθυνότητα έναντι των κοσμοϊστορικών απαιτήσεων των κρίσιμων καιρών μας.
Ευχόμαστε να συμβεί αυτό το τελευταίο και απευχόμαστε το πρώτο που ιστορικά αποδείχθηκε μοιραίο σφάλμα για την Εκκλησία της Ελλάδος.