Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Ακόμη δεν είχε αναλάβει τα καθήκοντα του ως πρωθυπουργός της Ελλάδος ο κ. Τσίπρας και υπέστημεν οι Έλληνες το πρώτο σοκ. Ο νέος και στην ηλικία πρωθυπουργός δεν ορκίστηκε. Αρκέστηκε να δώσει «διαβεβαίωση στη συνείδησή του». Το δεξί του χέρι δεν ακούμπησε το Ιερό Ευαγγέλιο. Ο κ. Τσίπρας την ώρα της «διαβεβαίωσης» κινούσε αμήχανα τα χέρια του στον αέρα, λες και δεν μπορούσε να τα τιθασεύσει. Το περιβάλλον παγωμένο με προβληματισμένο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και σε άβολη κατάσταση τους «συντρόφους» του κ. Τσίπρα, που τον συνόδευσαν στο Προεδρικό Μέγαρο. Η ιερότητα της τελετής αντικαταστάθηκε από μια τυπική γραφειοκρατική πράξη.
Ο κ. Τσίπρας απέκτησε στην Ελληνική Ιστορία μια θέση από την πρώτη κιόλας μέρα του στην πρωθυπουργία. Από την ανεξαρτησία της χώρας, σ’ αυτά τα διακόσια περίπου χρόνια, είναι ο πρώτος πρωθυπουργός που δεν δίνει τον καθιερωμένο όρκο. Ασφαλώς υπάρχει η ελευθερία της συνείδησης, ασφαλώς είναι σεβαστές οι όποιες πεποιθήσεις του καθενός και της καθεμιάς. Ο Χριστός έδωσε στον κάθε άνθρωπο την ελευθερία της σκέψης, άρα και την ευθύνη των πράξεών του. Όμως είναι η συνέχεια της Παράδοσης της χώρας. Αυτό πρέπει ο Έλληνας να το έχει βιωμένο μέσα του. Δεν διδάσκεται, δεν επιβάλλεται.
Ασφαλώς το γεγονός της κατά συνείδηση διαβεβαίωσης του κ. Τσίπρα άρεσε στους ξένους, που το μετέδωσαν αμέσως. «Γίνονται κι αυτοί σαν κι εμάς, εκσυγχρονίζονται» θα σκέφθηκε ο κ. Ολάντ, όχι πάντως ο κ. Ομπάμα, που τήρησε στις δυο αναλήψεις των προεδρικών καθηκόντων του τη μικρή σε μήκος χρόνου παράδοση του αμερικανικού λαού και ορκίστηκε ενώπιον πλήθους πολιτών στην Αγία Γραφή. Η ορκωμοσία στις ΗΠΑ είναι ολόκληρη τελετουργία, για να φανεί πόσο υψηλό είναι το αξίωμα του Προέδρου. Αυτό κάνουν οι χώρες που σέβονται τις παραδόσεις τους και δίνουν αξία στα κρατικά αξιώματα.
Αφού ο κ. Τσίπρας δεν πιστεύει, βεβαίως δεν μπορεί κανείς να τον υποχρεώσει να κάνει κάτι παρά τη συνείδησή του. Το ότι δεν έβαλε κάποιον συνεργάτη του να τηλεφωνήσει στον Αρχιεπίσκοπο και να τον ενημερώσει ότι δεν θα τον χρειαστεί, γιατί δεν θα ορκιστεί, αλλά ότι μετέβη ο ίδιος στην Αρχιεπισκοπή για να του το πει μπορεί να ήταν μια διπλωματική ενέργεια, που πάντως δεν καλύπτει την εκ μέρους του πρώτη επίσημη ενέργεια περιθωριοποίησης της Εκκλησίας.
Τα όσα διέρρευσαν ότι αντάλλαξαν στη συνάντηση τους οι δύο άνδρες ήταν μια ερασιτεχνικού τύπου προσπάθεια να προστατευθεί ο κ. Τσίπρας από την αλγεινή εντύπωση και την βαθιά πικρία που προκάλεσε στο λαό η ενέργειά του. Συγκεκριμένα διοχετεύθηκε στον Τύπο ότι ο κ. Τσίπρας είπε στον Αρχιεπίσκοπο: « Ήρθα να πάρω την ευχή σας πριν αναλάβω το δύσκολο έργο. Έχουμε ανάγκη από δύναμη…». Πριν αρνηθεί δηλαδή τον θρησκευτικό όρκο εγράφη ότι ζήτησε την «ευχή» του Αρχιεπισκόπου για το έργο που αναλαμβάνει, ως να είναι πιστό τέκνο της Εκκλησίας… Στην εποχή του παραλογισμού όλα επιτρέπονται....
Εξίσου αμφισβητείται και το άλλο που φέρεται ότι είπε ο κ. Τσίπρας: «Ήρθα να σας διαβεβαιώσω ότι οι σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους με τη νέα κυβέρνηση θα είναι ουσιαστικότερες και πιο αναβαθμισμένες από ποτέ..». Το αξιοπερίεργο είναι ότι τα όσα μπήκαν στο στόμα του κ. Τσίπρα είναι σε εισαγωγικά… Ο κ. Ιερώνυμος από την πλευρά του φέρεται ότι του απάντησε: « Κύριε πρόεδρε, πολύ ευχαριστούμε. Μας συγκινεί το ενδιαφέρον σας. Πρώτο μέλημα είναι να βοηθήσουμε τους συνανθρώπους μας που υποφέρουν και σιγά σιγά τα άλλα προβλήματα και θέματα που με σύνεση και χωρίς βία θα τα μελετήσουμε…». Η αλήθεια είναι πως ο κ. Τσίπρας αντιμετωπίζει την Εκκλησία ως περιθωριοποιημένο και του χεριού του «κοινωνικό εταίρο» και έτσι βλέπει τη συνεργασία. Από την πλευρά του ο Αρχιεπίσκοπος δείχνει να συμφωνεί μαζί του. Προφανώς κανείς δεν έχει μιλήσει στον κ. Τσίπρα για το τι πράγματι είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία για τον Ελληνισμό και ποια η αποστολή Της…
Η ορκωμοσία των αρχόντων στον Ελληνισμό είναι μια παράδοση που έρχεται από το βάθος του χρόνου. Στα πρώτα χρόνια της Αυτοκρατορίας ο στρατός καθόριζε την εκλογή του αυτοκράτορα. Τον σήκωναν οι στρατιώτες πάνω σε μιαν ασπίδα και ένας αξιωματικός τοποθετούσε στο κεφάλι του το «μανιάκιο», είδος διαδήματος. Αφού ο αυτοκράτορας κατέβαινε από την ασπίδα ένας ιερέας έλεγε μια προσευχή και του τοποθετούσε το αυτοκρατορικό στέμμα. Αργότερα, από τον αυτοκράτορα Φωκά (602-610) και μετά, η ανακήρυξη εξελίχθηκε σε μια τελετή θρησκευτική, με την παρουσία του Πατριάρχη και του κλήρου του ναού της Αγίας Σοφίας και παρέμεινε έτσι έως το τέλος της Αυτοκρατορίας.
Με την ανεξαρτησία της χώρας και με βάση το Σύνταγμα που ψηφίστηκε κατά την Γ΄ Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας, το 1827, ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας έδωσε ενώπιον της Βουλής τον όρκο: «Ορκίζομαι εις το όνομα του Υψίστου να διατηρήσω απαρασαλεύτους τους Θεμελιώδεις Νόμους της Ελληνικής Πολιτείας…». Στο Σύνταγμα της Προεδρευομένης Δημοκρατίας του 1927 αναφέρεται: «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίδει μετά την εκλογήν του ενώπιον της Εθνικής Συνελεύσεως τον ακόλουθον όρκον: « Ορκίζομαι εις το όνομα της αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος να φυλάττω το Δημοκρατικόν Σύνταγμα και τους νόμους…». Το ισχύον Σύνταγμα προβλέπει επίσης τον θρησκευτικό όρκο για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο και τα μέλη της Κυβέρνησης και τους Βουλευτές…
Γιατί όλα τα Συντάγματα επιβάλλουν τον θρησκευτικό όρκο; Το εξηγεί ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, από το 1852, στην ιστορική μελέτη του για τον Μεσαιωνικό Ελληνισμό. Εξηγεί ότι στην Ελλάδα η Ορθοδοξία είναι περισσότερο θρησκεία εθνική παρά ατομική. Τον Αμερικανό, όπως γράφει, λίγο τον ενδιαφέρει ποιο το θρησκευτικό δόγμα του συμπολίτη του. Η Δύσις εν γένει, προσθέτει ο Ζαμπέλιος, δεν γνωρίζει παρά μόνο την ατομική θρησκεία, γιατί δεν πιστεύει στην κοινότητα, στον θρησκευτικό της συνανθρωπεύσεως δεσμό. Αντίθετα, τονίζει ο Ζαμπέλιος, «Ο Έλλην λατρεύει την Ορθοδοξίαν μάλλον ως φρόνημα του Γένους του, ως αποθήκην της παραδόσεώς του, ως σύνδεσμον της εθνικής του κοινωνίας». Αυτό το βίωμα παραβίασε ο κ. Τσίπρας με την πρώτη του ενέργεια.-