Ο μητροπολίτης Νεκτάριος στον Άγιο Γεώργιο Καρύτσης

Εκκλησία της Ελλάδος | Δημοσίευση: 04/10/2011

Το πρωί της Δευτέρας 3 Οκτωβρίου 2011 ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκτάριος τέλεσε την θεία λειτουργία στο ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύτση στην Αθήνα, με τη ευκαιρία της εορτής του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, προστάτου των δικαστών και των νομικών. Ο Σεβασμιώτατος με την ιδιότητα του αντιπροέδρου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου εκπροσώπησε τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο και στην δοξολογία που τελέσθηκε στη συνέχεια, παρουσία του Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Παπαϊωάννου, εκπροσώπων των πολιτικών κομμάτων, της Προέδρου του Αρείου Πάγου και των προέδρων και λοιπών εκπροσώπων της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων καθώς και άλλων συλλόγων που αντιπροσωπεύουν τον νομικό κόσμο. Στην δοξολογία συμμετείχαν ο Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης, ο οποίος απηύθυνε μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, όπως επίσης και ο Σεβ. Μητροπολίτης Άκκρας, κ. Γεώργιος ως εκπρόσωπος του Πατριάρχη Αλεξανδρείας κ. Θεοδώρου.

Χαιρετισμό εκ μέρους των Δικαστικών Ενώσεων απήυθυνε ο Πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος Αντεισαγγελέας Εφετών κ. Παναγιώτης Μπρακουμάτσος.

Κατά την Θεία Λειτουργία ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας κ. Νεκτάριος ομίλησε προς τους συμμετέχοντες ως εξής:

«Θεός ἐποίησεν ἐξ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπί πᾶν τό πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιρούς καί τάς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν ζητεῖν τόν Κύριον, εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτόν καί εὕροιεν, καί γε οὐ μακράν  ἀπό ἑνός ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα»(Πράξ. 17, 26-27). Ὁ Θεός δημιούργησε ἀπό ἕναν ἄνθρωπο  ὅλα τά ἔθνη τῶν ἀνθρώπων καί τούς ἐγκατέστησε πάνω σ’ ὅλη τή γῆ, καί ὅρισε πόσον καιρό θά ὑπάρχουν καί μέσα σέ ποιά σύνορα θά κατοικοῦν. Θέλησε νά ζητοῦν τόν Κύριο καί νά προσπαθοῦν νά τόν βροῦν ψηλαφώντας στό σκοτάδι, ἄν καί δέν εἶναι μακριά ἀπό τόν καθένα μας.

            Αὐτά τά λόγια τοῦ Κήρυκος τῶν Ἐθνῶν, τοῦ «τρισμεγίστου φωστῆρος», τοῦ ἐνδόξου Ἀποστόλου Παύλου ἄγγιξαν τόν σήμερον ἑορταζόμενο ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, τόν Ἐπίσκοπο καί πολιοῦχο τῶν Ἀθηνῶν καί προστάτη τοῦ νομικοῦ κόσμου. Ἔδωσαν ἀπάντηση στούς προβληματισμούς μιᾶς καλλιεργημένης ὑπάρξεως, ἑνός ἀναζητητῆ τῆς ἀληθείας, ὁ ὁποῖος, καθώς εἶχε σπουδάσει τήν ἐπιστήμη τῆς νομικῆς, δέν ἔμεινε στήν θεώρηση τῆς κρίσεως τῆς συμπεριφορᾶς τῶν ἀνθρώπων μέ βάση τό τί ὅριζε ὁ νόμος, ἀλλά ἤθελε νά ἐρευνήσει καί νά κατανοήσει ποιός ἦταν Ἐκεῖνος πού δημιούργησε τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, ποιός ἦταν Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔβαλε ἐντός τῆς ὑπάρξεως τήν φωνή τῆς συνειδήσεως, πού ὁρίζει τί εἶναι δίκαιο καί τί ὄχι καί ἔδωσε στόν ἄνθρωπο τήν προοπτική αὐτό πού θεωρεῖ ὡς δίκαιο  νά ζητεῖ τήν ἐφαρμογή του ὄχι μόνο στίς διαπροσωπικές σχέσεις, ἀλλά καί στό ἐπίπεδο τῆς πόλεως γιά τούς ἀρχαίους, στό κράτος γιά τούς μεταγενεστέρους καί σέ πανανθρώπινη προοπτική γιά τό σήμερα.

Ὁ ἅγιος Διονύσιος ἑλκύσθηκε ἀπό τόν λόγο τοῦ Παύλου γιατί ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων, χωρίς νά ὑπεισέλθει σέ ἐξειδικευμένα θέματα, ἔδωσε τό ἔρεισμα, πάνω στό ὁποῖο ἐάν στηριχθεῖ ὁ καθένας, μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει τήν ζωή καί νά ὠθηθεῖ στό νά ἀκολουθήσει μία πορεία πού μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο τόσο ἐντός τῆς ὑπάρξεως, ὅσο καί στίς διαπροσωπικές-κοινωνικές του σχέσεις, ἀλλά καί στήν οἰκουμένη σύμπασα. Τό ἔρεισμα αὐτό συνίσταται πρῶτον στήν παραδοχή ὅτι καταγόμεθα ἐκ Θεοῦ καί μάλιστα «ἑξ ἑνός αἵματος», δεύτερον  ὅτι ὁ Θεός προνοεῖ γιά τόν ἄνθρωπο δίδοντάς του χρόνο καί τά συμπαρομαρτοῦντα τῆς ζωῆς καί, τρίτον, ὅτι καλούμαστε στή ζωή μας νά ἀναζητοῦμε τόν Κύριο, ψηλαφώντας τον στό σκοτάδι τῶν διαφορετικῶν προτεραιοτήτων, στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, στήν πίεση τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ, ἄν καί δέν εἶναι μακριά ἀπό τόν καθέναν μας.

Τί σημαίνουν αὐτά γιά τήν ὕπαρξη καί τή ζωή μας;

Ἡ παραδοχή ὅτι καταγόμεθα ἐκ Θεοῦ ὑπενθυμίζει στόν καθέναν μας ὅτι δέν ὑπάρχουν ἀνώτεροι ἤ κατώτεροι ἄνθρωποι καί λαοί, ὅτι, ἀκόμη καί οἱ ὅποιες διαφορές ὑφίστανται, δέν καθιστοῦν ἕναν ἄνθρωπο ἤ ἕναν λαό ἤ ἕναν πολιτισμό ἀνώτερο ἤ κατώτερο, ἀλλά διδάσκουν καί ἀπαιτοῦν τόν σεβασμό «κατά πάντα καί διά πάντα». Ὁ λόγος αὐτός τοῦ Παύλου, ὡς συνέχεια τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς πίστεώς μας Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ,  ἀκούστηκε σέ μία ἐποχή καί σέ μία κοινωνία ὅπου ὑπῆρχε ἡ ὑπερηφάνεια γιά τά ἐπιτεύγματα τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς ἱστορίας καί τῆς παιδείας ἀπό τήν μία πλευρά, καί ἀπό τήν ἄλλη ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα, ἡ ὁποία ἄφηνε ἐκτός τῆς τιμῆς καί τῆς προόδου μεγάλες μάζες ἀνθρώπων, ὅπως τίς γυναῖκες, τά παιδιά, τούς δούλους, τούς μή ἰσχυρούς. Ὁ λόγος αὐτός ἄγγιξε τόν ἅγιο Διονύσιο διότι φώτισε τό ὑπόβαθρο πάνω στό ὁποῖο στηριζόταν μία βασική ἀρχή τοῦ δικαίου: ἡ ἰσότητα πού γίνεται ἰσονομία. Ἡ ἰσονομία δέν εἶναι μόνο ἐπιλογή τῶν ἀνθρώπων μιᾶς πολιτισμένης κοινωνίας. Ἔρχεται ὡς συνέπεια τῆς πίστεως σέ  ἕναν Θεό δημιουργό ὅλου τοῦ κόσμου καί τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἑξ ἑνός αἵματος. Ἄν ὁ Τριαδικός Θεός χάρισε τήν ζωή ἀδιακρίτως «εἰς πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων», πῶς εἶναι δυνατόν γιά τούς ἴδιους τούς ἀνθρώπους νά διακρίνουν τούς ἄλλους σέ ἀνωτέρους καί κατωτέρους, ἰσχυρούς καί ἀδυνάμους, πλουσίους καί φτωχούς καί νά μήν ἀντιμετωπίζουν τούς πάντας ἐξ ἴσου;

Ἡ πίστη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο ἤ ἡ ἀπουσία της δίδει ἑρμηνεία στό γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι δίκαιος ἤ διαπράττει ἀδικίες. Αὐτή ἡ πίστη δέν μπορεῖ νά εἶναι ἁπλῶς ἐξωτερική κατάσταση, νά πηγάζει δηλαδή ἀπό μία ἠθική θεώρηση τῶν πραγμάτων, ἀλλά ἔχει νά κάνει μέ τήν ὀντολογική, τήν ὑπαρξιακή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτόν, βιώνει ἐντός του τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τό πρόσωπό του καί ἀνταποδίδει αὐτή τήν ἀγάπη στόν συνάνθρωπο καί τήν κοινωνία. Δέν ἀδικεῖ ὄχι γιατί νιώθει τήν πίεση τῶν ἐξωτερικῶν φραγμῶν πού εἶναι οἱ νόμοι, ἀλλά γιατί ἡ ἐμπιστοσύνη σέ ἕναν Θεό πού ἀγαπᾶ, κάνει τόν ἄνθρωπο νά μήν θέλει νά ζήσει ἄλλη κατάσταση ὡς ἐπιλογή του, πλήν τῆς ἀγάπης. Καί ἡ ἀγάπη δέν ἐπιτρέπει τήν ἀδικία. Ἄν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δέν ἐμπιστεύεται τό Θεό καί βάζει ὡς κριτήριο τῆς πορείας του τόν ἑαυτό του, τότε καί θά ἀδικήσει καί δέν θά συγκρατηθεῖ στίς ὅποιες δυσκολίες τῆς ζωῆς, διότι θά θελήσει νά ἐπιβάλει αὐτό πού ὁ ἴδιος κρίνει σωστό ἤ τήν ὅποια ἐξουσία μπορεῖ νά τοῦ δικαιολογήσει ἡ ἰσχύς του. Γι’ αύτό καί ὁ ἅγιος Διονύσιος, μέσα ἀπό τόν λόγο τοῦ Παύλου, κατενόησε ὅτι ὁ ἀληθινός ὁρισμός τῆς δικαιοσύνης δέν περιορίζεται στήν τήρηση ἤ τήν ἐπιβολή τῶν νόμων, ἀλλά προχωρᾶ στήν ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο. Αὐτή κάνει τόν καθέναν, ἐπειδή πιστεύει στόν Θεό, νά μπορεῖ καί νά ἀνεχτεῖ ἀκόμη καί τήν ὅποια ἀδικία, χωρίς νά ἀφήσει τήν ψυχή του νά κρατήσει κακία εἰς βάρος τοῦ ἀδικοῦντος. Κι αὐτό διότι αἰσθάνεται τήν παραχώρηση τοῦ Θεοῦ νά λειτουργεῖ καί σ’ αὐτήν τήν περίπτωση, μέ σκοπό ὁ ἄνθρωπος νά μπορέσει, ἀκόμη καί θυσιαζόμενος, νά ἀκολουθήσει τό παράδειγμα τοῦ Ἀγαπῶντος Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε στό Σταυρό γιά τόν κόσμο μας. Αὐτή εἶναι καί μία ἄλλη ἀρχή τοῦ δικαίου: ἡ ἀγάπη.

Ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ τελικά δείχνει καί τόν βαθύτερο προσανατολισμό τῆς ζωῆς μας. Ὑπάρχουμε ὄχι μόνο γιά τόν παρόντα χρόνο καί κόσμο, ἀλλά γιά νά συναντοῦμε τόν Θεό. Καί αὐτή ἡ συνάντηση συντελεῖται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Στήν Ἐκκλησία ἐμπεριέχεται ἡ κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἡ ὁποία ἀναζητεῖ τόν Θεό καί ἀποδέχεται τήν «κατά πάντα καί διά πάντα» ἰσότητα καί τήν ἀγάπη. Ἡ εἴσοδος τοῦ ἀνθρώπου στήν Ἐκκλησία δέν ἔχει ὡς σκοπό ἁπλῶς τήν μεταθανάτια ἐξασφάλιση, ἀλλά τήν κοινωνία μέ τόν Θεό μέσα ἀπό τήν πίστη καί τήν ζωή πού βιώνουμε ἐντός της. Καί αὐτή ἡ κοινωνία γίνεται προσευχή γιά τόν κάθε ἄνθρωπο. Γίνεται ἐλεημοσύνη, πνευματική καί ὑλική. Γίνεται ἔξοδος ἀπό τόν ἑαυτό μας καί οἰκείωση τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια. Κατά τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος» (Γαλ. 5, 22-24).  Κανένας νόμος δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ἐναντίον αὐτῶν τῶν χαρισμάτων, διότι ἀποτελοῦν σημεῖο τῆς ἐλευθερίας, τήν ὁποία ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία προτείνουν στούς ἀνθρώπους. Κανείς νόμος δέν μπορεῖ νά ἐπιβάλει στούς ἀνθρώπους νά ἀγαπήσουν, νά γίνουν χαρούμενοι, νά εἰρηνεύουν, νά εἶναι συγχωρητικοί ἔναντι τῶν ἄλλων, νά ἔχουν καλοσύνη, νά μήν λειτουργοῦν μέ πονηρία, νά πιστεύουν, νά εἶναι πρᾶοι καί ἥσυχοι στήν καρδιά, νά ἐγκρατεύονται ὡς πρός τήν κακία. Καί εἶναι ἡ ἐλευθερία  τῶν χαρισμάτων πνευματική. Πηγάζει ἀπό τή σχέση μέ τόν Χριστό, ἡ ὁποία κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἐκτείνει τήν καρδιά του πρός ὅλο τόν κόσμο. Ὁ ἅγιος Διονύσιος κατενόησε μέσα ἀπό τόν λόγο τοῦ Παύλου ὅτι ἡ ψηλάφηση τοῦ Θεοῦ μέσα στό σκότος ἑνός κόσμου στόν ὁποῖο θριάμβευε ἡ ἁμαρτία, ἡ ἐπιβολή τῆς ἰσχύος, ἡ διαφθορά, καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο ἀληθινά ἐλεύθερο καί ἀνοίγει τόν δρόμο γιά κοινωνία αἰωνιότητος. Αὐτή ἡ ὁδός ἀναδεικνύει καί μία ἀκόμη ἀρχή τοῦ δικαίου: τήν στόχευση στήν ἐλευθερία ὄχι μόνον ἐξωτερικῶς, ἀλλά, κυρίως πνευματικῶς. Τό ἀδέσμευτον τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἀκολούθηση τῶν ἀρχῶν του τόν καθιστοῦν ἱκανό στό νά μήν ἀδικεῖ καί νά μήν ὑποκύπτει σέ κάθε λογῆς πιέσεις καί πειρασμούς.  

Ζοῦμε σέ ἕναν κόσμο κρίσεως, ὄχι μόνο οἰκονομικῆς, ἀλλά πρωτίστως πνευματικῆς. Ὑφιστάμεθα ὡς λαός συλλογικῶς τήν ἀδικία νά τιμωρούμεθα ἀπό μηχανισμούς καί συστήματα τά ὁποῖα συγκαλλιέργησαν μέ τήν δική μας ἀπόκλιση ἀπό τίς πνευματικές ἀξίες, ἕναν τρόπο ζωῆς χωρίς ἰσότητα, χωρίς ἀγάπη, χωρίς ἐλευθερία. Ἐκτίουμε μία σταδιακῶς ἐπιβαλλόμενη ποινή στερήσεως τῶν ὑλικῶν προνομίων μας, κυρίως ὅμως τῆς ἐθνικῆς καί συλλογικῆς ἀξιοπρεπείας μας, προκειμένου νά μπορέσουμε νά ἐπιβιώσουμε. Ἀνεξαρτήτως ὅμως τῶν ἐξελίξεων σέ οἰκονομικό καί κοινωνικό ἐπίπεδο, ὁ λόγος στήν Πνύκα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού συνεκίνησε τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, περιλαμβάνει μία προτροπή πρός ὅλους μας: «ὁ Θεός τανῦν  παραγγέλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν» (Πράξ. 17, 30). Καί μετάνοια δέν σημαίνει ἁπλῶς ἀναγνώριση σφαλμάτων ἤ ἂποδοχή τῆς ἐκτίσεως ποινῆς πρός σωφρονισμόν. Μετάνοια σημαίνει ἀλλαγή προσανατολισμοῦ καί ἀνάληψη ἐργασίας τόσο προσωπικῆς, ὅσο καί συλλογικῆς, πρός τήν ἀπόκτηση τοῦ αἰσθήματος τῆς ἰσότητος καί τήν ὑπέρβαση τῆς ἀνομίας κατά Θεόν καί κατά ἄνθρωπον, ἀπόκτηση ἤθους ἀγάπης καί ἐμπιστοσύνης στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί ἀπορρίψεως τοῦ αὐτάρεσκου ἐγωκεντρισμοῦ, καί, τέλος, ἐκζήτηση τῆς γνησίας ἐλευθερίας, ἡ ὁποία θά μᾶς προσφέρει ἀληθινή καρδιακή συνάντηση μέ τόν Θεό καί τόν κόσμο ἐν Χριστῷ καί Ἐκκλησίᾳ.

Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης τόλμησε σέ ἕνα περιβάλλον, τό ὁποῖο ἀπάντησε στόν Παῦλο εἰρωνικά καί χλευαστικά  «ἀκουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου» (Πράξ. 17, 32), νά πιστέψει καί νά ἀκολουθήσει τήν ὁδό τῆς Ἐκκλησίας. Ἄς ἀποτελέσει τό παράδειγμά του γιά τόν καθέναν μας ἀφορμή γιά προβληματισμό, ὁ ὁποῖος θά βοηθήσει στό νά ἐπανεκτιμήσουμε τήν πορεία τῆς ἀποστολῆς μας.

Εἶναι μεγάλη ἡ χαρά μας γιά τό ὅτι σήμερα τελέσαμε, σεπτῇ ἐντολῇ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ Προέδρου αὐτῆς, Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου, τήν Θεία Λειτουργία πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου καί προσευχηθήκαμε γιά ὅλους ἐσᾶς, τό ἔργο τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ καταφύγιο  ἐμπιστοσύνης τῶν ἀνθρώπων πάντοτε, ἀλλά καί ἰδιαιτέρως στούς δυσκόλους καιρούς μας.

Χρόνια Πολλά καί εὐλογημένα!