Τήν πρώτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τήν ὀνομάζουμε Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.Αὐτή ἡ Κυριακή εἶναι ἀφιερωμένη στή θριαμβευτική νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τῆς Εἰκονομαχίας.
Ὁ Ἱερός Ναός Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Τριπόλεως εἶναι τό κέντρο τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐκδηλώσεων ἐπ' εὐκαιρίᾳ τῆς μεγάλης αὐτῆς ἑορτῆς.
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαντινείας καί Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, μαζί μέ Κληρικούς τῆς Μητροπόλεως, προεξῆρχε τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καί τῆς Λιτανεύσεως τῶν ἱερῶν Εἰκόνων, ἐνῷ παράλληλα ἀνέγνωσε μεγαλοφώνως τά λόγια τοῦ Συνοδικοῦ Τόμου, τά ὁποῖα ἀναγιγνώσκονται στή σημερινή ξεχωριστή Ἀκολουθία: «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐστήριξε».
Αὐτή ἡ Κυριακή ὀνομάζεται Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, διότι ἑορτάζουμε τήν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων καί ἱερῶν Εἰκόνων, καθώς καί τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως κατά τῆς φοβερῆς αἱρέσεως τῶν Εἰκονομάχων, δηλαδή τῶν αἱρετικῶν ἐκείνων, πού ἀρνοῦνταν τήν τιμή πρός τίς ἱερές Εἰκόνες.
Τό «Ὡρολόγιο», λειτουργικό βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀναφέρει σχετικά, ὅτι πρίν ἀπό περίπου δώδεκα αἰῶνες καί γιά περίοδο πλέον τῶν ἑκατό χρόνων, ἀναστατώθηκε ἡ Χριστιανοσύνη μέ τό ζήτημα αὐτῆς τῆς φοβερῆς αἱρέσεως τῶν Εἰκονομάχων. Τότε, ἡ Ἐκκλησία δοκιμάστηκε μέ νέους διωγμούς καί πολλά ἄλλα προβλήματα, πού ἀντιμετώπισαν οἱ Χριστιανοί, ἀπό τούς κακοδόξους Εἰκονομάχους. Πρῶτος κηρύξας τήν Εἰκονομαχία ἦταν ὁ αὐτοκράτορας Λέων ὁ Ἴσαυρος καί τελευταῖος ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος, σύζυγος τῆς ἁγίας Θεοδώρας.
Ἡ ἀφορμή καί τό πρόσχημα ἦταν ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν Εἰκόνων, ἡ αἵρεση ὅμως εἶχε βαθύτερες ρίζες, κι ὅπως εὐστόχως σημειώνει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἦταν μία «ἀθεώτατη μεταστοιχείωση τῶν ἁπάντων», ἀπέβλεπε δηλαδή σέ μιά γενική ἀνατροπή τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν, ἐπίσης, ἀνάμιξη τοῦ Κράτους στά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας, σάν ἐκεῖνες πού πολλές φορές δυστυχῶς συνέβησαν στήν πορεία τῆς Ἱστορίας, ἐξαιτίας τῶν ὁποίων πάντα ἡ Ἐκκλησία πλήρωσε ξένες ἁμαρτίες. Ἡ Εἰκονομαχία ἦταν μία ἀπό τίς μεγάλες δραματικές περιπέτειες τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν τό Κράτος ἦλθε σέ σύγκρουση μαζί της. Φανερά μέν ἦταν τό ζήτημα τῶν Εἰκόνων, στήν οὐσία ὅμως τό Κράτος ἤθελε μιά ριζική ἀλλαγή καί μεταρρύθμιση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Στό τέλος νίκησε πάλι ἡ Ἐκκλησία καί ἐπικράτησε ἡ ὀρθή πίστη, γιατί πάντα ἡ Ἐκκλησία νικᾶ, ὅταν ἀγωνίζεται γιά τήν σωτηριώδη ἀλήθεια, πού ὁ Θεός ἀπεκάλυψε στόν ἄνθρωπο.
Ἡ ἁγία Θεοδώρα, μετά τόν θάνατο τοῦ συζύγου της, ἀνέλαβε τήν ἐξουσία καί στήριξε πάλι τήν Ὀρθοδοξία, μέ τήν πολύτιμη βοήθεια τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μεθοδίου. Ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα διεκήρυξε δημόσια ὅτι ἀσπαζόμεθα τίς Εἰκόνες, ὄχι λατρευτικά, οὔτε ὡς θεότητες, ἀλλά ὡς εἰκόνες τῶν ἀρχετύπων.
Τήν πρώτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν, τό ἔτος 843, ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα μαζί μέ τό γιό της, αὐτοκράτορα Μιχαήλ, μέ τόν εὐσεβῆ Κλῆρο καί τόν Λαό, ἐποίησαν λιτάνευση καί ἀναστήλωση τῶν ἁγίων Εἰκόνων στούς ἱερούς Ναούς. Ἀπό τότε ἑορτάζουμε κάθε χρόνο τήν ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, γιατί καθορίστηκε ὁριστικά ὅτι δέν λατρεύουμε τίς Εἰκόνες, ἀλλά τιμοῦμε καί δοξάζουμε ὅλους τους Ἁγίους, πού αὐτές εἰκονίζουν, ἐνῷ λατρεύουμε μόνο τόν ἐν Τριάδι Θεό, τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας εἶναι ἡ πολύτιμη κληρονομιά τῶν Πατέρων μας. Γι' αὐτό πρέπει νά καυχώμεθα, πού εἴμαστε Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, καί νά θεωροῦμε ἱερό χρέος μας νά φυλάσσουμε καί νά ὑπερασπιζόμαστε τήν Ὀρθοδοξία μας.
Βαθιά εἶναι χαραγμένο στό μυαλό μας τό μήνυμα τῶν Πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅτι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει ὀρθή πίστη καί δέν ὑπάρχει σωτηρία. Ὅποιος θέλει νά εἶναι Χριστιανός, πρέπει νά ἀνήκει στήν Ἐκκλησία, καί ὅποιος θέλει τή σωτηρία του, πρέπει νά ξέρει πώς μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία σῴζεται. Χριστιανός εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας, τό μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
+ Ἱερεύς Ἰωάννης Σουρλίγγας