Μεσσηνίας Χρυσόστομος: Μοντέλο Κύπρου στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας

Εκκλησία της Ελλάδος | Δημοσίευση: 12/11/2014

Συνέντευξη στη Μαρία Μπραουδάκη και την εφημερίδα «Παρασκήνιο»

 

 Μοντέλο Κύπρου στις σχέσεις Ελλαδικής Εκκλησίας-Πολιτείας προτείνει ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ενώ χαρακτηρίζει «μύθευμα» τα περί μεγάλης εκκλησιαστικής περιουσίας. Τονίζει πως η Εκκλησία δεν πρέπει «να δίνει τη δυνατότητα να τη «χρησιμοποιούν» ή να την «ταυτίζουν» με κόμματα και πολιτικές, «ούτε να δέχεται η ίδια να παίζει τον ρόλο» των κομμάτων.

 

Επικαλούμενος τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο υποστηρίζει πως «δεν πρέπει να λιθοβολούμε το Φανάρι», σημειώνοντας, ωστόσο, «έστω και αν προς καιρόν μας λυπεί ή και μας στεναχωρεί με τις αποφάσεις του». Εκτιμά, δε, πως η εκκλησιαστική εκπαίδευση πρέπει να κινείται σε τέσσερις άξονες, οι οποίοι θα διασφαλίζουν, μεταξύ άλλων, ότι θα... οικοδομεί ιερείς.

 

Ποιος εκτιμάτε ότι πρέπει να είναι ο ρόλος της Εκκλησίας σήμερα, σε συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής κρίσης;

 

Ο ρόλος της Εκκλησίας στο πλαίσιο της κοινωνίας και, μάλιστα, στο εν εξελίξει κοινωνικό γίγνεσθαι είναι σημαντικός και ουσιαστικός. Βρισκόμαστε σε μια χρονική περίοδο που τα παλαιά δεδομένα αλλάζουν. Η νέα αυτή μορφή κοινωνίας τείνει να δομηθεί σε άλλες αξιακές βάσεις και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται νέες προκλήσεις για την Εκκλησία, ως προς το κοινωνικό, ανθρωπολογικό και ηθικό περιεχόμενο, το οποίο καλείται να εκφράσει στο νέο αυτό κοινωνικό μοντέλο.

Είναι αλήθεια ότι με αφορμή την οικονομική κρίση, η οποία αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου, ενώ τη βάση της δομεί η γενικότερη κοινωνική κρίση, κρίση αξιών, λειτουργίας θεσμών και διανθρώπινων σχέσεων, προβάλλει νέες αναγκαιότητες, που από την Εκκλησία απαιτείται ουσιαστικότερη παρουσία και δράση. Ο ουσιαστικός και σημαντικός αυτός ρόλος της Εκκλησίας αφορά όχι μόνο την επίλυση οικονομικών, κοινωνικών ή προνοιακών προβλημάτων του κόσμου, αυτό μπορεί να το κάνει επικουρικά μαζί με άλλους κοινωνικούς φορείς και ομάδες, αλλά κυρίως να δημιουργήσει συνείδηση κοινωνικής ευθύνης και ανθρωπιάς. Να αναδείξει, δηλαδή, τις αξίες εκείνες, κοινωνικές, ηθικές, ανθρωπολογικές, πάνω στις οποίες θα δομηθεί η κοινωνική συνοχή και θα ενισχυθεί η κοινωνική ενότητα. Η Εκκλησία, σε αυτή την περίοδο των κρίσεων, των αμφισβητήσεων και της αλλοτρίωσης, πρέπει να δώσει ένα άλλο νόημα στην προοπτική της κοινωνίας, νοηματοδοτώντας κυρίως την έννοια και το περιεχόμενο της ζωής ως συμβίωσης και όχι ως έναν ατομικό αγώνα επιβίωσης.

 

Με εκπεφρασμένη την άποψη ότι οι πολιτικοί χρησιμοποιούν την Εκκλησία κατά καιρούς για να εξυπηρετήσουν δικούς τους στόχους, αναρωτιέμαι, αν έχετε και τη γνώμη ότι η Εκκλησία μπορεί να δίνει λαβές για να χρησιμοποιηθεί προς τούτο…

 

Μια Εκκλησία η οποία πολιτεύεται είναι μόρφωμα εκκλησιαστικό και όχι πραγματικά αληθινή Εκκλησία. Η ταύτισή της με τον οποιοδήποτε κομματικό χρωματισμό τής αλλοιώνει την ταυτότητά της, ενώ λειτουργεί αποπροσανατολιστικά ως προς τον ρόλο της μέσα στην ίδια την κοινωνία, ο οποίος πρέπει να είναι συνεκτικός και ενοποιητικός και όχι διχαστικός ή διασπαστικός. Αυτή η στάση δεν συνεπάγεται ότι οδηγεί την Εκκλησία σε μια εσωστρέφεια ή σε έναν απομονωτισμό ως προς τα του κόσμου πράγματα και της κοινωνίας.

Αντίθετα, νομίζω ότι δίνει στην Εκκλησία μια δράση για περισσότερη ελευθερία, μακριά από κάθε είδους αγκυλώσεις και περιορισμούς, της δίνει τη δυνατότητα να προβάλει το δικό της πρόσωπο και να φανερώσει τη δική της ιδιοπροσωπεία και ταυτότητα. Η Εκκλησία δεν πρέπει να δίνει τη δυνατότητα να τη «χρησιμοποιούν» ή να την ταυτίζουν με κάποιο συγκεκριμένο κομματικό ή πολιτικό σχεδιασμό, ούτε να δέχεται η ίδια η Εκκλησία να «παίζει» τον ρόλο τους.

 

Ως ένας από τους Ιεράρχες που έχουν ταχθεί υπέρ της ώριμης επανεξέτασης των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας, νομίζετε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό σήμερα υπό τις παρούσες συνθήκες; Σε ποια κατεύθυνση εκτιμάτε ότι πρέπει να κινηθεί ο σχετικός προβληματισμός;

 

Οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας είναι ένα θέμα πολυδιάστατο, πολυσχιδές και αρκετά πολύπλοκο εξαιτίας της πολυνομίας και της υφιστάμενης «διαπλοκής», θα έλεγα, της όσμωσης, αρμοδιοτήτων και συναρμοδιοτήτων σε κάθε επίπεδο και δράση. Ο λεγόμενος και διακηρυσσόμενος «εξορθολογισμός» των σχέσεων απαιτεί μια μεθοδικότητα, με βήματα αργά και σταθερά, χωρίς λεονταρισμούς ή ενθουσιασμούς. Ο «εξορθολογισμός» αυτός δεν θα πρέπει να λειτουργεί υπονομευτικά έναντι της Εκκλησίας, ούτε να στηρίζεται στην ψευδαίσθηση ότι είναι δυνατόν να διαταραχθεί συνειδησιακά η θέση της Εκκλησίας στον ίδιο τον λαό. Το εφικτό μιας τέτοιας κατεύθυνσης καθορίζεται από το μοντέλο των σχέσεων που θα επιλεγεί και όχι από τις μονομερείς δήθεν επιδιώξεις προς επίλυση του όλου ζητήματος. Για παράδειγμα, θεωρώ ότι το μοντέλο που υπάρχει στην Κύπρο σήμερα είναι και εφικτό και, πάνω απ’ όλα, εφαρμοστέο.

 

Σε ποιες βάσεις νομίζετε πως πρέπει να τεθεί σήμερα η εκκλησιαστική εκπαίδευση; Ποιο είναι το μείζον για την Εκκλησία στον τομέα αυτόν;

 

Η εκκλησιαστική εκπαίδευση μαζί με τη μισθοδοσία του κλήρου και το περιουσιακό απετέλεσαν τα σημεία τριβής διαχρονικά στις σχέσεις τής εκάστοτε ελληνικής Πολιτείας και της Εκκλησίας. Για την Εκκλησία, η διαμόρφωση ενός εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο θα αποσκοπεί στην καλύτερη μόρφωση και επιμόρφωση του κλήρου και, μάλιστα, με προοπτική είναι πλέον απαίτηση. Το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται με την εξ αντιγραφής εκπαιδευτικών νομοθετικών πλαισίων ή μοντέλων της κοσμικής εκπαίδευσης και την εφαρμογή της στην εκκλησιαστική εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά πρέπει να αναζητηθεί μια δομή εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, η οποία θα κινείται σε τέσσερις βασικούς άξονες: παροχή γενικής παιδείας, διαμόρφωση και ανάπτυξη ιερατικής και εκκλησιαστικής συνείδησης, λειτουργική και ποιμαντική επιμόρφωση, θεολογική εκπαίδευση. Μια τέτοια εκκλησιαστική εκπαίδευση «απαιτεί» ένα ενιαίο σύστημα δομής και πορείας εκπαιδευτικής, το οποίο θα δίνει τη δυνατότητα σε κάθε υποψήφιο κληρικό, αλλά και σε κάθε κληρικό να βρίσκεται σε μια συνεχή και διαρκή διαδικασία μόρφωσης και επιμόρφωσης.

 

Η Εκκλησία έχει λόγο να... δώσει λόγο για τα οικονομικά της;

 

Η Εκκλησία ελέγχεται για τα οικονομικά της και πάντοτε προσπαθεί μέσα από μια χρηστή διαχείριση να επιλύσει όσον το δυνατόν αποδοτικότερα τα διάφορα οικονομικά προβλήματα και τις υποχρεώσεις της. Το «μύθευμα» σχετικά με το περιουσιακό και τους οικονομικούς πόρους δεν μπορεί να αποτελεί τροχοπέδη σε κάθε προσπάθεια αξιοποίησης της εναπομείνασας εκκλησιαστικής περιουσίας. Πόσω μάλλον, όταν αυτή η αξιοποίηση προσβλέπει στο όφελος του κοινωνικού συνόλου, όχι μόνο μέσα από τις παροχές, βοηθημάτων ή πρόνοιας, αλλά μέσα από μια διαδικασία επένδυσης και ανάπτυξης, η οποία θα δώσει στην ίδια την Εκκλησία, τόσο σε τοπικό όσο και σε κεντρικό επίπεδο, τη δυνατότητα μιας αυτόνομης δράσης σε σκοπούς κοινωνικούς και φιλανθρωπίας.

Δίνετε την εντύπωση ότι ανήκετε σ’ εκείνη τη γενιά των Ιεραρχών που κινείται με άνεση στην κοινωνία, που με την ίδια άνεση χρησιμοποιεί τις νέες τεχνολογίες, που διατηρεί άριστες σχέσεις με τους εκπροσώπους άλλων δογμάτων, που δεν θα δει ως «απαγορευμένο μήλο» οτιδήποτε νέο, που δεν θα αποφύγει να εκφράσει πληθωρικά μια άλλη γνώμη.

 

Ποιος κρίνετε ότι είναι σήμερα ο ρόλος του Ιεράρχη και από ποιες συνθήκες υπαγορεύεται ή περιορίζεται;

 

Η Εκκλησία μπορεί να χρησιμοποιεί κάθε σύγχρονο και πρόσφορο μέσο και να υιοθετεί κάθε τρόπο, προκειμένου να μεταφέρει τον λόγο της στον ίδιο τον κόσμο, χωρίς όμως να ταυτίζεται με τον ίδιο τον κόσμο. Σε αυτή την ισόρροπη διαλεκτική της σχέση ή με τον συγκεκριμένο τρόπο με τον κόσμο απαιτείται η Εκκλησία να αναζητήσει τα κριτήρια εκείνα μέσα από τα οποία θα διαφοροποιηθεί από κάθε μορφή εκκοσμίκευσης ή λαϊκισμού.

Τα κριτήρια αυτά καταγράφονται στις ευαγγελικές αρχές και την παράδοσή της και εμπεριέχουν μια δυναμική και όχι μια στατικότητα. Η δυναμικότητα του λόγου της και των στοιχείων τής ταυτότητάς της είναι που της δίνουν τη δυνατότητα να διαλέγεται με τους πάντες, και τους εντός και τους μακράν και τους εκτός, αφού πιστεύει ότι ο λόγος της, τα στοιχεία της παράδοσής της και οι αρχές της διδασκαλίας της είναι δυνατόν να λειτουργήσουν μεταμορφωτικά και ανακαινιστικά σε κάθε επίπεδο σχέσεων με την πραγματικότητα του κόσμου και τις διαστάσεις της ανθρώπινης ζωής και ύπαρξης.

 

Ετσι, λοιπόν, ο λόγος της πρέπει να στηρίζεται στον ευαγγελικό λόγο, να αναδεικνύει τα παραδοσιακά κριτήρια και τα πρότυπα της εκκλησιαστικότητας ως οδοδείκτες των δράσεών της, ώστε να απαντά με λόγο σύγχρονο και επίκαιρο στα καυτά και υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου. Μόνο τότε ο λόγος της Εκκλησίας γίνεταιεπίκαιρος, μόνο τότε ο λόγος της δεν αποτελεί μουσειακό έκθεμα, μόνο τότε εξέρχεται από το «χρονοντούλαπο» της ιστορίας και κοινωνικοποιείται, απαντώντας με τον τρόπο αυτόν στις αναζητήσεις του σύγχρονου ανθρώπου. Αυτή ήταν η λειτουργικότητα του πατερικού λόγου, έτσι δρούσε μεταμορφωτικά, μέσα στο εκάστοτε κοινωνικό γίγνεσθαι. Ήταν μια παρουσία δυναμική με εξωστρέφεια, διαλεκτικότητα, δίνοντας τον λόγο της παντί τῷ αἰτούντι, όχι απολογητικά ή πολεμικά, αλλά με παρρησία, ελεύθερα και αληθινά και, πάνω απ’ όλα, συνεκτικά και εποικοδομητικά.

 

Τι σημαίνει για τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως θεσμός και ως ζωντανή παρουσία;

 

Οπως σωστά είπατε, το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι ένας θεσμός διαχρονικός στον χώρο της Ορθοδοξίας και στον χώρο της ιστορίας. Αποτελεί το σημείο αναφοράς όλων των ορθοδόξων και τον φορέα, εκφραστή και φύλακα της πανορθόδοξης ενότητας, με βάση την κοινή πίστη και την κανονική παράδοση, όπως αυτή διετυπώθη και εφαρμόστηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους κυρίως, γι’ αυτό και επιβεβαιώνει και την κανονικότητα της κάθε μορφής ορθοδόξου εκκλησιαστικότητας. Ο πανορθόδοξος αυτός και ενωτικός ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι ο καρπός της ίδιας της οικουμενικότητάς του, ως τρόπου έκφρασης, κατανόησης και λειτουργίας του ορθόδοξου ήθους και του τρόπου πρόσληψης και επίλυσης των διάφορων εκκλησιαστικών, αλλά και άλλων προβλημάτων. Δεν εκφράζει μια ιδεολογοποιημένη αντίληψη εκκλησιαστικής δυνάμεως ή υπεροχής.

 

Οι κατά καιρούς αποφάσεις του για την επίλυση πανορθόδοξων ζητημάτων επιβεβαιώνουν όχι μόνο την αποδοχή και τον σεβασμό των λοιπών Ορθόδοξων Εκκλησιών προς αυτό, αλλά και τον ρυθμιστικό και συντονιστικό ρόλο που του αναγνωρίζουν, επιβεβαιώνοντας και με τον τρόπο αυτόν την οικουμενικότητα του ρόλου του και της παρουσίας του. Υπό αυτή την προοπτική, η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως είναι η Μητέρα Εκκλησία για όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες και όχι μόνο για εκείνες οι οποίες προήλθαν από το ίδιο το εκκλησιαστικό του σώμα, επειδή είναι η Εκκλησία η οποίαεκφράζει το ανύστακτο ενδιαφέρον της για όλες τις άλλες Εκκλησίες. Την οικουμενικότητά του το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως την επιβεβαιώνει και μέσα από την εξωστρεφή διαλεκτική του παρουσία και δράση προς όλες τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες, προς τις οποίες προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει το πνεύμα της οικουμενικότητας του ορθόδοξουήθους και φρονήματος, ως πρότυπο ζωής και παρουσίας μέσα σε έναν κόσμο συνεχώς μεταβαλλόμενο που αναζητά νέους στόχους και νέες προοπτικές.

 

Εξαιτίας, λοιπόν, αυτής της αναφορικότητάς μας, ως ορθοδόξων, κατεστάθη το Κέντρο της Ορθοδοξίας, η Μητέρα των Εκκλησιών, ο φορέας της οικουμενικότητας και ο εκφραστής της παραδόσεως των ορθοδόξων. Αυτή η αναφορικότητα και η διαλλεκτικότητα είναι που «επιβάλλει» και τον σεβασμό προς τον θεσμό του Φαναρίου, το οποίο, κατά την έκφραση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, «δεν πρέπει να το λιθοβολούμε», έστω και αν προς καιρόν μας λυπεί ή και μας στεναχωρεί με τις αποφάσεις του, ενώ επιβεβαιώνει τον θεσμικό του ρόλο και τη σημαντική του παρουσία και προσφορά, η οποία πολλές φορές, ίσως τις περισσότερες, είναι και «σταυροαναστάσιμη».