(αναδημοσίευση από εφημερίδα Έθνος) Ο θρησκευτικός όρκος έχει πάψει τα τελευταία χρόνια να αποτελεί «κόκκινη γραμμή» για την Εκκλησία της Ελλάδος και σύμφωνα με ιεράρχες είναι ίσως και πλειοψηφικό πλέον το ρεύμα όσων δεν θα αντιδρούσαν στο ενδεχόμενο κατάργησης ή περαιτέρω «χαλάρωσής» του. Ηδη, ανάλογες απόψεις έχουν διατυπωθεί δημόσια τόσο από μητροπολίτες όσο και από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο.
Σημειώνεται πως από την ίδια την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση ο θρησκευτικός όρκος θεωρείται αμάρτημα, αφού απαγορεύεται ρητά στα ευαγγελικά κείμενα. Είναι χαρακτηριστικό πως οι ίδιοι οι ιεράρχες μετά την εκλογή τους δεν δίνουν όρκο αλλά «διαβεβαίωση» και «δήλωση» ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Διαβεβαιώνουν πως θα εκπληρούν τα καθήκοντά τους, τηρώντας τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις, ενώ δηλώνουν υπακοή στο Σύνταγμα και στους νόμους του κράτους.
«Το Ευαγγέλιο απαγορεύει ρητά τη θρησκευτική ορκωμοσία. Αυτή καθιερώθηκε σε χρονικές περιόδους που η Εκκλησία συμπορευόταν με το έθνος και ταυτιζόταν μαζί του. Σήμερα αυτό δεν συμβαίνει και ο καθένας έχει το δικαίωμα σε αυτό που πιστεύει ή και να μη δίνει θρησκευτικό όρκο», επισήμανε στο «Εθνος» ο πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ, Χρυσόστομος Σταμούλης, και προσέθεσε: «Νομίζω πως έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για να ανοίξει μια τέτοια συζήτηση. Ηδη πολλοί απόφοιτοι της Θεολογικής Σχολής δεν δίνουν θρησκευτικό όρκο αλλά όρκο συνείδησης. Είναι θέματα που στην Ευρώπη έχουν λυθεί εδώ και δεκαετίες». Η συζήτηση στις τάξεις της Εκκλησίας ξανανοίγει αυτές τις μέρες, με αφορμή τον πολιτικό όρκο που έδωσε τη Δευτέρα ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.
Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως
Σε ένα άρθρο του που δημοσίευσε τον Ιανουάριο του 2013 και αναδημοσιεύτηκε σε πολλά ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, ο μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως Ανθιμος τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της κατάργησης του θρησκευτικού όρκου, με το επιχείρημα πως με αυτόν οι ιεράρχες υποχρεώνουν τους πολιτικούς να... επιορκήσουν. «Αισθάνομαι ευθύνη και ενοχή όταν με επίσημη εκκλησιαστική τελετή ''αναγκάζω'' βουλευτές, περιφερειάρχες και δημάρχους να επιορκήσουν. Επειδή σίγουρα επιορκούν! Αυτό ομολογούν τα ειδικά δικαστήρια, όσα γίνονται και όσα δεν γίνονται στη χώρα», σημείωνε, ενώ στην περίπτωση των δικαστηρίων σχολίαζε την ευκολία και την ελαστική συνείδηση με την οποία πολλοί βάζουν το χέρι στο Ευαγγέλιο. «Ο όρκος είναι φοβερό πράγμα, για όποιον πιστεύει. Για όποιον δεν πιστεύει είναι παρωδία. Ομως εμένα με απασχολεί η αμαρτία την οποία φορτώνεται εκείνος που ορκίζεται».
Οι ψύχραιμες φωνές εντός της ελλαδικής εκκλησίας πληθαίνουν τα τελευταία χρόνια και δεν είναι λίγοι οι ιεράρχες που διατυπώνουν ανάλογες απόψεις. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος άνοιξε τον δρόμο το 2009, δηλώνοντας («Καθημερινή») πως η πιθανή κατάργηση του όρκου όχι μόνο δεν δημιουργεί πρόβλημα στην Εκκλησία, αλλά είναι συνέπεια της διδασκαλίας της.
Μητροπολίτες όπως ο Μεσσηνίας Χρυσόστομος και ο Δημητριάδος Ιγνάτιος έχουν τοποθετηθεί στο ίδιο πλαίσιο, δηλώνοντας πως η Εκκλησία δεν θα είχε λόγο να αντιδράσει σε κάτι τέτοιο.
Αντίθετα, ακραίοι ιεράρχες συνεχίζουν να αντιδρούν, όπως ο Καλαβρύτων Αμβρόσιος, ο οποίος σε ένα «πύρινο» κείμενο που δημοσίευσε χθες κάνει λόγο για «αποχριστιανισμό» της Ελλάδας και κατηγορεί για «περισσή υπεροψία» τον Αλ. Τσίπρα για την άρνησή του να δώσει θρησκευτικό όρκο.
Αντίθετος σε απόπειρα κατάργησης είναι και ο Θεσσαλονίκης Ανθιμος, ο οποίος ωστόσο δεν θεωρεί ως «αιτία πολέμου» το συγκεκριμένο ζήτημα.
Ο θρησκευτικός όρκος προβλέπεται για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον πρωθυπουργό και τους βουλευτές κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, για τους μάρτυρες που καταθέτουν σε δίκες, τους πτυχιούχους ΑΕΙ κατά την αποφοίτησή τους, τους δημόσιους υπαλλήλους κατά τον διορισμό τους, τους στρατιωτικούς και τους στρατιώτες, καθώς και για τους δικηγόρους.
Το 2008 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδίκασε την Ελλάδα έπειτα από προσφυγή νεαρού δικηγόρου, ο οποίος αναγκάστηκε να αποκαλύψει δημόσια τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις λόγω της υποχρέωσής του να ορκιστεί προκειμένου να λάβει άδεια άσκησης επαγγέλματος.
Το 2013 υπήρξε νέα καταδίκη από το ίδιο Δικαστήριο, έπειτα από προσφυγή του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του Ελσίνκι για 48 υποθέσεις στις οποίες μέλη του κατέθεσαν σε ελληνικά δικαστήρια και δεν επιθυμούσαν να ορκιστούν στο Ευαγγέλιο, αλλά ούτε και να αποκαλύψουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΙΓΝΑΤΙΑΔΗΣ
Ι. Ν. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ Καθηγητής Φιλοσοφίας της Τεχνοεπιστήμης στο ΠΤΔΕ της Παιδαγωγικής Σχολής του ΑΠΘ
Βαθιά έντιμη και άρα και χριστιανική
Η ορκωμοσία του Αλέξη Τσίπρα με πολιτικό και όχι θρησκευτικό όρκο έχει σίγουρα προβληματίσει πολλούς. Ενα ζήτημα τόσο φορτισμένο, και συναισθηματικά, που συνδέεται στη χώρα μας με ένα ισχυρότατο ιστορικο-πολιτικά καθιερωμένο θρησκευτικό τελετουργικό και με την ελληνική ιδιοπροσωπία, δεν είναι δυνατόν να τύχει μιας σύντομης και μονοσήμαντης διαύγασης. Κι αυτό ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς εκτός από τις θρησκευτικές και τις κοινωνικο-ηθικές του συνδηλώσεις, αλλά και το γεγονός ότι η χώρα μας αποτελεί τη μοναδική χώρα στην ΕΕ όπου δίδεται ένας τέτοιου είδους τελετουργικός, θρησκευτικός όρκος. Θα μπορούσε ωστόσο σίγουρα να υποστηριχθεί ότι η πράγματι πρωτόγνωρη, για τα ελληνικά δεδομένα, πράξη του νέου πρωθυπουργού δεν είναι στην ουσία της διόλου προσβλητική από θρησκευτική άποψη -ο πρωθυπουργός επισκέφθηκε άλλωστε πριν δει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Αρχιεπίσκοπο και του ζήτησε την ευλογία του (τι πιο ουσιαστικά θρησκευτικό!)-, αφού η διαβεβαίωση «στην τιμή και στη συνείδησή μου» είναι ό,τι πιο ουσιαστικά ηθικό και, στην περίπτωση αυτή, συνεπές με τις πεποιθήσεις του πρωθυπουργού, αλλά και ό,τι πιο έντιμο θα μπορούσε αυτός να διαβεβαιώσει. Η διαβεβαίωση αυτή έχει μια βαθύτατα ηθική βάση και άρα δεν μπορεί να είναι διόλου αντιχριστιανική.