"Επιτρέπεται η συμπροσευχή μετά αιρετικών;"

Απόψεις - Άρθρα - Σχόλια | Δημοσίευση: 09/12/2014

Επιτρέπεται  η  συμπροσευχή  μετά  αιρετικών;

 

 

 

Του

Αρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου

Ιεροκήρυκος Ι. Μ. Πατρών

Δρος Κανονικού Δικαίου

 

 

 

Ο Ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος αποδίδει υψίστη σημασία στην προσευχή. Η τεσσαρακονθήμερος προσευχή Του στην έρημο ήταν η εισαγωγή στον δημόσιο βίο Του (Ματθ. 4, 1κ.εξ.). Οι Ιεροί Ευαγγελιστές μάς πληροφορούν ότι προ παντός σημαντικού γεγονότος της ζωής Του προηγείτο η προσευχή (Ματθ. 14, 23. 26, 36. Μάρκ. 6, 36. 14, 32. Λουκ. 5, 16. 6, 12. 9, 28).

Οι Απόστολοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας εντοπίζουν την σημασία που προσδίδει ο Ίδιος ο Ενανθρωπήσας Λόγος του Θεού Πατρός στην προσευχή, στην προσπάθεια του πλάσματος να υποστασιάση μέσω αυτής τον διάλογο μετά του Δημιουργού του Θεού, επειδή ο ανθρώπινος λόγος είναι ο τρόπος της εκστατικής αναφοράς του προσώπου. Και τούτο γιατί η υπέρβαση της ατομικότητος και η κατ’ εξοχήν φανέρωση του προσώπου συντελούνται μέσω της προσευχής. Ο Ιερός Χρυσόστομος, εκφράζοντας την πεποίθηση αυτή της Εκκλησίας, λέγει: «Ου γαρ εστιν, ουκ έστιν ουδέν ευχής δυνατώτερον, ουδέ ίσον» (PG 48, 766).

Αλλά και την κοινή – ομαδική προσευχή ο Ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος την θεσπίζει, όταν μας διαβεβαιοί: «Ου γαρ εισίν δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών» (Ματθ. 18, 20). Οι συμπροσευχόμενοι διαλέγονται μετά του Τριαδικού Θεού ως υιοί Αυτού κατά χάριν. Ο προσευχόμενος κοινωνεί εσωτερικώς μετά της κεφαλής της Εκκλησίας, του Θεανθρώπου Κυρίου, όπως και ο συμπροσευχόμενος, σε έναν κοινό διάλογο αληθείας και γνώσεως «εν Αγίω Πνεύματι». Άλλωστε, αυτό το νόημα εμπεριέχει η φράση του Ιδίου του Κυρίου «εις το εμόν όνομα». «Η συμφωνία πολλήν έχει την ισχύν» (PG 62, 461), υπογραμμίζει ο Ιερός Χρυσόστομος.

 Το περιεχόμενο επομένως της συμπροσευχής είναι η καθολική αλήθεια της μιας αγιας καθολικης και αποστολικης εκκλησιας, που είναι η Ορθόδοξος Εκκλησία. Όταν ένα ή περισσότερα μέλη αμφισβητούν ή αλλοιώνουν ή απορρίπτουν την αποκαλυφθείσα Αλήθεια, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την Αγία Γραφή και την Αποστολική και Πατερική παράδοση, διασπάται η κοινωνία των συμπροσευχομένων, για τον λόγο ότι η αλήθεια είναι ο τρόπος υπάρξεως της Εκκλησίας, πέρα από κάθε συμβατική έννοια και σκέψη. Για τον λόγο αυτό προηγείται της συμπροσευχής η ομολογία πίστεως. Δεν είναι δυνατον να υπάρξη συμπροσευχή, εάν δεν προϋπάρχη ομοφωνία στην Ορθόδοξη Αγιοπατερική πίστη.

Η Εκκλησία αντέδρασε στο αλλόκοτο είδος συμπροσευχής, του ορθοδόξου μετά αιρετικού, επισημαίνουσα τά όρια της αληθείας αφ’ ενός και αφ’ ετέρου το ανεπίτρεπτο της εκκλησιαστικής κοινωνίας και συμπροσευχής του ορθοδόξου μέλους της μετά του αιρετικού.

Αυτή η αντίδρασή της εξεφράσθη μέσα από τους ιερούς Κανόνες της Αποστολικής Συνόδου, των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά και των Τοπικών, οι οποίες έλαβον οικουμενικό κύρος.

Συγκεκριμένα ο ΜΕ΄ κανόνας των Αγίων Αποστόλων διαλαμβάνει τα εξής: «Επίσκοπος,  ή  πρεσβύτερος,  ή  διάκονος, αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω· ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω» (Ράλλη – Ποτλή, Σύνταγμα, τ. 2, σ. 60).

Η συμπροσευχή του κληρικού μετά αιρετικού επιφέρει τον αφορισμό, ακόμη κι αν συμβή εκτός ιερού ναού και ιεράς Ακολουθίας, βάσει του Ι΄ Αποστολικού κανόνος: «Ει τις ακοινωνήτω,  καν εν οίκω συνεύξηται, ούτος αφοριζέσθω» (Ράλλη – Ποτλή, Σύνταγμα, τ. 2, σ. 14). Εάν, όμως, διενεργηθή συμπροσευχή εν τω Ναώ και επιτραπή στον αιρετικό να διενεργήση κάτι ως κληρικός, τότε  επιβάλλεται ποινή καθαιρέσεως, κατά τον προαναφερθέντα ΜΕ΄κανόνα των Αγίων Αποστόλων.

Κατηγορηματικός ως προς την συμπροσευχή σε αιρετικό ναό είναι και ο ΞΔ΄ Αποστολικός κανόνας, ο οποίος διαλαμβάνει τα εξής: «Ει τις κληρικός,  ή  λαϊκός, εισέλθη εις συναγωγήν Ιουδαίων,  ή  αιρετικών, προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω» (Ράλλη – Ποτλή, Σύνταγμα, τ. 2, σσ. 81-82). Εδώ σαφώς απαγορεύεται η συμπροσευχή κληρικών και λαϊκών μετά Ιουδαίων –σήμερα θα λέγαμε μετά αλλοθρήσκων– και αιρετικών. Η επιβαλλομένη δε ποινή στους συμπροσευχηθέντες είναι για μεν τους κληρικούς η καθαίρεση, για δε τους λαϊκούς ο αφορισμός.

Ακόμη και ο συνεορτασμός και η ανταλλαγή δώρων μετά αλλοθρήσκων και αιρετικών απαγορεύεται από τους ιερούς Κανόνες: «Ότι ου δει παρά των Ιουδαίων,  ή  αιρετικών, τα πεμπόμενα εορταστικά λαμβάνειν, μηδέ συνεορτάζειν αυτοίς» (ΛΖ΄ καν. Λαοδικείας, Ράλλη – Ποτλή, Σύνταγμα, τ. 3, σ. 206. Βλ. επίσης ΛΒ´, ΛΔ´, ΛΗ΄, ΛΘ΄ της ιδίας Συνόδου). Ο δε ΛΓ΄ της εν Λαοδικεία Συνόδου διακελεύει: «Ότι ου δεί αιρετικοίς,  ή  σχισματικοίς συνεύχεσθαι» (όπ. π., σ. 198. Βλ. και Θ΄κανόνα Τιμοθέου Αλεξανδρείας, Ράλλη – Ποτλή, Σύνταγμα, τ. 4, σ. 336).

Η Εκκλησία, όπως διαπιστώνουμε, μάς διδάσκει ότι δεν είναι δυνατόν ο αποδεχόμενος την αποκαλυφθείσα Αλήθεια περί του Τριαδικού Θεού να συνυπάρξη με τον μη αποδεχόμενο την προαναφερθείσα αλήθεια σε κοινή στάση προσευχής –ομολογίας της αποδοχής αυτής, πολλώ δε μάλλον σε ευχαριστιακή κοινωνία εν τη Θεία Λειτουργία.

Δυστυχώς, αυτές τις ημέρες βιώσαμε συνταρακτικές καταστάσεις στο Οικουμενικό Πατριαρχείο μας.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, ο άμεσος συνεργάτης του Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης Ζηζιούλας και άλλοι Πατριαρχικοί, ανώτεροι και κατώτεροι, κληρικοί προέβησαν σε καθημερινές συμπροσευχές με τον αιρεσιάρχη Πάπα Φραγκίσκο (τον αποδεχόμενο και κηρύσσοντα δεκαπέντε και πλέον αιρέσεις), κινούμενοι στον χώρο της διανοητικής Θεολογίας και όχι στον Αγιοπατερικό χώρο του «λάλει Εκκλησία  μου και ο δούλος σου (κληρικός  ή  λαϊκός) ακούει».

Είναι αδιανόητο και εν ταυτώ αντικανονικό ο Ορθόδοξος Οικουμενικός Πατριάρχης να αποκαλή  απερίφραστα τον Παπισμό «Εκκλησία», την αιρετική αυτή οργάνωση, η οποία απεκόπη για τις πολλές αιρέσεις της από το Σώμα του Χριστού, την μια εκκλησια και να δηλώνη ότι αποσκοπεί να «επανεύρωμεν την πλήρη μεταξύ των Εκκλησιών ημών κοινωνία».

Δυστυχώς, οι προαναφερθέντες δεν έλαβαν υπ’ όψιν την οδό, την οποία υποδεικνύει η Ορθόδοξος Εκκλησία, η μια εκκλησια, που είναι η υπακοή στους ιερούς Κανόνες, η Θεανθρώπινη οδός. Δεν ενήχησε στα ώτα τους το «έδοξεν τω Αγίω Πνεύματι και ημίν», το οποίο δεσπόζει σε όλες τις Συνόδους, Οικουμενικές και Τοπικές, με το οποίο εκφράζεται «εν λόγω και χρόνω» η Θεανθρώπινη βούληση της Αγίας μας Εκκλησίας.

Η φωνή του Μ. Βασιλείου ακούγεται και πάλι τις θλιβερές για την Ορθοδοξία αυτές ημέρες: «Πάνυ με λυπεί ότι επιλελοίπασι λοιπόν οι των Πατέρων κανόνες και πάσα ακρίβεια των Εκκλησιών απελήλαται, και φοβούμαι μη, κατά μικρόν της αδιαφορίας ταύτης οδώ προϊούσης, εις παντελή σύγχυσιν έλθη τα της Εκκλησίας πράγματα» (Ράλλη – Ποτλή, Σύνταγμα, τ. 4, σ. 275).

Πότε, λοιπόν, θα κατανοήση ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, οι περί αυτόν και όλοι μας ότι η πιστή τήρηση των όσων διακελεύουν οι ιεροί Κανόνες είναι μαρτυρία υπακοής στην μια, αγια, καθολικη και αποστολικη εκκλησια, την ορθοδοξο εκκλησια, αλλά και σημείο υποταγής της ατομικότητος στην κοινή μετοχή όλων των πιστών, κληρικών και λαϊκών, στην αποκαλυφθείσα Αλήθεια;