Του
Αρχ. Κυρίλλου Κωστοπούλου
Ιεροκήρυκος Ι. Μ. Πατρών
Δρος Θεολογίας
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία – η οποία είναι το Μυστικό Σώμα του Θεανθρώπου Κυρίου, «υπέρ του σώματος αυτού (του Χριστού) ο εστίν η εκκλησία» (Κολ. 1, 25) – και την Θεολογία της συνυπάρχουν και συμπορεύονται η ποιμαντική και η σωτηριολογία.
Η πορεία της Εκκλησίας χαράσσεται σύμφωνα με την Αγία Γραφή και την ιερά Παράδοση. Στον χώρο της ιεράς Παραδόσεως που είναι η Πατερική διδασκαλία ενυπάρχουν και οι ιεροί κανόνες, οι οποίοι συνιστούν και αυτοί ερμηνεία της Αγίας Γραφής, ομού μετά της όλης ερμηνείας αυτής.
Συγκεκριμένα οι ιεροί κανόνες αποτελούν ποιμαντικά κείμενα, τα οποία αφορούν στην ρύθμιση προβλημάτων του Θεανθρωπίνου οργανισμού, της Εκκλησίας και στην ορθή καθοδήγηση των μελών της.
Υπήρχε, βεβαίως, και κατά την προχριστιανική περίοδο το Jus Sacrum (το Ιερό Δίκαιο), το οποίο αποτελούσε ένα μέρος του Jus Publicum (του Δημοσίου Δικαίου). Στους Εβραίους το Jus Publicum ταυτιζόταν με το Jus Sacrum. Ωστόσο, το Κανονικό Δίκαιο είναι Δίκαιο ίδιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Με την Ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός και την υπ’ Αυτού αναγέννηση της Εκκλησίας έχουμε την αυτοτελή πλέον πηγή Δικαίου, την Εκκλησία, η οποία δεν εξαρτάται από κανένα μονομερές Δίκαιο.
Η ίδια η Εκκλησία με Οικουμενικές Συνόδουςκαι Τοπικές, οι οποίες έλαβαν οικουμενικό κύρος και με την αγιοπνευματική σοφία των Πατέρων της, όρισε πλήθος ιερών κανόνων και διατάξεων, τα οποία ρυθμίζουν τον βίο της.
Η ρύθμιση αυτή δεν αφορά τις εξωτερικές σχέσεις της διοικητικής διάρθρωσης και ευταξίας του ανθρωπίνου οργανισμού της Εκκλησίας, αλλά ρυθμίζουν και τα όρια της προσωπικής συμμετοχής κάθε Ορθοδόξου μέλους στο Μυστικό Σώμα του Χριστού, όπως και της αποκοπής του απ’ αυτό.
Οι ιεροί κανόνες, οι τόσο παρεξηγημένοι, δεν εκφράζουν κάποιο νομικό πνεύμα, το οποίο επιδιώκει να εγκλωβίση την ζωή των μελών της Εκκλησίας σε νομικούς τύπους, αλλά εκφράζουν την ποιμαντική αγωνία και μέριμνα της Εκκλησίας, μέσω των ποιμένων της για την λύτρωση και την σωτηρία των μελών της.
Το σύνολο σχεδόν των ιερών κανόνων αναφέρεται σε ζητήματα εκκλησιαστικής ευταξίας, δικαιοδοσιών του κλήρου, κύρους των χειροτονιών, συμπεριφοράς προς τους αιρετικούς, σε ατομικές παρεκτροπές, σε διαβλητές εκδηλώσεις κληρικών και λαϊκών κ.άλ..
Για τον λόγο αυτό ο Μ. Βασίλειος, όταν διαπίστωνε ότι δεν πήγαιναν καλά τα εκκλησιαστικά ή η πορεία του λαού, έλεγε με πόνο: «Πάνυ με λυπεί, ότι επιλελοίπασι λοιπόν οι των Πατέρων κανόνες, και πάσα ακρίβεια των εκκλησιών απελήλαται και φοβούμαι μη κατά μικρόν της αδιαφορίας ταύτης οδώ προϊούσης, εις παντελή σύγχυσιν έλθη τα της Εκκλησίας πράγματα» (Ράλλη – Ποτλή, Σύνταγμα 4, σ. 275).
Οι ιεροί κανόνες είναι η οδός η οποία μας φέρει στην απόκτηση της αυτογνωσίας, αφού ορίζουν τα διαφοροποιημένα επιτίμια για τις συγκεκριμένες πράξεις παρακοής στο θέλημα του Θεού και εντάσσουν τον αγωνιστή κληρικό και λαϊκό στην κοινή πάλη για την υπέρβαση του πνευματικού θανάτου.
Είναι, θα λέγαμε, μέτρα και βοηθήματα για την αποτίμηση της βαρύτητος των παραπτωμάτων και την θεραπεία και την τελική ίαση των ψυχών από τα πάθη. Οι ιεροί κανόνες είναι τελικώς ιατρεία των παθών.
Για την διαφύλαξη των ιερών κανόνων μας λέγουν οι Άγιοι Πατέρες στον 2ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου: «Έδοξε δε και τούτο τη αγία ταύτη Συνόδω κάλλιστά τε και σπουδαιότατα, ώστε μένειν και από του νυν βεβαίους και ασφαλείς, προς ψυχών θεραπείαν και ιατρείαν παθών, τους υπό των προ ημών αγίων και μακαρίων Πατέρων δεχθέντας και κυρωθέντας, αλλά μην και παραδοθέντας ημίν... κανόνας» (Ράλλη – Ποτλή, Σύνταγμα 2, σ. 308).
Σήμερα, στην εποχή της ατομοκρατίας και της θεσμοποιήσεως των ατομικών δικαιωμάτων και όχι του σεβασμού του προσώπου, για να κατανοηθή το νόημα των ιερών κανόνων και η προερχόμενη απ’ αυτούς ψυχοσωματική ωφέλεια, πρέπει να προηγηθή η πνευματική ενηλικίωσή μας και η εκκλησιοποίησή μας.
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα «Πελοπόννησος» των Πατρών στις 1/3/2015