Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Σερρῶν καί Νιγρίτης κ. Θεολόγου
«Θεοτόκος γάρ ὑπάρχεις, ἡ τόν Λόγον ἐκ σοῦ σαρκωθέντα τεκοῦσα· Θεοτόκος ὑπάρχεις ἡ τόν Θεόν Λόγον ἐν μορφῇ δούλου κυήσασα· Θεοτόκος ὑπάρχεις ὅτι Θεόν Λόγον δεξαμένη σαρκωθέντα ἔτεκες· Θεοτόκος ὑπάρχεις ἡ μόνη τοῦ μόνου μονογενῆ Υἱόν τοῦ Θεοῦ γεννήσασα· οὐ πρόσκαιρον Θεόν γεννήσασα, ἀλλ’ αἰώνιον τόν πρό σοῦ καί πάντων Θεόν, ἐκ σοῦ σαρκωθέντα». Ἁγίου Ἐπιφανίου Κύπρου, PG 43, σ. 493).
Ἔνθεος πνευματικός ἑορτασμός ἐπιτελεῖται σέ ὅλους τούς ἱερούς Ναούς τῆς θεοσκεπάστου πατρίδος μας ἐπί τῇ ἱερᾷ μνήμῃ τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Συγκίνησις, πνευματική ἀνάτασις καί συνεορτασμός γῆς καί οὐρανοῦ, συνιστοῦν τά ἱερά συναισθήματα τῆς εὐλογημένης αὐτῆς ἡμέρας. Ἡ Παντάνασσα Θεοτόκος Μαρία μετά δόξης πολλῆς ἀνέρχεται εἰς τά ἄνω βασίλεια, δορυφορουμένη ὑπό πλήθους στρατιᾶς οὐρανίου, ὅπως ἐμπρέπει στήν Βασίλισσα τοῦ παντός. Χαίρονται καί ἀγάλλονται τῶν ἀγγέλων τά συστήματα ὑποδεχόμενα τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τήν Κυρία καί χαρά τους, αὐτήν ἡ ὁποία ἔζησε βίο ἀγγελικό. Χαίρεται καί ἀγάλλεται σήμερα καί τῶν ἀνθρώπων τό γένος, γιατί στόν οὐρανό ἀνέρχεται μετά δόξης πολλῆς σήμερον, ἡ «νέα Εὔα», ἡ εὐλογημένη ἀπαρχή τῆς «καινῆς κτίσεως».
Ἡ Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν, Θεοτόκος, ἔγινε ὁ ἔμψυχος θρόνος πού ἐβάσταξε σωματικῶς τόν Παμβασιλέα Χριστό καί ἐχώρησε μέ τήν δύναμιν τοῦ Παναγίου Πνεύματος στούς κόλπους Της τόν ἀχώρητον παντί. Ἡ πανακήρατη ὕπαρξή Της ἔγινε τό ἱερό ἐργαστήριο τῆς ἑνώσεώς μας μέ τόν Κύριο. Στό πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ οἱ ἄνθρωποι «εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν», τόν λυτρωτήν καί Σωτῆρα. Στό πρόσωπο τῆς Παναγίας Μητέρας Του ὅμως, εὑρήκαμε τήν αἰτία ὅλων αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν καί κυρίως τήν φιλόστοργη μητέρα. Μέ τήν δική της ἐλεύθερη ὑπακοή στήν κλήση καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ πραγματοποιήθηκε τό φιλάνθρωπο σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας γιά τήν σωτηρία μας. Ἐκείνη εὑρισκομένη ἀνάμεσα στόν Θεό καί σ’ ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος, τόν μέν Θεό κατέστησε υἱό ἀνθρώπου, τούς δέ ἀνθρώπους κατά χάριν υἱούς τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Παρθένος Μαρία ἀναδείχθηκε ὁ ὁλόφωτος ναός τῆς θείας δόξης καί ὁ λογικός παράδεισος. Ὁ Θεός Λόγος ἐπέβλεψε στήν ἔκπαγλη ὡραιότητα τῆς ψυχῆς Της καί δανείσθηκε ἐκ τῶν τιμίων αἱμάτων Της τήν ἀνθρωπίνη φύση, τήν ὁποία καί ἐθέωσε στήν θεανδρική Του ὑπόσταση. Ἕνεκα αὐτῆς τῆς θείας διακονίας Της ἡ Παναγία καλεῖται μεσίτρια τοῦ κόσμου πρός τόν Θεό. Τιμᾶται ἀπό ὅλον τόν Ὀρθόδοξον λαόν Της γιά τήν ἀξεπέραστη ἁγιότητά Της. Ὑμνεῖται ὡς πρότυπο καί ὑπόδειγμα πίστεως, εὐλαβείας καί καθαρότητος, ἐπειδή ἐλευθέρως ταύτισε τό θέλημά Της μέ τό πανάγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δικαίως, λοιπόν, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ μελωδός στόν ἑόρτιο κανόνα του πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο τήν ἐγκωμιάζει ὡς ζωαρχική πηγή, βλυστάνουσα τή ζωήν.
Ἀπόδειξη αὐτοῦ τοῦ μοναδικοῦ Της προνομίου ἀποτελεῖ τόσον ἡ ζωή ὅσον καί ἡ πάνσεπτος Κοίμησή Της. Δέν ἀξιώθηκε ἡ Παναγία μας νά γίνει μόνο ἡ ἀληθής μητέρα τῆς Αὐτοζωῆς, τοῦ Κυρίου μας δηλαδή Ἰησοῦ Χριστοῦ μας, ἀλλά ἀξιώθηκε νά παραμένει καί ἡ ἴδια «καί μετά θάνατον ζῶσα». Ἐκείνη ἀποτελεῖ τό ἀδιάψευστο τεκμήριο τῆς ἀληθείας, τῆς δυνάμεως, τῆς σοφίας, τῆς ἀγάπης, τῆς δικαιοσύνης καί τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὁ θάνατός Της, ἡ μετά τήν πτῶσι τῶν προπατόρων μας κοινή κληρονομία ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὀνομάζεται «ἀθάνατος Κοίμησις». Εἶναι ἕνας θάνατος ζωηφόρος γιατί τήν μεταβιβάζει σέ ἀθάνατη καί οὐράνια ζωή. Ἐκείνη πρώτη, ἡ Παναγία μας, μεταξύ τῶν ἀνθρωπίνων πλασμάτων ἔφθασε μέ τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τόν προσωπικό Της ἀγώνα στήν θεοκοινωνία. Αὐτή, τήν κατά χάριν δυνατότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως νά γεννᾶ τόν Θεόν φανερώνει κυρίως μέσα ἀπό τήν ζωή Της ἀλλά καί τήν ἀθάνατη Κοίμησή Της ἡ Θεοτόκος στόν κόσμο, λογικό καί αἰσθητό.
Στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος δέν ὑπῆρξε ποτέ οὔτε μία στιγμή κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος νά μήν ἀναζητᾶ τή χαρά τῆς ζωῆς καί τήν ἀπαλλαγή του ἀπό τήν ὑπαρξιακή ἀγωνία καί τή ὀντολογική λύπη τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Ἀμέριστες σ’ αὐτόν τόν ἀγώνα εἶναι ἡ συμπαράσταση καί ἡ στοργή τῆς Παναγίας Μητέρας μας πρός τόν ἀγωνιῶντα, πονεμένο καί πληγωμένο ἄνθρωπο, πού προστρέχει στήν προστασία καί βοήθειά Της. Μέσα ἀπό τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς ὑποδεικνύει τόν τρόπο γιά νά ζήσουμε πραγματικά. Προβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας τήν θεόπαιδα Μαρία, τήν μητέρα τοῦ ἐλέους, τήν ἁγιωτέρα πάσης τῆς κτίσεως, ὡς φωτεινό ὁρόσημο καί πρότυπο καί τῆς ἰδικῆς μας ζωῆς. Ἐκείνη μᾶς ὁδηγεῖ μέ ἀσφάλεια στόν Υἱό καί Θεό της, τόν Κύριό μας Ἰησοῦν Χριστόν, πού μᾶς ἐλευθερώνει γιά πάντα ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας, μᾶς θεραπεύει, μᾶς φωτίζει, μᾶς ἑνώνει μαζί Του. Ἄς μήν ἀπομακρυνόμεθα ποτέ ἀπό κοντά Της! Ἄς ἐμπιστευόμεθα τήν ζωή μας στή μητρική Της προστασία! Ἄς τήν τιμοῦμε μέ ἔργα καί λόγους θεοσεβείας καί ἀγάπης! Ἄς τήν παρακαλοῦμε νά μεσιτεύει πάντοτε στόν θεῖον Υἱό Της γιά τή σωτηρία μας! Ἄς τήν ἱκετεύσουμε, τέλος, αὐτές τίς δύσκολες γιά τόν τόπο μας ὥρες νά σκεπάσει προστατευτικῶς τόν λαόν καί τήν πατρίδα μας.