Εισήγηση Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας

Εκκλησία της Ελλάδος | Δημοσίευση: 04/10/2011

Θέμα: «Προς αναθεώρηση και αναδιοργάνωση εκκλησιαστικών πραγμάτων»

 

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,

 Ευχαριστώ τους αδελφούς συνοδικούς Αρχιερείς που απεδέχθησαν κατά την συνεδρίαν της 15ης Ιουνίου του τρέχοντος έτους την πρότασή μου να εκθέσω με τη βοήθεια του Θεού ενώπιόν σας κατά την σημερινή τακτική συνεδρία της Ιεραρχίας μας τις προσωπικές μου σκέψεις γύρω από το θέμα: «Προς Αναθεώρηση και Αναδιοργάνωση Εκκλησιαστικών μας πραγμάτων».

 Θεωρώ σκόπιμο να ξεκινήσω την εισήγησή μου ακολουθώντας την προτρεπτική ρήση του αρχαίου φιλοσόφου Αντισθένη: «Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις».

 Η πρόθεσις «προς» όταν συντάσσεται με αιτιατική σημαίνει κίνηση, ξεκίνημα. Οι λέξεις «αναθεωρώ» και «αναθεώρηση» σημαίνουν επανεξετάζω, επανεξέταση και οι λέξεις «αναδιοργανώνω» και «αναδιοργάνωση», με δομική προέκταση των εννοιών τους, σημαίνουν «ξανακτίζω», «ξαναφτιάξιμο». Τέλος η έλλειψη του άρθρου «των», σημαίνει ότι η αναφορά γίνεται σε μερικά συγκεκριμένα και όχι σε γενικά εκκλησιαστικά θέματα.

 Θα ήθελα εξ αρχής να υπογραμμίσω, ότι η τοποθέτησή μου αναφέρεται σε ταπεινές προσωπικές μου απόψεις για τη ζωή της Εκκλησίας σχετικά με ζητήματα που καλούν για μία κίνηση, για ένα ξεκίνημα, για μία επανεξέταση και αναδιοργάνωση συγκεκριμένων θεμάτων της ποιμαντικής μας διακονίας. Σε μία εποχή δύσκολη με πολλές ιδιομορφίες, ο λαός μας, πέρα από το γεγονός ότι  βρίσκεται στα όρια των οικονομικών του αντοχών, φαίνεται ότι βρίσκεται και στα όρια των ψυχολογικών αντοχών του. Ακόμη και εκείνοι που δεν αισθάνονται να θίγονται σε καθοριστικό βαθμό από την οικονομική ύφεση, βιώνουν μία ψυχολογική ύφεση χωρίς προηγούμενο σε όλη την μεταπολεμική περίοδο μέχρι σήμερα.

 Εν ολίγοις, επιθυμώ να καταθέσω ένα πρακτικής χρησιμότητας κείμενο χωρίς να ανοιχτώ σε βαθυστόχαστες αναλύσεις, αν και αισθάνομαι υποχρεωμένος να προσθέσω στο σημείο αυτό κάποιες γενικότερες σκέψεις καθώς η κρίση του παγκόσμιου συστήματος φαίνεται να βαθαίνει όλο και περισσότερο και δεν πιστεύω, ότι κάποια κοινωνικοπολιτική ανάλυση είναι ικανή να μας βγάλει μονομερώς από αυτήν την κρίση.

Κάποιοι ίσως αναρωτηθούν, η και μας κατακρίνουν, γιατί ασχολούμεθα με θέματα που μοιάζουν σαν εσωτερικοί προβληματισμοί σε περίοδο που η χώρα ταλαιπωρείται από μία τόσο μεγάλη κοινωνική και κυρίως οικονομική κρίση.

Ούτε αδιαφορούμε, ούτε εφησυχάζουμε, ούτε αποστασιοποιούμεθα από την αγωνία που διαπερνά τον τόπο μας. Όμως η τραγικότης των στιγμών απαιτεί νηφαλιότητα και αυτογνωσία. Η υπέρβαση της κρίσης δεν είναι μονοδιάστατο μέγεθος και δεν εξαντλείται στο παρόν αλλά απαιτεί την δημιουργία προϋποθέσεων ώστε όχι μόνο να επιβιώσουμε της κρίσεως προσωρινά αλλά και να διασφαλίσουμε βιώσιμο μέλλον. Επομένως, το ζητούμενο αυτή τη στιγμή δεν είναι οι καταγγελτικές κραυγές, που απλώς θα εξυπηρετήσουν την προσωρινή ψυχολογική εκτόνωση και συγχρόνως θα εντείνουν την πόλωση και τον διχασμό, σε στιγμές που η ψυχραιμία και η ενότητα είναι εκ των ων ουκ άνευ προαπαιτούμενα για την εθνική μας επιβίωση.

Η νόσος που απειλεί την εθνική μας υπόσταση χρειάζεται νηφάλια διάγνωση των αιτιών που τη δημιούργησαν. Απαιτείται σωστή, αποτελεσματική και με κοινωνική ευαισθησία και αίσθημα δικαίου θεραπεία των νοσηρών φαινομένων αλλά και ενίσχυση της φυσικής κατάστασης και των πνευματικών και ηθικών αντισωμάτων για να μην είναι προσωρινά τα αποτελέσματα της θεραπείας, που ήδη είναι επώδυνη και καθόλου αναίμακτη.

Η απάντηση, επομένως, σχετικά με το επίκαιρο η μη των θεμάτων που μας απασχολούν είναι απλή: Η Εκκλησία δεν ασκεί πολιτική, είναι όμως υπεύθυνη για το ήθος των πολιτών τους οποίους οφείλει να εμπνέει, και όταν είναι μέλη της να καθοδηγεί ώστε οι νοσηροί παράγοντες που σχετίζονται με την δημιουργία της κρίσης να αποφεύγονται και η κρίση να αντιμετωπίζεται με ήθος φιλάδελφο και φιλάνθρωπο αλλά και να ενισχυθούν οι προϋποθέσεις ώστε να μην είναι προσωρινές οι θεραπευτικές συνέπειες όσων μέτρων με πολύ πόνο και θυσίες υφίσταται ο λαός μας.

Όσοι δεν στέκονται στην επιφάνεια των πραγμάτων και διαβάζουν στο βάθος και στο νόημα των διατυπώσεων εύκολα θα διακρίνουν ότι πίσω από τον τίτλο «αναθεώρηση και αναδιοργάνωση εκκλησιαστικών πραγμάτων» κρύβεται βαθιά αγωνία και ενδιαφέρον για τη ζωή και την επιβίωση του Έθνους μας, με την επίγνωση και τη βεβαιότητα ότι χωρίς μετάνοια, δηλαδή χωρίς να αλλάξουμε μυαλά και τρόπο ζωής, κοπιάζουμε εις μάτην.

Η κεντρική ιδέα, λοιπόν, της παρούσης συζητήσεως είναι να αναρωτηθούμε σχετικά με το πως εμείς οι εκκλησιαστικοί ταγοί θα προβληματιστούμε ειλικρινά για τις στρεβλώσεις και τις αποκλίσεις του εκκλησιαστικού βίου από τις Ευαγγελικές επιταγές, τι συνεπάγεται αυτό για τη ζωή του τόπου και πως μπορούμε να συμβάλλουμε στη βελτίωση της ελληνικής πραγματικότητας όχι μόνο στο παρόν αλλά και στο μέλλον του τόπου μας. Να εξετάσουμε, δηλαδή, πως θα διορθώσουμε μερικά κακώς κείμενα, υποδεικνύοντας έργω και λόγω ότι χωρίς μετάνοια, χωρίς ανάληψη των ευθυνών που αναλογούν στον καθένα και έμπρακτη μεταστροφή, δεν μπορούμε να μιλάμε για ένα καλύτερο αύριο κοιτάζοντας τα παιδιά μας στα μάτια με το θάρρος εκείνου που ξέρει ότι δεν είναι ψεύτης η υποκριτής.

«Καθημερινά βλέπουμε να απλώνεται σ’ Ανατολή και Δύση η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, η οποία, σημειωτέον, καμία σχέση δεν έχει ούτε με την αρχαιοελληνική παγκοσμιότητα, ούτε με τη χριστιανική οικουμενικότητα. Για τον Σωκράτη σημασία είχε προς τα που είναι στραμμένη η ψυχή και, δεδομένου, ότι κατ’ αυτόν η ψυχή ήταν άυλη, όφειλε να στραφεί προς τα αιώνια και άυλα, προς τη φωτισμένη πραγματικότητα της ζωής και έτσι να πορευτεί όλο ψηλότερα. Με την ενανθρώπηση του Λόγου τα πράγματα ξεκαθάρισαν αφού έχουμε την Αλήθεια προσωποποιημένη και σαρκωμένη, οπότε ο άνθρωπος, τώρα ολόκληρος και όχι μόνον η ψυχή του, καλείται να στραφεί προς το πρόσωπο του Λόγου και να πορευτεί ανάλογα». Αυτός ο Λόγος μας κάλεσε, μας καλεί και θα μας καλεί να τον ακολουθήσουμε. Ο Ευαγγελιστής Μάρκος γράφει: «Και προσκαλεσάμενος τον όχλον συν τοις μαθηταίς αυτού είπεν αυτοίς· Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι» (Μαρκ. 8,34). Και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος σημειώνει «Περιπατών δε παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας είδεν δύο αδελφούς, Σιμωνα τον λεγόμενον Πετρον και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού, βάλλοντας αμφίβληστρον εις την θάλασσαν· ήσαν γαρ αλιείς. Και λέγει αυτοίς· Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων. Οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ. Και προβάς εκείθεν είδεν άλλους δύο αδελφούς, Ιακωβον τον του Ζεβεδαίου και Ιωάννην τον αδελφόν αυτού, εν τω πλοίω μετά Ζεβεδαίου του πατρός αυτών καταρτίζοντας τα δίκτυα αυτών· και εκάλεσεν αυτούς. Οι δε ευθέως αφέντες το πλοίον και τον πατέρα αυτών ηκολούθησαν αυτώ» (Ματθ. 4, 18-22).

Μέσα στις μυριάδες των ανθρώπων που τον ακολούθησαν στο διάβα του χρόνου ένας είμαι και εγώ. Η πρόσκλησή Του με σεβασμό της ελευθερίας μου, η εκτίμησις στην επιλογή και την ευθύνη μου με γοήτευσαν. Παρά την προσπάθειά μου όμως δεν κατάφερα πάντοτε να αρνηθώ τον εαυτό μου. Ο εγωισμός, η φιλαυτία, η εγωπάθεια και ο ατομοκεντρισμος στάθηκαν και στέκονται πολλές φορές αντίβαρο στο άθλημα της απαρνήσεως του εαυτού μου. Όχι μόνο δεν καταφέρνω να σηκώσω τον σταυρό του χρέους μου αλλά γογγύζω. Όμως δεν εγκαταλείπω. Μένω στην αυλή Του προχωρώντας σημειωτόν και προσπαθώντας να μη με νικήσει η τραγικότητα του μηδενός και της μοναξιάς.

Ποιος είναι αυτός που ακολούθησα; Η σκέψη μου στρέφεται νοερά στην όμορφη και συγκλονιστική συζήτηση Του Ιησού Χριστού με τους μαθητές του, όπως διασώζεται στο Ευαγγελικό κείμενο: «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου; Οι δε είπον· οι μεν  Ιωάννην τον βαπτιστήν, άλλοι δε  Ηλίαν, έτεροι δε  Ιερεμίαν η ένα των προφητών. Λεγει αυτοίς· υμείς δε τίνα με λέγεται είναι; Αποκριθείς δε Σιμων Πετρος είπε· συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος» (Ματθ. 16, 13-16).

Πολλοί μίλησαν στο παρελθόν, μιλούν σήμερα και θα μιλούν και αύριο για τον Χριστό περιπίπτοντας από σύγχυση σε σύγχυση. Μερικοί τον χαρακτηρίζουν ως μεγάλο διδάσκαλο, εκείνον που έκοψε την ιστορία στα δυό. Όμως αυτός ο διανοητικά κατασκευασμένος Χριστός δεν σώζει. Εγώ πιστεύω και υπηρετώ τον Χριστό που ομολόγησε ο Πέτρος: «Συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος». (Ματθ. 16, 16).

Το μόνο για το οποίο ανησυχώ είναι αν θα κατορθώσω Αυτός να είναι η ανάστασή μου και όχι η πτώση μου κατά την προφητεία του Συμεών: «Ιδού ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών» (Λουκ. 2, 34).

 Όσοι διακονούμε την Εκκλησία καλούμεθα σε συμπόρευση μαζί του στην δύσκολη πορεία του Γολγοθά, σε μία διηνεκή προσπάθεια να ζούμε με τη βεβαιότητα της αναμονής του πάθους και του μαρτυρίου. Διότι στην πορεία προς το Γολγοθά ο Χριστός ομιλεί για όσα πρόκειται να συμβούν· το πάθος και το μαρτύριο. Και τότε  δυό μαθητές, τα παιδιά του Ζεβεδαίου ο Ιάκωβος και Ιωάννης βοηθούμενοι μάλιστα και από την μητέρα τους τι απαίτησαν; «Κύριε τώρα που τελειώνει το πάθος σου και στεριώνεις τη βασιλεία σου βάλε μας ένα εκ δεξιών και ένα εξ αριστερών σου για να ζήσουμε τη δόξα σου» («Τοτε προσήλθεν αυτώ η μήτηρ των υιών Ζεβεδαίου μετά των υιών αυτής προσκυνούσα και αιτούσά τι παρ' αυτού. Ο δε είπεν αυτή· Τι θέλεις; λέγει αυτώ· Ειπέ ίνα καθίσωσιν ούτοι οι δύο υιοί μου εις εκ δεξιών σου και εις εξ ευωνύμων σου εν τη βασιλεία σου». (Ματθ. 20, 20-21).

 Συζήτηση με τραγικότητα που γίνεται αφορμή να διατρανωθεί η διδασκαλία του Χριστού: «Ουχ ούτως έσται εν υμίν» (Ματθ. 20, 26). Κάτι καινούριο έρχεται σ’ αυτόν τον κόσμο. Διαιρείται πια νοητά ο ανθρώπινος αγώνας και συγχρόνως η ανθρώπινη πορεία. «ο δε Ιησούς προσκαλεσάμενος αυτούς είπεν· Οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών. Ουχ ούτως έσται εν υμίν, αλλ' ος εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος,  και ος αν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος· ώσπερ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών». (Ματθ. 20, 25-28).

 Έχω επίγνωση ότι είμαι και εγώ μέτοχος στου έθνους μας τις αδυναμίες. Όμως  παίρνω το θάρρος και καταθέτω τις σκέψεις μου σε σας, τους αδελφούς μου, προς συζήτηση και λήψη αποφάσεων, με την ελπίδα της αναθεώρησης και αναδιοργάνωσης μερικών εκκλησιαστικών πραγμάτων. Η αγάπη μου και το ενδιαφέρον μου γι’ αυτό που υπηρετούμε όλοι μαζί, το θυσιαστήριο του Κυρίου και τη δημιουργημένη κοινωνική κατάσταση, με κάνουν να διατυπώσω την αγωνία μου για όσα με περισσότερους από εσάς κατά καιρούς είτε εν συνόδω είτε κατ’ ιδίαν έχουμε συζητήσει.

 Επέλεξα, λοιπόν να εστιάσω την προσοχή μου σε μερικά σημεία, επί των οποίων θα τοποθετηθώ στη συνέχεια, και τα οποία είναι τα εξής:

Α. Ο εξοστρακισμός της Χριστιανικής παραδόσεως και η κλήση για μετάνοια

Β. Η αναδόμηση της Ενορίας

Γ. Εκκλησιαστική Εκπαίδευση

Δ. Τα οικονομικά της Εκκλησίας

Ε. Σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους

ΣΤ. Ευρωπαϊκή προβληματική

Ζ. Ο Καταστατικός Χάρτης

 

Α. Ο εξοστρακισμός της Χριστιανικής παραδόσεως και η κλήση για μετάνοια

Πιστεύω ότι ο εξοστρακισμός που υφίσταται και στον τόπο μας η χριστιανική παράδοση, η απομάκρυνσή μας απ’ αυτήν (και μάλιστα υπό την καθοδήγηση υψηλών παραγόντων) και η αποξένωση των Νεοελλήνων από τις χριστιανικές και πολιτισμικές μας ρίζες έφεραν και φέρνουν πλήθος στρεβλώσεων σε όλα τα επίπεδα ζωής.

 Όσο αποθρησκεύεται ο κόσμος τόσο ο άνθρωπος κατεβαίνει χαμηλότερα στην άβυσσο της αδυναμίας να συναντηθεί με τον άλλον, τον πλησίον, και να αποτελέσουν κοινωνία προσώπων.

 Σήμερα γίνεται πολύς λόγος για την πνευματική κρίση της πατρίδος μας και τις άλλες κρίσεις που φυσικό είναι να την ακολουθούν. Είναι χειροπιαστά πλέον η φυσική υποδούλωση, η μοναξιά, το ψεύδος, η υποκρισία, η σκληροκαρδία, η αναλγησία, η αναισθησία που γεννά στις μεγαλουπόλεις ο ατομικισμός, η γοητεία του μηδενός και της ανυπαρξίας, η κάθε λογής ειδωλολατρία και φυσικά η αυτοειδωλοποίηση, ο ξεριζωμός και η μετάβαση από ένα τόπο σε άλλο, η ανεργία, η φτώχεια, η ανασφάλεια και ο τρόμος.

Ακούγεται πανταχόθεν δειλά αλλά όλο και εντονότερα, ότι είναι ανάγκη να αλλάξουμε τρόπο ζωής, να ξαναβρούμε τις αρχές και τις αξίες που ξεχάσαμε. Στην «κουλτουριάρικα» διατυπωμένη αυτή πρόταση μοιάζει να συνηχεί αρμονικά η φωνή του βοώντος μέσα στην έρημο Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού: «ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ»! Μετάνοια μας χρειάζεται, δηλαδή αλλαγή του νου, που συνεπάγεται αλλαγή πορείας ζωής. Όχι όμως τυχαία, αλλά με αναφορά στον Διδάσκαλο της ουσιαστικής Μετάνοιας και της Συγγνώμης. Τότε θα γίνουν πάλι ορατά και θα επανέλθουν στη θέση που τους πρέπει οι Αξίες και οι Αρχές.

Αυτή είναι, λοιπόν, η πρώτη μου πρόταση για αναθεώρηση εκκλησιαστικών πραγμάτων. Η έμπρακτη μετάνοιά μας. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι όσον αφορά την ανθρώπινη πλευρά της Εκκλησίας μας, δηλαδή εμάς τους ίδιους, ότι πολλές φορές αστοχήσαμε και αστοχούμε. Επομένως πρώτοι εμείς πρέπει να πρωταγωνιστήσουμε στο άθλημα της Μετανοίας για να γίνουμε παράδειγμα στους άρχοντες και τον λαό μας.

 Είναι καιρός να συνετιστούμε, αποφεύγοντας τις προκλήσεις, θέτοντας έλεγχο στις πομπώδεις εκδηλώσεις και τις βυζαντινίζουσες φιέστες, στους τίτλους και τις  διακρίσεις που ξενίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Λιγότερο Βυζάντιο και περισσότερη Έρημος είναι αυτό που αναπαύει σήμερα τους πιστούς μας.

 Στην περίοδο της διχαστικής πολυγλωσσίας οφείλουμε να μείνουμε πιστοί στη γλώσσα της ειλικρίνειας. Στην εποχή της φαινομενικής πραγματικότητας και της ηθοποιίας χρειάζεται να σπάσουμε με τρόπο σαφή το κάτοπτρο της υποκρισίας.

Και βέβαια υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να αλλάξουν. Τι δεν μπορεί να αλλάξει, να αναθεωρηθεί, να αναδομηθεί; Η πίστη μας. Η Διδασκαλία του Ιησού Χριστού, όπως μας παραδόθηκε γνήσια από τους Αγίους και τους Πατέρες της Εκκλησίας μας χωρίς προσθήκη η αφαίρεση ούτε ενός «γιώτα».

 Έχουμε καθήκον όμως να αναθεωρήσουμε τους τρόπους που προσεγγίζουμε αυτήν την Αλήθεια αξιοποιώντας τις νέες μεθόδους και την εξελισσόμενη τεχνογνωσία. Ιδιαίτερα στην εποχή μας η πληροφορική με την γενικότερη έννοια, μολονότι σε απρόσεχτα χέρια συσσωρεύει δεινά, αξιοποιούμενη για τη Διακονία της Εκκλησίας μπορεί να γίνει εργαλείο και σύμμαχος.

Σε μία εποχή επανευαγγελισμού ιδίως στον χώρο της νεότητας η Εκκλησία πρέπει να ασχοληθεί με αυτού του είδους εκμετάλλευσης της τεχνογνωσίας για την κατήχηση.

 

Β. Η αναδόμηση της Ενορίας

Η Ενορία αποτελεί θεανθρώπινο οργανισμό με πνευματική και δομική διάσταση. Εξετάζοντάς την από την ανθρώπινη πλευρά, δηλαδή ως θεσμικό οργανισμό, καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι χρειάζεται καλή και σωστή διοίκηση για να επιτύχει τον σκοπό της. Ο ιερός Χρυσόστομος σημειώνει με διαυγή καθαρότητα: «καθάπερ λιμένας εν πελάγει, ούτω τας εκκλησίας εν ταις πόλεσιν έπηξεν ο Θεός, ίνα από της ζάλης των βιοτικών θορύβων ενταύθα καταφεύγοντες, γαλήνης μεγίστης απολαύωμεν. Ουδέ γαρ κυμάτων έστιν ενταύθα δείσαι τρικυμίαν, ου ληστών επιδρομάς, ου κακούργων έφοδον, ου πνευμάτων βίας, ου θηρίων επιβουλάς· λιμήν γαρ εστιν απάντων τούτων απηλλαγμένος, λιμήν εστι ψυχών πνευματικός. Και των λεγομένων μάρτυρες υμείς. Ει γαρ τις υμών το συνειδός αναπτύξειε νυν, πολλήν ένδον ευρήσει την ησυχίαν· ου θυμός γαρ ενοχλεί, ουκ επιθυμία φλέγει, ου βασκανία τήκει, ουκ απόνοια φυσά, ου κενοδοξίας έρως διαφθείρει, αλλά πάντα ταύτα κατέσταλται τα θηρία…» (Ιωάννης ο Χρυσόστομος, M.G. 49, 363).

Είναι προφανές ότι δεν επιτρέπεται να υποβαθμίζεται η να παραβλέπεται η πνευματική διάσταση της ενοριακής ζωής. Η ενορία, αυτό το κύτταρο της Εκκλησίας, λειτουργεί όντως ως χώρος, όπου «ασκούμε το ορθόδοξο ήθος η τελούμε την μετάνοιά μας».

Ο άνθρωπος, ως κοινωνικό ον, έχει έμφυτη την ανάγκη να ανήκει σε κάποιο σύνολο. Αυτή η ανάγκη καλύπτεται πλήρως από την Εκκλησία, όταν αυτή λειτουργεί σωστά. Και η Εκκλησία λειτουργεί σωστά, αν λειτουργεί σωστά η Ενορία. Και η Ενορία λειτουργεί σωστά όταν λειτουργεί η Εκκλησία. Όταν η Ενορία δεν λειτουργεί όπως πρέπει και δεν καλύπτει τις πνευματικές και κοινωνικές ανάγκες των ανθρώπων, είναι φυσικό επακόλουθο αυτοί  να αναζητήσουν άλλα υποκατάστατα ικανοποίησης των αναγκών τους σε άλλες ποικίλες δραστηριότητες. Γεννάται, λοιπόν, το ερώτημα αν η σημερινή ενορία υλοποιεί το γνήσιο εκκλησιολογικό και σωτηριολογικό όραμα που καλείται να πραγματοποιήσει. Και διερωτάται εύλογα κάποιος εάν η Ενορία σήμερα όντως παρέχει στον σύγχρονο άνθρωπο εκείνα που αυτός ζητάει, εάν του καλύπτει τις πνευματικές του αναζητήσεις. Εάν του προσφέρει την αίσθηση της κοινότητος, που τόσο έχει ανάγκη, εάν τον απεγκλωβίζει και τον απελευθερώνει από τον «παλαιό» άνθρωπο, τον υπόδουλο στα πάθη και στην αμαρτία.

Αισθάνεται, άραγε ο σημερινός άνθρωπος ζωντανή την παρουσία του Θεού μέσα του; Συμμετέχει συνειδητά στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας; Θεωρεί την Ενορία ως καταφύγιό του; Επικρατεί αγάπη, κατανόηση, συμπαράσταση, πραγματικό ενδιαφέρον μεταξύ των ενοριτών; Εντέλει η Ενορία ως εκκλησιαστική μονάδα μετουσιώνει και αφομοιώνει τον κόσμο η αφομοιώνεται από αυτόν;

Η Ενορία ως ευχαριστιακή «επί το αυτό» σύναξις της εκκλησιαστικής κοινότητος, περνά σήμερα κρίση. Η κρίσις συνίσταται πρώτιστα, στην αδυναμία της σύγχρονης Ενορίας (εκτός ευλογημένων φωτεινών εξαιρέσεων) να λειτουργεί ως κοινωνία και ένωσις προσώπων εν Χριστώ, ως ένωσις Κυριακού σώματος, ως ευχαριστιακή σύναξις που μεταμορφώνεται και μεταμορφώνει τον κόσμο, ως οικογένεια Θεού, στην οποία ο χωρισμένος από τον Θεό άνθρωπος αποκαθίσταται και επαναπατρίζεται.

Η Ενορία, βεβαίως, λειτουργεί και συμπεριφέρεται σαν ένας ανθρώπινος οργανισμός, χωρίς αυτό να σημαίνει και να υποδηλώνει την παραθεώρηση της πνευματικής της υπόστασης. Η Ενορία, παρόλο που ως εκκλησιαστικός θεσμός διέπεται από σχετική νομοθεσία για να έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικής λειτουργίας μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, δεν είναι ένα απλό νομικό κατασκεύασμα. Γιατί, ουσιαστικά, ο θεολογικός σκοπός της Ενορίας είναι να εμπνεύσει στον πιστό το αληθινό πνεύμα της Ορθοδοξίας και να γίνει αυτός εκούσια ουσιαστικό μέλος της Εκκλησίας με απώτερο σκοπό την ένωσή του με το Θεό.

Εξετάζοντας λοιπόν την Ενορία από την ανθρώπινη πλευρά της, διαπιστώνουμε ότι για να λειτουργήσει αυτή σωστά και αποτελεσματικά είναι απαραίτητο και επιβεβλημένο να κινείται μέσα σε ένα πλαίσιο, το οποίο να διέπεται από νόμους και κανόνες, από δικαιώματα και υποχρεώσεις, να λαμβάνει αποφάσεις, να προγραμματίζει, να οργανώνει, να διευθύνει, να ασκεί έλεγχο.

Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας, επίσης, η ποικιλομορφία της ενοριακής πραγματικότητας. Υπάρχουν Ενορίες εγκαταλελειμμένων περιοχών, μικρών χωριών, κωμοπόλεων και μεγαλουπόλεων. Η πολύχρονη διακονία μου μου έδωσε την δυνατότητα της εμπειρίας όλων αυτών των περιπτώσεων. Τα πράγματα και οι οικονομικές συγκυρίες μας υποχρεώνουν να κάνουμε κάτι που αμελήσαμε μέχρι σήμερα. Να αποκτήσουμε, δηλαδή, σαφή εικόνα του αριθμού των Ενοριών μας. Να γνωρίζουμε, επίσης, τον ακριβή αριθμό των εν λειτουργία κληρικών μας και τις υποχρεώσεις και τα διακονήματά τους.

Ήδη συνεστήθη στην Ιερά Σύνοδο Επιτροπή η οποία θα ετοιμάσει πλήρη απεικόνιση των ενοριών και των εφημερίων. Χρέος μας είναι να ασχοληθούμε με το θέμα αυτό και να σκεφτούμε πως θα διαχειριστούμε προβλήματα και ανισότητες όπως η ύπαρξη πτωχών και πλουσίων Ενοριών, αλλά και πτωχών και πλουσίων ιερέων.

Δεν γνωρίζω τι γίνεται με τις ενορίες των Μεγαλουπόλεων ανά την επικράτεια. Η πόλις όμως των Αθηνών δυστυχώς δεν είναι δυνατόν πια να διαποιμανθεί σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου. Χρειάζεται, επομένως μία τολμηρή αναδιαρθρωτική παρέμβαση μέσα στο πλαίσιο πάντοτε της παράδοσης και των ιερών Κανόνων.

Ψυχή της Ενορίας είναι ο ιερέας, ο οποίος πολύ επιτυχημένα καλείται πατέρας. Αναμφισβήτητα υπάρχουν ιερείς αξιόλογοι, ο καθένας με τα δικά του χαρίσματα και τον αγώνα του. Υπάρχουν όμως και άλλοι πολλοί που χρειάζονται κατάρτιση, βοήθεια στη διακονία τους και συμπαράσταση στα προβλήματά τους. Άλλά υπάρχουν και οι ιερείς της «τηλεποιμαντορίας», οι «λειτουργοί» της Κυριακής.

Είναι γνωστό ότι σε κάθε Μητρόπολη ο Μητροπολίτης κάνει ο,τι μπορεί για την κατά τον καλύτερο τρόπο υποστήριξη και αξιοποίηση των κληρικών του (συναντήσεις, συνάξεις, συνέδρια κλπ), ασχολείται με όλα τα αναφυόμενα προβλήματα και είναι ευλογημένη η επικοινωνία και ο προσωπικός σύνδεσμος επισκόπου και ιερέως, ως πατέρα με το παιδί του.

Η επίγνωση και η προσπάθεια ανταπόκρισής μας στις σύγχρονες απαιτήσεις για μία δυναμική «ποιμαντική των ποιμένων» στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών οδήγησε στη σύσταση του «Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως», το οποίο κατά τον χρόνο αυτό θα λειτουργήσει με καινούρια επιμορφωτικά προγράμματα. Ήδη το εκπαιδευτικό πρόγραμμα για ολόκληρο το τρέχον ακαδημαϊκό –εκκλησιαστικό έτος έχει αναρτηθεί στο διαδίκτυο για όσους ενδιαφέρονται. Στόχος του «Ιδρύματος» είναι, επίσης, να αποκτήσει τις προϋποθέσεις για να ενταχθεί στα προγράμματα της «Δια βίου επιμόρφωσης» πράγμα που θα μπορέσουν να ακολουθήσουν και άλλες Μητροπόλεις μόνες η σε συνεργασία με άλλες.

Σε αυτό το σημείο, και  επειδή γίνονται και πάλι συζητήσεις για τη μισθοδοσία του κλήρου, ανοίγω μία παρένθεση για να υπενθυμίσω την συμβατική υποχρέωση της Πολιτείας που ξεκινά από την Δ’ Εθνική Συνέλευση του Άργους και Νομοθετείται με τα υπ’ αρθ. 25 Σεπτεμβρίου /7 Οκτωβρίου 1833, 13 Οκτωβρίου 1834, 13 Ιουνίου 1838 και 29 Απριλίου 1843 Διατάγματα του βασιλέως Όθωνος.

 

Γ. Εκκλησιαστική Εκπαίδευση.

Μία πτυχή των εκκλησιαστικών πραγμάτων που σχετίζεται άμεσα με τα προηγούμενα είναι το θέμα της Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως, το οποίο ξεκίνησε στραβά από την ανασύσταση του Ελληνικού Κράτους  και συνέχισε να λειτουργεί έτσι μέσα στο πλαίσιο του καθεστώτος της νομω κρατούσης Πολιτείας. Οπωσδήποτε αυτό είναι ένας συμβατικός όρος μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, της τελευταίας υποχρεουμένης να καλύπτει τις απαιτούμενες οικονομικές δαπάνες.

Σήμερα, όμως, κάτω από τις καινούριες συνθήκες, το όλο θέμα πρέπει να επανεκτιμηθεί. Θα ήταν άραγε λογικό η Εκκλησία να εκπαιδεύει τους σπουδαστές της Σχολής Ευελπίδων, των Ναυτικών Δοκίμων η της Αστυνομίας; Τότε, όμως, πως η εκπαίδευση των στελεχών της Εκκλησίας ανατίθεται στην ευθύνη αλλότριων χώρων και μάλιστα στην εποχή μας;

 Χρειάζεται και εδώ ρεαλιστική σκέψη. Απαιτούνται κινήσεις με σύνεση και μέθοδο. Και πριν  ο,τι άλλο πρέπει η Ιεραρχία να σκεφτεί και να αποφασίσει πως θέλει τον ιερέα στην Ελλάδα του 2025 η του 2030;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα δώσει και τον γνώμονα της πορείας μας.

Στην παρούσα στιγμή, έχει νόημα η εφαρμογή μίας «εμβαλωματικής» λύσης, δηλαδή η συνέχιση της λειτουργίας των σχολείων σε όλη την Ελλάδα με τους λίγους μαθητές και τις πολλές δαπάνες. Εν τω μεταξύ πρέπει να οργανώνεται προς εφαρμογή η άλλη, η ουσιαστική λύση. Δεν χρειάζεται απλώς σχολείο, αλλά σχολεία με προοπτική. Όχι όμως σχεδιασμένα στο γόνατο, αλλά με μελέτη και πρόβλεψη για την αντιμετώπιση των ποιμαντικών θεμάτων που μας φέρνουν τα χρόνια που έρχονται.

Αγαπητός αδελφός Αρχιερεύς παραπονέθηκε γιατί ενώ αυτός ήταν αρμόδιος για την Παιδεία κατά κάποιον τρόπον παραγκωνίστηκε, αφού επιτροπές άλλες αναμείχθηκαν σε θέματα σχετικά. Έχει δίκιο. Πρέπει, όμως, να κατανοήσετε ότι τα θέματα της Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως και ιδιαίτερα αυτά των Ανωτάτων Ακαδημιών χρειάστηκαν και χρειάζονται πολύ χρόνο και συσκέψεις επί συσκέψεων και η παρουσία περισσότερων συνοδικών αδελφών ήταν και είναι απαραίτητη.

Ως προς αυτήν την πλευρά, θα παρακαλέσω τον Σεβασμιώτατο Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ και όσους συμμετείχαν  σε αυτές τις συζητήσεις να ενημερώσουν αν χρειαστεί το Σώμα της Ιεραρχίας.

 

Δ. Τα οικονομικά της Εκκλησίας

Ένα άλλο ζήτημα φλέγον, επίκαιρο και σημαντικό αφορά τα οικονομικά της Εκκλησίας.

Δεν θα ασχοληθώ με τις επιθέσεις, τις συκοφαντίες εκείνων που υποστηρίζουν ότι η Εκκλησία κρύβει με σκληροκαρδία τους θησαυρούς της στα σεντούκια, διότι τα ίδια τα γεγονότα θα πείσουν τους καλοπροαίρετους για την αλήθεια. Όσο για τους κακοπροαίρετους ισχύει το ευαγγελικόν «ει Μωυσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται». (Λουκ. 16, 31).

Σχετικά με τη διαχείριση των οικονομικών της Εκκλησίας μπορούμε να διακρίνουμε πέντε περιόδους:

1. Περίοδος του αγώνος της παλιγγενεσίας και της προσφοράς προς τον λαό κατά το πνεύμα της Δ’ Εθνικής Συνελεύσεως του Άργους.

2. Περίοδος των γενικών Απαλλοτριώσεων (1930) και της Συμβάσεως Εκκλησίας και Πολιτείας (1952).

3. Περίοδος της εκποιήσεως εκκλησιαστικής περιουσίας για την συντήρηση και κάλυψη δαπανών λειτουργίας ως και αξιοποίησης ακινήτων κυρίως εις διαμερίσματα και μετοχές.

4. Σημερινή κατάσταση

5. Το αύριο

Για την οικονομία του χρόνου δεν θα αναφερθώ στις τρεις πρώτες περιόδους.

Η Διεθνής οικονομική ύφεση και η οικονομική κρίση της πατρίδος μας ασφαλώς έχει επιπτώσεις και στον οικονομικό τομέα της Εκκλησίας γενικότερα και ιδιαίτερα του Κεντρικού Οργανισμού της Εκκλησίας (ΕΚΥΟ).

Ήδη στην παρελθούσα Διαρκή Ιερά Σύνοδο ανακοίνωσα, και έγινε αποδεκτό, ότι τα οικονομικά στοιχεία του Κεντρικού Οργανισμού της Εκκλησίας (ΕΚΥΟ)  δεν θα είναι επτασφράγιστο μυστικό και ότι όχι μόνο τα μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου αλλά και εκείνα της Ιεραρχίας θα έχουν πλήρη εικόνα των οικονομικών, όπως και κάθε αρμόδιος δημόσια υπηρεσία.

Η κίνηση του Γενικού Οικονομικού οργανισμού την Εκκλησίας (ΕΚΥΟ) του έτους 2010 έχει ως εξής:

 

 

ΕΙΣΠΡΑΞΕΙΣ 2010

ΕΝΟΙΚΙΑ

9. 177. 841,21

ΤΟΚΟΙ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ -ΔΙΑΘΕΣΙΜΩΝ

    714. 521,53

ΑΔΕΙΕΣ ΝΑΟΔΟΜΙΑΣ

      11. 870,00

ΕΝΣΗΜΑ ΓΑΜΟΥ

      53. 368,45

ΜΕΡΙΣΜΑΤΑ ΜΕΤΟΧΩΝ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

      35. 328,96

ΔΙΑΦΟΡΑ (ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΩΝ, ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ, ΤΕΥΧΗ ΔΗΜΟΠΡΑΤΗΣΗΣ κ.λ.π.

      46. 046,75

ΣΥΝΟΛΟΝ

10. 038. 976,90

 

 

ΠΛΗΡΩΜΕΣ 2010

ΠΑΓΙΑ (ΣΚΕΥΗ, ΕΠΙΠΛΑ, Η/Υ, ΛΟΙΠΟΣ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ)

       46. 828,37

ΕΠΙΣΚΕΥΕΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

     310. 721,01

ΔΟΣΕΙΣ ΔΑΝΕΙΩΝ

3. 476. 511,87

ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΛΟΓΙΣΜΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ Η/Υ

     105. 046,50

ΑΜΟΙΒΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

3. 580. 440,66

ΑΜΟΙΒΕΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΕΡΓΟΥ

    818. 800,10

ΠΑΡΟΧΕΣ ΠΡΟΣ ΚΟΙΝΟΦ. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ (ΔΕΗ, ΟΤΕ κ.λ.π.)

    808. 281,23

ΦΟΡΟΙ - ΤΕΛΗ

1. 184. 769,28

ΧΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ Α.Ε.

    320. 666,84

ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΙΣ (ΕΚΚΛ. ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ, Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ, Ι. ΜΟΝΩΝ)

4. 700. 018,74

ΥΠΟΤΡΟΦΙΕΣ

    546. 210,00

ΔΙΑΦΟΡΑ (ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΑ, ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ, ΛΟΙΠΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ)

    161. 573,54

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑ

      95. 497,87

ΕΞΟΔΑ ΠΡΟΒΟΛΗΣ (ΣΥΝΕΔΡΙΑ, ΦΙΛΟΞΕΝΙΕΣ, ΔΩΡΑ)

    194. 228,37

ΣΥΝΔΡΟΜΕΣ, ΓΡΑΦΙΚΗ ΥΛΗ, ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

    152. 892,89

ΚΑΥΣΙΜΑ, ΥΛΙΚΑ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ, ΕΙΔΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ

      93. 591,31

ΣΥΝΟΛΟΝ

16. 596. 078,58

 

Σημείωσις: Η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών και οι Ιερές Μητροπόλεις της χώρας διέθεσαν το έτος 2010 σε Ιδρύματα και ευπαθείς ομάδες: 96. 234. 510,47 ευρώ.

Η Εκκλησία ποτέ δεν έθεσε και δεν θέτει στη ζωή της ως πρώτο θέμα τα οικονομικά της γιατί ο Θείος Αυτής Ιδρυτής υπεσχέθη ότι  «αν οι αποτελούντες αυτήν, και δη η ηγεσία της, εμφορούνται εις πάσας τας ενεργείας των και εκδηλώσεις των δια του Αγίου Πνεύματος, τα οικονομικά μέσα προστεθήσεται αυτοίς». 

Κανείς δεν θέλει η Εκκλησία να μην είναι καθαρώς πνευματικό καθίδρυμα. Όμως είναι αναγκαίο να δώσουμε σε Αυτήν τα υλικά μέσα για να πραγματοποιήσει τον πνευματικό και σωτήριο για τον άνθρωπο προορισμό της. Για τούτο και εμείς δεν θα πρέπει να επιδοθούμε στο έργο της αξιοποιήσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας με σκοπό να εξελιχθεί η Εκκλησία σε πανίσχυρο οικονομικό οργανισμό. Διακαής πόθος μας είναι να μετουσιωθεί η ύλη σε πνευματικό έργο. Η περιουσία της Εκκλησίας πρέπει να πάρει πνευματική αξία.

Υπό τον θόρυβο για την δήθεν αμύθητη περιουσία της Εκκλησίας θεώρησα χρήσιμη μία συνάντηση με τον αρμόδιο υπουργό και του εξήγησα ότι η εκκλησιαστική περιουσία δεν είναι ένας ενιαίος κορβανάς, όπως συνήθως θεωρείται αλλά περιουσίες περισσότερων από δέκα χιλιάδες νομικών προσώπων, όπως Μητροπόλεις, Μοναστήρια, Ναοί, Ιδρύματα κ.α. που λειτουργούν ως Ν.Π.Δ.Δ., με τα συμβούλιά τους και καταβάλλουν όλους τους φόρους που επιβάλλει το Κράτος, παρά τα όσα μερικοί κακοπροαίρετα υποστηρίζουν.

Ακόμη του είπα ότι για τον θόρυβο αφορμή δίνει και η καθυστέρηση του περίφημου Εθνικού Κτηματολογίου. Του πρότεινα να συνταχθεί το Εκκλησιαστικό Κτηματολόγιο και μάλιστα κατά τον εξής τρόπο: να γίνει το κτηματολόγιο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και πάνω στη βάση αυτή, χωρίς επιπλέον έξοδα, να συνδεθεί το κτηματολόγιο κάθε Ιεράς Μητροπόλεως. Το πρόγραμμα αυτό μπορεί να συμπεριληφθεί στις δαπάνες του ΕΣΠΑ.

Με τον τρόπο αυτό κάθε νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας θα έχει σαφή εικόνα της περιουσίας του και την υπευθυνότητα για την διαχείρισή της.

Θα επαναλάβω πάλι αυτά που είπα προ δύο ετών σ’ αυτήν την αίθουσα. Σκοπός της διαχειρίσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι η κάλυψη των λειτουργικών αναγκών της Εκκλησίας αλλά και των αναγκών του λαού μας και μάλιστα εκείνων που συνιστούν τις πιο ευπαθείς τάξεις δημιουργώντας και ενισχύοντας  ένα ευρύ δίκτυο προνοιακών έργων.

 

Ε. Σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους

Μία άλλη πτυχή του εκκλησιαστικού βίου που πρέπει να μας προβληματίσει αφορά τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Ο Καποδίστριας, -θα το επαναλάβω και πάλι-, όταν όρισε τα Υπουργεία, θεώρησε ότι το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας Εκπαίδευσης πρέπει να αγκαλιάζει ενιαία τους δύο αυτούς σημαντικούς φορείς. Ο ίδιος συμφωνεί χαρακτηριστικά: «κατεστήσαμεν την επί των Εκκλησιαστικών πραγμάτων και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείαν, θεωρούντες τας δύο ταύτας υπηρεσίας αχωρίστους, ως μίαν εχούσας αρχήν, τον Πατέρα των φώτων και προς ένα συντρεχούσας σκοπόν, την ηθικήν των πολιτών διαμόρφωσιν, ήτις είναι η βάσις της κοινωνικής και πολιτικής του έθνους επανορθώσεως» (Ιωάννης Καποδίστριας) [1].

Πολλοί από μας θα ενθυμούμεθα ότι παλαιότερα στην Κοινότητα η στον Δήμο υπήρχαν στο ίδιο περιβάλλον η Εκκλησία, το Σχολείο και ο Δήμος. Τούτο φαίνεται ολοκάθαρα, για παράδειγμα, στην πόλη της Αρναίας. Στην εποχή μας άλλαξαν τα πράγματα. Όχι μόνον δεν υπάρχει διάθεση για γειτνίαση αλλά μάλλον το άκρως αντίθετο ισχύει.

 Όμως και ο εκκλησιαστικός μας χώρος πρέπει να αντικρύσει ψύχραιμα την πραγματικότητα. Η παλαιά τοπική κοινότητα δεν έχει τα αυτά όρια με την σημερινή ενορία και η σημερινή κοινωνία δεν συμπίπτει με τα όρια της σημερινής Εκκλησίας.

Υπό το κράτος αυτής της πραγματικότητος ακούγονται απόψεις περί χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας. Βεβαίως λησμονείται πολλές φορές, ότι τούτο το γένος έζησε, συντηρήθηκε και απελευθερώθηκε χάρη σ’ αυτή του την παράδοση, χάρη σε αυτό το σύνδεσμο.

Πρέπει να καταστεί σαφές ότι η Εκκλησία, με επίγνωση της ιστορικής ευθύνης, δεν θα επιδιώξει τέτοια ενέργεια και αν η Πολιτεία το θελήσει θα πρέπει να αναλογιστεί το κόστος και να αναλάβει τις ευθύνες της.

Άλλοι κάνουν λόγο για διακριτούς ρόλους, και εισηγούνται ο κάθε φορέας να φροντίζει τα του οίκου του. Και τούτο είναι ασαφές. Τι σημαίνει οίκος; Ποιές είναι οι ρίζες του και τα κλαδιά του; Άραγε ο «οίκος» μας με την έννοια αυτή είναι εγκλωβισμένος η αποκλεισμένος; Δεν έχει λόγο για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του Έλληνα πολίτη, για τη θρησκευτική η τη γενικότερη αγωγή των παιδιών μας, για την παράδοσή μας, τη γλώσσα μας, την ιστορία μας και τόσα άλλα ουσιώδη του βίου μας;

Η σύγχρονη πραγματικότητα επιτάσσει να απομακρυνθούμε από στερεότυπες, ιδεολογικά φορτισμένες και άνευ ουσιαστικού περιεχομένου πολωτικές διατυπώσεις και να αναζητήσουμε τρόπους συνεργασίας, βασισμένους σε ειδικές σχέσεις. Με αυτό το σκεπτικό, πριν από μερικά χρόνια μία πολυμελής επιτροπή Εκκλησίας και Πολιτείας ασχολήθηκε πολύ καιρό με τη διαμόρφωση μίας πρότασης, η οποία όμως δεν προωθήθηκε για λόγους πρακτικούς αλλά και λόγω νομικών δυσκολιών.

Στη χώρα μας υπάρχουν δύο ειδών νομικά πρόσωπα. Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου. Η εν λόγω νέα πρόταση ήταν να δημιουργηθεί και ένα τρίτο Νομικό Πρόσωπο (sui geneneris) με καθορισμένο πλαίσιο.

Η πληθώρα των σημερινών προβλημάτων και η πρόθεση διαφόρων παραγόντων να τα εκμεταλλευτούν οδήγησαν στη δημιουργία, με Πρωθυπουργική απόφαση δημοσιευμένη στο ΦΕΚ, μιας μεικτής Επιτροπής με θεσμικά πρόσωπα της Εκκλησίας και της Πολιτείας, για την αντιμετώπιση παρουσιαζομένων αιχμών και προβλημάτων στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας. Στις συνεδρίες αυτής της Επιτροπής μπορούν να κληθούν και άλλα πρόσωπα που μπορούν να ενισχύσουν τον προβληματισμό και τις πιθανές λύσεις με τις γνώσεις τους η την αρμοδιότητά τους στα συζητούμενα θέματα.

Αυτή η προσπάθεια, κατά την άποψή μου, πρέπει να ενισχυθεί και να συνεχίσει το έργο της. Εξάλλου ανάμεσά μας υπάρχουν αδελφοί που θα μπορούσαν να πουν περισσότερα επί του θέματος.

 

ΣΤ. Ευρωπαϊκή Προβληματική.

Ένα ακόμη θέμα το οποίο είναι δυνατόν να συμβάλλει καθοριστικά στην αποσυμφόρηση της σημερινής κοινωνικής αναταραχής είναι αυτό της ευρωπαϊκής προοπτικής της πατρίδος μας. Πολλή μελάνη έχει χυθεί για να σκιαγραφηθεί η πολιτική διάσταση της Ευρώπης, οι κοινές αξίες και οι χριστιανικές ρίζες της. Ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός, το ρωμαϊκό δίκαιο και η αρχαία φιλοσοφική σκέψη αποτελούν τους τρεις πυλώνες, την αρραγή βάση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος των οραματιστών της ενωμένης Ευρώπης, δηλαδή των «πατέρων» της όπως ο Shuman, ο Adenaouer, ο De Gaul και άλλοι. Η οικονομική ένωσις αποτελεί όμως σήμερα μία πραγματικότητα. Τι γίνεται όμως με την πολιτική ενοποίηση, την ευρωπαϊκή συνοχή, την ολοκλήρωση του οράματος για μία κοινωνία ειρήνης, ευημερίας και ανάπτυξης;

Ας μη λησμονήσουμε επίσης, το νέο ευρωπαϊκό Σύνταγμα, όπου στο γνωστό άρθρο 16, δίνει τη δυνατότητα διαλόγου. Αναγνωρίζει τον ρόλο και τη συμβολή των Εκκλησιών στην πορεία της γηραιάς Ηπείρου και στη διαμόρφωση της σημερινής μορφής της.

Θεωρούμε λοιπόν ιδιαιτέρως σημαντικό να παρέμβουμε ως Εκκλησία προς αυτήν την κατεύθυνση. Προτείνω την αποστολή επιστολών της ιεραρχίας προς τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Συμβούλιο της Ευρώπης) με σκοπό να τονιστούν η ανάγκη αλληλεγγύης, η μη εγκατάλειψη του ευρωπαϊκού οράματος και η επιτακτική πλέον ανάγκη η μετατροπή της οικονομικής ενώσεως σε αμιγώς πολιτική. Δεν μπορεί το ανθρώπινο πρόσωπο να αποτελεί αναλώσιμο αντικείμενο. Επιμένω ότι η κρίσις αυτή μπορεί να αποτελέσει την απαρχή για μία καλύτερη και πιο ανθρώπινη Ευρώπη που δεν θα ασχολείται μόνο με νούμερα και ομόλογα αλλά θα σέβεται τις ανθρώπινες αξίες με γνώμονα τους τρεις παραπάνω θεμελιώδεις πυλώνες. 

 

Ζ. Καταστατικός Χάρτης

Ο προβληματισμός σχετικά με την αναθεώρηση και αναδιοργάνωση εκκλησιαστικών πραγμάτων δεν θα μπορούσε να παραβλέψει το ζήτημα του καταστατικού Χάρτη.

 Ο Καταστατικός μας Χάρτης είναι από τους καλύτερους που υπάρχουν και υπήρξαν ποτέ. Η παρέλευσις όμως σαράντα και πλέον χρόνων από της δημοσιεύσεώς του και η αδράνειά μας να αξιοποιήσουμε πολλές από τις προβλέψεις του απαιτούν να ασχοληθούμε και με θέματα που εν τω μεταξύ έχουν προκύψει, όπως είναι τα περί Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης και άλλα. Όμως επί του παρόντος δεν είναι σκόπιμο να επιμείνω σε περισσότερες λεπτομέρειες.

Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να σας ευχαριστήσω, διότι κατά την συνεργασία μας είτε στο πλαίσιο της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου είτε της Συνόδου της Ιεραρχίας είτε στις προσωπικές μας επικοινωνίες, μου δίνετε τη δυνατότητα και το κουράγιο να σκέπτομαι, ότι μπορούμε να προχωρήσουμε το έργο της Διακονίας που μας εμπιστεύθηκε ο Ιδρυτής του Αμπελώνος που υπηρετούμε.

Βεβαιως, θα υπάρχουν και κάποιοι αδελφοί που θα ήθελαν να αντιμετωπιστούν μερικά θέματα με διαφορετικό τρόπο. Σέβομαι τις απόψεις τους. Πολλές φορές είναι ωφέλιμες και βοηθητικές. Και αυτοί είναι αγαπητοί αδελφοί, και δεν αισθάνομαι κάτι να μας χωρίζει, διότι πιστεύω ότι δεν ενεργούν εγωκεντρικά αλλά για το καλό της Εκκλησίας με τον δικό τους τρόπο.

Πριν όμως ολοκληρώσω την εισήγησή μου, και έχοντας στην σκέψη μου κάποιους από τους πιστούς μας, οι οποίοι ίσως προβληματιστούν η και σκανδαλιστούν από μερικά στοιχεία της αυτοκριτικής που προανέφερα, αντιγράφω, για να μοιραστώ μαζί σας, μερικές σκέψεις σύγχρονου θεολόγου. Πολλοί δικαιώνουν «το παρελθόν συγκροτώντας ένα ιδανικό, κρυστάλλινο και αεροστεγές μοντέλο εκκλησιαστικής ζωής, που δήθεν υπήρξε κάποτε και από το οποίο ξεπέσαμε στη σημερινή αθλιότητα. Σ’αυτη την περίπτωση, η παραπομπή στη «Παράδοση» γίνεται σχεδόν παγανιστικά: όλα τα κακά συμβαίνουν σήμερα, όλοι οι αντίχριστοι φύτρωσαν στα σημερινά χωράφια, φτάνουν μερικοί να αναρωτιούνται αν η σημερινή λαβωμένη Εκκλησία είναι όντως Εκκλησία. Έτσι αναδύεται μία αδιέξοδη γκρίνια κι ένα ανυπόφορο βογγητό για τη σημερινή κατάσταση, λες και η όποια αναπηρία μας εμποδίζει τη Χάρη και την Παρουσία του Χριστού, λες και η εκκλησιαστική ιστορία ήταν ποτέ απρόσκοπτη, χωρίς στροβιλισμούς, χωρίς αντινομίες και εκπτώσεις»[1].

Οι σκέψεις αυτές αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν αναλογιστούμε ότι  μέχρι πρότινος είχαμε την μετακίνηση των ιδεών, τώρα έχουμε την μετακίνηση των ανθρώπων, γεγονός που στη χώρα μας δημιουργεί τεράστια προβλήματα και καθ’ όλου απίθανον σε λίγο να έχουμε και μετακίνηση λαών.

Οι καιροί είναι δύσκολοι. Όμως μέσα σε περιόδους δοκιμασίας, ο πόνος και η ευθύνη του λαού σε στάση μυστικής επικλήσεως κάνουν να ανθίσει σε κάποια άκρη του εκκλησιαστικού κορμού ο βλαστός που θα θρέψει με λόγο ζωής.

 

Αδελφοί μου,

«Η χθες προ πολλού παρήλθεν. Ούτε καν την σήμερον ζώμεν σήμερον. Μας προέλαβε η μεθαύριον. Είναι ανέλπιδα τα κτυπήματα εις την θύραν της Εκκλησίας. Αν δεν κατηρχόμεθα προς την πραγματικήν εικόνα του Θεού, του ανθρώπου και του κόσμου του, αυτής της στιγμής, δεν θα είμεθα Εκκλησία. Θα είμεθα ένδοξος, ίσως θαυμαστή, ιστορική πραγματικότης, αλλά παρελθοντολογία και μόνον. Ενώ Εκκλησία είναι η ζωή, είναι η πάντοτε σήμερον εν τη ατέρμονη εκτάσει της αιωνιότητος» (Μελίτων Γέρων Χαλκηδόνος).

Πολλοί με πλησιάζουν και μου λένε προκλητικά: «Είναι η ώρα της Εκκλησίας. Κινηθείτε». Συλλογίζομαι όμως, πότε δεν είναι η ώρα της Εκκλησίας; Η ώρα της Εκκλησίας είναι πάντοτε, αφού ο προορισμός της είναι αιώνιος και εσχατολογικός: να είναι στον κόσμο πηγή υψηλής πνευματικής ζωής, ελευθερίας και πανανθρώπινης αγάπης, συναδελφώσεως και ειρήνης, άρνησης του μίσους, της κακίας και της αδικίας, συμπαραστάτισσα της πάσχουσας ανθρωπότητας στη βασανισμένη πορεία της. Έξω από το πνεύμα αυτό, ότι μπορεί να λέγεται φοβούμαι πως είναι εκ του πονηρού[1].

 

Αδελφοί μου,

Με αυτό το πνεύμα ας πορευθούμε στη διακονία μας, με τη νουθεσία του ιερού Χρυσοστόμου: «Αρκεί αδελφέ, μη πολλά λέγε, αλλ’ο είπον τας Εκκλησίας υμων μη αφήτε. Ούτε γαρ απ’εμού ήρξατο το διδασκάλιον, ούτε εις εμέ ετελεύτησε» και την διαπίστωση του Αποστόλου Παύλου: «ει δε τις εποικοδομεί επί τον θεμέλιον τούτον χρυσόν, άργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, εκάστου το έργον φανερόν γενήσεται· η γαρ ημέρα δηλώσει· ότι εν πυρί αποκαλύπτεται· και εκάστου το έργον οποίόν εστι το πυρ δοκιμάσει» (Α  Κορ. 3, 12-13).