Η εισήγηση του μητροπολίτη Λαγκαδά στη Σύνοδο

Εκκλησία της Ελλάδος | Δημοσίευση: 06/10/2011

Θέμα της εισηγήσεως του μητροπολίτη Λαγκαδά ήταν:«Συζυγία – Οἰκογένεια. Ὀρθόδοξα πνευματικὰ καὶ σύγχρονα κοινωνικὰ δεδομένα». Ακολουθεί το κείμενο της εισηγήσεως: Ο γά­μος , ὡς ἔννομη συζυγία, ἀ­πο­τε­λεῖ μί­α ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χαι­ό­τε­ρες θε­σμι­κὲς κα­τα­κτή­σεις τοῦ ἀν­θρώ­που, μὲ ἡ­λι­κί­α με­γα­λύ­τε­ρη τῶν εἴ­κο­σι αἰ­ώ­νων. Ἡ συ­ναι­σθη­μα­τι­κή, κοι­νω­νι­κή, πνευ­μα­τι­κὴ καὶ βι­ο­λο­γι­κὴ συ­νάν­τη­ση τῶν ἑ­τε­ρο­φύ­λων, λει­τούρ­γη­σαν ὡς θε­με­λι­ώ­δεις προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιὰ τὴ «θε­σμι­κὴ ἀ­να­γνώ­ρι­ση», ποὺ φαί­νε­ται ὅ­τι ἀ­πα­σχό­λη­σε ἀ­πὸ πο­λὺ ἐ­νω­ρὶς τὴν ἀν­θρώ­πι­νη συλ­λο­γι­κό­τη­τα, πρὶν ἀ­κό­μη δι­α­μορ­φω­θεῖ σὲ ὀρ­γα­νω­μέ­νη κοι­νω­νι­κὴ ζω­ή. Ἡ σύγ­χρο­νη ἀν­θρω­πο­λο­γι­κὴ ἔ­ρευ­να ἔ­χει ἐν­το­πί­σει τὶς θε­σμι­κὲς ἀ­παρ­χὲς τοῦ γά­μου καὶ τῆς οἰ­κο­γέ­νειας σὲ πο­λὺ πρώ­ι­μες ἱ­στο­ρι­κὲς στιγ­μές, πρὶν ἀ­κό­μη ἐμ­φα­νι­σθοῦν οἱ θε­σμοί τῆς ἐ­ξου­σί­ας, τῆς οἰ­κο­νο­μί­ας ἢ τῆς συλ­λο­γι­κῆς εὐ­θύ­νης. O­ἱ θε­σμοὶ αὐ­τοί, ἀ­πὸ τὴ στιγμὴ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που, μᾶς ἀ­κο­λου­θοῦν χω­ρὶς οὐ­σι­ώ­δεις με­τα­βο­λὲς σὲ ὅ­λα τὰ στά­δια τῶν πο­λι­τι­στι­κῶν, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως τῶν βιο-κοι­νω­νι­κῶν μας ἐ­ξε­λί­ξε­ων. 

 Ἡ πρώ­τη ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση ὁ­ρι­σμοῦ τοῦ γά­μου ἀνήκει εἰς τὸν Μο­δε­στί­νο, Ρω­μαῖ­ο νο­μο­δι­δά­σκα­λο τοῦ 3ου μ.Χ. αἰ­ώ­νος: «Γά­μος κα­λεῖ­ται ἕ­νω­σις ἀν­δρὸς καὶ γυ­ναι­κός, συγ­κλή­ρω­σις τοῦ βί­ου παν­τός, θεί­ου τε καὶ ἀν­θρω­πί­νου δι­καί­ου κοι­νω­νί­α»1. Ὁ ὁ­ρι­σμός τοῦ Μο­δε­στί­νου ἂν καὶ ἐμ­φα­νῶς νο­μι­κι­στι­κὸς δι­α­πνέ­ε­ται καὶ ἀ­πὸ τὸ χρι­στι­α­νι­κὸ πνεῦ­μα, δε­δο­μέ­νης τῆς μελέτης τοῦ συν­τά­κτου του πολ­λῶν χρι­στι­α­νι­κῶν κει­μέ­νων, δι­α­νο­η­τῶν τῆς ἐ­πο­χῆς του.  

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α χω­ρὶς νὰ ἀρ­νεῖ­ται τόν πα­ρα­πά­νω ὁ­ρι­σμό προ­ώ­θη­σε τὴ σχέ­ση ἀν­δρὸς καὶ γυ­ναι­κὸς στὸ ἐ­πί­πε­δο τοῦ μυ­στη­ρί­ου καὶ τοῦ συμ­βό­λου καὶ τὴ θε­ώ­ρη­σε ὡς εἰ­κό­να τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ὅ­τι ἡ οἰ­κο­γέ­νεια χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται «κατ΄ οἶ­κον ἐκ­κλη­σί­α»2, ὡς ἀ­περ­γα­ζο­μέ­νη τὸ γε­γο­νὸς τῆς σω­τη­ρί­ας γιὰ τὰ μέ­λη ποὺ τὴν ἀ­πο­τε­λοῦν. Ἄλ­λω­στε, ὁ σκο­πὸς τοῦ γά­μου, δὲν εἶ­ναι ἄλ­λος ἀπὸ αὐ­τὸν ποὺ ὁ­δη­γεῖ τὸν ἄν­θρω­πο στὴν τε­λεί­ω­ση, καὶ ἡ τε­λεί­ω­ση δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο ἀ­πὸ τὸ γε­γο­νὸς, εἰς τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐκ­φρά­ζε­ται ἡ ἐκ­πλή­ρω­σις τοῦ ὑ­παρ­ξια­κοῦ προ­ο­ρι­σμοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που, ποὺ εἶ­ναι ἡ θέ­ω­ση.

Στὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη, ἡ σχέ­ση τοῦ Θε­οῦ μὲ τὸν λα­ὸ τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται μὲ τὸν Θε­ὸ ὡς «νυμ­φί­ο» καὶ τὸν λα­ό του ὡς «νύμ­φη»3. Ἀλ­λὰ ἡ εἰ­κό­να τῆς συ­ζυ­γί­ας χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται καὶ στὴν

 

1.Παν­δέ­κται, 23,2.Νομ. Ι.

2. Ρωμ. 16, 4 

3.Ψαλμ. 18,6, Ιωήλ 2, 16, Ἠσ. 62, 5

Και­νὴ Δι­α­θή­κηγιὰ νὰ ἐκ­φρά­σει τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς νέ­ας ἐν Χρι­στῷ κοι­νω­νί­ας4. Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ὁ «νυμ­φί­ος» τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας «νύμ­φης». Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος εὔ­στο­χα χα­ρα­κτη­ρί­ζει τὸν γά­μο ὡς «μέ­γα μυ­στή­ριο», καὶ πα­ραλ­λη­λί­ζει τὴν σχέ­ση ἀν­δρὸς καὶ γυ­ναι­κὸς μὲ τὴν ἕ­νω­ση τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας5. Καὶ ἀ­κρι­βῶς ἡ ἀ­μοι­βαί­α ἀ­γά­πη τῶν συ­ζύ­γων με­τα­βάλ­λε­ται μὲ τὴν χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος σὲ ἀ­δι­ά­σπα­στη ἕ­νω­ση. Δι­καί­ως, λοι­πόν, ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος ὁ­ρί­ζει τὸν γά­μο ὡς τὸ «μυ­στή­ριον τῆς ἀ­γά­πης»6.

Ἡ κα­τα­νό­η­ση τοῦ μη­νύ­μα­τος τοῦ μυ­στη­ρί­ου τοῦ γά­μου, τὸ ὁ­ποῖ­ο δυ­στυ­χῶς κα­λύ­πτε­ται συ­χνὰ μὲ τὸν μαν­δύ­α τῶν κο­σμι­κῶν ἐκ­δη­λώ­σε­ων, πι­στεύ­ο­με ὅ­τι ἀ­πο­τε­λεῖ μέ­ρι­μνα τῆς Μη­τρός Ἐκ­κλη­σί­ας γιά τήν ἐ­νη­μέ­ρω­ση τοῦ ποι­μνί­ου της. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἡ νέ­α γε­νε­ὰ καὶ γε­νι­κῶς τὸ πλή­ρω­μά της χρει­ά­ζε­ται νὰ βο­η­θη­θοῦν γιὰ νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ήσουν πλή­ρως τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τοῦ μυ­στη­ρί­ου καὶ τὸ ἀν­τί­κρυ­σμα τῆς ἱ­ε­ρο­λο­γί­ας, δη­λα­δή τὶς θε­ο­λο­γι­κές δι­α­στά­σεις καὶ τὴν κοι­νω­νι­κὴ τους ση­μα­σί­α, μὲ ὅ,τι αὐ­τὸ συ­νε­πά­γε­ται.

 Ὀρθόδοξα πνευματικὰ δεδομένα

          Ὁ Χρι­στὸς μὲ τὴν πα­ρου­σί­α Του στὸν γά­μο τῆς Κα­νά, δείχνει ὅτι Αὐ­τὸς μπο­ρεῖ νὰ προ­σφέ­ρει τὸ και­νούρ­γιο κρα­σὶ τῆς δι­κῆς Του ἀ­γά­πης καὶ νὰ με­τα­μορ­φώ­σει τὴν ζω­ὴ τῶν ἀν­θρώ­πων, ἐ­νώ­νον­τάς τους μὲ τὰ βι­ώ­μα­τα ἐ­κεῖ­να ποὺ ἀ­πορ­ρέ­ουν ἀ­πὸ τὴν καρ­πο­φο­ρί­α τῆς δι­κῆς Του πα­ρου­σί­ας. Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος εἶ­ναι αὐ­τὸς ποὺ μὲ ἀ­πό­λυ­τη σα­φή­νεια συν­δέ­ει τὸν γά­μο μὲ τὴν ἐν Χρι­στῷ ζω­ὴ, το­νί­ζον­τας πὼς τὸ μέ­γα μυ­στή­ριο, δη­λα­δὴ τὸ γε­γο­νός τῆς ἕ­νω­σης ἀν­δρὸς καὶ γυ­ναι­κός, ἀ­να­δη­μι­ουρ­γεῖ­ται καὶ ἀ­νυ­ψώ­νε­ται στὶς σχέ­σεις τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τὸ νέ­ο κύ­ριο στοι­χεῖ­ο αὐ­τῆς τῆς σχέ­σε­ως εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη, καὶ ἡ ἀ­γά­πη ἐκ­φρά­ζε­ται ὡς ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῆς ἰ­σο­τι­μί­ας καὶ ἀ­μοι­βαι­ό­τη­τας με­τα­ξὺ τῶν συ­ζύ­γων. Οἱ σύ­ζυ­γοι ἔ­χουν ὡς πρό­τυ­πο τὴν ζω­ὴ τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τη ἡ ἐ­φαρ­μο­γὴ τῆς ἀ­γά­πης με­τα­ξὺ τῶν ἀν­θρώ­πων χω­ρὶς τὴν ἀ­να­φο­ρὰ στὸν Θε­ό καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἄν­δρας ἀ­γα­πᾶ καὶ φρον­τί­ζει τὴν γυ­ναῖ­κα κα­θὼς καὶ ὁ Χρι­στὸς ἠ­γά­πη­σε τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν7 Ἡ δὲ γυ­ναί­κα ὑ­πο­τάσ­σε­ται στὸν ἄν­δρα, ὅ­πως ἡ Ἐκ­κλη­σί­α  ὑ­πο­τάσ­σε­ται  στὸν Χρι­στό , ἀ­να­γνω­ρί­ζον­τας  ἔ­τσι  τὴν
 

4.Ματθ. 22, 1-14, Μαρκ. 2, 20, Λουκ. 5, 35

5.Ἐ­φεσ. 5, 31-32

6.Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Κολοσσαεῖς ἐπιστο-λήν, PG62, 387

7.Ἐ­φεσ. 5, 25

ὑπερο­χή του ὡς ὑ­πευ­θύ­νου τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας καὶ ἀν­τα­πο­κρι­νο­μέ­νη στὴν ἀ­γά­πη ποὺ τῆς ὀ­φεί­λει ὁ ἄν­δρας.

Ἔ­τσι ὁ γά­μος γί­νε­ται μι­κρο­γρα­φί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ ἁ­γι­α­σμέ­νος ἀπὸ τὸν Παράκλητο μι­κρό­κο­σμός της. Ὅ­ταν ὁ γά­μος ζεῖ μέ­σα στὶς ἐμ­πει­ρί­ες καὶ τὴ χά­ρη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πο­κτᾶ πράγ­μα­τι τὸν χα­ρι­σμα­τι­κὸ του χα­ρα­κτῆ­ρα. Τό­τε μπο­ρεῖ νὰ κρα­τη­θεῖ ἡ τι­μι­ό­τη­τα κι ἡ κα­θα­ρό­τη­τά του. Τό­τε ἡ οἰ­κο­γέ­νεια ζεῖ καὶ συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται ὡς μι­κρὴ ἐκ­κλη­σί­α, μὲ τὸν Χρι­στὸ πα­ρόν­τα καὶ μὲ ὅ­λα τὰ πράγ­μα­τα κοι­νά· κοι­νὴ προ­σευ­χή, κοι­νὸς ἐκ­κλη­σια­σμός, κοι­νὸ τρα­πέ­ζι, συμ­με­ρι­σμὸς στὶς θλί­ψεις, στοὺς δι­ωγ­μοὺς, ἀλλὰ καὶ στὴ χα­ρά, στὶς ἐπιτυχίες, καὶ τὴν εὐτυχία. Τό­τε ἡ οἰ­κο­γέ­νεια δι­και­ώ­νει τὴν ἀ­πο­στο­λή της ὡς βα­σι­κοῦ πυ­ρῆ­νος τῆς κοι­νω­νί­ας καὶ βέβαια ὡς μυ­στη­ρια­κὴ λει­τουρ­γι­κὴ ἀρ­χὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γιὰ τὴν πραγ­μά­τω­ση τοῦ σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κοῦ καὶ ἁ­γι­α­στι­κοῦ της ἔρ­γου στὴν ἀν­θρώ­πι­νη κοι­νω­νί­α. Ἡ μι­κρὴ ὅ­μως αὐ­τὴ κοι­νω­νί­α ἀ­γά­πης δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐν­νο­η­θεῖ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν ἱ­ε­ρο­λο­γι­κὴ εὐ­λο­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ νὰ ἐ­πι­ζή­σει ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν ζω­ὴ καὶ τὴν τρο­φὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ποὺ εἶ­ναι ἡ Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α, τὸ τέ­λος πά­σης τε­λε­τῆς καὶ θεί­ου μυ­στη­ρί­ου.

          Μί­α οἰ­κο­γέ­νεια, ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ δε­δο­μέ­να τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας καὶ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν χα­ρι­σμα­τι­κὴ ἰ­δι­ό­τη­τα τῶν με­λῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, εἶ­ναι πι­θα­νόν νὰ ἀ­να­πτύ­ξει ἕ­να ἴ­σως ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νο πρό­τυ­πο, ποὺ ὅ­μως σὲ καμ­μιὰ πε­ρί­πτω­ση, τὸ πρό­τυ­πο αὐ­τὸ δὲν ὁ­δη­γεῖ στὴν κάθαρση, στὸν ἁ­για­σμὸ καὶ στὴ θέ­ω­ση. Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει μό­νον πῶς μιὰ οἰ­κο­γέ­νεια θὰ εἶ­ναι εὐ­τυ­χι­σμέ­νη μὲ τὰ κρι­τή­ρια τοῦ κό­σμου· ἐ­κεῖ­νο ποὺ πρέ­πει νὰ μᾶς ἀ­πα­σχο­λεῖ εἶ­ναι νὰ με­τα­φέ­ρου­με τὸ μή­νυ­μα πρὸς τὸν λα­ὸ τοῦ Θε­οῦ ὅ­τι ἡ οἰ­κο­γέ­νεια εἶ­ναι ἕ­να ἐρ­γα­στή­ριο σω­τη­ρί­ας καὶ μέ­σα ἀ­πὸ τὴν κοι­νὴ πνευ­μα­τι­κὴ πο­ρεί­α, ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πο­κτᾶ τὸν ἁ­για­σμό, τὴν θέ­ω­ση, τὴν σω­τη­ρί­α του.

          «Τὸ μυ­στή­ριον τοῦ­το μέ­γα ἐ­στίν, ἐ­γὼ δὲ λέ­γω εἰς Χρι­στὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν»8. Ὁ Κύ­ριος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς εὐ­λό­γη­σε καὶ ἐ­ξύ­ψω­σε τὸν ἱ­ε­ρὸ θε­σμὸ τοῦ γά­μου, ἀ­φοῦ τὸ πρῶ­τό Του θαῦ­μα τε­λέ­στη­κε στὸν ἐν Κα­νᾷ γά­μο. Καὶ ἀ­κρι­βῶς, μό­νον ὁ Κύ­ριός μας καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­ξα­σφα­λί­ζουν τὶς ἀ­πα­ραί­τη­τες προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιὰ νὰ εἶ­ναι ὁ γά­μος εὐ­τυ­χι­σμέ­νος καὶ νὰ ὁ­δη­γεῖ στὴν σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κὴ ἔκ­βα­ση τῆς προσ­δο­κί­ας, ὅ­που ἀ­κυ­ρώ­νον­ται οἱ αἰ­τί­ες τῆς ἀ­πο­τυ­χί­ας του. Οἱ χρι­στια­νοὶ σύ­ζυ­γοι ζοῦν ἐν ἀ­γά­πῃ «κα­θὼς καὶ ὁ Χρι­στὸς ἠ­γά­πη­σε τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν καὶ ἑ­αυ­τὸν πα­ρέ­δω­κε ὑ­πὲρ αὐ­τῆς… Οὕ­τως ὀ­φεί­λου­σιν οἱ ἄν­δρες ἀ­γα­πᾶν τὰς ἑ­αυ­τῶν γυ­ναί­κας ὡς τὰ ἑ­αυ­τῶν σώ­μα­τα. Ὁ ἀ­γα­πῶν τὴν ἑ­αυ­τοῦ γυ­ναῖ­κα ἑ­αυ­τὸν ἀ­γα­πᾶ. Οὐ­δεὶς γάρ τὴν ἑ­αυ­τοῦ σάρ­κα ἐ­μί­ση­σεν ἀλλ΄ ἐ­κτρέ­φει καὶ θάλ­πει αὐ­τὴν κα­θὼς καὶ ὁ Κύ­ριος τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν»9.

 


 

8. Ἐ­φεσ.5, 32       9.Ἐφ. 5, 25-27

          Ἐ­δῶ ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος δι­α­τυ­πώ­νει ἕ­ναν ὄν­τως ὑ­πέ­ρο­χο ὕ­μνο γιὰ τὴν συ­ζυ­γι­κὴ ἀ­γά­πη καὶ ὁ­ρι­ο­θε­τεῖ τὸ πλαί­σιο εἰς τὸ ὁ­ποῖ­ο μπο­ρεῖ νὰ κι­νεῖ­ται ἡ σχέ­ση τῆς ἀ­μοι­βαι­ό­τη­τος καὶ νὰ οἰ­κο­μοῦν­ται οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις τῆς ἀ­λη­θι­νῆς ἐ­πι­τυ­χί­ας τοῦ γά­μου. Ἀλ­λὰ καὶ ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος ἐ­ξυ­μνεῖ τὴν ἀ­μοι­βαί­α συ­ζυ­γι­κὴ ἀ­γά­πη: «μη­δὲν ἔ­στω γυ­ναι­κὶ ἀν­δρὸς τι­μι­ώ­τε­ρον, μη­δὲ ἀν­δρὶ γυ­ναι­κὸς πο­θει­νό­τε­ρον· τοῦ­το πάν­των ἡ­μῶν συγ­κρα­τεῖ τὴν ζω­ὴν τὸ ὁ­μο­νο­εῖν γυ­ναῖ­κα πρὸς ἄν­δραν, τοῦ­το συ­νέ­χει τὸν κό­σμον ἅ­παν­τα. Ὁ κό­σμος ἐκ τῶν πό­λε­ων συ­νέ­στη­σεν, ἡ πό­λις ἐκ τῶν οἰ­κι­ῶν, αἱ οἰ­κί­αι ἐξ ἀν­δρῶν καὶ γυ­ναι­κῶν»10. Καὶ ὁ Κων­σταν­τί­νος Καλ­λί­νι­κος πα­ρα­τη­ρεῖ: «Διὰ τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ γά­μου, οἱ ἐρ­χό­με­νοι εἰς γά­μου κοι­νω­νί­αν, εὑ­ρί­σκουν ἀλ­λη­λο­συμ­πλή­ρω­σιν καὶ ἀλ­λη­λο­βο­ή­θειαν. Τὸ πε­ρίσ­σευ­μα τοῦ ἑ­νὸς ἀ­να­πλη­ροῖ τὸ ὑ­στέ­ρη­μα τοῦ ἄλ­λου. Τοι­ου­το­τρό­πως ὁ ἄν­θρω­πος ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται. Τὸ «ἐ­γώ» εὑ­ρί­σκει τὴν πλή­ρη αὐ­τοῦ ἀ­νά­πτυ­ξη ὅ­ταν συ­ναν­τή­σει τὸ «σύ» καὶ συγ­χω­νευ­θεῖ εἰς ἓν «ἡ­μεῖς».

 Ἡ συ­ζυ­γι­κὴ ἀ­γά­πη κρα­τεῖ πάν­το­τε ἐ­νω­μέ­νες τὶς ψυ­χὲς τῶν συ­ζύ­γων καὶ τὶς ὁ­δη­γεῖ στὸ νὰ αἰ­σθά­νον­ται πάν­το­τε τὴν ἀ­γά­πη των κα­θα­ρὴ καὶ αὐ­ξα­νο­μέ­νη. Ὁ σκο­πὸς τοῦ γά­μου εὑ­ρί­σκει τὴν ἐκ­πλή­ρω­σή του μό­νον διὰ τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Μά­λι­στα, ἡ ἀ­γά­πη πρὸς τὸν Χρι­στὸν με­τα­βάλ­λει τὴν οἰ­κο­γέ­νεια ὅ­λη «εἰς ἐκ­κλη­σί­αν κατ΄ οἶ­κον», ἐ­νῶ οἱ νέ­ες ὑ­πάρ­ξεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες θὰ ἔρ­θουν στὸν κό­σμο, θὰ ἀ­να­δει­χθοῦν, διὰ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, πο­λί­τες τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ, καὶ ὄ­χι μό­νον μέ­λη ἐ­κλε­κτὰ τῆς ἐ­πὶ γῆς κοι­νω­νί­ας. Ἀ­πὸ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια, τὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, ἀ­να­δει­κύ­ον­ται οἱ ἐρ­γά­τες τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος τοῦ Κυ­ρί­ου, οἱ δι­ά­κο­νοι τοῦ ἱ­ε­ροῦ θυ­σι­α­στη­ρί­ου, οἰ ἀ­κα­τη­γό­ρη­τοι ἐ­πι­στή­μο­νες, οἱ κοι­νω­νι­κοὶ ἐρ­γά­τες, οἱ κα­λοὶ οἰ­κο­γε­νειά­ρχες, οἱ μο­να­χοί, οἱ ἱ­ε­ρα­πό­στο­λοι, οἱ πρε­σβύ­τε­ροι, οἱ ἐ­πί­σκο­ποι, κλπ.

          Οἱ εὐ­λο­γη­μέ­νες ἀ­πὸ τὸν Ἅ­γιον ἐν Τριά­δι Θε­ὸν οἰ­κο­γέ­νει­ες ζοῦν μὲ γνή­σια ἀ­γά­πη. Ἄ­ξί­ζει νά ἀ­να­φέ­ρου­με ὁ­ρι­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ πα­ρα­δείγ­μα­τα: οἱ ἅ­γιοι μάρ­τυ­ρες σύ­ζυ­γοι Ἀ­δρια­νὸς καὶ Να­τα­λί­α, ποὺ μαρ­τύ­ρη­σαν στὴ Νι­κο­μή­δεια. Στὸ συ­να­ξά­ρι ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι ἡ ἁ­γί­α Να­τα­λί­α ἦ­ταν ἐ­κεί­νη ποὺ ἐμ­ψύ­χω­σε τὸν σύ­ζυ­γό της γιὰ τὸ μαρ­τύ­ριο. Ἔ­τσι συμ­βαί­νει μὲ τοὺς συ­ζύ­γους, ζοῦν μὲ τὸν Χρι­στὸ στὴν ψυ­χή τους καὶ δὲν τοὺς χω­ρί­ζει οὔ­τε τὸ μαρ­τύ­ριο οὔ­τε ο θά­να­τος, δι­ό­τι ἡ συ­ζυ­γί­α τους εἶ­ναι «τῷ κάλ­λει τῆς πί­στε­ως ὡ­ρα­ϊ­σμέ­νη».

          Οἱ ἅ­γιοι Ἀ­κύ­λας καὶ Πρί­σκιλ­λα, γιὰ τοὺς ὁ­ποί­ους γρά­φει ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος: «ἀ­σπά­σα­σθε Πρί­σκιλ­λαν καὶ Ἀ­κύ­λαν, τοὺς συ­νερ­γούς μου ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ, οἵ­τι­νες ὑ­πὲρ τῆς ψυ­χῆς μου τὸν ἑ­αυ­τῶν τρά­χη­λον ὑ­πέ­θη­καν· οἷς, οὐχ ἐ­γὼ μό­νος εὐ­χα­ρι­στῶ ἀλ­λὰ καὶ

 

1ο. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περὶ τοῦ μὴ ἀπογινώσκειν τινὰς ἑαυτῶν, PG51, 369

πᾶ­σαι αἱ Ἐκ­κλη­σί­αι τῶν ἐ­θνῶν καὶ τὴν κατ΄  οἶκον αὐ­τῶν Ἐκ­κλη­σί­αν»11. Πρό­κει­ται γιὰ ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια, ἡ ὁ­ποί­α ἐρ­γά­στη­κε ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κὰ στὴν Ρώ­μη, τὴν Κό­ριν­θο καὶ τὴν Ἔ­φε­σο. Ἐ­πί­σης ὁ εὐ­λο­γη­μέ­νος γά­μος τοῦ Βα­σι­λεί­ου, πα­τρὸς τοῦ Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου καὶ τῆς Ἐμ­με­λεί­ας, προ­σέ­φε­ρε δέ­κα ἀ­στέ­ρας, ποὺ φώ­τι­σαν μὲ τὴν ἁ­γι­α­σμέ­νη τους ζω­ή, τὴν κοι­νω­νί­α, ὡς τί­μια μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ὀρ­θό­δο­ξη χρι­στι­α­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια. Ὅ­λα τὰ ἄλ­λα πε­ρὶ μο­νο­γο­νι­κῆς καὶ ἄλ­λων μορ­φῶν ὑ­πο­τι­θε­μέ­νης οἰ­κο­γε­νεί­ας ἀ­πο­τε­λοῦν πα­σί­δη­λη ὑ­πο­κρι­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πι­χει­ρεῖ, ἀ­τυ­χῶς, νὰ δι­και­ο­λο­γή­σει τὰ ἀ­δι­και­ο­λό­γη­τα, τὰ ἐ­φή­με­ρα καὶ τὰ ἐ­φά­μαρ­τα. Ὁ Ἅ­γιος Θε­ὸς ὅ­μως «ἄρ­σεν καὶ θῆ­λυ ἐ­ποί­η­σεν αὐ­τοὺς καὶ εὐ­λό­γη­σεν αὐ­τούς»12.

Στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ το­νί­σου­με πὼς τὴν ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας κο­σμοῦν ἅ­γι­ες οἰ­κο­γέ­νει­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες, ὅ­πως εἴ­πα­με καὶ προ­η­γου­μέ­νως, προ­σέ­φε­ραν τοὺς καρ­ποὺς τῆς ἀ­γά­πης των, τὰ τέ­κνα των, ὄ­χι ἁ­πλῶς ὡς στε­λέ­χη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λὰ καὶ ὡς ἀ­στέ­ρας τοῦ νο­η­τοῦ στε­ρε­ώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τοὺς ἁ­γί­ους, δη­λα­δή, τῆς πί­στε­ως. Πάν­το­τε, μί­α οἰ­κο­γέ­νεια ὅ­ταν εἶ­ναι δο­μη­μέ­νη μὲ τὶς ἀρ­χὲς τῶν εὐ­αγ­γε­λι­κῶν ἐ­πι­τα­γῶν, τό­τε ἐκ­φρά­ζει τὸ βί­ω­μα τῆς εὐ­λο­γί­ας τοῦ Θε­οῦ, ὡς μαρ­τυ­ρί­α μέ­σα στὸν σύγ­χρο­νο κό­σμο. Ἂν λά­βου­με ὑπ΄ ὅ­ψη μας ὅ­τι κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κὰ ἡ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ κύτ­τα­ρο μιᾶς κοι­νω­νί­ας, μπο­ροῦ­με νὰ φαν­τα­στοῦ­με ποι­ὰ θὰ ἦ­ταν ἡ  ἔκ­βα­ση στὴν ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς κοι­νω­νί­ας μας, ἄν ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε σ΄ αὐ­τὴν ἡ ἁρ­μο­νι­κὴ συ­νύ­παρ­ξη τῶν κοι­νω­νι­κῶν κυτ­τά­ρων, δη­λα­δή, τῶν πολλῶν οἰ­κο­γε­νει­ῶν.

 

Σύγχρονα κοινωνικά δεδομένα

 

          Οἰ­κτρὴ ἐμφανίζεται ἡ κα­τά­στα­ση τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν Χρι­στό. Ὁ θε­σμὸς τοῦ γά­μου, ὅ­πως καὶ ὅ­λοι οἱ θε­σμοὶ στὶς ἡ­μέ­ρες μας, δι­έρ­χε­ται μιὰ­ ἐ­πι­κίν­δυ­νη κρί­ση, ποὺ τὴν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ἡ ἀ­πο­δό­μη­ση τῶν βα­σι­κῶν στοι­χεί­ων, στὰ ὁ­ποί­α στηρίζεται ὁ αὐ­θεν­τι­κὸς τρό­πος δη­μι­ουρ­γί­ας καὶ λει­τουρ­γί­ας τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Συ­νε­χῶς αὐ­ξά­νουν οἱ ἀ­πο­τυ­χη­μέ­νοι γά­μοι καὶ οἱ ναυ­α­γι­σμέ­νες οἰ­κο­γέ­νει­ες. Δὲν μει­ώ­νον­ται, ἀλ­λὰ πολ­λα­πλα­σι­ά­ζον­ται κατ΄ ἕ­τος τὰ δι­α­ζύ­για. Τὸ ἕ­να τρί­τον πε­ρί­που τῶν γά­μων δι­α­λύ­ον­ται. Θλί­ψη καὶ ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση, κο­ρε­σμός, ἀ­η­δί­α, ὀ­δύ­νη, ψυ­χι­κὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα καὶ με­λαγ­χο­λί­α, εἶ­ναι τὸ κλί­μα μέ­σα στό ὁ­ποῖ­ο ἐ­κτυ­λίσ­σον­ται καὶ δι­ε­κτρα­γω­νοῦν­ται τὰ ὀ­δυ­νη­ρὰ δρά­μα­τα ἐ­κεί­νων, ποὺ ἀν­τὶ νὰ εὕ­ρουν στὸν γά­μο τὴν εὐ­τυ­χί­α ποὺ ὀνειρεύθηκαν, βρῆ­καν τὴν ἀπόλυτη δυ­στυ­χί­α.  

 


 

11.Ρωμ. 16, 3-4

12.Γεν. 1, 27

Γε­νι­κὴ εἶ­ναι ἡ ὁ­μο­λο­γί­α ὅ­τι ἡ οἰ­κο­γέ­νεια δι­έρ­χε­ται μιὰ πε­ρί­ο­δο κρί­σεως, ἐ­νῶ ἀ­πο­τε­λεῖ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καὶ ἡ αὔ­ξη­ση τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ τῶν πο­λι­τι­κῶν γά­μων καθὼς καὶ τὸ φαινόμενο, μαζί μὲ τὸν γάμο νὰ τελεῖται καὶ ἡ βάπτισις τῶν παιδιῶν. Καὶ ἂν μὲν πρόκειται γιὰ περιπτώσεις μεταναστῶν ποὺ δὲν ἦταν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀσφαλῶς καὶ δὲν ὑπάρχει πρόβλημα. Τὸ πρόβλημα ὅμως δημιουργεῖται ὅταν ἡ συγκεκριμένη ἐπιλογὴ εἶναι ἀποτέλεσμα νεοεισάκτου τρόπου ζωῆς. Σὲ κάθε ὅμως περίπτωση, τὸ κυρίαρχο πρόβλημα εἶναι ἡ διάλυση τοῦ γάμου. Βα­σι­κὲς αἰ­τί­ες τῆς κα­τα­στά­σε­ως αὐ­τῆς εἶ­ναι ἡ λαν­θα­σμέ­νη ἐ­κλο­γὴ συ­ζύ­γου, μὲ ἀποτέλεσμα πο­λὺ σύν­το­μα, οἱ «ἄγ­γε­λοί» τους νὰ ἀ­πο­δει­κνύ­ον­ται πρό­σω­πα ἀ­κα­τάλ­λη­λα γιὰ συμ­βί­ω­ση καὶ συμ­πό­ρευ­ση στὴ ζω­ή. Ἐπίσης, ἡ ἔλ­λει­ψη πραγ­μα­τι­κῆς ἀ­γά­πης γεννᾶ ἀδιέξοδα - μό­λις ἐκ­δη­λω­θεῖ, λ.χ. ἕ­να φυ­σι­κὸ ἐ­λάτ­τω­μα, ἡ ἀ­γά­πη ψυ­χραί­νε­ται καὶ σβή­νει -. Ἀ­σή­μαν­τες λε­πτο­μέ­ρει­ες ὁ­δη­γοῦν στὴν κα­θη­με­ρι­νὴ γκρί­νια καὶ τὸ δι­α­ζύ­γιο. Δὲν εἶ­ναι λί­γες οἱ πε­ρι­πτώ­σεις δι­α­ζυ­γί­ων, ποὺ στη­ρί­ζουν τὴν αἰ­τί­α τους στὴ λε­γο­μέ­νη «ἀ­συμ­φω­νί­α τῶν χα­ρα­κτή­ρων». Ἐπιπλέον, ἡ ἀ­που­σί­α ὑ­ψη­λοῦ σκο­ποῦ στὸν γά­μο, χω­ρὶς δη­λα­δὴ θε­μέ­λια, εἶ­ναι τὸ οἰ­κο­δό­μη­μα τῆς ζω­ῆς, δί­χως ἰ­δα­νι­κὰ καὶ ἀ­ξια­κὰ ἀποθέματα, ὁ­πό­τε οἱ σύ­ζυ­γοι, ὅ­ταν δὲν ἔ­χουν τέ­τοι­α θε­μέ­λια, πά­νω στὰ ὁ­ποῖ­α νὰ οἰ­κο­δο­μή­σουν τὴν ζω­ή τους, τὴν κοι­νή τους πο­ρεί­α, κα­τα­φεύ­γουν στὴν λε­γό­με­νη κο­σμι­κὴ ζω­ή, γιὰ νὰ δι­α­πι­στώ­σουν ὅ­τι οὔ­τε σ΄αὐ­τὴν ὑ­πάρ­χει αὐ­τὸ ποὺ θὰ τοὺς κά­νει εὐ­τυ­χι­σμέ­νους· τὸ κε­νὸ ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ ὑ­πάρ­χει. Ἀκόμη, ἡ κα­θη­με­ρι­νὴ ἐ­κτὸς οἰ­κί­ας ἐρ­γα­σί­α τῆς συ­ζύ­γου, ἔ­χει ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ στε­ροῦν­ται τῆς πο­λυ­τί­μου πα­ρου­σί­ας της τὰ παι­διά, ὁ σύ­ζυ­γος καὶ τὰ λοιπὰ μέ­λη τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας. Βέβαια ἡ ἀ­νερ­γί­α καὶ γε­νι­κώ­τε­ρα ἡ οἰ­κο­νο­μι­κὴ κρί­ση δη­μι­ουρ­γοῦν κα­θη­με­ρι­νὲς τρι­βές, πού ὁ­δη­γοῦν στὴν γκρί­νια καὶ τὴ διάλυση, μὲ θύ­μα τὸν σύζυγο ἢ τὴν σύ­ζυ­γο, ποὺ ἐ­πω­μί­ζε­ται τὴν εὐ­θύ­νη τῶν παι­δι­ῶν ἢ στερεῖται τὴν παρουσία τους, καὶ τὸ βά­ρος τῆς δι­α­λυ­μέ­νης οἰ­κο­γέ­νειας.

Μία ἐπίσης τραγικὴ πρόκληση εἶναι ὅτι σή­με­ρα κα­τὰ κό­ρον προ­βάλ­λον­ται τὰ ἀρ­νη­τι­κὰ στοι­χεῖ­α οἰ­κο­γε­νεια­κοῦ βί­ου. Μέ­σα ἀ­πὸ τη­λε­ο­πτι­κὲς σει­ρὲς καὶ κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὰ ἔρ­γα οἱ νέ­οι, ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κὴ ἡ­λι­κί­α δέ­χον­ται ἐ­ρε­θί­σμα­τα, ποὺ ἀλ­λο­τρι­ώ­νουν τὸ ὑ­γι­ὲς φρό­νη­μα, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ ἀ­να­πτύσ­σον­ται σχέ­σεις ποὺ δὲν ὁ­δη­γοῦν σὲ σω­στὲς ἀ­πο­φά­σεις καὶ δη­μι­ουρ­γοῦν­ται γά­μοι ἐ­κτὸς τῆς εὐ­λο­γί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Οἱ λαν­θα­σμέ­νες ἐ­πι­λο­γὲς ἔ­χουν ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ προ­κα­λοῦν τὴν δυ­στυ­χί­α στοὺς νέ­ους ἀν­θρώ­πους καὶ δὲν εἶ­ναι λί­γα τὰ προ­βλή­μα­τα ποὺ ἔ­χουν σχέ­ση μὲ τὴν ἐμ­φά­νι­ση φαι­νο­μέ­νων ποὺ κλο­νί­ζουν τὴν οἰ­κο­γε­νεια­κὴ συ­νο­χή, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­ταν ὁ εἷς ἐκ τῶν συ­ζύ­γων ὑ­πο­πίπτει σὲ πα­ρα­βα­τι­κὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά, ποὺ ἔ­χει σχέ­ση μὲ τὴν μοι­χεί­α καὶ τὰ συ­να­φῆ πρὸς αὐ­τὴν ἁ­μαρ­τή­μα­τα· καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ φαινόμενο ποὺ ἀπάδει πρὸς τὸ ὀρθόδοξον φρόνημα τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας μὲ τὴν θέσπιση τοῦ συμφώνου ἐλευθέρας διαβίωσης καὶ τῆς προσπαθείας νὰ ἐνδυθοῦν μὲ μανδύα νομιμότητος παραβατικὲς συμπεριφορές, ποὺ ἔχουν σχέση μὲ διαστροφὲς καὶ ἀκατανόμαστες νοοτροπίες, οἱ ὁποῖες προσβάλλουν βάναυσα τὰ χρηστὰ ἤθη.

Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α, ὡς μη­τέ­ρα καὶ τρο­φός, ἀ­σφα­λῶς καὶ δὲν πρέπει νὰ μέ­νει ἀ­πα­θὴς θε­α­τὴς ἐ­νώ­πιον τῆς κρί­σε­ως ποὺ δι­έρ­χε­ται ἡ νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια. Πρό­τυ­πα ξέ­να πρὸς τὴν πα­ρά­δο­σή μας εἰ­σχώ­ρη­σαν στὴ ζω­ὴ τῶν πι­στῶν. Πρὸς τὴν κα­τεύ­θυν­ση αὐ­τὴ ἐρ­γά­ζον­ται με­θο­δι­κὰ δυ­νά­μεις σκο­τει­νές, οἱ ὁ­ποῖ­ες γνω­ρί­ζουν πὼς ἂν κα­τορ­θώ­σουν νὰ δι­α­λύ­σουν τὴν οἰ­κο­γέ­νεια, πέ­τυ­χαν τὸν δι­πλὸ σκο­τει­νὸ σκο­πό τους, δη­λα­δὴ τὴν δι­ά­λυ­ση καὶ τοῦ γέ­νους μας. Φαί­νε­ται ὅτι συχνὰ τὸ ἐπιτυγχάνουν, δι­ό­τι οἱ Ἕλ­λη­νες, ὁ­λο­ὲν καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρον ἐ­πηρ­ρε­ά­ζον­ται ἀ­πὸ τοὺς ἐ­χθροὺς τῆς πί­στε­ως καὶ τῆς πα­τρί­δος μας. Δὲν χά­θη­κε ὅ­μως τὸ πᾶν, καί δὲν εἶ­ναι ἀκόμη ἀρ­γά. Γι΄ αὐ­τὸ τὸν λό­γο, ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α ὀ­φεί­λει νὰ ἐρ­γα­στεῖ καὶ νὰ ἀρ­θρώ­σει λό­γον, ὁ ὁ­ποῖ­ος θὰ στη­ρί­ξει τὴν οἰ­κο­γέ­νεια ποὺ δο­κι­μά­ζε­ται καὶ δι­α­λύ­ε­ται. 

Συγ­κε­κρι­μέ­να, ὀ­φεί­λει νὰ ὑ­πεν­θυ­μί­σει γνω­στὲς ἀ­λή­θει­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἴ­σως ξε­θώ­ρια­σαν ἀλ­λὰ δὲν ἀ­πορ­ρί­φθη­καν. Καὶ τέ­τοι­ες ἀ­λή­θει­ες εἶ­ναι:

Ὅπου ἀ­που­σιά­ζει ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς ἡ οἰ­κο­γέ­νεια κλυ­δω­νί­ζε­ται.

Ὁ Χρι­στὸς δὲν μει­ώ­νει τὴν εὐ­τυ­χί­α τῆς οἰ­κο­γέ­νειας ἀλ­λὰ τὴν αὐ­ξά­νει καὶ τὴν στη­ρί­ζει.

Ἡ πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ή, προ­σευ­χή, ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, θεί­α κοι­νω­νί­α, καὶ γε­νι­κὰ ἡ μυ­στη­ρια­κὴ ζω­ὴ προ­σθέ­τει ποι­ό­τη­τα στὴν οἰ­κο­γε­νεια­κὴ εὐ­τυ­χί­α.

Ἡ οἰ­κο­γε­νεια­κὴ ζω­ὴ δὲν εἶ­ναι καὶ οὔ­τε μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ἀ­νέ­φε­λη. Ὅ­ταν ὅμως ἐ­πι­κα­λού­με­θα τὸν Ἅ­γιο ἐν Τριάδι Θε­ὸ μᾶς δί­δει τὴν Χά­ρη Του καὶ ξε­περ­νοῦν­ται οἱ ὅ­ποι­ες δυ­σκο­λί­ες.

Ἡ τε­κνο­γο­νί­α ἀ­πο­τε­λεῖ εὐ­λο­γί­α, δι­ό­τι δι΄ αὐ­τῆς ὁ Δημιουργὸς κα­τέ­στη­σε τὸν ἄν­θρω­πο συ­νερ­γὸ καὶ συν­δη­μι­ουρ­γό Του στὸ ἔρ­γο τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. Αὐ­τὸ ἀ­πο­τε­λεῖ ἰ­δι­αι­τέ­ρα τι­μὴ ἐκ μέ­ρους τοῦ Θε­οῦ πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο, ἐ­νῶ τὰ παι­διὰ ποὺ ἔρ­χον­ται στὸν κό­σμο ἔ­χουν ὡς προ­ο­ρι­σμό τους τὴν Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, τὸν ἁ­για­σμό καὶ τὴν σω­τη­ρί­α.

          Νὰ το­νί­σου­με καὶ νὰ ὑ­πεν­θυ­μί­σου­με ὅ­τι ἡ ἀ­πο­φυ­γὴ τῆς τε­κνο­γο­νί­ας καὶ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο οἱ ἐ­κτρώ­σεις, ἀ­πο­τε­λοῦν θα­νά­σι­μο ἁ­μάρ­τη­μα καὶ προ­κα­λοῦν τὸν φι­λάν­θρω­πον Θε­όν. Ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἀ­γέν­νη­τα και ἀ­βά­πτι­στα βρέ­φη βρί­σκουν μαρ­τυ­ρι­κὸ τέ­λος μὲ τὶς φο­νι­κὲς ἐ­κτρώ­σεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες πραγ­μα­το­ποι­οῦν­ται ἀ­πὸ τοὺς συγ­χρό­νους Ἡ­ρῶδες καὶ τοὺς συ­νερ­γούς των.

          Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ ὀ­φεί­λει διὰ τῶν Ἐ­πι­σκό­πων καὶ τῶν Ἐ­νο­ρι­ῶν νὰ στη­ρί­ξει τοὺς νέ­ους γο­νεῖς, πρῶ­τα πνευ­μα­τι­κά καὶ ἠ­θι­κά, καὶ κα­τὰ δεύ­τε­ρο λό­γο, οἰ­κο­νο­μι­κά. Πῶς ὅ­μως ἡ Ἐκ­κλη­σί­α θὰ συμ­πα­ρα­στα­θεῖ σή­με­ρα οἰ­κο­νο­μι­κὰ στὴ δο­κι­μα­ζο­μέ­νη οἰ­κο­γέ­νεια ὅ­ταν ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται ἡ ἀ­φαί­ρε­ση κά­θε οἰ­κο­νο­μι­κῆς δυ­να­τό­τη­τος ποὺ δι­α­θέ­τει μέ­χρι σή­με­ρα, προ­κει­μέ­νου αὐ­τὴ νὰ ἐ­πι­τε­λέ­σει τὸ κοι­νω­νι­κό της ἔρ­γο; Πῶς θὰ μπο­ρέ­σει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α σή­με­ρα νὰ συμ­πα­ρα­στα­θεῖ, ὅ­ταν ἀ­πὸ τὴν μί­α πλευ­ρὰ ἡ πε­ρι­ου­σί­α της τε­λεῖ οὐ­σι­α­στι­κὰ ὑ­πὸ δή­μευ­ση καὶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη πλευ­ρά, διὰ τοῦ λα­ϊ­κι­σμοῦ, κα­τη­γο­ρεῖ­ται ὅ­τι ἔ­χει πλοῦ­τον τὸν ὁ­ποῖ­ον δὲν δι­α­θέ­τει διὰ τὰ ἔρ­γα τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας, ἀλ­λὰ ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ ἐ­πεν­δύ­σεις χρη­μα­τι­στη­ρια­κῆς φύ­σε­ως. Κατ΄ αὐ­τὸν τὸν τρό­πον δη­μι­ουρ­γεῖ­ται πα­ρα­πλη­ρο­φό­ρη­σις εἰς τὸν λα­ὸν καὶ πα­ρα­πι­κρα­σμός εἰς τὶς δο­κι­μα­ζό­με­νες οἰ­κο­γέ­νει­ες.

          Λα­τρευ­τι­κὲς καὶ πνευ­μα­τι­κὲς εὐ­και­ρί­ες, ἑ­ορ­τα­στι­κὲς ἐκ­δη­λώ­σεις, κη­ρύγ­μα­τα μὲ κα­τάλ­λη­λα θέ­μα­τα, ὁ­μι­λί­ες, ἡ­με­ρί­δες, ἱ­ε­ρὲς ἀ­πο­δη­μί­ες, ποι­κί­λα ἔν­τυ­πα, ἀ­σφα­λῶς μπο­ροῦν νὰ στη­ρί­ξουν τὴν οἰ­κο­γέ­νεια. Πῶς ὅ­μως νὰ στη­ρι­χθεῖ σή­με­ρα ἡ οἰ­κο­γέ­νεια ὅ­ταν ἀ­πὸ τὴν ἐκ­παί­δευ­ση ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται ἀ­φαί­ρε­ση τῆς ὀρ­θο­δό­ξου θρη­σκευ­τι­κῆς ἀ­γω­γῆς τῶν παι­δι­ῶν, καὶ ὅ­ταν ἀ­πό τὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἀ­δύ­να­μη νὰ ἐπιτε­λέ­σει αὐ­τὸ τὸ δι­δα­κτι­κό της κα­θῆ­κον, σὲ ἐ­πί­πε­δο κα­τη­χή­σε­ως καὶ δι­δα­σκα­λί­ας, μέ­σῳ τῶν ἰ­δι­κῶν της φο­ρέ­ων καὶ μέ­σῳ τῶν ἰ­δι­κῶν της τρό­πων ποι­μαν­τι­κῆς δι­α­κο­νί­ας; Γι΄αὐ­τὸ θὰ πρέ­πει νὰ ὑ­πάρ­ξει ἀ­γω­νι­στι­κὴ προ­σπά­θεια, οὕ­τως ὥ­στε, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος νὰ δη­μι­ουρ­γή­σει προ­ϋ­πο­θέ­σεις οἰ­κο­νο­μι­κῆς βι­ω­σι­μό­τη­τας ὅ­λων  τῶν ὀρ­γα­νι­σμῶν ποὺ μπο­ροῦν νὰ στη­ρί­ξουν τὸ ποι­μαν­τι­κό καὶ τὸ εὐ­ρύ­τε­ρο κοι­νω­νι­κό ἔρ­γο.

Θὰ πρέ­πει, ἅ­γιοι πατέρες καὶ ἀ­δελ­φοί, νὰ ἐν­νο­ή­σου­με καὶ νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με ὅ­τι πρέ­πει νὰ παύ­σου­με νὰ εἴ­με­θα οὐ­ρα­γοὶ μιᾶς πο­ρεί­ας ποὺ ὁ­δη­γεῖ εἰς τὴν βε­βαί­α ἀ­πο­τυ­χί­α καὶ τὴν ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση. Ὁ κό­σμος σή­με­ρα εἶ­ναι ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος· βλέ­πει τὴν στά­ση μας, βλέ­πει τὴν τα­κτι­κή μας, ποὺ εἶ­ναι ὡρισμένες φορὲς μί­α τα­κτι­κὴ ἀ­πρα­ξί­ας καὶ ἀ­πο­γο­η­τεύ­ε­ται. Ἐ­ὰν θέ­λου­με νὰ στη­ρί­ξου­με τὴν οἰ­κο­γέ­νεια, στὶς προ­δι­α­γρα­φὲς ποὺ πρὸ ὀ­λί­γου συν­τό­μως ἐ­πε­σημάν­θη­καν, θὰ πρέ­πει νὰ δη­μι­ουρ­γή­σου­με προ­ϋ­πο­θέ­σεις τέ­τοι­ες, ποὺ θὰ ἐ­ξα­σφα­λί­ζουν στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τὴν δυ­να­τό­τη­τα νὰ στη­ρί­ζει ἐμ­πρά­κτως τὴν οἰ­κο­γέ­νεια. Καὶ πρὸς αὐ­τὴν τὴν κα­τεύ­θυν­σιν, ἐ­παι­νε­τὴ  ἡ προ­σπά­θεια ποὺ κα­τε­βλή­θη διὰ τὸ τρί­το παι­δὶ τῆς Θρά­κης· ἀλ­λὰ, Ἑλ­λά­δα δὲν εἶ­ναι μό­νον ἡ Θρά­κη· Ἑλ­λά­δα εἶ­ναι ὅ­λη ἡ ἐ­πι­κρά­τεια, πρὸς τὴν ὁ­ποί­α ἡ Ἐκ­κλη­σί­α πρέ­πει νὰ ἀ­να­πτύ­ξει σχέ­δια οὐ­σι­α­στι­κῆς συμ­πα­ρα­στά­σε­ως πρὸς τὴν οἰ­κο­γέ­νεια. Μό­νον τό­τε θὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ συμ­πα­ρα­στα­θοῦ­με στοὺς οἰ­κο­γε­νειά­ρχες ποὺ δο­κι­μά­ζον­ται καὶ μό­νο τό­τε θὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ δώ­σου­με θάρ­ρος σ΄ αὐ­τοὺς ποὺ εἶ­ναι ἐ­πι­φυ­λα­κτι­κοί.

          Τέλος, οἱ διακριτικὲς πα­ρεμ­βά­σεις μας πρὸς τὴν Πο­λι­τεί­α, θὰ πρέπει νὰ ὑ­πεν­θυ­μί­ζουν τὸ πολύπλευρο χρέ­ος της πρὸς τὴν οἰ­κο­γέ­νεια. Παράλληλα δὲ εἶναι ἀνάγκη ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀγωνίζεται σθεναρὰ γιὰ τὴν μα­ταίωση ­ νο­μο­θε­τι­κῶν ρυθ­μί­σεων ποὺ μει­ώ­νουν τὴν ἠ­θι­κὴ καὶ οἰ­κο­νο­μι­κὴ ἀ­ρω­γή πρὸς τὴν σύγχρονη οἰ­κο­γέ­νεια.

          Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη πα­τρί­δα μας ἔχει τὸ προνόμιο νὰ ζεῖ μέ­σα στὴν Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Θε­οῦ. Τὸ μυ­στή­ριον τοῦ γά­μου ἔ­χει μιὰ ξε­χω­ρι­στὴ θέ­ση στὶς καρ­δι­ές τῶν νέ­ων μας, οἱ ὁ­ποῖ­οι κατὰ πλειοψηφίαν δη­μι­ουρ­γοῦν τὶς οἰ­κο­γέ­νει­ές τους μὲ τὴν εὐ­λο­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ. Παρὰ τὰ ὅσα συμβαίνουν γύρω μας καὶ τὴν γενικευμένη κρίση ποὺ διερχώμεθα, πι­στεύ­ουν στὸν Θε­ό Πα­τέ­ρα καί ἐμ­πι­στεύ­ον­ται ὡς μη­τέ­ρα τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ.

          Ἀ­ξί­ζει γι΄αὐ­τὸ, ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α νὰ στη­ρί­ξει μὲ κά­θε μέ­σο καὶ μὲ κά­θε τρό­πο τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια, ποὺ παρ΄ ὅ­λες τὶς δυ­σκο­λί­ες τῶν κρίσιμων καιρῶν στέ­κε­ται ὄρ­θια καὶ πα­ρα­μέ­νει ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξη καὶ εὐ­λο­γη­μέ­νη.